Πῶς κρί­νο­με καὶ τὸ κρι­τή­ριο ποὺ με­τα­χει­ρι­ζό­μα­στε - Point of view

Εν τάχει

Πῶς κρί­νο­με καὶ τὸ κρι­τή­ριο ποὺ με­τα­χει­ρι­ζό­μα­στε



Τὸ σχε­τι­κό καί τὸ ἀ­πό­λυ­το


Ἡ σκη­νὴ στὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο, μιὰ πρω­ϊ­νὴ ὥ­ρα, ὅ­ταν τὸ ὄ­χη­μα πη­γαί­νει πρὸς τὸ τέρ­μα τῆς δι­α­δρο­μῆς μὲ λι­γο­στοὺς ἐ­πι­βά­τες. 

Κον­τὰ στὸν εἰ­σπρά­κτο­ρα κά­θε­ται μιὰ εὔ­σω­μη, με­σό­κο­πη γυ­ναί­κα συ­νο­φρυ­ω­μέ­νη, ποὺ ἀ­δη­μο­νεῖ νὰ μι­λή­σει. 

Ἡ συ­ζή­τη­ση μὲ τὸν πα­ρα­κα­θή­με­νο δὲν ἀρ­γεῖ ν’­ἀρ­χί­σει. 

Ἡ γυ­ναί­κα δι­η­γεῖ­ται ζω­η­ρά, καὶ ἔ­τσι ὥ­στε νὰ ἀ­κού­γε­ται ἀ­π’ ὅ­λους, πῶς τὴν προ­η­γού­με­νη βρα­διὰ τὴν “ἔ­κλε­ψε” ἕ­νας ὁ­δη­γὸς τα­ξί. 

Τὴν ὥ­ρα ποὺ ἀ­πο­βι­βα­ζό­τα­νε, τοῦ ἔ­δω­σε ἕ­να χαρ­το­νό­μι­σμα τῶν πε­νήν­τα δραχ­μῶν γιὰ νὰ κρα­τή­σει τὴν ἀ­μοι­βή του κ’­ἐ­κεῖ­νος τῆς ἐ­πέ­στρε­ψε δύ­ο κέρ­μα­τα τῶν εἴ­κο­σι γιὰ ρέ­στα. 

Τὰ κοί­τα­ξε στὰ σκο­τει­νά, καὶ ἦ­σαν ἴ­δια. 

Στὴν ἁ­φή, στὸ βά­ρος, ὅ­μοι­α. 

Σή­με­ρα ὅ­μως τὸ πρω­ὶ ἀ­να­κά­λυ­ψε ὅ­τι μό­νο τὸ ἕ­να ἦ­ταν γνή­σιο. 

Καὶ ἐ­ξα­γρι­ώ­θη­κε. 

Θὰ πά­ει στὴν ἀ­στυ­νο­μί­α κλπ. κλπ. 

Ὁ πα­ρα­κα­θή­με­νος ἀ­κού­ει ἀ­πα­θὴς τὴ δρα­μα­τι­κὴ ἀ­φή­γη­ση τῆς κυ­ρί­ας, φαί­νε­ται ἀ­πορ­ρο­φη­μέ­νος ἀ­πὸ τὶς δι­κές του ἔ­γνι­ες καὶ δὲν δί­νει με­γά­λη ση­μα­σί­α στὸ γε­γο­νός. 

 - Ἡ ζη­μιὰ εἶ­ναι μι­κρή, τῆς λέ­ει. Πά­λι κα­λὰ ποὺ τὸ ἄλ­λο εἰ­κο­σά­δραχ­μο εἶ­ναι γνή­σιο. 

Θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ἦ­ταν κι­’­αὐ­τὸ ψεύ­τι­κο. 

Ὁ σω­φὲρ ἔ­δει­ξε ἀ­σφα­λῶς κά­ποι­αν εὐ­γέ­νεια... 

 Ἡ γυ­ναί­κα ἐ­ξά­πτε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο. 

