Δεν πνίγεται η στεναχώρια μάτια μου, ξέρει καλό κολύμπι - Point of view

Εν τάχει

Δεν πνίγεται η στεναχώρια μάτια μου, ξέρει καλό κολύμπι




Η στεναχώρια, η θλίψη, η απογοήτευση είναι μερικά από τα λεγόμενα "δύσκολα" συναισθήματα, που βαράνε κόκκινο στον ψυχισμό μας, όταν κάνουν την εμφάνιση τους. Πολλοί από εμάς τρομάζουν και δεν τολμούν ούτε καν να τα προφέρουν και να τα ονοματίσουν, λες και είναι "κατάρα", μεταδοτική ή μεταστατική ασθένεια.


"Θα πνίξω τις στεναχώριες και τον καημό μου, γιατί αν ξεκινήσει δεν έχει σταματημό", "Δεν υπάρχει περίπτωση να επιτρέψω στον εαυτό μου να πέσει ψυχολογικά, θα το θάψω αυτό που με πονάει", "Θα πείσω τον εαυτό μου, ότι είμαι καλά και θα δεις θα περάσει"...αυτές είναι μερικές φράσεις, που όλοι μας έχουμε πει κατά καιρούς ή έχουμε ακούσει από τους ανθρώπους γύρω μας.

Η στεναχώρια ούτε πνίγεται, ούτε περνάει με παυσίπονα...Και γιατί άραγε να την φοβόμαστε τόσο πολύ και να θέλουμε πάσει θυσία να την ξορκίσουμε; Όσο και να προσπαθούμε να την κουκουλώσουμε, να την ωραιοποιήσουμε και να ξεγελάσουμε τον εαυτό μας, ότι δεν υπάρχει, αυτή έχει υπόσταση και ξέρει πολύ καλά να κάνει την δουλειά της με υπόγειο τρόπο, αφού εμείς δεν της επιτρέπουμε να την κάνει φανερά… Υπάρχει κάπου εκεί, έχει βρει το καταφύγιο της σε ένα κομμάτι της ψυχής μας, που θα μπορούσε κανείς να το ονομάσει το "κλειδωμένο σεντούκι".

Ο μόνος τρόπος για να απαλλαγούμε μία και καλή από αυτή και να μην την κουβαλάμε για πολύ στο "κλειδωμένο σεντούκι", είναι να την "απομυθοποιήσουμε", να μην της δίνουμε τόσο τρομακτικές διαστάσεις, παρά μόνο αυτές που της αναλογούν. Είναι ένα συναίσθημα εξίσου απαραίτητο, όπως και η χαρά. Ναι πολύ καλά διαβάσατε! Έχετε ποτέ σκεφθεί, ότι μέσα από μία στεναχώρια μπορείτε να ανακαλύψετε πράγματα για εσάς τους ίδιους, να καταλάβετε πολύ καλύτερα τους ανθρώπους γύρω σας και την κατάσταση που σας προβληματίζει;

Για να υπάρχει, ο ψυχισμός σας θέλει να σας προειδοποιήσει για κάτι ιδιαίτερα σημαντικό. Γιατί να κλείνουμε τα μάτια μας σε κάτι, που τελικά θα μας οδηγήσει στο φως της αλήθειας; Όσο δύσκολος και κακοτράχαλος κι αν είναι ο δρόμος.

Προβληματιστείτε, γιατί είναι γνωστό ότι και η "χαρά", αν και συγκαταλέγεται στα "εύκολα", όμορφα και καλοδεχούμενα συναισθήματα... φοβίζει και εκείνη από την πλευρά της αρκετούς ανθρώπους.

Σχετικά με την εικόνα:

Herbert James Draper (1854-1920)  The Sea Maiden



Ο Αλέξανδρος και η Κύνα


Τον καιρό που ο Αλέξανδρος με τον στρατό του καθόταν και ξεκουραζόταν στην Ινδία, η αδελφή του, η Κύνα, σκέφτηκε να βάλει μπροστά ένα σχέδιο που είχε στο μυαλό από πολύ καιρό. Ήταν η ευκαιρία μεγάλη και δεν ήθελε να την χάσει, γιατί μπορεί να μην ξαναπαρουσιαζόταν.

