Πως ν' αγαπάς τη ζωή σήμερα - Point of view

Εν τάχει

Πως ν' αγαπάς τη ζωή σήμερα



Σ’ ελάχιστα πράγματα αφιερώνονται οι άνθρωποι τόσο ολόψυχα όσο στη δυστυχία. Σε σημείο ώστε, αν τυχόν μας είχε τοποθετήσει στη Γη κάποιος μοχθηρός δημιουργός αποκλειστικά και μόνο για να υποφέρουμε, θα ήταν θεμιτό να συγχαρούμε τον εαυτό μας για την ενθουσιώδη μας ανταπόκριση.
Υπάρχει, εξάλλου, πληθώρα λόγων για να νιώθουμε βαθιά θλίψη: η αδυναμία του σώματός μας, το άστατο του έρωτα, οι ανειλικρίνειες της κοινωνικότητας, οι συμβιβασμοί της φιλίας, η απονεκρωτική επίδραση της έξης. Μπροστά σε επίμονα δεινά όπως αυτά, θα ήταν ίσως φυσικό να μην υπάρχει τίποτε που να το αναμένουμε με τόση προσμονή όσο τη στιγμή που θα ξεψυχήσουμε.
Αν ήθελε κανείς να διαβάσει εφημερίδα στο Παρίσι της δεκαετίας του 1920, ίσως να διάλεγε μία που λεγόταν Ο αδιάλλακτος. Φημιζόταν για τις διασταυρωμένες ειδήσεις της και για τις στήλες με τα κοσμικά, για τις πολλές μικρές αγγελίες της και για τα δηκτικά σημειώματα του εκδότη της. Αρεσκόταν, επίσης, να θέτει μεγάλα ερωτήματα και να ζητά από επιφανείς Γάλλους την απάντησή τους: «Ποια πιστεύετε ότι θα ήταν η ιδεώδης παιδεία για την κόρη σας;». «Έχετε να υποδείξετε κάτι για να αντιμετωπιστεί η κυκλοφοριακή συμφόρηση της πόλης;» Το καλοκαίρι του 1922 η εφημερίδα απηύθυνε προς τους αναγνώστες της ένα αρκετά εξεζητημένο ερώτημα.
Έστω ότι κάποιος Αμερικανός επιστήμονας ανακοινώνει ότι επίκειται το τέλος του κόσμου ή, εν πάση περιπτώσει, ότι πρόκειται να καταστραφεί ένα μεγάλο τμήμα της ηπείρου, και μάλιστα τόσο ξαφνικά, ώστε να είναι βέβαιο ότι εκατομμύρια άνθρωποι θα παραδώσουν το πνεύμα. Αν επιβεβαιωνόταν η πρόβλεψη, ποια επίδραση πιστεύετε ότι θα ασκούσε στον κόσμο από τη στιγμή της επαλήθευσής της και ως την εκδήλωση της καταστροφής; Και, τέλος, τι θα κάνατε εσείς προσωπικά τη στερνή εκείνη ώρα;
casson-glen-williamsΗ πρώτη εξέχουσα προσωπικότητα που απάντησε στο ζοφερό αυτό σενάριο περί ατομικού όσο και παγκόσμιου αφανισμού ήταν ένας διαπρεπής τότε αλλά ξεχασμένος σήμερα άνθρωπος των γραμμάτων, ονόματι Ανρί Μπορντό, ο οποίος υποστήριξε πως η συντριπτική πλειονότητα θα όδευε αμέσως προς την πλησιέστερη εκκλησία ή την πλησιέστερη κρεβατοκάμαρα, αν και ο ίδιος απέφυγε να μπει στη δύσκολη θέση και να επιλέξει, με τη δικαιολογία ότι θα αξιοποιούσε την τελευταία του ευκαιρία για να αναρριχηθεί σε κάποιο αλπικό όρος και να θαυμάσει το τοπίο και τη χλωρίδα. Μια άλλη διακεκριμένη μορφή της παρισινής ζωής, η καταξιωμένη ηθοποιός Μπερτ Μποβύ, δεν πρότεινε δραστηριότητες αναψυχής, αλλά διατύπωσε τη δήθεν σεμνότυφη ανησυχία πολλών ότι, αφ’ ης στιγμής οι πράξεις των ανθρώπων θα έπαυαν να έχουν μακροπρόθεσμες συνέπειες, οι άντρες θα εξαχρειώνονταν.