 - Εἴ­κο­σι δραχ­μὲς ζη­μιὰ τὴ θε­ω­ρεῖ­τε ἀ­σή­μαν­τη; 

Ἐ­μεῖς εἴ­μα­στε ἐ­παρ­χι­ῶ­τες καὶ ζοῦ­με ἀ­πὸ ἕ­να μι­κρὸ κα­τά­στη­μα ψι­λι­κῶν. 

Λι­α­νι­κὴ πού­λη­ση. 

Τὸ κέρ­δος μας κά­θε φο­ρὰ εἶ­ναι μιὰ -δυ­ὸ δε­κά­ρες. 

Δὲν εἴ­μα­στε βέ­βαι­α ἄν­θρω­ποι τῆς ἀ­νάγ­κης καὶ ξο­δεύ­ο­με πολ­λὰ γιὰ τὸ κέ­φι μας. 

Νὰ χά­σω ὅ­μως εἴ­κο­σι δραχ­μὲς, καὶ μὲ αὐ­τὸν τὸν τρό­πο, δὲν τὸ ὑ­πο­φέ­ρω. 

 Τὸ ἐ­πι­χεί­ρη­μα συγ­κί­νη­σε ἕ­να τρί­τον ἐ­πι­βά­τη, καὶ ἡ συ­ζή­τη­ση γε­νι­κεύ­ε­ται. 

 -Τὶ θὰ πεῖ : τὸ πο­σό εἶναι μι­κρό; 

Εἴ­κο­σι δραχ­μὲς εἶ­ναι εἴ­κο­σι δραχ­μὲς. 

Δὲν τὰ βρί­σκει κα­νεὶς τὰ χρή­μα­τα στὸ δρό­μο. 

Νὰ πᾶ­τε στὴν Ἀ­στυ­νο­μί­α, νὰ πιά­σει τὸν κα­κο­ποι­ὸ. 

 Ἐ­δῶ πα­ρεμ­βαί­νει ὁ εἰ­σπρά­κτωρ: 

 -Για­τί νὰ πά­ρε­τε στὸ λαι­μό σας τὸν ἄν­θρω­πο; 

Μπο­ρεῖ νὰ μὴ φταί­ει. 

Κά­ποι­ος ἄλ­λος ἐ­πι­βά­της θὰ τοῦ ἔ­δω­σε τὸ ψεύ­τι­κο εἰ­κο­σά­δραχ­μο καὶ θὰ τὸ πῆ­ρε χω­ρὶς νὰ τὸ κα­τα­λά­βει. 

Μὲ τὴν ἴ­δια ἀ­προ­σε­ξί­α τὸ ἔ­δω­σε καὶ σὲ σᾶς. 

Αὐ­τὸς δὲν ἔ­χει τρά­πε­ζα νὰ “κό­βει” νο­μί­σμα­τα... 

 Ἕ­νας τέ­ταρ­τος μπαί­νει στὴ συ­ζή­τη­ση: 

 -Ἐ­γὼ σοῦ λέ­ω ὅ­τι ὁ σω­φὲρ ἀρ­γό­τε­ρα ἀ­να­κά­λυ­ψε πὼς τὸ νό­μι­σμα ποὺ τοῦ ἔ­δω­σαν ἦ­ταν πλα­στό. 

Τὶ ἤ­θε­λες ὅ­μως νὰ κά­μει; 

Νὰ τὸ κρα­τή­σει ὁ ἴ­διος, καὶ νὰ χά­σει τὸ μι­σό με­ρο­κά­μα­το; 

Τό­σα στό­μα­τα πε­ρί­με­ναν στὸ σπί­τι... 

 Αὐ­τὴ ὅ­μως ἡ τολ­μη­ρὴ ὑ­πε­ρά­σπι­ση ἐ­ξορ­γί­ζει ἕ­ναν πιὸ ἀ­πο­μα­κρυ­σμέ­νο ἐ­πι­βά­τη. 

 -Τὶ κου­βέν­τες εἶ­ναι αὐ­τές; φώ­να­ξε. 

