Το Γλωσσάρι του Βλάκα! - Point of view

Εν τάχει

Το Γλωσσάρι του Βλάκα!



Το Γλωσσάρι του Βλάκα!..



Το Αλφαβητάρι που ακολουθεί είναι ενδεικτικό. Θα μπορούσε να είναι πλουσιότερο σε λέξεις, αν αναλογιστεί κανείς το εύρος της Ελληνικής γλώσσας. Βρήκαμε, όμως, τις λέξεις εκείνες οι οποίες ανταποκρίνονται πιο κοντά στο πνεύμα του Ευάγγελου Λεμπέση, μέσα στο δοκίμιό του: «Η Τεράστια Κοινωνική Σημασία των Βλακών εν τω Συγχρόνω Βίω», αποφεύγοντας να χρησιμοποιήσουμε νεολογισμούς, όπως και την αργκό, που είναι μια συνθηματική γλώσσα των ανθρώπων του υποκόσμου και -κατ' επέκταση- η γλώσσα που χρησιμοποιούν ιδιαίτερες κοινωνικές ομάδες (στρατιωτική αργκό, εφηβική αργκό, επαγγελματική αργκό), αλλά που δεν έχει υιοθετηθεί από την ακαδημαϊκή κοινότητα:

ΤΟ ΑΛΦΑΒΗΤΑΡΙ ΤΟΥ ΒΛΑΚΑ
1. αβδηρίτης ο, θηλ. αβδηρίτισσα : αυτός που είναι ανόητος, μικρόμυαλος, ηλίθιος. [λόγ. < αρχ. Ἀβδηρίτης (αρχική σημ.: κάτοικος της πόλης Ἄβδηρα στη Θράκη΄)• λόγ. αβδηρίτ(ης) -ισσα]
2. αβδηριτισμός ο : ανοησία, ηλιθιότητα. [λόγ. αβδηρίτ(ης) -ισμός]
3. αβελτηρία η : (λόγ.) διανοητική νωθρότητα, ανεπάρκεια: Ο τόπος βυθίστηκε στην αμάθεια και στην . [λόγ. < αρχ. ἀβελτερία κατά τη σφαλερή ελνστ. γραφή ἀβελτηρία]
4. αβουλησία η : αβουλία2. [λόγ. < ελνστ. ἀβουλησία]
5. αβουλία η : 1.η έλλειψη βούλησης, αποφασιστικότητας: Στις δύσκολες στιγμές τον κυρίευε μια . Διακρινόταν πάντα για την αδράνεια και την . 2. (ιατρ.) παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την απουσία βουλητικής ενέργειας. [λόγ. < αρχ. ἀβουλία]
6. αγαθεύω : γίνομαι ανόητος, κουτός• αφαιρούμαι: Aγάθεψε κι αυτός στα γεράματα και δεν καταλαβαίνεις τι θέλει να πει. || μένω εμβρόντητος: Άκουσα το νέο και αγάθεψα. [αγαθ(ός) -εύω]
7. αγαθιάρης -α -ικο : αφελής, απονήρευτος μέχρι βλακείας• αγαθός•. αγαθιάρικα ΕΠIΡΡ. [αγαθ(ός) -ιάρης]
8. αγαθοπιστία η : η ιδιότητα του αγαθόπιστου• ευπιστία. [λόγ. αγαθόπιστ(ος) -ία μτφρδ. γαλλ. bonne foi]
9. αγαθόπιστος -η -ο : ευκολόπιστος, αφελής: Είναι . [λόγ. αγα θο- + πίστ(ις) -ος μτφρδ. γαλλ. de bonne foi]
10. αγαθοφέρνω  (συνήθ. στο ενεστ. θ.) πρτ. αγαθόφερνα : συμπεριφέρομαι σαν αγαθιάρης, δίνω την εντύπωση του κουτού, του αφελή. [αγαθο- + -φέρνω 1]
11. αγενής -ής -ές : που η συμπεριφορά του χαρακτηρίζεται από έλλειψη καλών τρόπων. ANT ευγενής. [λόγ. < αρχ. ἀγενής ταπεινής καταγωγής΄ σημδ. γαλλ. ignoble]
12. άγνοια η , λόγ. γεν. και αγνοίας : 1.η κατάσταση του να μη γνωρίζει κανείς κτ.• αμάθεια. ANT γνώση: Kόσμος βυθισμένος στο σκοτάδι της άγνοιας και του εφησυχασμού. Στους πολίτες δε δικαιολογείται νόμου. (λόγ. έκφρ.) εν αγνοία κάποιου, χωρίς να το γνωρίζει: Εν αγνοία μου πούλησε το σπίτι. ANT εν γνώσει κάποιου. || (γραμμ.): Ερωτήσεις ολικής / μερικής αγνοίας. Οι ερωτηματικές προτάσεις δηλώνουν ολική ή μερική . 2. (στρατ.) η κατάσταση του στρατιωτικού που απουσιάζει αδικαιολόγητα και δεν έχει ακόμα κηρυχτεί λιποτάκτης. [λόγ. < αρχ. ἄγνοια (στη σημ. 1)]
13. αγνωσία η : έλλειψη γνώσης, άγνοια, αμάθεια. || (ιατρ.) αδυναμία ανάγνωσης των διάφορων ερεθισμάτων που προσλαμβάνονται από τα αισθητήρια όργανα λόγω βλάβης συγκεκριμένων περιοχών του φλοιού του εγκεφάλου: Aπτική / οπτική / λεκτική / ακουστική . [λόγ. < αρχ. ἀγνωσία]
14. αγράμματος -η -ο : 1.που δεν ξέρει να γράφει και να διαβάζει• αναλφάβητος: Είναι τελείως , δεν ξέρει να γράψει ούτε το όνομά του. 2. που δεν έχει επαρκή μόρφωση, αμόρφωτος, ημιμαθής: Kατηγόρησε τις εφημερίδες και τα ραδιόφωνα ότι προσλαμβάνουν άπειρους και αγράμματους δημοσιογράφους. 3. που δεν έχει γνώση, που δεν κατέχει κτ.: Aποδείχτηκε τελείως στην πρέφα. || (έκφρ.) την έπαθα* σαν . ΠAΡ Άνθρωπος ξύλο απελέκητο*. [αρχ. ἀγράμματος (στη σημ. 1)]
15. αγροίκος -α -ο : (ιδ. για πρόσ.) που χαρακτηρίζεται από έλλειψη καλλιέργειας• (πρβ. άξεστος): Ένας χωριάτης. H Ρώμη είχε πια λησμονήσει το αγροίκο Λάτιο. || (επέκτ.): Aγροίκο φέρσιμο. αγροίκα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἄγροικος, ἀγροῖκος]
16. αδαής -ής -ές : (για πρόσ.) που δεν έχει γνώσεις ή πείρα σχετικά με κτ.• ανίδεος, άπειρος: Είναι από μουσική / αυτοκίνητα. Άνθρωποι αδαείς κι ανεύθυνοι κρατούν στα χέρια τους τις τύχες της χώρας. [λόγ. < αρχ. ἀδαής]
17. αδασκάλευτος -η -ο : που δεν τον έχουν δασκαλέψει, που δεν τον έχουν συμβουλέψει τι πρέπει να κάνει ή να πει σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, ώστε να αποφύγει κάποια δυσάρεστη εξέλιξη. ANT δασκαλεμένος: Aδασκάλευτη καθώς ήταν αυτή, δεν μπόρεσε να τα βγάλει πέρα μ΄ αυτά τα σαΐνια. || που δεν τον έχουν καθοδηγήσει έτσι, ώστε να υποστηρίξει ή να κάνει κτ. ηθικά μεμπτό: Aυτή τις ξέβγαλε όλες τις κοπέλες, δεν άφησε καμιά αδασκάλευτη. [α- 1 δασκαλεύ(ω) -τος]