Πήγε λοιπόν σε έναν γέρο σοφό Ανατολίτη και του ζήτησε να της πει πού μπορεί να βρει το αθάνατο νερό και πώς να το χρησιμοποιήσει για να κάνει τον λατρεμένο της αδελφό αθάνατο.

Είχε βάλει τάμα της ζωής της κάτι τέτοιο και δεν μπορούσε να εγκαταλείψει ποτέ της αυτή την ιδέα!

Ρώτησε λοιπόν τον σοφό μάντη και περίμενε με αγωνία την απάντησή του.

Εκείνος, αφού στοχαζόταν για ώρες πολλές, τελικά άνοιξε τα μάτια του και απάντησε στην Κύνα: «Το αθάνατο νερό βρίσκεται στο μεγάλο σπήλαιο της φωτιάς. Είναι όμως πολύ επικίνδυνο και σχεδόν αδύνατο να καταφέρει κάποιος να μπει εκεί μέσα και να βγάλει το νερό. Η σπηλιά καλύπτεται από φοβερή φωτιά και κανένας ποτέ δεν μπόρεσε να την περάσει ζωντανός»!...

Η Κύνα, χωρίς κανέναν δισταγμό, είπε στον γερο-σοφό ότι για χάρη του Αλεξάνδρου και προκειμένου εκείνος να αποκτούσε την αθανασία ήταν έτοιμη να κατέβει ακόμα και στον άσπλαχνο Άδη! Δεν φοβόταν να πεθάνει για τον Αλέξανδρο και θα διακινδύνευε με μεγάλη της χαρά τη ζωή της για εκείνον!

Ύστερα ο σοφός της είπε ότι το αθάνατο νερό θα έπρεπε κάποιος να το πιει ακριβώς την στιγμή που θα ήταν έτοιμος να πεθάνει και όταν πια είχε χαθεί κάθε ελπίδα. Αν τύχαινε να το πιει πιο πριν, τότε όχι μόνο δεν θα χρησίμευε να τον βοηθήσει, αλλά θα του στοίχιζε και τη ζωή! Η Κύνα ευχαρίστησε τον Ασιάτη μάντη και έσπευσε χωρίς να χάσει λεπτό για το μεγάλο σπήλαιο της φωτιάς, να πάει και να πάρει το πολυπόθητο αθάνατο νερό.

Μετά από αρκετές και κουραστικές μέρες, η Κύνα έφτασε επιτέλους μπροστά στο τρομακτικό σπήλαιο. Πράγματι ήταν εντελώς αδύνατο για κάποιον θνητό να καταφέρει να περάσει τις γιγαντιαίες φλόγες που σκέπαζαν την είσοδο του σπηλαίου και κατάκαιγαν τα πάντα.

Η Κύνα όμως δεν απογοητεύτηκε καθόλου: γεμάτη αγάπη για τον Αλέξανδρο και έχοντάς τον συνέχεια στο νου της, πέρασε τόσο γρήγορα ανάμεσα απ’ τις φωτιές, που αυτές ούτε που την άγγιξαν!

Μέσα το σπήλαιο ήταν τεράστιο και βαθύ. Παρόλα αυτά η ηρωική Κύνα βρήκε τελικά το αθάνατο νερό που ανάβλυζε από έναν τοίχο και τρισευτυχισμένη γέμισε μια ολόκληρη φιάλη. Ύστερα δεν έχασε ούτε στιγμή: πέρασε πάλι σαν τον άνεμο την φλεγόμενη είσοδο της σπηλιάς και πήγε πίσω στον αδελφό της και το στράτευμα του, που ετοιμαζόταν πια να εγκαταλείψει την Ινδία.

Η Κύνα κράτησε μυστικό απ’ όλους το μεγάλο της κατόρθωμα. Ήταν όμως πολύ ευχαριστημένη που μια μέρα, όποτε κι αν αυτή ερχόταν, θα έδινε στον Αλέξανδρο να πιει απ’ το θαυματουργό νερό.