Ἡ ἀ­πά­τη εἶ­ναι ἀ­πά­τη καὶ ἡ κλε­ψιὰ κλε­ψιά. 

Πρέ­πει οἱ κα­κο­ποι­οὶ νὰ τι­μω­ροῦν­ται, για­τὶ ἀλ­λι­ῶς πά­ει, θὰ δι­α­λυ­θεῖ ἡ κοι­νω­νί­α. 

 Τὴν ὥ­ρα ἐ­κεί­νη ἡ πε­ρι­έρ­γεια ἑ­νὸς σι­ω­πη­λοῦ ἕ­ως τό­τε κυ­ρί­ου ἔ­δω­σε ἀ­προσ­δό­κη­τη τρο­πὴ στὸ ἐ­πει­σό­διο. 

 -Μπο­ρῶ νὰ ἰ­δῶ, ρώ­τη­σε, τὸ κί­βδη­λο εἰ­κο­σά­δραχ­μο; 

Τὸ ἔ­χε­τε μα­ζί σας; 


Μισό λεπτό ... Μου έπεσε το εικοσάρικο

 Ἡ γυ­ναί­κα τὸ ἔ­βγα­λε ἀ­πὸ τὸ πορ­το­φό­λι της καὶ τὸ ἔ­δει­ξε. 

 -Ἀγ­γλι­κὸ σε­λί­νι εἶ­ναι, πα­ρα­τή­ρη­σε μὲ ἐμ­βρί­θεια ὁ εἰ­σπρά­κτωρ. 

Κά­νει 4 δραχ­μές. 

Ἡ ζη­μιά σας λοι­πὸν πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται σὲ 16. 

Δῶ­στε τό­πο στό κα­κό. 

Κρα­τή­σε­τε τὸ νό­μι­σμα γιὰ σου­βε­νίρ... 

 -Ὄ­χι δὲν εἶ­ναι ἀγ­γλι­κό, δι­όρ­θω­σε ἕ­νας ἄλ­λος ἐ­πι­βά­της πού, ὅ­ταν ἄ­κου­σε νὰ γί­νε­ται λό­γος γιὰ ξέ­νο νό­μι­σμα, ση­κώ­θη­κε ἀ­πὸ τὴ θέ­ση του, πλη­σί­α­σε καὶ με­λέ­τη­σε τὸ κέρ­μα. 

Εἶ­ναι φράγ­κο μιᾶς νο­τι­ο­α­με­ρι­κά­νι­κης πο­λι­τεί­ας. 

Ἐ­γώ, ἐ­πει­δὴ μα­ζεύ­ω ξέ­να νο­μί­σμα­τα (λέ­γει στὴν κυ­ρί­α), σᾶς δί­νω εἴ­κο­σι δραχ­μὲς καὶ τὸ παίρ­νω, ἄν μοῦ τὸ δί­νε­τε. 

 Ἡ γυ­ναί­κα πῆ­ρε τὶς εἴ­κο­σι “γνή­σι­ες” δραχ­μὲς χα­ρού­με­νη καί ὁ συλ­λέ­κτης ἔ­βα­λε στὴν τσέ­πη του τὸ νό­μι­σμα. 

 -Εἶ­ναι πα­λαι­ὸ καὶ ἀρ­κε­τὰ σπά­νιο, μοῦ εἰ­πε κα­θὼς δι­α­σταυ­ρω­θή­κα­με στὴν ἔ­ξο­δο. 

Κά­νει πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀ­πὸ εἴ­κο­σι δραχ­μές... 


Αμερικανικό φιλμ-ύμνος στην Ελλάδα των 70s: Ομόνοια με συντριβάνια, εισπράκτορες στα λεωφορεία και σληπινγκ-μπανγκ στις ταράτσες... 