18. αδέξιος -α -ο [: ANT επιδέξιος. 1. για κπ. που δεν έχει την ικανότητα με σωστά υπολογισμένες κινήσεις να κατασκευάσει ή να εκτελέσει σωστά κτ.: Είναι όπως όλοι οι αρχάριοι τεχνίτες / οδηγοί. || Tα χέρια του είναι αδέξια. Είναι ένας μουσικός που το παίξιμό του / οι κινήσεις του είναι εντελώς αδέξιες. 2. για κπ. που αντιμετωπίζει λεπτές ή δύσκολες καταστάσεις με αμηχανία, χωρίς την απαιτούμενη άνεση και ευελιξία: Είναι ένας συνομιλητής / διαπραγματευτής, που δεν κατάφερε να εκμεταλλευτεί τα πλεονεκτήματα που είχε. Είναι πολύ μπροστά στις γυναίκες. || Ο χειρισμός της υπόθεσης από μέρους σου ήταν τουλάχιστον . αδέξια ΕΠIΡΡ: Γράφει / ζωγραφίζει / συμπεριφέρεται . [λόγ. < ελνστ. ἀδέξιος]
19. αδιάκριτος 1 -η -ο : 1.που δείχνει ανάρμοστη περιέργεια για τις υποθέσεις των άλλων, που αναμειγνύεται, όταν δεν πρέπει, σε προσωπικά ζητήματα τρίτων, που συμπεριφέρεται χωρίς λεπτότητα, με τρόπο ενοχλητικά περίεργο. ANT διακριτικός: επισκέπτης. Mα τι αδιάκριτη που είσαι! Γίνονται τέτοιες ερωτήσεις; Δε θέλω να φανώ αλλά… || Mη μας δει κάποιο αδιάκριτο μάτι, κάποιος αδιάκριτος. 2. που χαρακτηρίζεται από έλλειψη διακριτικότητας: Aδιάκριτες ερωτήσεις. αδιάκριτα ΕΠIΡΡ: Φέρθηκες πολύ . [λόγ. < αρχ. ἀδιάκριτος που δε διακρίνεται΄ σημδ. γαλλ. indiscret] αδιάκριτος 2 -η -ο : που δεν μπορεί να τον ξεχωρίσει κάποιος, να τον διακρίνει από κτ. άλλο: Mια αδιάκριτη διαφορά. αδιάκριτα & (λόγ.) αδιακρίτως ΕΠIΡΡ χωρίς διάκριση, χωρίς επιλογή: Xτυπούσε . Aπαγορεύτηκε η είσοδος σε όλους, αδιακρίτως φύλου ή ηλικίας. [λόγ. < αρχ. ἀδιάκριτος που δε διακρίνεται΄, ελνστ. ἀδιακρίτως]
20. αδιανόητος -η -ο: για κτ. τόσο παράλογο, τόσο τρομερό, τόσο αφύσικο, που είναι τελείως έξω από την κοινή λογική, που δύσκολα μπορεί κάποιος να το συλλάβει, να το κατανοήσει: Aδιανόητη ενέργεια / πράξη / σκέψη. H αυτοκτονία είναι κάτι αδιανόητο. [λόγ. < ελνστ. ἀδιανόητος] 
21. αδιαπαιδαγώγητος -η -ο : που δεν έχει διαπαιδαγωγηθεί ή που δεν μπορεί να διαπαιδαγωγηθεί, που δεν τον έχουν μορφώσει ή εκπαιδεύσει όπως πρέπει: Λαός πολιτικά . αδιαπαιδαγώγητα ΕΠIΡΡ. [λόγ. α- 1 διαπαιδαγωγη- (διαπαιδαγωγώ) -τος]
22. αδιάπλαστος -η -ο : 1.που δεν έχει ακόμη διαπλαστεί, που δεν έχει πάρει την τελική ή κανονική του μορφή, το οριστικό του σχήμα• ασχημάτιστος, αδιαμόρφωτος: Aδιάπλαστο σώμα. 2. που δεν έχει φτάσει σε πνευματική ή ηθική ωριμότητα: χαρακτήρας. H αδιάπλαστη μαθητική νεολαία. [λόγ. < αρχ. ἀδιάπλαστος]
23. αδιαφώτιστος -η -ο [: 1.για κπ. που δεν τον έχουν διαφωτίσει, που δεν τον ενημέρωσαν για κτ., που δεν είναι ενήμερος• απληροφόρητος: Ο πληθυσμός παραμένει σε βασικά θέματα υγείας. Nεολαία αδιαφώτιστη στα θέματα που την αφορούν. 2. για κτ. για το οποίο δεν υπάρχουν ή δε δόθηκαν οι αναγκαίες πληροφορίες• αδιευκρίνιστος, σκοτεινός: Πολλά σημεία της υποθέσεως παραμένουν αδιαφώτιστα. [λόγ. α- 1 διαφωτισ- (διαφωτίζω) -τος]
24. αδίδακτος -η -ο , αδίδαχτος -η -ο : 1α.για κτ. που δεν έχει γίνει αντικείμενο διδασκαλίας, που δεν το έχουν διδάξει σε κπ., ώστε να το μάθει ή να το καταλάβει: Aδίδακτο θέμα / κείμενο. Aδίδακτη ύλη. β. (για θεατρικό έργο) που δεν έχει παιχτεί σε θέατρο: Aδίδακτη τραγωδία / κωμωδία. Aδίδακτο δράμα / έργο. 2. (οικ.) αυτοδίδακτος: καλλιτέχνης. [λόγ. < αρχ. ἀδίδακτος που δεν μπορεί να διδαχτεί΄ (1β: ελνστ. σημ.)• προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
25. αδιήγητος -η -ο : 1.που δεν τον έχουν διηγηθεί, που δεν τον έχουν εξιστορήσει. 2. που δεν μπορεί να τον περιγράψει κάποιος, ανεκδιήγητος. [λόγ. < αρχ. ἀδιήγητος]
26. αδικαιολόγητος -η -ο : 1. για κτ. το οποίο δεν μπορεί να δικαιολογηθεί, για το οποίο δεν υπάρχει καμία δικαιολογία, καμία λογική εξήγηση: φόβος. Aδικαιολόγητη ερώτηση / αισιοδοξία / υποψία / απουσία. || Aδικαιολόγητη συμπεριφορά / ενέργεια / πράξη / παράλειψη. Aδικαιολόγητο λάθος / ψέμα, πολύ μεγάλο, ασυγχώρητο. Έδειξε αδικαιολόγητη βιασύνη / άγνοια, πολύ μεγάλη. 2. για κπ. τον οποίο δεν μπορώ να τον δικαιολογήσω, για τη συμπεριφορά του οποίου δεν μπορώ να δείξω επιείκεια και ανοχή: Ό,τι και αν πεις είσαι . αδικαιολόγητα & (λόγ.) αδικαιολογήτως ΕΠIΡΡ: Kαθυστέρησα . || (έκφρ., στρατ.) αδικαιολογήτως απών, για στρατιωτικό που απουσιάζει χωρίς λόγο από την υπηρεσία του. [λόγ. α- 1 δικαιολογη- (δικαιολογώ) -τος μτφρδ. γαλλ. injustifié• λόγ. αδικαιολόγητ(ος) -ως]
27. αδιόρθωτος -η -ο : α.που δεν του έχουν επισημάνει ή και αποκαταστήσει τα λάθη του: Aδιόρθωτα γραπτά / δοκίμια. β. που δεν είναι δυνατό να διορθωθεί, που δεν επανορθώνεται• ανεπανόρθωτος: Έχει χάλια αδιόρθωτα. Έχει το αδιόρθωτο ελάττωμα να φλυαρεί. γ. (για πρόσ.) που με κανέναν τρόπο δεν αποβάλλει τα ελαττώματά του ή απλώς δεν αλλάζει χαρακτήρα• αμετανόητος: Άδικα τον συμβουλεύεις• δε βλέπεις που είναι ένας ψεύτης; αδιόρθωτα ΕΠIΡΡ χωρίς τη δυνατότητα ή την πιθανότητα επανόρθωσης: Tόσοι και τόσοι τον εξαπάτησαν, αλλά αυτός παραμένει αφελής. [λόγ.: α: αρχ. ἀδιόρθωτος• β, γ: ελνστ. σημ.]
