«Μόνο γιατί μ’ αγάπησες» - Point of view

Εν τάχει

«Μόνο γιατί μ’ αγάπησες»



Μόνο γιατί με κράτησες 

στα χέρια σου μια νύχτα 

και με φίλησες στο στόμα, 

μόνο γι’ αυτό είναι ωραία

 σαν κρίνο ολάνοιχτο. ... 

Μόνο γιατί τα μάτια σου

 με κοίταξαν

 με την ψυχή στο βλέμμα,

 περήφανα 

και στολίστηκα το υπέρτατο 

της ύπαρξής μου στέμμα.

 ... Μόνο γιατί μ’ αγάπησες

 γεννήθηκα.

 Μονάχα γιατί 

τόσο ωραία μ’ αγάπησες.








Μαρία Πολυδούρη "Μόνο γιατί μ’ αγάπησες"


Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες


στα περασμένα χρόνια.


Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα


και σε βροχή, σε χιόνια,


δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες.



Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου


μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,


μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο


κ’ έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,


μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.



Μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν


με την ψυχή στο βλέμμα,


περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο


της ύπαρξής μου στέμμα,


μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν.



Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα,


γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη.


Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη


μένα η ζωή πληρώθη.


Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.



Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες


έζησα, να πληθαίνω


τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες


κ’ έτσι γλυκά πεθαίνω


μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες.






Ανάλυση

1. Στοιχεία νεορομαντισμού στο ποίημα
 και γενικότερη θεματική συσχέτισή του
 με τη γενιά του μεσοπολέμου:




Ο νεορομαντισμός συνιστά μια επιστροφή στην πρόταξη των προσωπικών συναισθημάτων του ποιητικού υποκειμένου. Σε αντίθεση με την αποστασιοποιημένη και ψυχρή ποίηση του παρνασσισμού, ο νεορομαντισμός αποζητά μια ποίηση διαπνεόμενη απ’ το συναίσθημα, όπου θα κυριαρχεί το προσωπικό βίωμα του ποιητή. Η ποίηση επιστρέφει έτσι στην εσωτερική και εγωκεντρική θέαση των πραγμάτων, αλλά δεν έχει πια τον μεγαλόπνοο πατριωτικό χαρακτήρα του ρομαντισμού. Οι δύσκολες ιστορικές συνθήκες έχουν κάμψει την επαναστατική διάθεση κι έχουν δημιουργήσει ένα κλίμα κόπωσης και γενικευμένης απαισιοδοξίας.


Ο νεορομαντισμός επομένως επαναφέρει τον ατομικισμό και το συναισθηματισμό του ρομαντισμού, ως αντίδραση στην ψυχρή ποίηση του παρνασσισμού, διαμορφώνει όμως -υπό την πίεση των ιστορικών γεγονότων- μια ποίηση κενή από ιδανικά και συλλογικές υψηλές επιδιώξεις. Το έθνος και η κοινωνία δεν αποτελούν πια την πηγή έμπνευσης που ωθούσε άλλοτε το ρομαντισμό σε πατριωτικές συνθέσεις. Οι ποιητές του μεσοπολέμου διακατέχονται από μια διάθεση παραίτησης και απογοήτευσης. Στα ποιήματά τους κυριαρχεί η μελαγχολία, η αίσθηση του ανικανοποίητου, η απουσία αγωνιστικού παλμού και η επιστροφή στο ατομικό βίωμα. Στη θέση των πατριωτικών ιδανικών τίθεται πλέον η ονειροπόληση και η επιθυμία φυγής από μια κοινωνία που αδυνατεί να εμπνεύσει τη συλλογική πορεία και προσπάθεια.


Στο ποίημα «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες» διακρίνεται η κυριαρχία του συναισθήματος και η ατομικότητα του βιώματος, που χαρακτηρίζουν το νεορομαντισμό, αλλά και η γενικότερη απαισιοδοξία της γενιάς του μεσοπολέμου.