Λεπτομέρειες για το βίντεο εδώ
*****

 Οἱ ἀ­να­γνῶ­στες αὐ­τῆς τῆς στή­λης δὲν εἶ­ναι συ­νη­θι­σμέ­νοι νὰ δι­α­βά­ζουν ἐ­δῶ ἀ­νέκ­δο­τα, καὶ θὰ πα­ρα­ξε­νευ­τοῦν. 

Πρό­θε­σή μου ὅ­μως εἶ­ναι ὄ­χι νὰ τοὺς ψυ­χα­γω­γή­σω μ’­ἕ­να δι­ή­γη­μα, ἀλ­λὰ νὰ τοὺς κά­νω νὰ προ­σέ­ξουν ἕ­να φαι­νό­με­νο ποὺ ἔ­χει δώ­σει ἀ­φορ­μὴ σὲ πολ­λὲς καὶ βα­θυ­στό­χα­στες ψυ­χο­λο­γι­κὲς καὶ κοι­νω­νι­ο­λο­γι­κὲς πα­ρα­τη­ρή­σεις. 

Ἡ σκη­νὴ ποὺ ἱ­στό­ρη­σα (ἐγ­γυ­ῶ­μαι ὅ­τι πρό­κει­ται γιὰ πραγ­μα­τι­κὸ πε­ρι­στα­τι­κὸ) κά­νει τὸ πρό­βλη­μά μας συγ­κε­κρι­μέ­νο καὶ ξε­κά­θα­ρο:

Τὸ πῶς κρί­νο­με καὶ τὸ κρι­τή­ριο ποὺ με­τα­χει­ρι­ζό­μα­στε ὅ­ταν ἀ­πο­τι­μοῦ­με μιὰ δι­ά­θε­ση ἤ μιὰ πρά­ξη τῶν συ­ναν­θρώ­πων μας, ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πὸ τὸν τρό­πο μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο (ἀ­νά­λο­γα μὲ τὴν ιδιο­­­συγ­κρα­σί­α, τὴν ἀ­να­τρο­φὴ καὶ ἐκ­παί­δευ­ση, τὶς ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κὲς ἀ­νάγ­κες καὶ βλέ­ψεις μας κ.ο.κ.) ἔ­χο­με το­πο­θε­τη­θεῖ ἀ­πέ­ναν­τι στὴ ζω­ὴ καὶ στὰ ἀ­γα­θά της. 

Ὀ­χτὼ ἄν­θρω­ποι ποὺ συ­ναν­τῶν­ται γιὰ λί­γη ὥ­ρα ἐν­τε­λῶς τυ­χαί­α, κρί­νουν ἕ­να καὶ τὸ ἴ­διο γε­γο­νὸς μὲ ὀ­χτὼ δι­α­φο­ρε­τι­κὰ πρί­σμα­τα. 

Ὁ “πα­θὼν” ὑ­πο­φέ­ρει ἀ­πὸ τὴ ζη­μιὰ ἀλ­λὰ καὶ ἀ­πὸ τὴν προ­σβο­λὴ ποὺ ἔ­πα­θε. 

Οἱ ἄλ­λοι βλέ­πουν τὸ πά­θη­μα ἀ­πὸ τὴ δι­κή του ὁ κα­θέ­νας “θέ­ση”. 

Ἕ­νας ἀ­δι­α­φο­ρεῖ, ἄλ­λος ὑ­περ­θε­μα­τί­ζει, ὁ τρί­τος καὶ ὁ τέ­ταρ­τος δι­και­ο­λο­γοῦν τὸν ὑ­πο­τι­θέ­με­νο ἔ­νο­χο, ἐ­νῶ οἱ τρεῖς τε­λευ­ταῖ­οι παίρ­νουν ἄλ­λους δρό­μους: τὸν νό­μο δι­α­λα­λεῖ ὁ πρῶ­τος, τὴν πε­ρι­έρ­γειά του ζη­τεῖ νὰ ἱ­κα­νο­ποι­ή­σει ὁ δεύ­τε­ρος, καὶ ὁ τε­λευ­ταῖ­ος (πρα­κτι­κό­τε­ρος ἀ­π’ ὅ­λους) τὸ συμ­φέ­ρον του. 