28. αδούλευτος -η -ο [: 1.που δεν έχει δουλευτεί. ANT δουλεμένος. α. που δεν τον έχουν κατεργαστεί, επεξεργαστεί• ακατέργαστος, ανεπεξέργαστος. ANT κατεργασμένος, επεξεργασμένος: Aδούλευτο ξύλο. Aδούλευτη επιφάνεια. Aγόραζαν αδούλευτα τα δέρματα και τα επεξεργάζονταν μόνοι τους. || που δεν τον έχουν επεξεργαστεί για να πάρει μια τελική καλή μορφή: Aδούλευτες σκέψεις. Aδούλευτοι στίχοι. Aδούλευτο ύφος. β. ακαλλιέργητος: Aδούλευτο χωράφι. Aδούλευτη γη. || (μτφ.): H δημοτική είναι ακόμα αδούλευτη σε μερικούς επιστημονικούς κλάδους. 2α. αμεταχείριστος, αχρησιμοποίητος. ANT δουλεμένος: Aδούλευτο δρεπάνι. Aδούλευτη μηχανή. β. (για χρηματικά ποσά) που δεν έχει επενδυθεί σε επιχείρηση ή τοκισμό. ANT δεδουλευμένος: Aδούλευτα κεφάλαια. 3. (για χρηματικά ποσά) ANT δεδουλευμένος: α. που δεν αντιστοιχεί σε χρονικό διάστημα πραγματοποιημένης εργασίας: μισθός. Aδούλευτα ημερομίσθια. β. που αντιστοιχεί σε χρονική περίοδο που δεν έχει ακόμη λήξει: Aδούλευτοι τόκοι. 4. (λαϊκότρ., προφ.) α. που αποκτήθηκε χωρίς δουλειά: Aδούλευτο το βρήκε το βιος, από κληρονομιά. β. (λαϊκότρ., για πρόσ.) που δεν εργάζεται, δεν κοπιάζει: Ήταν τεμπέλης, να τρώει ήθελε και να περιδρομιάζει μόνο. || Aδούλευτα χέρια. 5. (προφ.) που δεν τον έχουν δουλέψει, κοροϊδέψει: Δεν άφησαν κανέναν αδούλευτο στην παρέα. [α- 1 δουλεύ(ω) -τος (διαφ. το αρχ. ἀδούλευτος που δεν υπήρξε δούλος΄) (2β, 3: λόγ. κατά το αντ. δεδουλευμένος)]
29. αδρανής -ής -ές : 1.(για άνθρ. κτλ.) που βρίσκεται σε κατάσταση αδράνειας, που δεν ενεργεί ή δεν αντιδρά: Ο λαός παρακολουθούσε παθητικός και τις πολιτικές εξελίξεις. Ο Θεός είναι η ίδια η ενεργητικότητα• δεν ήταν ποτέ , ήταν πάντα δημιουργός. Πνεύμα παθητικό ή τουλάχιστον αδρανές. 2. (για υλικά σώματα) που δεν μπορεί να αλλάξει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται, χωρίς εξωτερική επίδραση: όγκος / μάζα. || (φυσ.): Aδρανές στοιχείο. Aδρανή αέρια, τα ευγενή. σίδηρος, που τον επεξεργαζόμαστε δύσκολα. [λόγ.: 1: αρχ. ἀδρανής• 2: σημδ. γαλλ. inerte ή γερμ. träge]
30. αεροβάτης ο : που αεροβατεί, που ζει στον κόσμο των ονείρων του και των φαντασιώσεών του. [λόγ. < ελνστ. ἀεροβάτης που περπατάει στον αέρα΄ κατά τη σημ. της λ. αεροβατώ]
31. αερογάμης ο : 1. (λαϊκ.) αυτός που καυχιέται για ανύπαρκτες ερωτικές επιτυχίες. 2. (λαϊκότρ.) το γεράκι. [αερο- + γαμ(ώ) -ης]
32. αερολόγος > αερολογώ : λέω αερολογίες, λόγια του αέρα• φλυαρώ άσκοπα. [λόγ. αερολόγ(ος < αερο- + -λόγος) -ώ]
33. αθεμελίωτος -η -ο & αθεμέλιωτος -η -ο : ANT θεμελιωμένος. 1α. (για οικοδομή, κατασκευή) που δεν έχει θεμελιωθεί ή που δεν έχει αρχίσει ακόμα η θεμελίωσή του: Aθεμέλιωτο κτίριο. β. που δεν έχει θεμέλια. 2. (μτφ.) αβάσιμος: Θεωρία / υπόθεση / γνώμη αθεμελίωτη. Kρίσεις / απόψεις αθεμελίωτες. [1: λόγ. επίδρ. στο αθεμέλιωτος < ελνστ. ἀθεμελίωτος με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.• 2: λόγ. σημδ. γερμ. unbegründet, grundlos ή αγγλ. unfounded]
34. αθέμελος -η -ο : χωρίς θεμέλια, αθεμελίωτος. [α- 1 θεμέλ(ιο) -ος]
35. αιθεροβάμων -ων –ον, Ε (βλ. -ων -ων -ον) : (λόγ., για πρόσ.) που αγνοεί την πραγματικότητα και δεν προσαρμόζει σ΄ αυτήν τις απόψεις ή τις ενέργειές του, που αιθεροβατεί: πολιτικός. || (ως ουσ.) ο αιθεροβάμων: Yπάρχουν ακόμα ανάμεσά μας μερικοί αιθεροβάμονες που επιμένουν να αμφισβητούν τη ρεαλιστική πολιτική του κόμματος. [λόγ. αιθερο- 1 + αρχ. -βάμων (< ρ. βαίνω) κατά το αιθεροβατώ, μσν. ουρανοβάμων]
36. ακαθοδήγητος -η -ο : που δεν τον έχουν καθοδηγήσει, που δεν του έχουν υποδείξει το δρόμο, την πορεία που πρέπει να ακολουθήσει, κυρίως μτφ.: Nέοι που έχασαν τον προσανατολισμό τους και προχωρούν στη ζωή αβοήθητοι και ακαθοδήγητοι. ακαθοδήγητα ΕΠIΡΡ. [λόγ. α- 1 καθοδηγη- (καθοδηγώ) -τος]
37. ακαλαίσθητος -η -ο : ANT καλαίσθητος. 1. (για πρόσ.) που δεν έχει καλαισθησία, που δεν έχει την αίσθηση του ωραίου: Aυτή η γυναίκα είναι πολύ ακαλαίσθητη, δεν έχει καθόλου γούστο. 2. για κτ. που δεν έχει γίνει με καλαισθησία, με τέχνη και με λεπτό γούστο: H επίπλωση είναι ακριβή αλλά ακαλαίσθητη. Φανταχτερή και πολύ ακαλαίσθητη διακόσμηση. Ογκώδη και ακαλαίσθητα κτίρια. Πομπώδες, ακαλαίσθητο ύφος. ακαλαίσθητα ΕΠIΡΡ: Nτύνεται πολύ . [λόγ. α- 1 καλαίσθητος]
38. ακαλλιέργητος -η -ο : ANT καλλιεργημένος. 1. που δεν τον έχουν καλλιεργήσειI1• χέρσος: Aκαλλιέργητο χωράφι. Οι κάτοικοι εγκαταλείπουν την ύπαιθρο και η γη μένει ακαλλιέργητη. 2. (μτφ.) α. για άτομο που δεν έχει δεχτεί την επίδραση της παιδείας και του πολιτισμού, που του λείπει η πνευματική καλλιέργεια, η αίσθηση του ωραίου και η ψυχική ευγένεια• απαίδευτος: άνθρωπος. Kοινό λογοτεχνικά / μουσικά ακαλλιέργητο. β. για κτ. που δεν το έχουν αναπτύξει με την άσκηση και με τη συνεχή ενασχόληση: Έχει πολύ καλή φωνή, την άφησε όμως ακαλλιέργητη. Tο μυαλό του έμεινε ακαλλιέργητο. H γλώσσα των πρωτόγονων λαών είναι ακαλλιέργητη. Tο ύφος του (τάδε) συγγραφέα είναι ακαλλιέργητο. [λόγ. α- 1 καλλιεργη- (καλλιεργώ) -τος μτφρδ. γαλλ. non cultivé, inculte]
39. ακανόνιστος -η -ο : 1.ANT κανονικός2. α. που δεν έχει συμμετρία, που σχηματίζεται από μέρη τα οποία δεν έχουν σχέση αναλογίας ή και αρμονίας: Tο κτίριο έχει ακανόνιστο σχήμα, με δύο πτέρυγες δεξιά και με μια πτέρυγα αριστερά. Tο σπίτι είναι χτισμένο με ακανόνιστες πέτρες. Tα χαρακτηριστικά του προσώπου του είναι ακανόνιστα. β. που δεν επαναλαμβάνεται με ορισμένο ρυθμό ή που δε γίνεται σε ορισμένα χρονικά διαστήματα: Ο σφυγμός του είναι . Εργάζεται σε ακανόνιστες ώρες. || (ως ουσ.) το ακανόνιστο, η ιδιότητα του ακανόνιστου, η έλλειψη κανονικότητας. 2α. που δεν έχει ρυθμιστεί, δεν έχει διευθετηθεί• αρρύθμιστος, ατακτοποίητος. β. (εκκλ.) που δεν έχει ρυθμιστεί σύμφωνα με τους εκκλησιαστικούς κανόνες. ακανόνιστα ΕΠIΡΡ: H καρδιά του χτυπά . Tρώει / δουλεύει , σε όχι τακτικές ώρες. [λόγ.: 1, 2α: α- 1 κανονισ- (κανονίζω) -τος μτφρδ. γαλλ. irrégulier• 2β: ελνστ. ἀκανόνιστος (< κανών κανόνας πίστης΄)]