Όταν κάποτε ο Αλέξανδρος αρρώστησε βαριά από πυρετό και έπεσε κατάκοπος στο κρεβάτι, ήταν πλέον προ του θανάτου. Όλοι όσοι τον γνώριζαν από παλιά, δεν πίστευαν στα μάτια τους πώς αυτός ο νέος ακόμα άντρας, ο παντοδύναμος κάποτε και ανίκητος Αλέξανδρος, ο βασιλιάς του κόσμου, είχε μείνει έτσι αδύναμος, σαν να ήταν κάποιος γέροντας... Τον έριξαν κάτω οι κακουχίες του πολέμου και η υπερπροσπάθεια της κατάκτησης του κόσμου...

Η Κύνα ήταν συνεχώς στο πλευρό του αδελφού της και φρόντιζε γι’ αυτόν, να απαλύνει τον πόνο του και να τον γεμίζει αδιάκοπα με ελπίδα. Όμως οι γιατροί έβλεπαν τον Αλέξανδρο να χειροτερεύει μέρα με την ημέρα και να πλησιάζει όλο και πιο πολύ προς τον θάνατο... Είπαν λοιπόν κάποια μέρα στην Κύνα ότι δεν υπήρχαν πια ελπίδες για να σωθεί ο αδελφός της και ότι σύντομα θα περνούσε την Αχερουσία λίμνη, για να μπει στον κόσμο των νεκρών...

Η Κύνα όμως δεν απογοητευόταν: είχε καλά κρυμμένο το μυστικό της, που δεν ήταν άλλο απ’ το αθάνατο νερό. Το είχε πάντοτε καλά φυλαγμένο και όταν πια είδε ότι η υγεία του αδελφού της δεν θα γινόταν ποτέ καλά, έβαλε μπροστά το σχέδιό της.

Όταν λοιπόν ο Αλέξανδρος έφτασε πια στο κατώφλι του θανάτου και ζήτησε απ’ την Κύνα να του βάλει λίγο κρασί να πιει, τότε εκείνη έριξε μέσα στο ποτήρι του λίγο από το φίλτρο της αθανασίας.

Ο Αλέξανδρος όμως, αν και μισοπεθαμένος, κατάλαβε ότι η Κύνα κάτι του έριξε μες στο κρασί του και αμέσως κατάλαβε ότι ήταν το αθάνατο νερό. Αυτός όμως δεν ήθελε να πιει ποτέ του κρασί ανάμεικτο με νερό, έστω κι αν αυτό ήταν το νερό της αιώνιας ζωής!

Αποφάσισε λοιπόν να ξεγελάσει την αδελφή του, στέλνοντάς την έξω να φωνάξει τους στρατιώτες για να πιουν δήθεν όλοι μαζί. Η Κύνα τον υπάκουσε αμέσως και τότε αυτός άρπαξε την ευκαιρία: άλλαξε το ποτήρι του μ’ εκείνο της αδελφής του, λέγοντας μέσα του πως αν ήταν αυτό πράγματι το αθάνατο νερό, τότε ας έμενε αθάνατη η Κύνα για να τον θυμάται παντοτινά!

Όταν η κοπέλα γύρισε στη σκηνή, ανυποψίαστη πήρε το ποτήρι με το φίλτρο της αθανασίας και το ήπιε μονορούφι στην υγειά του Αλεξάνδρου. Όταν κατάλαβε τι είχε στην πραγματικότητα συμβεί ήταν πια πολύ αργά... Ο Αλέξανδρος, αφού ήπιε το τελευταίο του κρασί, έπεσε κάτω ετοιμοθάνατος. Η τελευταία ώρα είχε πια έρθει...

Έμεινε έτσι η Κύνα αθάνατη... Και ο θρύλος την θέλει έπειτα να έχει μεταμορφωθεί σε γοργόνα και να τριγυρνάει στις θάλασσες του κόσμου, ρωτώντας τους καπετάνιους των πλοίων: «Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος»; Και αν εκείνος απαντήσει: «Ναι», τότε του δίνει τις ευλογίες της για το καλό ταξίδι. Αν όμως της απαντήσει: «Όχι», τότε πνιγμένη απ’ τη στενοχώρια ταράζεται και προκαλεί απίστευτες τρικυμίες στα πελάγη...

Pages