Εξίσου δυσοίωνη προφητεία συνεισέφερε και μια πασίγνωστη χειρομάντισσα εκ Παρισίων, ηΜαντάμ Φραγιά, που αποφάνθηκε ότι οι άνθρωποι δεν επρόκειτο να αναλώσουν τις τελευταίες ώρες τους προσηλωμένοι πνευματικά στο υπερκόσμιο μέλλον τους και ότι η απόλαυση των εγκοσμίων θα τους απορροφούσε τόσο, ώστε να μην τους απασχολεί διόλου η προετοιμασία της ψυχής τους για τη μετά θάνατον ζωή — υποψία που επαληθεύτηκε όταν ένας άλλος αρθρογράφος, ο Ρόμπερτ Χένρι (Αμερικανός ζωγράφος), διακήρυξε με εύθυμο ύφος την πρόθεσή του να αφοσιωθεί ολόψυχα σε μια τελευταία παρτίδα μπριτζ, τένις και γκολφ.marcel-proust2
Ο τελευταίος επιφανής που έμελλε να ερωτηθεί σχετικά με τα σχέδιά του για τις τελευταίες ώρες πριν από την καταστροφή ήταν ένας μονήρης, μυστακοφόρος συγγραφέας που δε φημιζόταν για το ενδιαφέρον του προς το γκολφ, το τένις ή το μπριτζ [μολονότι είχε δοκιμάσει κάποτε να παίξει ντάμα, ενώ είχε βοηθήσει και δύο φορές στο πέταγμα χαρταετού], ένας άνθρωπος που είχε περάσει τα δεκατέσσερα προηγούμενα χρόνια ξαπλωμένος στο στενό κρεβάτι του, κάτω από μια στοίβα μάλλινες κουβέρτες με αραιή πλέξη, όπου έγραφε ένα ασυνήθιστα εκτενές μυθιστόρημα, χωρίς καν να διαθέτει λαμπατέρ της προκοπής.
Ήδη από την έκδοση του πρώτου τόμου, το 1913, το έργο Αναζητώντας το χαμένο χρόνο είχε εγκωμιαστεί ως αριστούργημα- ένας Γάλλος κριτικός είχε συγκρίνει το συγγραφέα με τον Σαίξπηρ, ένας Ιταλός κριτικός τον παρομοίαζε με τον Σταντάλ και μια πριγκίπισσα της Αυστρίας είχε προσφερθεί να γίνει σύζυγός του. Ο ίδιος ουδέποτε είχε σε μεγάλη εκτίμηση το άτομό του [«Μακάρι να μπορούσα να προσδώσω μεγαλύτερη αξία στον εαυτό μου! Αλίμονο! Είναι αδύνατον!»] — κάποτε, δε, είχε περιγράφει τον εαυτό του ως ψύλλο και το έργο του ως γλύκισμα που προκαλούσε δυσπεψία- παρ’ όλα αυτά, ο Μαρσέλ Προυστ είχε σαφείς λόγους να νιώθει ικανοποιημένος. Ακόμη και ο Βρετανός πρέσβης στη Γαλλία, άνθρωπος με πλήθος γνωριμιών και με συνετή κρίση, είχε θεωρήσει σκόπιμο να του απονείμει τα εύσημα, έστω και όχι ευθέως, για τη λογοτεχνική του αξία: «Είναι ο πλέον αξιοσημείωτος άνθρωπος που έχω γνωρίσει, διότι δεν αποχωρίζεται το πανωφόρι του ούτε καν κατά τη διάρκεια του δείπνου».