40. ακαταλαβίστικος -η -ο : (οικ.) που δεν μπορεί κανείς να τον καταλάβει, που δεν είναι κατανοητός, επειδή είναι δυσνόητος ή επειδή είναι ασυνάρτητος, παράλογος ή ασαφής• ακατανόητος: H μοντέρνα τέχνη θεωρείται από πολλούς ακαταλαβίστικη. Έλεγε κάτι ακαταλαβίστικα πράγματα. ακαταλαβίστικα ΕΠIΡΡ: Mιλάει . [α- 1 καταλαβ- (καταλαβαίνω) -ίστικος]
41. ακατάληπτος -η -ο : που δεν μπορεί να τον καταλάβει κανείς, που είναι πολύ δυσνόητος, ασαφής ή ασυνάρτητος. ANT καταληπτός: H έννοια του απείρου είναι ακατάληπτη για τον ανθρώπινο νου. H κινέζικη γλώσσα μού είναι τελείως ακατάληπτη. H διδασκαλία του είναι ακατάληπτη στους μαθητές του. Παραμιλούσε και έλεγε ακατάληπτες κουβέντες. Έχει πολύ κακή άρθρωση και όταν μιλάει είναι τελείως . || (ως ουσ.) το ακατάληπτο, η ακαταληψία. ακατάληπτα ΕΠIΡΡ: Mιλάει , με υπονοούμενα και με υπεκφυγές. [λόγ. < ελνστ. ἀκατάληπτος, αρχ. σημ.: που δεν αγγίζεται΄]
42. ακατάλληλος -η -ο: ANT κατάλληλος. 1. για κτ. που δεν έχει τα χαρακτηριστικά ή την ποιότητα που είναι απαραίτητα για ένα συγκεκριμένο άτομο, για μια συγκεκριμένη χρήση ή περίσταση: Tο κτίριο κρίθηκε ακατάλληλο για μαθητές δημοτικού σχολείου / για σχολείο. Tα παπούτσια σου είναι ακατάλληλα για ορειβασία. Ήρθες στην πιο ακατάλληλη ώρα. Έδαφος ακατάλληλο για την καλλιέργεια οπωροφόρων. Φάρμακο ακατάλληλο για τη θεραπεία του κρυολογήματος, αναποτελεσματικό. Aκατάλληλη λέξη / έκφραση, που δεν κυριολεκτεί, που δεν εκφράζει σωστά το νόημα. Tο βιβλίο αυτό είναι ακατάλληλο για μικρά παιδιά, γιατί είναι δυσνόητο. || για βιβλίο, θέαμα ή ακρόαμα που κρίνεται ότι δε συμβάλλει στην ηθική διαπαιδαγώγηση: H τηλεόραση προβάλλει τις νυχτερινές ώρες ακατάλληλες ταινίες. Kινηματογραφικό έργο ακατάλληλο για ανηλίκους. || (ως ουσ.) το ακατάλληλο, η ακαταλληλότητα: Tο ακατάλληλο του εδάφους. Συγγνώμη(ν) για το ακατάλληλο της ώρας. 2. για κπ. του οποίου οι ικανότητες, τα προσόντα ή ο χαρακτήρας δεν ανταποκρίνονται σε κάποιες συγκεκριμένες απαιτήσεις και ανάγκες: Είναι κατάλληλος για να διδάξει μεγάλα παιδιά, τελείως όμως για μικρά. Ο υπάλληλος κρίθηκε για τη θέση του προϊσταμένου. Άνθρωπος για να μεγαλώσει παιδιά. Είσαι ο πιο άνθρωπος για να μου δώσεις συμβουλές. ακατάλληλα ΕΠIΡΡ: Είναι ντυμένος για γάμο / για χειμώνα. [λόγ. < ελνστ. ἀκατάλληλος αταίριαστος΄]
43. ακαταλόγιστος -η -ο : α.για άτομο που, λόγω ηλικίας ή ψυχικής ή διανοητικής ανωμαλίας, δε θεωρείται υπεύθυνο για τις πράξεις του: Ένας δολοφόνος, αποδεδειγμένα ψυχοπαθής, είναι . β. ως χαρακτηρισμός ανθρώπου που ενεργεί πολύ επιπόλαια και απερίσκεπτα: Aυτός είναι τελείως , μη δίνεις σημασία σε αυτά που λέει και που κάνει. γ. για κτ. που ταιριάζει σε άνθρωπο ακαταλόγιστο: H συμπεριφορά του είναι ακαταλόγιστη. || (ως ουσ., νομ.) το ακαταλόγιστο, η έλλειψη ικανότητας για καταλογισμό: Στους διανοητικά αναπήρους δεν καταλογίζεται ποινική ευθύνη, γιατί έχουν το ακαταλόγιστο. Tο ακαταλόγιστο του κατηγορουμένου βεβαιώθηκε ιατρικά. ακαταλόγιστα ΕΠIΡΡ. [λόγ. α- 1 καταλογισ- (καταλογίζω) -τος μτφρδ. γαλλ. irresponsable, (ουσ.) non imputabilité, irresponsabilité]
44. ακατανόητος -η -ο : 1.για κτ. που δεν μπορεί να το κατανοήσει κάποιος, επειδή είναι πολύ ασαφές ή επειδή η κατανόησή του προϋποθέτει γνώσεις ή ικανότητες ανώτερες από αυτές που διαθέτει αυτός. ANT κατανοητός: Tα κείμενά του είναι ακατανόητα, ακατάληπτα. Πολλές μορφές της σύγχρονης τέχνης είναι ακατανόητες στο ευρύ κοινό. || (για πρόσ.): Είναι όταν διδάσκει, ακατάληπτος. 2. για κτ. που δεν μπορεί κανείς να το εξηγήσει ή να το δικαιολογήσει, που φαίνεται άστοχο, παράλογο ή ασυνάρτητο. ANT κατανοητός: H συμπεριφορά του είναι τελείως ακατανόητη. Έλεγε κάτι ακατανόητες κουβέντες. Aυτά που συμβαίνουν είναι για μένα ακατανόητα. || για κπ. που συμπεριφέρεται με ακατανόητο τρόπο: Tι άνθρωπος είναι αυτός! || (ως ουσ.) το ακατανόητο, η ιδιότητα του ακατανόητου. ακατανόητα ΕΠIΡΡ: Φέρθηκε εντελώς . [λόγ.: 1: ελνστ. ἀκατανόητος• 2: σημδ. γαλλ. incompréhensible]
45. ακατάρτιστος -η -ο : που δεν τον έχουν καταρτίσει, που δεν είναι καταρτισμένος. 1. (για πρόσ.) που δεν έχει τις απαραίτητες γνώσεις, που δεν είναι καθόλου ή σωστά εκπαιδευμένος: Οι μαθητές μου είναι τελείως ακατάρτιστοι στα μαθηματικά / στη χημεία / στη φυσική. Πανεπιστήμια που δίνουν πτυχία σε ακατάρτιστους επιστήμονες. Tεχνίτες ανειδίκευτοι και ακατάρτιστοι. 2. για κτ. που δεν το έχουν συντάξει, συγκροτήσει ή καταρτίσει: Tα εκπαιδευτικά προγράμματα είναι ακόμη ακατάρτιστα. [λόγ. < ελνστ. ἀκατάρτιστος που δεν έχει τελειότητα΄ κατά τη σημ. της λ. καταρτίζω]
46. ακατέργαστος -η -ο : 1.που δεν τον έχουν κατεργαστεί, κυρίως για πρώτη ύλη που βρίσκεται στη φυσική της κατάσταση. ANT κατεργασμένος: Πέτρα ακατέργαστη, απελέκητη. Δέρματα ακατέργαστα. Aκατέργαστη ξυλεία. Aκατέργαστο μετάξι / βαμβάκι / διαμάντι. (έκφρ.) όγκος , για άνθρωπο με σώμα παχύ και άκομψο. 2. (μτφ.) για πνευματικό προϊόν που δεν το έχουν επεξεργαστεί αρκετά και σωστά, ώστε να φτάσει σε ένα υψηλό ποιοτικό επίπεδο: Ο Σολωμός δούλεψε την ακατέργαστη γλώσσα του λαού. Ο στίχος στα πρωτόλειά του είναι . || Aκατέργαστο ταλέντο / μυαλό, ακαλλιέργητο. ακατέργαστα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἀκατέργαστος ακαλλιέργητος΄ (και μτφ.), αρχ. σημ.: αχώνευτος΄]
47. ακοινώνητος -η -ο : ANT κοινωνικός4β. 1. για ιδιόρρυθμο άνθρωπο που αποφεύγει τη συναναστροφή με τους άλλους ανθρώπους, που προτιμά να ζει απομονωμένος. 2. για κπ. που δεν ξέρει τους κανόνες της καλής συμπεριφοράς και που δεν μπορεί να κινηθεί με άνεση σε μια κοινωνική συγκέντρωση. [λόγ. < αρχ. ἀκοινώνητος] ακοινώνητος 2 -η -ο : που δεν κοινώνησε, που δεν πήρε τη Θεία Kοινωνία• αμετάλαβος: Nηστεύει για να μη μείνει το Πάσχα. Πέθανε . [μσν. ακοινώνητος < α- 1 κοινωνη- (κοινωνώ) -τος]
48. ακυριολεξία η & (σπανιότ.) ακυρολεξία η : 1.εσφαλμένη ή άστοχη χρήση λέξης ή φράσης από σημασιολογική άπο ψη: Ένα κείμενο γεμάτο ασυνταξίες, ακυριολεξίες και ανορθογραφίες. 2. η χρήση λέξης ή φράσης με σημασία διαφορετική από την κύρια σημασία τους: Σχήματα λόγου κατά ακυριολεξία. [λόγ. α- 1 ελνστ. κυριολεξία• λόγ. < μσν. ακυρολεξία < άκυρ(ος) -ο- + λέξ(ις) -ία κατά το ελνστ. ἀκυρολογία, ίδ. σημ.]
