Η σκέψη του Καντ - Point of view

Εν τάχει

Η σκέψη του Καντ






Η σκέψη του Καντ (1724-1804) αποτελεί σημαντικό σταθμό στην ιστορία της νεότερης φιλοσοφίας όχι μόνο γιατί ολοκληρώνει την κριτική στροφή που εγκαινιάζει ο Descartes αλλά και γιατί σφραγίζει την πορεία ολόκληρης της μεταγενέστερης φιλοσοφίας, με την έννοια ότι αυτή βρίσκεται έκτοτε σε έναν μόνιμο κριτικό διάλογο μαζί της. 


Η Κριτική του καθαρού λόγου (1781) είναι ίσως το σημαντικότερο κείμενο της νεότερης φιλοσοφίας. Στον πρόλογο της Κριτικής του ο Καντ υπόσχεται να βάλει τέρμα στην αέναη διαμάχη των μεταφυσικών συστημάτων και να φέρει την αιώνια ειρήνη στη φιλοσοφία. Προς τον σκοπό αυτόν ο λόγος πρέπει να αναλάβει το πιο επίπονο έργο, το έργο της αυτογνωσίας του, εγκαθιστώντας «ένα δικαστήριο που να του διασφαλίζει από τη μια μεριά τις νόμιμες διεκδικήσεις του αλλά και να του επιτρέπει να αποκρούει κάθε αβάσιμη αξίωσή του σύμφωνα με νόμους αιώνιους και ακίνητους». Ορίζοντας τους νόμους που διέπουν τον λόγο ο Καντ επιχειρεί να περιχαρακώσει το πεδίο ισχύος του έτσι ώστε να μπορούμε να αποφανθούμε οριστικά για τα όρια της χρήσης του. Μόνο έτσι η Μεταφυσική θα γίνει επιστήμη.


Στην Κριτική του ο φιλόσοφος συγκρίνει την αλλαγή στον τρόπο τού σκέπτεσθαι που εισάγει η υπερβατολογική φιλοσοφία του με την επανάσταση του Κοπέρνικου στην αστρονομία. Όπως ο Κοπέρνικος έκανε τον ήλιο να μένει ακίνητος και τη Γη να περιστρέφεται γύρω απ’ αυτόν, έτσι και ο Καντ έκανε τον λόγο ακίνητο και τον κόσμο των πραγμάτων να περιστρέφεται γύρω του και να φωτίζεται από εκείνον. Το φως δηλαδή της γνώσης δεν εκπορεύεται από τα πράγματα, αλλά από τον λόγο.


Αντίθετα συνεπώς με τη δογματική Μεταφυσική, που πρέσβευε ότι οι έννοιες πρέπει να ρυθμίζονται προς τα αντικείμενα, εκείνος τονίζει ότι τα αντικείμενα πρέπει να ρυθμίζονται προς τις έννοιες. Ανοίγει έτσι ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία της φιλοσοφικής σκέψης.


Τη θέση της δογματικής Μεταφυσικής παίρνει η κριτική του καθαρού λόγου, ή υπερβατολογική φιλοσοφία, η οποία εξετάζει τις αρχές της προεμπειρικής γνώσης. Οι αρχές αυτές είναι ο χώρος και ο χρόνος ως μορφές της καθαρής εποπτείας, οι καθαρές έννοιες (κατηγορίες) του νου και οι ρυθμιστικές ιδέες του λόγου (κόσμος, ψυχή, θεός).


Στο πνεύμα του καντιανού εγχειρήματος της θεμελίωσης της Μεταφυσικής ως επιστήμης η φιλοσοφία παίρνει επιστημονικό χαρακτήρα με το να διερευνά τις προϋποθέσεις εγκυρότητας της επιστημονικής γνώσης.


Αισθητικότητα δίχως νου;






Η καντιανή φιλοσοφία αποτελεί τον τρίτο δρόμο μεταξύ δογματισμού και σκεπτικισμού, μια πηγαία σύνθεση εμπειρισμού και ορθολογισμού: η αισθητικότητα δίχως τον νου είναι τυφλή, ο νους δίχως την αισθητικότητα είναι κενός. Κοντά στην αισθητικότητα ως ξεχωριστή πηγή γνώσης έχουμε τον νου ως αυτόνομο γνωστικό όργανο που παράγει έννοιες δυνάμει των οποίων είναι δυνατή η εμπειρική γνώση. Η γνώση μας αρχίζει κατά τον Καντ από την εμπειρία. Από την άποψη δηλαδή του χρόνου δεν έχουμε καμιά γνώση που να προηγείται της εμπειρίας. Αυτό ωστόσο δεν σημαίνει ότι απλώς η γνώση πηγάζει από την εμπειρία. Εποπτεία και έννοιες απαρτίζουν τα στοιχεία της ανθρώπινης γνώσης, «έννοιες χωρίς περιεχόμενο είναι κενές, εποπτείες χωρίς έννοιες είναι τυφλές».