Η ποιήτρια στρέφει την προσοχή της στη λυτρωτική αγάπη του καλού της και καταγράφει τον αντίκτυπο που είχε η αγάπη αυτή στη ζωή της, αναγνωρίζοντας τον κυρίαρχο ρόλο του έρωτα και των συναισθημάτων εν γένει. Η αλλαγή στην προσωπικότητα της ποιήτριας και η αίσθηση ολοκλήρωσης και δικαίωσης που επήλθε από την αγάπη εκείνου αποτελούν ένα πολύ προσωπικό βίωμα που αφορά μόνο την ίδια και τον αγαπημένο της. Ακόμη και το β΄ ενικό πρόσωπο που κυριαρχεί στα ρήματα του ποιήματος, φανερώνει πως οι στίχοι γράφονται για έναν συγκεκριμένο αποδέκτη.


Η ένταση της αγάπης πάντως, όπως και η θετική αλλαγή που επήλθε στην προσωπικότητα της ποιήτριας, δεν αποκρύπτουν την απαισιοδοξία και την αρνητική στάση απέναντι στη ζωή. Η ποιήτρια χαρακτηρίζει τη ζωή «άχαρη» και «ανεκπλήρωτη», ενώ μπροστά στο θάνατο του αγαπημένου της, η απάντηση δεν είναι μια κατάφαση στη ζωή, αλλά μια γλυκόπικρη παραμυθία πως κι ο δικός της θάνατος έρχεται γλυκός.


2. «Ο έρωτας από αισθηματική πληρότητα
 ξεπερνάει τον ίδιο το χώρο του αισθηματισμού
 και γίνεται δύναμη, που μεταμορφώνει την ύπαρξη, μέσα στο λαμπρό φως μιας μυστικής γέννησης.» (Γιώργος Θέμελης)



Επαλήθευση της άποψης αυτής
 με συγκεκριμένες αναφορές στο ποίημα:




Η ιδιαιτερότητα του συγκεκριμένου ποιήματος έγκειται στο γεγονός πως η αγάπη για την οποία μιλά με τόση εκτίμηση η ποιήτρια, δεν είναι ένας παροδικός έρωτας ή μια απλή ερωτική ιστορία που παρουσιάζεται για χάρη του ίδιου του έρωτα και μόνο. Η ποιήτρια, δηλαδή, δεν ενδιαφέρεται να υμνήσει απλώς τον έρωτα, όπως συνηθίζεται σε αντίστοιχα λυρικά ποιήματα, επιθυμεί να παρουσιάσει τη δύναμη ενός αληθινού και ειλικρινούς συναισθήματος που δεν έμεινε στον επιφανειακό ενθουσιασμό του αμοιβαίου έρωτα, αλλά διέτρεξε την υπόσταση της ποιήτριας στο σύνολό της και τη μεταμόρφωσε πλήρως.


Στα χέρια του αγαπημένου της και υπό την επίδραση του φιλιού του, η ποιήτρια αισθάνεται επιθυμητή και αποκτά για πρώτη φορά συναίσθηση της ομορφιάς της. Η ποιήτρια νιώθει ωραία σαν ένα κρίνο ολάνοιχτο, βιώνοντας τη δύναμη της ερωτικής επιθυμίας και του πόθου. Ό,τι μέχρι πρότινος κρατούνταν σε αδράνεια λόγω της νεανικής ανασφάλειας και της έλλειψης μιας ιδανικής αναγνώρισης, έρχεται τώρα και προβάλλει ισχυρό. Η ποιήτρια αντιλαμβάνεται και αποδέχεται την ωραιότητά της -εσωτερική και εξωτερική- κι αισθάνεται έτοιμη να αφεθεί στο ερωτικό κάλεσμα.


Αντιστοίχως, καθώς η ποιήτρια αντικρίζει στο βλέμμα εκείνου την ειλικρίνεια των συναισθημάτων του (με την ψυχή στο βλέμμα), αισθάνεται την άνευ όρων αποδοχή, αγάπη κι εκτίμηση που την ωθούν στο να παρουσιάσει πια άφοβα κάθε πτυχή του εαυτού της. Η δύναμη της προσωπικότητάς της, όπως και κάθε άλλη αρετή της, παρουσιάζονται στα μάτια του αγαπημένου της, σε όλη τους την ένταση και ομορφιά. Η ποιήτρια δε φοβάται να αποκαλύψει την αλήθεια του εαυτού της, μιας και γνωρίζει πως η αγάπη εκείνου είναι αληθινή και ισχυρή (περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο της ύπαρξής μου στέμμα).


Χάρη στην αγάπη εκείνου η νεαρή κοπέλα γεννιέται εκ νέου, αποβάλλοντας καθετί που την περιόριζε και δεν της επέτρεπε να αποδεχτεί και να παρουσιάσει το είναι της σε όλη του τη μοναδικότητα.