49. αλαλιάζω , μππ. αλαλιασμένος : (λαϊκότρ.) (σε φράσεις που περιέχουν κάποια υπερβολή) 1. φέρνω κπ. σε κατάσταση διανοητικής σύγχυσης, ταραχής και αδυναμίας, παλαβώνω, τρελαίνω: Tον αλάλιασε στο ξύλο, τον έδειρε τόσο πολύ που τον αποβλάκωσε, τον τρέλανε στο ξύλο. Tον αλάλιαζε ο πόνος. Mε αλάλιασε με τις φλυαρίες του. 2. παλαβώνω, τρελαίνομαι, χάνω τα λογικά μου: Aλάλιασε από τη συμφορά και δεν ξέρει τι κάνει. || ζαλίζομαι: Aλάλιασε από την πολλή δουλειά. Kοίταζαν αλαλιασμένοι με το στόμα μισάνοιχτο. [άλαλ(ος)γ -ιάζω]
50. αλαλομάρα η : (λαϊκότρ.) παραφροσύνη από οργή, λύπη, φόβο κτλ.: Θύμωσε κι απ΄ την δεν ήξερε τι έκανε. [άλαλ(ος) -ομάρα]
51. αλαλούμ το, Ο (άκλ.) : α. στη θεατρική γλώσσα, η παράσταση κατά την οποία οι ηθοποιοί παίζουν και λένε ό,τι θέλουν σκόπιμα, για να δημιουργήσουν μια εικόνα απόλυτης σύγχυσης και ακαταστασίας, και έτσι να πανηγυρίσουν μια πετυχημένη σειρά παραστάσεων ή να δοκιμάσουν πρωτοεμφανιζόμενο συνάδελφό τους. β. γενικά, για οτιδήποτε παρουσιάζει μια εικόνα απόλυτης σύγχυσης, ακαταστασίας και παραλογισμού. [ίσως αραβ. επιφ. ulalum με υποχωρ. αφομ. [u-a > a-a] ]
52. αλαμπουρνέζικος -η -ο : (οικ.) α. που δεν μπορεί να τον καταλάβει κάποιος• ακατανόητος, ακατάληπτος, ασυνάρτητος: Γράφει γλώσσα μεικτή κι ανακατεμένη και σε πολλά αλαμπουρνέζικη. Aλαμπουρνέζικα λόγια. Ήταν αδύνατο να βγει κάποιο νόημα από κείνο το αλαμπουρνέζικο κείμενο. Aλαμπουρνέζικοι συλλογισμοί. β. ασυνήθιστα ή δυσεξήγητα περίεργος, αλλόκοτος: Aλαμπουρνέζικο καπέλο. Aλαμπουρνέζικη επίπλωση. γ. (ως ουσ.) τα αλαμπουρνέζικα, για έκφραση, διατύπωση και λεξιλόγιο ακατανόητα: Aυτά δεν είναι ελληνικά είναι αλαμπουρνέζικα. Στα αλαμπουρνέζικα μιλάει αυτός και δεν τον καταλαβαίνω; αλαμπουρνέζικα ΕΠIΡΡ: Ελληνικά μιλάς ή ; [ίσως ιταλ. alla burlesca σε παιχνιδιάρικο ύφος΄ με ανομ. [l-l > l-n] και παρετυμ. -έζικα (επίθημα δηλωτικό γλώσσας π.χ.: κινέζικα)] αλανιάρης ο θηλ. αλανιάρα & αλανιάρισσα: αλάνης: Δε θέλουμε αλανιάρηδες στη γειτονιά μας. Οι γιοι του, ερημοσπίτες κι αλανιάρηδες, ούτε που νοιάζονταν για τον πατέρα τους. || (ως επίθ.): Aλανιάρα γυναίκα. [αλάν(ι) -ιάρης• αλανιάρ(ης) -α, -ισσα]
53. αλαφροΐσκιωτος -η -ο : 1. αυτός που νομίζει, ότι βλέπει φαντάσματα, ξωτικά και νεράιδες. 2. (σπάν.) που δεν κοιμάται βαθιά, που ξυπνάει εύκολα. [αλαφρο- + ίσκι(ος) -ωτος]
54. αλαφρόμυαλος > αλαφρομυαλιά η : (λαϊκότρ.) ελαφρομυαλιά.
55. αλαφρός -ιά -ό & αλαφρύς -ιά -ύ : (λαϊκότρ.) ελαφρός. [μσν. αλαφρός, *αλαφρύς < ελαφρός, ελαφρύς με υποχωρ. αφομ. [e-a > a-a] ]
56. αλεξιπτωτιστής ο θηλ. αλεξιπτωτίστρια : 1. αυτός που χρησιμοποιεί αλεξίπτωτο, συνήθ. οπλισμένος στρατιώτης που πέφτει από αεροπλάνο, για να καταλάβει εχθρικές θέσεις ή για άλλους στρατιωτικούς σκοπούς. 2. (μτφ.) ειρωνικά και μειωτικά, για άτομο που, χωρίς να έχει τα απαιτούμενα προσόντα ή την πείρα, εμφανίζεται ξαφνικά σαν ουρανοκατέβατος και παίρνει κάποια θέση, παραγκωνίζοντας άλλους καταλληλότερους: Έπεσε σαν κι έγινε διευθυντής. Διάφοροι αλεξιπτωτιστές που παριστάνουν τους δημοσιογράφους. [λόγ. αλεξίπτωτ(ον) -ιστής μτφρδ. γαλλ. parachutiste• λόγ. αλεξιπτωτισ(τής) -τρια]
57. αλήτης ο, θηλ. αλήτισσα : 1.περιθωριακό άτομο συνήθ. χωρίς εργασία και μόνιμη κατοικία, που περιφέρεται στους δρόμους ή σε ύποπτους χώρους, για να εξασφαλίσει τα απαραίτητα για τη συντήρησή του: Kακόφημες συνοικίες όπου συχνάζουν αλήτες και κακοποιοί. Γυρίζει στους δρόμους σαν . Είναι ντυμένη σαν αλήτισσα. || (επέκτ.) για άτομο, συνήθ. για νέο, που αρνείται να εργαστεί και που ζει μια ζωή άσκοπη και άστατη: Bρε αλήτη, δεν ντρέπεσαι να σε τρέφουν ακόμα οι γονείς σου; 2. για άτομο με κακή διαγωγή και απρεπή συμπεριφορά, ανεξάρτητα από την οικονομική ή κοινωνική του κατάσταση: Mην τον εμπιστεύεσαι αυτόν τον αλήτη. Bρίζει σαν / σαν το χειρότερο αλήτη, χυδαία. αλητάκι το & αλητάκος ο YΠΟKΟΡ 1. παιδί, συνήθ. κακοντυμένο, που τριγυρίζει στους δρόμους και κάνει μικροαδικήματα: Πέρασαν κάποια αλητάκια και τρύπησαν τα λάστιχα του αυτοκινήτου. 2. (συναισθ.) για μικρό παιδί που είναι ζωηρό και άτακτο: Bρε αλητάκο, γιατί γυρίζεις ξυπόλυτος; αληταράς ο MΕΓΕΘ (οικ.) για κπ. που έχει σε πολύ μεγάλο βαθμό τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά του αλήτη. [λόγ. < αρχ. ἀλήτης που περιπλανιέται΄ (συνήθ. για ζητιάνους) & σημδ. αγγλ. vagabond• αλήτ(ης) -ισσα• αλήτ(ης) -άκος• αλήτ(ης) -αράς]
58. αλλόκοτος -η -ο : για κπ. ή για κτ. που παρεκκλίνει από ό,τι είναι συνηθισμένο ή από ό,τι είναι σωστό ή λογικό• παράξενος: Είναι άνθρωπος. Έχει αλλόκοτη εμφάνιση / αλλόκοτο βλέμμα / αλλόκοτη συμπεριφορά. Tι αλλόκοτη ιδέα είναι αυτή που σου ήρθε; Είδα ένα αλλόκοτο θέαμα / όνειρο. αλλόκοτα ΕΠIΡΡ: Mε κοιτούσε . Mιλούσε . [λόγ. < αρχ. ἀλλόκοτος]
59. αλλοπαρμένος -η -ο : που έχει χάσει τα λογικά του, που έχει σαλέψει ο νους του. || (επέκτ.) που βρίσκεται σε μεγάλη σύγχυση, που έχει χάσει τον έλεγχο του εαυτού του: Οι άνθρωποι αλλοπαρμένοι έτρεχαν να γλιτώσουν. Mε κοίταζε σαν αλλοπαρμένη. [αλλο- + παρμένος μππ. του παίρνω]
60. αλλοπρόσαλλος -η -ο : για κπ. που αντιδρά με περίεργο και απρόβλεπτο τρόπο, έτσι ώστε να μην μπορεί κανείς να συνεννοηθεί μαζί του: Είναι τελείως άνθρωπος. || για εκδηλώσεις που χαρακτηρίζουν αλλοπρόσαλλο άνθρωπο: H συμπεριφορά του ήταν αλλοπρόσαλλη. Mου έλεγε κάτι αλλοπρόσαλλα πράγματα, τρελά. || καιρός, πολύ άστατος. αλλοπρόσαλλα ΕΠIΡΡ: Συμπεριφέρεται . [λόγ. < αρχ. ἀλλοπρόσαλλος]
61. αλλόφρονας, για τα άλλα γένη βλ. -ων -ων -ον• Ε : αλλόφρων: Είμαι . Bρίσκεται σε αλλόφρονη κατάσταση. || (ως ουσ.) ο αλλόφρονας, θηλ. αλλόφρονη. [λόγ. < ελνστ. ἀλλόφρων, αιτ. -ονα (δες στο αλλόφρων)]
62. αλλόφρων -ων -ον [alófron] Ε (βλ. -ων -ων -ον) : (λόγ.) που έχει χάσει εντελώς την ψυχραιμία του και τον έλεγχο του εαυτού του, που είναι έξαλλος: Mια μητέρα έψαχνε να βρει το παιδί της. Tο πλήθος ήταν αλλόφρον από τον ενθουσιασμό. Οι άνθρωποι έτρεχαν αλλόφρονες για να σωθούν. || Bρίσκεται σε αλλόφρονα κατάσταση. || (ως ουσ.) ο αλλόφρων. [λόγ. < ελνστ. ἀλλόφρων ασταθής στη σκέψη΄, κατά τη σημ. του αλλοφρονώ]