Ο Καντ δείχνει ότι οι κατηγορίες δεν προέρχονται από την εμπειρία, αφού αυτές είναι που καθιστούν την εμπειρία (γνώση) δυνατή. Έτσι, για παράδειγμα, η αρχή της αιτιότητας («κάθε γεγονός έχει ένα αίτιο») δεν απορρέει από την εμπειρία, αλλά αντίθετα αποτελεί προϋπόθεση της εμπειρίας (γνώσης). Η επιστήμη, λ.χ., εξηγεί ένα φαινόμενο Α ανάγοντάς το στην αιτία του Β. Στην προκειμένη περίπτωση προϋποθέτει ότι το αντικείμενο της επιστημονικής εξήγησης πρέπει να έχει μια αιτία σε ένα άλλο ον ( φαινόμενο), ότι η αιτιακή σύνδεση του Α με το Β είναι δυνατή και έχει νόημα, προϋποθέτει με άλλα λόγια την αρχή της αιτιότητας. Κατά τον Καντ, την πραγματικότητα τη γνωρίζουμε μέσα από τις a priori μορφές της εποπτείας (χώρος, χρόνος) και τις κατηγορίες. Μόνο που αυτό που γνωρίζουμε δεν είναι το πράγμα καθαυτό, αλλά φαινόμενα στον χώρο και στον χρόνο. Το πράγμα καθαυτό είναι ένα νοούμενο, το οποίο δηλώνει το όριο της ανθρώπινης γνώσης. Μια γνώση που υπερβαίνει την εμπειρία, όπως υποστήριζε η Μεταφυσική, δεν είναι καν δυνατή. Σύμφωνα με τον Καντ, μόνο φαινόμενα στον χώρο και στον χρόνο μπορούμε να γνωρίσουμε.






Αν τώρα ο νους είναι η πηγή των καθαρών εννοιών (κατηγοριών), ο καθαρός λόγος στον Καντ είναι η πηγή ρυθμιστικών ιδεών μέσω των οποίων προσδίδεται ενότητα στα ενεργήματα της νόησης. Ο λόγος σκέπτεται το άνευ όρων, το απόλυτο ως ιδέα, αλλά δεν το γνωρίζει: σκέπτεται δηλαδή την ιδέα του κόσμου ως ολότητα της εξωτερικής εμπειρίας, την ιδέα της ψυχής ως το κοινό σημείο αναφοράς της ολότητας της εσωτερικής εμπειρίας και την ιδέα του Θεού ως το κοινό σημείο αναφοράς της ολότητας εν γένει, της ολότητας όλων των αντικειμενικών προσδιορισμών. Τα αντικείμενα γνώσης της κλασικής μεταφυσικής εκλαμβάνονται τώρα μόνο ως ρυθμιστικές ιδέες του λόγου, όχι όμως και ως αντικείμενα εν δυνάμει γνώσης.


Στον Καντ, ο άχρονος Θεός αντικαθίσταται με την ιδέα ενός άχρονου υποκειμένου της εμπειρίας, ενός άχρονου λόγου, ο οποίος ακόμη και στη γνώση της φύσης ως νους δεν μπορεί να συλλάβει το καθαυτό είναι των πραγμάτων. Με την κριτική στροφή της φιλοσοφίας υποσκάπτεται η αριστοτελική θεωρία της αλήθειας ως adaequatio rei et intellectus, ως συμφωνίας δηλαδή της γνώσης με το αντικείμενό της. Για τον Καντ, το να μιλούμε για αντικείμενα ανεξάρτητα από τη σχέση τους με το νοούν υποκείμενο οδηγεί σε ανυπέρβλητες δυσκολίες και αντιφάσεις. Ο κριτικός λόγος αυτοπεριορίζεται, με την έννοια ότι διατηρεί μεν την καθολικότητά του, ωστόσο δεν γνωρίζει το απόλυτο, αλλά τους τυπικούς υπερβατολογικούς όρους της εμπειρίας εν γένει. Ο λόγος γίνεται λόγος των ορίων του κόσμου, πράγμα που σημαίνει ότι φθάνει ως αυτόν αλλά όχι άμεσα ως το θείο. Ο Καντ είναι ο κατ’ εξοχήν φιλόσοφος του διαφωτισμού.