3. Βασικές επιλογές της ποιήτριας είναι
 η χρήση του αορίστου και το σχήμα κύκλου.
 Εξήγηση της λειτουργίας τους: 





Ο αόριστος χρόνος των ρημάτων του ποιήματος έρχεται εξαρχής να δηλώσει πως η αγάπη και ο έρωτας του αγαπημένου νέου ανήκουν στο παρελθόν, καθώς εκείνος δε ζει πια. Οι ξεχωριστές στιγμές που έζησε κοντά του η ποιήτρια, όπως και η ένταση της αγάπης του, συνέβησαν στο παρελθόν, χωρίς όμως αυτό να τους αφαιρεί τη δύναμη να επιδρούν ακόμη στην ψυχή της. Η απόδοση άλλωστε της επενέργειας των δράσεων του αγαπημένου γίνεται από την ποιήτρια με τη χρήση ενεστώτα, καθιστώντας σαφές πως παρά το θάνατό του, η αγάπη του συνεχίζει να επηρεάζει τη ζωή της. Το παρόν της ποιήτριας διαμορφώνεται υπό την επίδραση της δικής του παρουσίας, έστω κι αν εκείνος έχει πια πεθάνει. «Τραγουδώ», «είμαι ωραία», «έχω ένα ρίγος», τα αποτελέσματα επομένως της αγάπης του παραμένουν ισχυρά ακόμη και τώρα που η ποιήτρια ζει χωρίς εκείνον, γεγονός που αποκαλύπτει την αλήθεια και τη δύναμη των συναισθημάτων τους.


Το σχήμα κύκλου που δημιουργείται σε κάθε στροφή, εξυπηρετεί αφενός τη λυρικότητα του ποιήματος, καθώς ενισχύει την αίσθηση της μουσικότητας, κι αφετέρου συμβάλλει στην εναργέστερη εντύπωση του περιεχομένου στον αναγνώστη μέσω της επανάληψής του. Ειδικότερα, βέβαια, μπορούμε να διακρίνουμε ότι σε κάθε στροφή ο στίχος που επαναλαμβάνεται έχει επιλεγεί ώστε να δίνει έμφαση στο συγκεκριμένο κάθε φορά μήνυμα που θέλει να περάσει η ποιήτρια.


Έτσι, στην πρώτη στροφή ο στίχος «Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες», εκφράζει εμφατικά ότι το ποίημα αυτό απευθύνεται αποκλειστικά στον αγαπημένο της ποιήτριας και παράλληλα με την επανάληψή του δημιουργεί την αίσθηση ότι η αγάπη που διακηρύσσεται από την Πολυδούρη έχει όχι μόνο ένταση αλλά και διάρκεια. Παράλληλα, με το στίχο αυτό η ποιήτρια συνδέει άρρηκτα την ποιητική της δημιουργία με το αγαπημένο της πρόσωπο, δηλώνοντας μ’ αυτό τον τρόπο ότι το μοναδικό κίνητρο για τον ποιητικό της λόγο είναι η αγάπη εκείνου.


Στη δεύτερη στροφή, ο αρχικός στίχος «Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου», δίνει στην αγάπη της για εκείνον και την έκφανση της ερωτικής επαφής, δίνοντας την αίσθηση ότι η σχέση των δύο ερωτευμένων δεν υπήρξε μόνο συναισθηματική αλλά και σαρκική. Το σχήμα κύκλου, επομένως, εδώ δίνει την αίσθηση της ολοκλήρωσης στην ερωτική αυτή σχέση κι εντείνει έτσι τη σημασία του ερωτικού συναισθήματος για την ποιήτρια.


Στην τρίτη στροφή «Μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν», η ποιήτρια εστιάζει την προσοχή της στη βασική πηγή επιβεβαίωσης της αγάπης της, δηλαδή στο βλέμμα του αγαπημένου της, στο οποίο μπορούσε να διακρίνει όλη την ειλικρίνεια των συναισθημάτων του. Αν οι πράξεις μπορούν να είναι προσποιητές κι αν τα λόγια μπορεί να είναι ψεύτικα, η ποιήτρια θεωρεί ότι ο τρόπος που ο αγαπημένος της την κοίταζε αποκάλυπτε όλη την αλήθεια της αγάπης του, γι’ αυτό και φροντίζει να δώσει με έμφαση την αδιάψευστη διαβεβαίωση των συναισθημάτων του.