Ο Προυστ ανταποκρινόταν με ζήλο στις εφημερίδες που ζητούσαν τη συνεργασία του και ήταν γενικά ευπροσήγορος άνθρωπος. Έστειλε, λοιπόν, την εξής απάντηση στον Αδιάλλακτο και στον Αμερικανό επιστήμονα της συμφοράς:
Νομίζω ότι η ζωή, αίφνης, θα μας φαινόταν υπέροχη, αν τυχόν μας απειλούσε ο θάνατος, όπως λέτε. Σκεφτείτε μόνο πόσα σχέδια, ταξίδια, ειδύλλια ή μελήματα μας επιφυλάσσει, τα οποία καθίστανται αόρατα ένεκα της οκνηρίας μας που, με τη βεβαιότητα ότι υπάρχει μέλλον, αναβάλλει επ’ αόριστον.
Αλλά μπροστά στην απειλή ότι όλ’ αυτά θα έπαυαν διά παντός να είναι εφικτά, πόσο ωραία θα μας φαινόταν ξανά η ζωή! Αχ! Ας μην ήταν να γίνει τώρα αυτή η καταστροφή και δε θα διστάζαμε διόλου να επισκεφτούμε τις νέες αίθουσες του Λούβρου, να πέσουμε στα πόδια της δίδας X, να ταξιδέψουμε στην Ινδία.
Η καταστροφή δεν επέρχεται, αλλά εμείς δεν κάνουμε τίποτε απ’ όλα αυτά, διότι επανερχόμαστε στην καρδιά της καθημερινότητας, όπου η ολιγωρία νεκρώνει την επιθυμία μας. Κι όμως δε θα έπρεπε να έχουμε ανάγκη την καταστροφή για να αγαπούμε τη ζωή σήμερα. Θα ήταν αρκετό να σκεφτούμε ότι είμαστε άνθρωποι και ότι μπορεί κάλλιστα να πεθάνουμε απόψε.
Το ότι προσηλωνόμαστε στη ζωή αμέσως μόλις αντιληφθούμε το επικείμενο του θανάτου υποδηλώνει ότι, ενόσω το τέλος ήταν εκτός του οπτικού μας πεδίου, δεν είχαμε χάσει το κέφι μας για την ίδια τη ζωή, αλλά για την τετριμμένη εκδοχή της που βιώνουμε, ότι δηλαδή η δυσφορία μας ήταν μάλλον αποτέλεσμα ενός συγκεκριμένου τρόπου ζωής και όχι κάποιας ανέκκλητης κατήφειας που είναι τάχα εγγενής στο ανθρώπινο βίωμα. Αν τυχόν εγκαταλείπαμε την πεποίθηση που μας διακρίνει συνήθως, ότι είμαστε αθάνατοι, θα μας έρχονταν στο νου πλήθη δυνατοτήτων, τις οποίες ουδέποτε επιχειρήσαμε να πραγματώσουμε και οι οποίες λανθάνουν κάτω από την επιφάνεια αυτής της φαινομενικά ανεπιθύμητης, φαινομενικά αιώνιας ύπαρξης.