Νεοκαντιανοί ενάντια στον ψυχολογισμό


Με το σύνθημα «επιστροφή στον Καντ» οι νεοκαντιανοί φιλόσοφοι της Σχολής του Μαρβούργου (Η. Cohen, Ρ. Natorp, Ε. Cassirer) και της Σχολής της Βάδης (W. Windelband, Η. Rickert) επιχειρούν να εναντιωθούν στη διόγκωση του ψυχολογισμού, που παρατηρείται κατά τη μετάβαση από τον 19ο στον 20ό αιώνα. Αυτό σημαίνει ότι το αντικείμενο της γνώσης δεν είναι το αισθητό αντικείμενο ή το αντικείμενο της παράστασης.


Ουσιαστικά συνεχίζουν το έργο του Καντ, με τον οποίο γίνεται ο πρώτος διαχωρισμός της εμπειρικής ψυχολογίας από τη φιλοσοφία. Η ψυχολογία, που αυτονομήθηκε ως επιστήμη, στην προσπάθειά της να συλλάβει τους νόμους που διέπουν την ψυχική και πνευματική ζωή εν γένει αξίωνε να υπαγάγει στην αρμοδιότητά της ακόμη και φιλοσοφικούς κλάδους, όπως η λογική, η γνωσιοθεωρία, η ηθική, η αισθητική κ.ά.


Στον αγώνα τους ενάντια στον ψυχολογισμό οι νεοκαντιανοί παίρνουν βασικές ιδέες από την κριτική φιλοσοφία του Καντ, την οποία αναπτύσσουν παραπέρα με την έννοια ότι εξαλείφουν ορισμένα προκριτικά μεταφυσικά κατάλοιπα και υπογραμμίζουν παράλληλα τα καθαρά γνωσιοθεωρητικά στοιχεία. Το έργο της φιλοσοφίας αναφορικά προς τις άλλες επιστήμες και προς την εμπειρική ψυχολογία είναι μεθοδολογικό. Ετσι ο υπερβατολογικός ιδεαλισμός μεταγράφεται σε λογικό ή μεθοδολογικό ιδεαλισμό, ο οποίος στρέφει την κριτική της γνώσης όχι στο πνεύμα που γνωρίζει αλλά στο περιεχόμενο της γνώσης, όπως αυτό είναι κωδικοποιημένο στις επί μέρους επιστήμες, και επιχειρεί να διερευνήσει τις προϋποθέσεις εγκυρότητας της επιστημονικής γνώσης, συνεπώς και της ψυχολογικής και βιολογικής γνώσης.


Και επειδή ακριβώς η ψυχολογία και η βιολογία είναι εμπειρικές επιστήμες και ως τέτοιες προϋποθέτουν την εγκυρότητα των αρχών κάθε εμπειρικής γνώσης, γι’ αυτό και μια ψυχολογική ή βιολογική θεμελίωση της γνώσης είναι αδύνατη.


Το θέμα της κριτικής γνωσιοθεωρίας στη νεοκαντιανή της εκδοχή δεν είναι τα πράγματα αλλά η εγκυρότητα της γνώσης των πραγμάτων. Στο πνεύμα της κοπερνίκειας επανάστασης του Καντ οι νεοκαντιανοί θα τονίσουν ότι τα αντικείμενα μας δίδονται μόνο στη γνώση. Δεν υπάρχουν δηλαδή αντικείμενα έξω από τη γνώση μας. Αυτό σημαίνει ότι το αντικείμενο της γνώσης δεν είναι το αισθητό αντικείμενο, το αντικείμενο της παράστασης. Από τη σκοπιά αυτή, παύει να έχει νόημα το καντιανό πράγμα καθαυτό το οποίο υπάρχει πίσω από τα φαινόμενα και εξηγεί την προέλευση των αισθητηριακών δεδομένων. Το πράγμα καθαυτό έξω από τη συνείδηση και ανεξάρτητα από τη νόηση δεν ανταποκρίνεται στο πνεύμα της κριτικής φιλοσοφίας του Καντ και θεωρείται ως κατάλοιπο της δογματικής φιλοσοφίας.


Του Νίκου Αυγελή, καθηγητή Φιλοσοφίας στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ.
via

Pages