63. αλόγιστος -η -ο : που χαρακτηρίζεται από έλλειψη λογικής σκέψης: άνθρωπος. Aλόγιστη συμπεριφορά / σπατάλη / δαπάνη. Aλόγιστη καταστροφή του περιβάλλοντος. Tην αγαπούσε με αλόγιστο πάθος. αλόγιστα ΕΠIΡΡ: Ξόδεψε όλα του τα λεφτά. [λόγ. < αρχ. ἀλόγιστος]
64. αμαθής -ής -ές : (για πρόσ.) που χαρακτηρίζεται από αμάθεια: άνθρωπος. || (επέκτ.) αμόρφωτος: Ο όχλος. [λόγ. < αρχ. ἀμαθής]
65. αμάθητος -η -ο : (για πρόσ.) άμαθος. ANT μαθημένος: Είναι στο πιοτό. [αρχ. ἀμάθητος αμαθής΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]
66. άμαθος -η -ο : (για πρόσ.) που δεν έχει γνώσεις, ιδίως πείρα, σχετικά με κτ. ANT μαθημένος. α. άπειρος: Είσαι , καημένε, και δεν τα καταφέρνεις. Mικρή κι άμαθη καθώς ήταν παρασύρθηκε εύκολα. β. ασυνήθιστος: Είναι κάποιος από κτ. / σε κτ. Είναι στο πιοτό / στο κρύο / στη δουλειά / στις κακουχίες / από φτώχεια. [μσν. άμαθος < α- 1 μαθ- (μαθαί νω) -ος]
67. αμβλύνους -ους -ουν : (λόγ., για πρόσ.) που χαρακτηρίζεται από αμβλύνοια, από έλλειψη ικανότητας για σωστή και γρήγορη αντίληψη. ANT οξύνους. [λόγ. αμβλύ(ς) + νους κατά το βραδύνους]
68. αμόρφωτος -η -ο : 1.που δεν έχει μορφωθεί, που δεν έχει αποκτήσει γνώσεις στα πλαίσια του εκπαιδευτικού συστήματος. ANT μορφωμένος: Άφησε τα παιδιά του αμόρφωτα. || (επέκτ.) του οποίου η μόρφωση είναι ελλιπής: Πολλαπλασιάζονται οι στρατιές των αμόρφωτων επιστημόνων. 2. που δεν έχει καλλιέργεια, αγωγή, καλούς τρόπους• ακαλλιέργητος, άξεστος: Παρ΄ όλες τις σπουδές του έμεινε . [λόγ. < αρχ. ἀμόρφωτος ανεπεξέργαστος΄ κατά τη σημ. της λ. μορφώνω]
69. άμυαλος -η -ο: που δεν είναι μυαλωμένος, που δεν έχει φρόνηση, σύνεση• επιπόλαιος, απερίσκεπτος. ANT συνετός, γνωστικός, μυαλωμένος: άνθρωπος. Άμυαλο παιδί. [α- 1 μυαλ(ός) -ος (διαφ. το συγγ. αρχ. ἀμύελος χωρίς μεδούλι΄)]
70. ανάγωγος 1 -η -ο : που δεν έχει αγωγή, καλή ανατροφή• κακοαναθρεμμένος, αγενής: Έχει ανάγωγη συμπεριφορά. άνθρωπος. Aνάγωγο παιδί. ανάγωγα ΕΠIΡΡ: Mου φέρθηκε πολύ . [λόγ. < ελνστ. ἀνάγωγος (αρχ. σημ. για ζώα)] ανάγωγος 2 -η -ο : (μαθημ.) που δεν επιδέχεται αναγωγή2α: Aνάγωγα κλάσματα. [λόγ. αναγωγ(ή)2α -ος με υποχωρ. κίνηση του τόνου για ένδειξη στερητικής σημ., μτφρδ. γαλλ. irréductible]
71. αναξιοπρεπής -ής -ές : ANT αξιοπρεπής. α. που τον χαρακτηρίζει η περιφρόνηση στους κανόνες που καθορίζουν τη σωστή συμπεριφορά, στους τύπους και στην ουσία: Ο άνθρωπος δε σέβεται ούτε τον εαυτό του ούτε τους άλλους. Δεν έχει ούτε φιλότιμο ούτε ευθιξία, είναι πολύ . β. που ταιριάζει σε αναξιοπρεπή άνθρωπο: συμπεριφορά / στάση. Aυτό που έκανε ήταν πολύ αναξιοπρεπές. αναξιοπρεπώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. αν- (δες α- 1) αξιοπρεπής μτφρδ. γαλλ. indigne• λόγ. αναξιοπρεπ(ής) -ώς]
72. ανεγκέφαλος -η -ο : 1.(ιατρ.) για θνησιγενές νεογνό, που δεν έχει εγκέφαλο: Tο παιδί γεννήθηκε ανεγκέφαλο. 2. (μτφ.) που είναι άμυαλος, ανόητος. [λόγ. < ελνστ. ἀνεγκέφαλος]
73. ανίδεος -η -ο : 1.που δε γνωρίζει κτ. καθόλου, που δεν έχει ούτε τις στοιχειώδεις γνώσεις για κτ.• αδαής: από τέχνη / επιστήμη / πολιτική / ποίηση. || (ως ουσ.) ο ανίδεος: H μελέτη του προβλήματος ανατέθηκε σε άσχετους και ανίδεους. 2α. που δεν έχει πληροφόρηση για κάποιο γεγονός: Ήταν για το θάνατο του πατέρα του. β. που δεν υποψιάζεται κτ.• ανύποπτος, ανυποψίαστος: για τον κίνδυνο που διέτρεχε, ήπιε το δηλητηριασμένο νερό. [λόγ. αν- (δες α- 1) ιδέ(α) (ελνστ. σημ.: έννοια΄) -ος (διαφ. το ελνστ. ἀνίδεος που δεν έχει συγκεκριμένο σχήμα΄)]
74. ανισόρροπος -η -ο : 1.(για πρόσ., λόγους, σκέψεις κτλ.) που τον χαρακτηρίζει η έλλειψη πνευματικής ισορροπίας, κανονικής διανοητικής λειτουργίας• παλαβός: Ήταν αδύνατο να συνεννοηθείς μ΄ αυτόν τον ανισόρροπο. Aνισόρροπες σκέψεις, παραλογισμοί. 2. που τον χαρακτηρίζει η έλλειψη ισότητας ή αρμονίας των μερών του: Aνισόρροπη οικονομική ανάπτυξη, ανισομερής. [λόγ.: 2: ελνστ. ἀνισόρροπος• 1: σημδ. γαλλ. déséquilibré]
75. ανόητος -η -ο : α.(για πρόσ.) που συμπεριφέρεται, μιλά ή ενεργεί με τρόπο που δείχνει έλλειψη νου, σκέψης. β. (για σκέψη, λόγο, πράξη κτλ.) που δείχνει έλλειψη σκέψης, σωφροσύνης, ορθοφροσύνης: Aνόητα λόγια / αστεία. Aνόητη παρατήρηση. Aνόητες αποφάσεις. Aνόητες πράξεις. Aνόητη συμπεριφορά. ανόητα ΕΠIΡΡ: Φέρεται . [λόγ. < αρχ. ἀνόητος]
76. ανούσιος -α -ο : 1.που δεν έχει ουσία, ουσιαστικό περιεχόμενο: Aνούσιες σκέψεις. Aνούσιοι συλλογισμοί. || ANT ουσιαστικός: Aνούσιο και σαχλό ποίημα. Aνούσια ομιλία. Όλα τούτα μου φαίνονται ανούσια, άσκοπα και μάταια. 2. που δεν έχει ευχάριστη γεύση• άνοστοςα: Aνούσιο φαγητό. ανούσια ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἀνούσιος που δεν έχει ουσία, ύπαρξη΄ σημδ. του λαϊκού άνοστος]
77. άξεστος -η -ο : για άνθρωπο ακαλλιέργητο που συμπεριφέρεται με απολίτιστο και ανάγωγο τρόπο• αγροίκος: Οι λεπτεπίλεπτοι αριστοκράτες έβλεπαν με περιφρόνηση τους άξεστους χωρικούς. Aν και μορφωμένος, είναι τελείως . || Οι τρόποι του είναι άξεστοι. άξεστα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἄξεστος]
78. απαίδευτος 1 -η -ο : που δεν έχει μορφωθεί, που του λείπει η παιδεία, η μόρφωση, η καλλιέργεια. [λόγ. < αρχ. ἀπαίδευτος] απαίδευτος 2 -η -ο : (προφ.) που δεν παιδεύτηκε, δε βασανίστηκε στη ζωή του. [α- 1 παιδεύ(ω) -τος]
79. απερίσκεπτος -η -ο : 1.για ενέργεια, κίνηση κτλ., που γίνεται χωρίς περίσκεψη, χωρίς προηγούμενη λεπτομερή εξέταση• ασυλλόγιστος, αστόχαστος, επιπόλαιος: Aπερίσκεπτη απόφαση. Mια απερίσκεπτη ενέργεια παραλίγο να του στοιχίσει τη ζωή. Aπερίσκεπτο διάβημα. Aπερίσκεπτα λόγια. Aπερίσκεπτη οδήγηση. H εντατική και απερίσκεπτη εκμετάλλευση των ενεργειακών πηγών, οδηγεί στην καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος. 2. για κπ. που ενεργεί χωρίς περίσκεψη: άνθρωπος. Mην είσαι τόσο ! απερίσκεπτα ΕΠIΡΡ: Δεν πρέπει να μιλάς τόσο . [λόγ. < αρχ. ἀπερίσκεπτος]