Η τέταρτη στροφή αποτελεί την απόλυτη διακήρυξη της αγάπης της ποιήτριας, καθώς με το στίχο «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα», δηλώνει απερίφραστα την πεποίθησή της ότι ο μόνος λόγος για τον οποίο ήρθε στη ζωή ήταν για να αισθανθεί την αγάπη του. Ο στίχος αυτός περιέχει νοηματικά ένα από τα σημαντικότερα μηνύματα του ποιήματος γι’ αυτό και η ποιήτρια τον επαναλαμβάνει και παρόλο που μπορεί να θεωρηθεί ως στοιχείο υπερβολής, αποδίδει στο ακέραιο τη συναισθηματική κατάσταση της ποιήτριας τη στιγμή της σύνθεσης του ποιήματος, αλλά και τη συναισθηματική ένταση που βιώνει κάθε άνθρωπος που ερωτεύεται και αφήνεται πλήρως στο συναίσθημα αυτό.


Η πέμπτη στροφή του ποιήματος σφραγίζεται από την επανάληψη του στίχου «Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες», ο οποίος έρχεται ως συμπέρασμα σε όσα ειπώθηκαν από την ποιήτρια σε όλο το υπόλοιπο ποίημα. Μόνο γιατί την αγάπησε τόσο ωραία, αισθάνθηκε τόσο έντονα συναισθήματα για εκείνον και άφησε τα συναισθήματα αυτά να παίξουν καθοριστικό ρόλο σε ολόκληρη τη ζωή της. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η χρήση της λέξης “ωραία” που έρχεται να χαρακτηρίσει τους τρόπους της αγάπης του. Μέσα στη λέξη αυτή η ποιήτρια εντάσσει την τιμιότητα και την ειλικρίνεια της αγάπης του, αλλά και τη δύναμη αυτής της αγάπης που ήρθε και άλλαξε πλήρως τη ζωή της.


4. Σχολιασμός του περιεχομένου 
της τελευταίας στροφής του ποιήματος:




Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες


έζησα, να πληθαίνω


τα ονείρατά σου, ωραίε, που βασίλεψες


κι έτσι γλυκά πεθαίνω


μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες.




Η αγάπη εκείνου, που υπήρξε ωραία, υπό την έννοια του σεβασμού αλλά και της ποιότητας του συναισθήματος, αποτέλεσε για την ποιήτρια μια ιδανική δικαίωση για τη ζωή της. Έτσι, αισθανόμενη κοντά του την πληρότητα που αποζητούσε στη ζωή της, θεωρούσε πως ο λόγος για τον οποίο ζούσε ήταν για να βρίσκεται μαζί του ως συνοδοιπόρος στα όνειρά του. Εμφανής είναι εδώ η αγάπη της ερωτευμένης γυναίκας που προτάσσει την εκπλήρωση, αλλά και τη διεύρυνση, των ονείρων του αγαπημένου της. Ο θάνατος όμως εκείνου, που όσο ζούσε φανέρωσε στην ποιήτρια την ομορφιά της ψυχής του, αν και ματαίωσε τη δυνατότητα μιας κοινής πορείας, δεν τερμάτισε την επίδραση της αγάπης του. Η ποιήτρια αντικρίζει πια το δικό της τέλος, χωρίς φόβο, αλλά με μια γλυκιά προσμονή, καθώς χάρη στην αγάπη του και στη συναισθηματική ολοκλήρωση που της προσέφερε, νιώθει πως κοντά του έζησε ό,τι ωραιότερο και πολυτιμότερο μπορούσε να ζητήσει απ’ τη ζωή της.




5. Ομοιότητες, ως προς το περιεχόμενο,
 μεταξύ των ποιημάτων της Μαρίας Πολυδούρη «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες» και «Ούτε και δω»: 




Μαρία Πολυδούρη «Ούτε και δω»



Ούτε και δω στην ξενιτιά που μ’ έχει ρίξει,


καθώς με συγκυλά της δυστυχίας το κύμα,


βρήκα την ταφική του ναυαγίου γαλήνη.


Τα σωθικά μου αν τα’ χει η μαύρη δίψα φρίξει


κι αν η φωνή μου απ’ την κραυγή του πόνου σβήνει,


μα πάντα θα ’μαι του ονείρου τ’ αστείο θύμα.