Εφόσον, όμως, φέρεται να είναι βέβαιο ότι αν παραδεχτούμε τη θνητότητά μας, θα παρακινηθούμε να αναθεωρήσουμε τις προτεραιότητες μας, τι μας εμποδίζει να τις επανεκτιμήσουμε από τώρα, χωρίς αυτή την ευκαιρία; Ίσως, πράγματι, να βιώναμε κατά το ήμισυ τη ζωή μας, πριν έρθουμε αντιμέτωποι με τις συνέπειες του θανάτου — όμως σε τι συνίσταται να ζεις στο ακέραιο; Το να αποδεχτούμε απλώς το αναπότρεπτο του θανάτου δεν εγγυάται ότι θα βιώσουμε βαθιά κάποια λογική απάντηση στο ερώτημα πώς θα συμπληρώσουμε το υπόλοιπο ημερολόγιό μας. Ενδέχεται, μάλιστα, ο πανικός μας για το τικ τακ του ρολογιού να μας εξωθήσει σε θεαματικές απερισκεψίες. Οι προτάσεις που στάλθηκαν από τους επιφανείς του Παρισιού στον Αδιάλλακτο ήταν αρκούντως αντιφατικές: θαυμασμός του αλπικού τοπίου, περισυλλογή σχετικά με το μέλλον στο υπερπέραν, τένις, γκολφ. Ήταν όμως γόνιμοι τρόποι όλα αυτά για να περάσει κανείς τις τελευταίες ώρες του ως τον αφανισμό της ηπείρου;
Αλλά και οι προτάσεις που καταθέτει ο ίδιος Προυστ [Λούβρο, έρωτας, Ινδία] δε βοηθούν περισσότερο. Κατ’ αρχάς, έρχονται σε πλήρη αντίθεση με όσα γνωρίζουμε για την ιδιοσυγκρασία του. Ουδέποτε υπήρξε ένθερμος επισκέπτης των μουσείων — είχε δέκα και πλέον χρόνια να επισκεφτεί το Λούβρο και προτιμούσε να βλέπει τα αντίγραφα παρά να έρχεται αντιμέτωπος με τη βαβυλωνία του πλήθους [«Ο κόσμος πιστεύει ότι η αγάπη προς τη λογοτεχνία, τη ζωγραφική και τη μουσική είναι πλέον άκρως διαδεδομένη, ενώ δεν υπάρχει ούτε ένας που να γνωρίζει κάτι γι’ αυτά»]. Επιπλέον, δε φημιζόταν διόλου για το ενδιαφέρον του προς την Ινδία, διαδρομή η οποία, μάλιστα, συνιστούσε μεγάλη δοκιμασία, αφού απαιτούσε να φτάσεις με το τρένο στη Μασσαλία, να ταξιδέψεις με το ποστάλι ως το Πορτ Σάιντ και να διαπλεύσεις επί δέκα ημέρες ιον Αραβικό Κόλπο μ’ ένα πλοίο της γραμμής της εταιρείας Ρ&Ο, δρομολόγιο κάθε άλλο παρά ιδεώδες για κάποιον που δυσκολευόταν ακόμη και να σηκωθεί από το κρεβάτι του. Όσο για τη δίδα X, και προς μεγάλη απογοήτευση της μητέρας του, ο Μαρσέλ δεν είχε αποδειχτεί ποτέ δεκτικός στα κάλλη της, όπως και στα κάλλη οιασδήποτε άλλης δίδας από το Α ως το Ω — και πήγαινε πολύς καιρός από την τελευταία φορά που μπήκε στον κόπο να ρωτήσει αν υπήρχε πρόσφορος κάποιος νεότερος αδερφός, καθώς είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ένα ποτήρι παγωμένη μπίρα αποτελούσε πηγή απόλαυσης πολύ πιο αξιόπιστη από την ερωτική πράξη.