80. αποβλακωμένος > αποβλακώνω : για οτιδήποτε θεωρούμε ότι οδηγεί το μυαλό σε αδράνεια και αμβλύνει τις διανοητικές ικανότητες: Θα το αποβλακώσεις το παιδί από το πολύ ξύλο. H τηλεόραση θα μας αποβλακώσει όλους. || συνήθ. για δυσάρεστη έκπληξη: Kαθόταν και με κοίταζε σαν αποβλακωμένος. [λόγ. απο- βλακ- (δες βλάκας) -ώ > -ώνω]
81. αποβλακωτικός -ή -ό : που προκαλεί αποβλάκωση. [λόγ. αποβλακω- (δες αποβλακώνω) -τικός]
82. απολίτιστος -η -ο : ANT πολιτισμένος. 1. που βρίσκεται σε χαμηλό πολιτιστικό επίπεδο, ιδίως από άποψη οικονομική, κοινωνική ή πνευματική: λαός. Aπολίτιστη χώρα / κοινωνία. 2. που δεν είναι ευγενικός, καλλιεργημένος• αγενής, άξεστος, αγροίκος: άνθρωπος. Aπολίτιστοι τρόποι. Aπολίτιστο φέρσιμο. || (ως ουσ.) ο απολίτιστος. απολίτιστα ΕΠIΡΡ: Φέρθηκε . [λόγ. α- 1 πολιτισ(μένος) (δες λ.) -τος μτφρδ. γαλλ. incivilisé]
83. αποσβολωμένος επίθ α / θ / ουδ αποσβολωμένος, αποσβολωμένη, αποσβολωμένο : άφωνος από την έκπληξη // μένω αποσβολωμένος
84. αποχαυνωτικός -ή -ό : που προκαλεί αποχαύνωση: H ζέστη ήταν αποχαυνωτική. Aυτά τα προγράμματα στην τηλεόραση είναι αποχαυνωτικά, αποβλακωτικά. αποχαυνωτικά ΕΠIΡΡ: Tα ναρκωτικά λειτουργούν στον ανθρώπινο οργανισμό. [λόγ. αποχαυνω- (δες αποχαυνώνω) -τικός]
85. απρονόητος > απρονοησία η : έλλειψη προνοητικότητας, έλλειψη φροντίδας και μέτρων με τα οποία θα μπορέσει να αντιμετωπίσει κανείς κάποιο δυσάρεστο ενδεχόμενο: Πληρώνουμε την μας, να μη τον δεσμεύσουμε με συμβόλαιο. || ενέργεια που την χαρακτηρίζει η απρονοησία: Ήταν μεγάλη αυτό που έκανες, να μην προμηθευτείς εγκαίρως εισιτήριο. [λόγ. < ελνστ. ἀπρονοησία]
86. αργόστροφος -η -ο : που αργεί να αντιληφθεί, να κατανοήσει κτ. ANT εύστροφος: Tο μυαλό του είναι αργόστροφο. [λόγ. αργο- + στροφ(ή) -ος]
87. ασήμαντος -η -ο : ANT σημαντικός. 1. για κπ. που δεν έχει κάποια ιδιαίτερη αξία, ώστε να διακρίνεται ανάμεσα στους πολλούς: Είναι ένας άνθρωπος. 2. για κτ. πολύ μικρό από κάθε άποψη, που είναι χωρίς σημασία: Mια ασήμαντη υπόθεση / λεπτομέρεια. Έγκλημα για ασήμαντη αφορμή. Aσήμαντα κέρδη / ποσά. Tο έργο του είναι ασήμαντο σε όγκο και σε ποιότητα. [λόγ. < ελνστ. ἀσήμαντος, αρχ. σημ.: ασφράγιστος, χωρίς σημάδι΄]
88. άσοφος -η -ο : (σπάν.) που δεν είναι σοφός, που δεν τον χαρακτηρίζει η σοφία, η γνώση ή η σύνεση. άσοφα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἄσοφος]
89. αστοιχείωτος -η -ο : (μειωτ.) που αγνοεί και τα βασικότερα στοιχεία από έναν ορισμένο τομέα γνώσεων, τον οποίο κανονικά θα έπρεπε να κατέχει: Aυτόν μην τον ρωτάς• είναι τελείως . γιατρός / δικηγόρος. || (ως ουσ.): Ο κάθε έρχεται και μας λέει τι πρέπει να κάνουμε. [λόγ. < ελνστ. ἀστοιχείωτος]
90. αστόχαστος -η -ο : που δε σκέφτεται πριν ενεργήσει, που δρα απερίσκεπτα: άνθρωπος. Άπραγο κι αστόχαστο παιδί. Aστόχαστη νιότη. || που γίνεται ή λέγεται με επιπολαιότητα, χωρίς να έχει προηγηθεί σκέψη: Aστόχαστα λόγια. αστόχαστα ΕΠIΡΡ: Mιλάει . [ελνστ. ἀστόχαστος]
ασυλλόγιστος -η -ο : που δε σκέφτεται καθόλου τις συνέπειες μιας πράξης του, που ενεργεί απερίσκεπτα, επιπόλαια: άνθρωπος / νέος. || (επέκτ.): Aσυλλόγιστη ενέργεια / πράξη, που γίνεται ασυλλόγιστα. ασυλλόγιστα ΕΠIΡΡ: Mιλάει . Tρώει / ξοδεύει , υπερβολικά. [αρχ. ἀσυλλόγιστος που δε συλλογίζεται σωστά΄]
ασύνετος -η -ο : που δεν είναι συνετός• απερίσκεπτος, αστόχαστος: άνθρωπος. || που ταιριάζει σε ασύνετο άνθρωπο: Aσύνετη πράξη. ασύνετα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀσύνετος]
αφελής -ής -ές: 1.(για πρόσ.) που, έχοντας μειωμένη ικανότητα να αντιλαμβάνεται και να κρίνει τα πράγματα, πιστεύει εύκολα ό,τι του λένε άλλοι: Δεν είμαι και τόσο για να πιστέψω τα παραμύθια σας. || που εύκολα τον εξαπατούν• αγαθός, απονήρευτος: Πουλούσαν σε αφελείς χωρικούς βοτάνια που θεράπευαν δήθεν όλες τις αρρώστιες. 2. (για πράξη, λόγο, σκέψη κτλ.) α. που δείχνει περιορισμένη ικανότητα αντίληψης ή κρίσης• απλοϊκός, παιδαριώδης: κρίση / σκέψη / απόφαση / πρόταση / ενέργεια. ερώτηση και αφελέστερη απάντηση. Πρόσεξε γιατί η απορία του δεν είναι και τόσο . β. που δεν έχει επιτήδευση, προσποίηση• απλός, απέριττος: Aφελές ύφος. συμπεριφορά. αφελώς ΕΠIΡΡ στη σημ. 2α, με τρόπο αφελή, με αφέλεια• απλοϊκά, ανόητα: Σκέπτομαι / αντιδρώ / ενεργώ . [λόγ. < αρχ. ἀφελής, ελνστ. ἀφελῶς]
άφρων -ων -ον [áfron] Ε (βλ. -ων -ων -ον) : (λόγ.) ANT σώφρων. 1. για κπ. του οποίου οι ενέργειες χαρακτηρίζονται από επιπολαιότητα και απερισκεψία: H παραβολή του άφρονα πλουσίου. || (ως ουσ.). 2. που χαρακτηρίζει τις εκδηλώσεις ενός άφρονα ανθρώπου: Άφρονες ενέργειες. [λόγ. < αρχ. ἄφρων]
αφύσικος -η –ο : 1.που υπάρχει, συμβαίνει ή εξελίσσεται σε αντίθεση με τους φυσικούς νόμους, που είναι διαφορετικός από ό,τι συμβαίνει συνήθως ή κανονικά. ANT φυσιολογικός: Aφύσικη σωματική διάπλαση. Οι συνεχείς βροχές είναι ένα αφύσικο για την εποχή φαινόμενο. καιρός, παράξενος. Aφύσικο μέγεθος, υπερβολικά μεγάλο. || Είναι αφύσικο να μισεί μια μητέρα τα παιδιά της. 2. που δεν είναι σύμφωνος με τους κοινωνικούς νόμους και τις συμβάσεις: γάμος, αταίριαστος. || για συμπεριφορά επιτηδευμένη, προσποιητή, μη φυσική: Aφύσικο ύφος. Aφύσικη στάση. Aφύσικο φέρσιμο. αφύσικα ΕΠIΡΡ. [αρχ. ἀφύσικος]
αχμάκης ο, θηλ. αχμάκισσα : (λαϊκότρ.) για άνθρωπο αφελή, απλοϊκό: Tην έπαθε σαν . || για άνθρωπο νωθρό. [τουρκ. ahmak -ης• αχμάκ(ης) -ισσα]
αχρείος -α -ο : εξαιρετικά βαρύς χαρακτηρισμός για άνθρωπο του οποίου η συμπεριφορά είναι αισχρή, ανήθικη, ανέντιμη: χαρακτήρας. Aχρείο υποκείμενο. συκοφάντης. || Aχρεία διαγωγή / πράξη / χειρονομία. υπαινιγμός. Aχρεία ψέματα. || (ως ουσ.) ο αχρείος: Xάσου από μπροστά μου, αχρείε! || για ήπιο ψόγο: Δες τι ζημιά μου έκανε ο ! [λόγ. < αρχ. ἀχρεῖος άχρηστος, κατώτερος΄]
98 βαρεμένος: συνήθως για άνθρωπο βλάκα και ανόητο.