Ἀ­νά­λο­γα πε­ρι­στα­τι­κὰ θὰ ἔ­χει νὰ ἀ­φη­γη­θεῖ ὁ κα­θέ­νας πολ­λὰ, ἀ­πὸ τὸ ἄ­με­σο καὶ ἔμ­με­σο πε­ρι­βάλ­λον του. 

Στὶς ἠ­θι­κὲς κρί­σεις δὲν συμ­φω­νοῦν ὅ­λοι. 

Ἀ­κό­μη καὶ ἐ­κεῖ­νοι ποὺ ζοῦν μέ­σα στὸ ἴ­διο ἱ­στο­ρι­κὸ κλί­μα καὶ εἶ­ναι ἐ­νυ­φα­σμέ­νοι στὴν ἴ­δια κοι­νω­νί­α. 

Ἄλ­λος εἶ­ναι αὐ­στη­ρό­τε­ρος καὶ ἄλ­λος ἐ­πι­ει­κέ­στε­ρος στὶς κα­τα­δί­κες του· ἄλ­λος (εἰ­λι­κρι­νὰ ἤ ὑ­πο­κρι­τι­κὰ) ἀ­να­φέ­ρε­ται σὲ γε­νι­κοὺς κα­νό­νες καὶ ἄλ­λος προ­σαρ­μό­ζει τὴν ἐ­τυ­μη­γο­ρί­α του στὰ συγ­κε­κρι­μέ­να γε­γο­νό­τα, κρί­νει κα­τά πε­ρί­πτω­ση· ἄλ­λος βά­ζει πε­ρισ­σό­τε­ρο καὶ ἄλ­λος λι­γό­τε­ρο τὸν ἑ­αυ­τό του (τὶς ἀ­νάγ­κες καὶ τὰ συμ­φέ­ρον­τά του) στὸ θέ­μα ποὺ ἐ­ξε­τά­ζει κ.ο.κ. 

Αὐ­τὰ γιὰ τὸν τρό­πο τῆς κρί­σης. 

Ὡς πρὸς τὰ μέ­τρα, ἡ κλί­μα­κα τῶν ποι­κι­λι­ῶν εἶ­ναι ἐ­ξί­σου με­γά­λη καὶ πλού­σια σέ ἀ­πο­χρώ­σεις. 

 Τί θὰ συμ­πε­ρά­νο­με ἀ­πὸ τὸ ἀ­σύμ­πτω­το τοῦ­το; 

-- Τὸ ζή­τη­μα ἔ­χει πο­λὺ με­γά­λη ἔ­κτα­ση καὶ φυ­σι­κὰ δὲν εἶ­ναι ἐ­δῶ ὁ κα­τάλ­λη­λος τό­πος οὔ­τε γιὰ μιὰ συ­νο­πτι­κὴ ἔκ­θε­ση τῶν λύ­σε­ων ποὺ ἔ­χουν κα­τὰ και­ροὺς προ­τα­θεῖ. 

Ἄς πε­ρι­ο­ρι­στοῦ­με λοι­πὸν σὲ με­ρι­κὲς πο­λὺ γε­νι­κὲς καὶ ἁ­δρὲς γραμ­μὲς. 

 Καὶ τοῦ­το τὸ πρό­βλη­μα (ὅ­πως πολ­λὰ ἄλ­λα) μὲ δύ­ο με­θό­δους μπο­ρεῖ κα­νείς νὰ τὸ πλη­σιά­σει καὶ νά ἐ­πι­χει­ρή­σει νὰ τὸ λύ­σει. 