Καθώς φωτίζαν πάνω μου τα δυό σου μάτια,


των λογισμών μου σκίζοντας το μαύρο βύθος,


το δρόμο προς τα χείλη σου βρήκα άθελά μου.


Κείτομαι εμπρός σου κι ονειρεύομαι παλάτια


νεραϊδικά, σαν απ’αυτά που θέλει ο μύθος


και δεν κοιτάζω πως θεός στη ζωή μπαίνεις


Εσύ, και μένα πόσο ανάξιο το ένδυμά μου….


Το ποίημα «Ούτε και δω» έχει, όπως και το «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες», συντεθεί για να τονίσει τη δύναμη και τη μοναδικότητα της αγάπης του νέου που με ποικίλους τρόπους επέδρασε στη ζωή της. 


Παρόλο που η ποιήτρια έχει φύγει από την Αθήνα κι έχει απομακρυνθεί από τον μοναδικό της έρωτα, εντούτοις αδυνατεί να βρει την ψυχική γαλήνη που επιθυμεί. Η θύμηση της αγάπης του συγκλονίζει την ψυχή της, παρά τη μεγάλη τοπική απόσταση, πιστοποιώντας αυτό που θα φανεί και στο Μόνο γιατί μ’ αγάπησες, πως όσο κι αν η ζωή την απομακρύνει από εκείνον είτε τοπικά είτε χρονικά είτε ακόμη και στερώντας πλήρως την παρουσία του, η επίδραση της αγάπης του παραμένει εξίσου ισχυρή.


Η ποιήτρια θυμάται ξανά στιγμές που έζησε κοντά του, δίνοντας και στα δύο ποιήματα έμφαση στη ματιά και στο φιλί του. Το βλέμμα του αγαπημένου διαπερνά τους σκοτεινούς συλλογισμούς της, υπερνικά κάθε προσωπικό της δισταγμό ή φόβο και την οδηγεί προς την ευδαιμονική και καταλυτική βίωση του έρωτα. Η ποιήτρια οδηγούμενη από το φως των ματιών του θα ξεπεράσει τις αρνητικές της σκέψεις και αντικρίζοντας την αλήθεια της αγάπης του στο βλέμμα του, θα φτάσει στην αποδοχή του εαυτού της και στην πλήρη φανέρωση της αληθινής και ανυπόκριτης υπόστασής της.


Ο λόγος που η ποιήτρια αποδίδει τόση αξία στη ματιά του αγαπημένου της είναι γιατί εκεί μπορεί να διακρίνει την ειλικρίνεια των συναισθημάτων του και να αισθανθεί την αναγκαία συναισθηματική ασφάλεια για να αφεθεί στο ερωτικό του κάλεσμα.


Η ποιήτρια θα φιλήσει τον αγαπημένο της -στο Ούτε και δω με δική της πρωτοβουλία, στο Μόνο γιατί μ’ αγάπησες με δική του-, αποδεχόμενη πάντως και στις δύο περιπτώσεις τη δύναμη της ερωτικής έλξης που αισθάνεται για εκείνον.


Βασική διαπίστωση πάντως που γίνεται αντιληπτή και στα δύο ποιήματα είναι η αίσθηση της ποιήτριας πως εκείνος υπερέχει στη μεταξύ τους σχέση και η ίδια γίνεται απλά αποδέκτης της ευνοϊκής του επίδρασης. Το δηλώνει με σαφή τρόπο στο Ούτε και δω «θεός στη ζωή μπαίνεις / Εσύ, και μένα πόσο ανάξιο το ένδυμά μου», το αφήνει να εννοηθεί στο Μόνο γιατί μ’ αγάπησες, όπου σε κάθε στροφή παρουσιάζει μια δική του ενέργεια και το αποτέλεσμα που έχει στη δική της ζωή και υπόσταση.


Η αναγνώριση βέβαια της υπεροχής του αγαπημένου δε λαμβάνει αρνητική χροιά, καθώς έρχεται να τονίσει αφενός τη μεταμορφωτική δύναμη της αγάπης του, που βοηθά την ποιήτρια να επιδιώξει και να επιτύχει μια ουσιαστική εσωτερική αλλαγή, και αφετέρου λειτουργεί ως μέσο για να τιμήσει η Πολυδούρη τον άνθρωπο που άσκησε τέτοια επίδραση στη ζωή της. 



 latistor

Pages