lintelligence-proust-L-1Όμως, ακόμη κι αν τυχόν είχε θελήσει να σταθεί αντάξιος των υποδείξεών του, αποδείχτηκε ότι δε θα είχε την ευκαιρία. Μόλις τέσσερις μήνες αφότου έστειλε την απάντησή του στον Αδιάλλακτο, κρυολόγησε και πέθανε, όπως επί σειρά ετών προέβλεπε ότι επρόκειτο να συμβεί. Είχε προσκληθεί σε μια δεξίωση και, παρά τα συμπτώματα ελαφριάς γρίπης, τυλίχτηκε με τρία παλτά και με δύο κουβέρτες για να βγει. Κατά την επιστροφή, χρειάστηκε να περιμένει για ταξί σ’ ένα παγωμένο προαύλιο, όπου και τον έπιασαν ρίγη. Αυτά εξελίχθηκαν σε υψηλό πυρετό που ίσως ήταν θεραπεύσιμος, αν δεν αρνιόταν να ακολουθήσει τις συμβουλές των γιατρών που κλήθηκαν στο πλευρό του. Απέρριψε τις ενέσεις καμφορέλαιου που του συνέστησαν, από φόβο ότι θα επηρέαζαν το ρυθμό της δουλειάς του, κι εξακολούθησε να γράφει, χωρίς να τρώει και να πίνει παρά μόνο ζεστό γάλα, καφέ και κομπόστες. Το κρυολόγημα εξελίχτηκε σε βρογχίτιδα, κι αυτή σε πνευμονία. Προς στιγμήν δημιουργήθηκαν κάποιες ελπίδες ανάρρωσης, όταν ανακάθισε και ζήτησε να φάει ψάρι γλώσσα στο φούρνο, όμως μέχρι να το αγοράσουν και να του το μαγειρέψουν, εκδήλωσε κρίση εμετού και δεν ήταν σε θέση ούτε να το αγγίξει. Πέθανε μερικές ώρες αργότερα, από διαρρηχθέν απόστημα στους πνεύμονές του.
Το ευτύχημα είναι ότι οι σκέψεις του Προυστ σχετικά με τη ζωή δεν περιορίζονταν σε αυτή την τόσο σύντομη και μάλλον ασαφή απάντησή του στο παράδοξο ερώτημα της εφημερίδας — διότι ως και τη στιγμή του θανάτου του επεξεργαζόταν ένα βιβλίο που επιχειρούσε να απαντήσει, πολύ εκτενέστερα και με αφηγηματικά περίπλοκο τρόπο, σε ένα ερώτημα παρόμοιο μ’ εκείνο που δήθεν προκάλεσαν οι προβλέψεις του φανταστικού Αμερικανού επιστήμονα.
Ο τίτλος του έργου, τουλάχιστον, αυτό υπαινισσόταν. Μολονότι δεν άρεσε στον Προυστ, ο οποίος σε διάφορες περιστάσεις τον σχολίασε ως «ατυχή» [1914], «παραπλανητικό» [1915] και «άσχημο» [1917], οι λέξεις αυτές —Αναζητώντας το χαμένο χρόνο — είχαν το πλεονέκτημα να δηλώνουν άμεσα το κεντρικό θέμα του μυθιστορήματος, τη διερεύνηση των αιτίων που κρύβονται πίσω από τη διασπάθιση και την απώλεια του χρόνου. Δεν επρόκειτο για τα απομνημονεύματα ενός ανθρώπου που ιχνηλατούσε την παρέλευση μιας λυρικότερης εποχής, αλλά για μια πρακτική ιστορία που ενδεχομένως ίσχυε για όλους και που έλεγε πώς μπορούμε να πάψουμε να σπαταλάμε τη ζωή μας και ν’ αρχίσουμε να την εκτιμάμε.
Αναμφίβολα, η ανακοίνωση ενός άμεσα επικείμενου ολέθρου θα καθιστούσε το ζήτημα αυτό πρώτο μέλημα όλων, όμως το εγχειρίδιο του Προυστ βασιζόταν στην ελπίδα ότι το θέμα ίσως ήταν δυνατόν να μας απασχολήσει και πριν ενσκήψει ο ατομικός ή μαζικός όλεθρος — και ότι, επομένως, θα μπορούσαμε να μάθουμε πώς να ιεραρχούμε τις προτεραιότητές μας, πριν έρθει η ώρα να παίξουμε για τελευταία φορά γκολφ και να πνεύσουμε τα λοίσθια.
proustΑλαιν Ντε Μπουττόν « Πως ο Προυστ μπορεί να αλλάξει τη ζωή σου»
via

Pages