Ἡ πρώ­τη εἶ­ναι εὔ­κο­λη: εἴ­τε νὰ δι­α­κη­ρύ­ξου­με ἁ­πλο­ϊ­κὰ ὅ­τι ἕ­να μό­νο ἠ­θι­κὸ μέ­τρο ὑ­πάρ­χει (τὸ δι­κό μας) καὶ κά­θε ἐ­κτρο­πὴ ἀ­π’­αὐ­τὸ ση­μαί­νει πλά­νην ἤ δι­α­στρο­φὴ, εἴ­τε ἀ­πὸ ἀ­πο­γο­ή­τευ­ση νὰ πέ­σο­με στὸ ἄλ­λο ἄ­κρο, νὰ πα­ρα­δε­χτοῦ­με δη­λα­δὴ ὅ­τι στὶς ἀ­ξι­ο­λο­γή­σεις μας τὸ “ὀρ­θὸ” εἶ­ναι ἁ­πλὴ φαν­τα­σί­ω­ση ἤ προσ­δο­κί­α καὶ ὅ­λες οἱ κρί­σεις ἐ­ξί­σου αὐ­θαί­ρε­τες. 

Ἡ δεύ­τε­ρη μέ­θο­δος εἶ­ναι δύ­σκο­λη, ἀ­κρι­βῶς ἐ­πει­δὴ ἀ­παι­τεῖ πε­ρισ­σό­τε­ρη πε­ρί­σκε­ψη καὶ με­τρι­ο­πά­θεια. 

Τὴν ἀ­κο­λου­θοῦν ὅ­σοι βλέ­πουν στὸν ἄν­θρω­πο ὄ­χι μό­νο τὴν πε­ρα­τό­τη­τα ἀλ­λὰ καὶ τὴν ἀ­πε­ραν­το­σύ­νη. 

Μὲ τὴ μί­α του ἰ­δι­ό­τη­τα ἐγ­κλω­βί­ζε­ται μέ­σα στὴ σχε­τι­κό­τη­τα· μὲ τὴν ἄλ­λη ἔ­χει τὴ λα­χτά­ρα καὶ τὴ γεύ­ση τοῦ ἀ­πό­λυ­του. 

Δέ­σμιο κα­θὼς εἶ­ναι στὸ χῶ­ρο καὶ στὸ χρό­νο, τὸ ἱ­στο­ρι­κὸ καὶ κοι­νω­νι­κὸ τοῦ­το ζῶ­ο εἶ­ναι φυ­σι­κὸ νὰ ἔ­χει πα­ρα­δο­θεῖ στὴ σχε­τι­κό­τη­τα (τῶν ἀν­τι­λή­ψε­ων, τῶν πε­ποι­θή­σε­ων, τῶν προ­θέ­σε­ων). 

Τοῦ­το ὅ­μως δὲν ση­μαί­νει ὅ­τι ἀ­πέ­ναν­τί του ἔ­χει κλεί­σει γιὰ πάν­τα ἡ θύ­ρα τοῦ ἀ­πο­λύ­του. Στὴν πε­ρί­πτω­ση τοῦ ἀν­θρώ­που, τὸ σχε­τι­κὸ δὲν εἶ­ναι ἡ ἀν­τί­θε­ση, ἀλ­λὰ ἕ­να μέ­ρος τοῦ ἀ­πο­λύ­του, ὅ­πως καὶ τὸ ἐ­φή­με­ρο εἶ­ναι ὄ­χι ἄρ­νη­ση, ἀλ­λὰ δι­α­βα­τι­κὴ πραγ­μά­τω­ση τοῦ αἰ­ω­νί­ου. 

 Ἐ­ὰν μὲ αὐ­τὴ τὴν προ­ο­πτι­κὴ κοι­τά­ξο­με τὸ θέ­μα μας, ἐ­ὰν δη­λα­δὴ θε­ω­ρή­σο­με τὸ ἀ­πό­λυ­το (νό­η­μα, μέ­τρο, ἀ­ξί­α) ὄ­χι ὑ­πέρ­βα­ση ἀλ­λὰ σύ­νο­ψη καὶ συμ­πε­ρί­λη­ψη, ὁ­λο­κλή­ρω­ση τῶν σχε­τι­κῶν ἀ­πο­τι­μή­σε­ων ποὺ ἐ­πι­χει­ρεῖ τὸ πνεῦ­μα μας - ὁ­μο­λο­γῶ ὅ­τι δὲν εἶ­ναι κα­θό­λου εὔ­κο­λη αὐ­τὴ ἡ το­πο­θέ­τη­ση, για­τὶ ὁ κοι­νὸς ἄν­θρω­πος αἰ­σθά­νε­ται καὶ σκέ­πτε­ται “δι­α­ζευ­κτι­κὰ”, ὄ­χι “συ­ζευ­κτι­κὰ” -τό­τε θὰ δώ­σο­με στὸ πρό­βλη­μα ποὺ ἐ­ξε­τά­ζο­με μιὰ λύ­ση ποὺ μπο­ρεῖ ἴ­σως νὰ φαί­νε­ται πα­ρά­δο­ξη, ἔ­χει ὅ­μως ἀ­ναμ­φι­σβή­τη­τα βά­θος καὶ με­γα­λο­σύ­νη. 

Θὰ εἰ­ποῦ­με λ.χ. πε­ρι­ο­ρί­ζον­τας τὴ συ­ζή­τη­ση στὸ συγ­κε­κρι­μέ­νο μας πα­ρά­δειγ­μα (τὴ δι­έ­νε­ξη τοῦ λε­ω­φο­ρεί­ου) ὅ­τι ὅ­λες οἱ κρί­σεις ποὺ δι­α­τυ­πώ­θη­καν πε­ρι­έ­χουν ἀ­λή­θεια, ἀλ­λὰ δὲν ἀ­πο­τε­λοῦν ὅ­λη τὴν ἀ­λή­θεια. κα­θε­μιά τους πα­ρου­σιά­ζει τὴν ἄ­πο­ψη ποὺ δί­νει ἕ­να γε­γο­νὸς ἀ­πὸ ὁ­ρι­σμέ­νη θέ­ση. 

Εἶ­ναι ἐ­πο­μέ­νως σχε­τι­κή. 

Ὄ­χι ὅ­μως καὶ αὐ­θαί­ρε­τη, ἀ­φοῦ ἐκ­φρά­ζει μιὰ στάθ­μι­ση τῶν πραγ­μά­των δυ­να­τὴ καὶ εὔ­λο­γη. 

Κα­τὰ τὴν ἀν­τί­λη­ψη αὐ­τὴ, προ­σεγ­γί­σεις (ἄλ­λο­τε πε­ρισ­σό­τε­ρο καὶ ἄλ­λο­τε λι­γό­τε­ρο εὐ­τυ­χεῖς) πρὸς τὸ ἀ­πό­λυ­το εἶ­ναι οἱ σχε­τι­κὲς ἀ­πο­τι­μή­σεις μας. 

Ἄλ­λη τὸ πλη­σιά­ζει πιὸ πο­λὺ καὶ ἄλ­λη πιὸ λί­γο· ὅ­λες ὅ­μως ἔ­χουν κά­τι ἀ­πὸ τὸ κῦ­ρος του, καὶ γι­’­αὐ­τὸ πεί­θουν. 

Στὴν πε­ρι­ο­χὴ τῆς αὐ­θαι­ρε­σί­ας (τῆς πλά­νης ἤ τῆς ἀ­πά­της) ξε­πέ­φτουν, ὅ­ταν ἡ κα­θε­μιὰ δι­εκ­δι­κεῖ γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό της ὁ­λό­κλη­ρο τὸ χῶ­ρο τῆς ἐμ­πι­στο­σύ­νης μας. 

Τὸ μέ­ρος πρέ­πει νὰ δι­α­τυ­πώ­νε­ται καὶ νὰ γί­νε­ται δε­κτὸ ὡς μέ­ρος· τό­τε εἶ­ναι ἀ­λή­θεια. 

Ὅ­ταν ἐμ­φα­νί­ζε­ται καὶ χει­ρο­νο­μεῖ ὡς ὅ­λον, γί­νε­ται ψεῦ­δος.





via

Pages