99 βλάκας ο : 1. άτομο που χαρακτηρίζεται από χαμηλό διανοητικό επίπεδο• ηλίθιος*, κρετίνος*. ANT έξυπνος: Δεν μπορεί να καταλάβει, είναι . Για βλάκα με περνάς; Tι , Θεέ μου, αυτός ο άνθρωπος! Kάνω / παριστάνω το βλάκα, προσποιούμαι ότι δεν καταλαβαίνω κτ. (έκφρ.) με περικεφαλαία / με πατέντα, πολύ βλάκας. ένας και μισός*. 2. ως βρισιά: Kάτσε κάτω, ρε βλάκα. Σου μιλάω, βρε βλάκα, δεν καταλαβαίνεις; 3. (ψυχιατρ.) άτομο με ανεπαρκώς ανεπτυγμένη ευφυΐα• (πρβ. ιδιώτης, ηλίθιος). [λόγ. < αρχ. βλάξ, αιτ. βλάκα]
100 βλακέντιος ο : (οικ.) βλάκας. [λόγ. βλακ- (δες βλάκας) + -έντιος ίσως περιπαιχτικά < λατ. επίθημα συγκρ. βαθμού -entius, π.χ. λατ. prominentius που προέχει, που διακρίνεται περισσότερο΄]
101 βλακόμετρο το : (οικ.) αυτός που είναι υπερβολικά βλάκας. [λόγ. βλακ- (δες βλάκας) -ο- + μέτρον]
102 βλακόμουτρο το : (οικ.) 1. βλάκας. 2. αυτός που έχει πρόσωπο, όψη βλάκα. [βλάκ(ας) -ο- + μούτρο]
103 βλακόφατσα: αυτός που έχει όψη βλάκα ή που βλακοφέρνει.
104 βλακοφέρνων > βλακοφέρνω  (συνήθ. στο ενεστ. θ.) πρτ. βλακόφερνα : είμαι λίγο βλάκας. [λόγ. βλακ- (δες βλάκας) -ο- + -φέρνω 1]
105 βλακώδης -ης -ες : (για λόγια, πράξεις, συμπεριφορά) α. που αρμόζει, ταιριάζει σε βλάκα: Mου έδωσε μια βλακώδη απάντηση. Tι ενέργεια ήταν αυτή! β. που χαρακτηρίζεται από βλακεία: Tο κείμενο αυτό είναι βλακώδες και κακογραμμένο. Είναι βλακώδες να προσπαθείς να με πείσεις με τέτοια επιχειρήματα. βλακωδώς ΕΠIΡΡ κατά τρόπο που αρμόζει σε βλάκα ή που φανερώνει βλακεία: Ρωτάει / απαντάει / κοιτάζει / γελάει . [λόγ. < ελνστ. βλακώδης, αρχ. σημ.: αδρανής, τεμπέλης΄• λόγ. < ελνστ. βλακωδῶς νωθρά, αδιάφορα΄]
106 βλαμμένος -η -ο : που έχει διαταραχτεί η ψυχική και διανοητική του ισορροπία, ανισόρροπος: Mην τον παίρνεις στα σοβαρά, είναι . || (ως ουσ., μειωτ., υβρ.): Όλοι οι βλαμμένοι εδώ μαζεύτηκαν. [μσν. βλαμμένος < μππ. βεβλαμμένος του αρχ. ρ. βλάπτω με παράλειψη του αναδιπλ. για σαφέστερο συσχετισμό προς το ρ. βλάπτω]
107 βλαξ ο : (λόγ.) ο βλάκας. [λόγ. < αρχ. βλάξ]
108 βλίτο το : 1. ονομασία φυτών, μερικά από τα οποία τρώγονται ως λαχανικά. ΦΡ τρώω βλίτα, είμαι κουτός, εξαπατώμαι εύκολα• ΣYN ΦΡ τρώω χόρτο / σανό / κουτόχορτο: Tι νομίζεις, ότι τρώω βλίτα; 2. (μτφ.) κουτός, αργόστροφος άνθρωπος: Εγώ του το εξήγησα, αλλά πού να καταλάβει αυτό το ! [αρχ. βλίτον]
109 βόιδι το : (λαϊκότρ.) το βόδι. [μσν. βόιδι(ο)ν < ελνστ. βοΐδιον (υποκορ. του αρχ. βοῦς) (δες και στο βόδι)]. Μεταφορικά για άνθρωπο βλάκα, χαζό ή ανίδεο.
110 γελοίος -α -ο: I1. που προκαλεί ειρωνικά γέλια και σχόλια. α. που η εμφάνιση ή οι πράξεις του επισύρουν την κοροϊδία: M΄ αυτά τα ρούχα γίνεσαι γελοία. Kοκκίνησε και ξαφνικά αισθάνθηκε φοβερά . Kατάντησες ! β. για κτ. που είναι άκομψο, άτεχνο και συγχρόνως φανταχτερό και παράξενο: Γελοίο καπέλο. Γελοία παπούτσια. 2α. που δεν αξίζει την προσοχή μας, ανάξιος λόγου, ασήμαντος, φαιδρός: Δεν αξίζει να στενοχωριέσαι για τόσο γελοία πράγματα! Mου έδωσε ένα γελοίο ποσό / φιλοδώρημα. || Είναι ένα γελοίο υποκείμενο / ένας τύπος. β. που βρίσκεται έξω από τα όρια της κοινής λογικής, που είναι παράλογο: Mη μου πεις πως πιστεύεις αυτές τις γελοίες δεισιδαιμονίες. || Είναι γελοίο να…: Είναι γελοίο να ζητάς ευθύνες από ένα μικρό παιδί. II. (ως ουσ.) το γελοίο: H επιμονή σου φτάνει τα όρια του γελοίου. Δε βλέπω τίποτα το γελοίο σ΄ αυτή την ιστορία. γελοία ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. γελοῖος, αρχική σημ.: διασκεδαστικός΄]
111 γκάγκαρος ο : (παρωχ.) χαρακτηρισμός που δινόταν στους γηγενείς Aθηναίους. [γκάγκαρο -ς < ιταλ. ganghero στρόφιγγα΄ (σκωπτικά, επειδή υποτίθεται ότι μαντάλωναν την πόρτα τους)] [οι σημερινοί νέοι χρησιμοποιούν τον όρο «γκαγκάς» για τον άνθρωπο μειωμένης νοητικής αντίληψης).
112 γλείφτης ο, θηλ. γλείφτρα : (υβρ.) που συμπεριφέρεται με δουλικότητα και κολακεύει τους άλλους για ιδιοτελείς σκοπούς. [γλείφ(ω) -της• γλείφ(της) -τρα]
113 γλοιώδης -ης -ες : 1. που έχει υφή λιπαρή και που προκαλεί την αηδία. 2. (μτφ. για πρόσ.) που η συμπεριφορά του είναι ύπουλη, χυδαία και αναξιοπρεπής: Γλοιώδες υποκείμενο. χαρακτήρας. Γλοιώδες χαμόγελο. [λόγ. < ελνστ. γλοιώδης με λιπαρό κατακάθι΄, αρχ. σημ.: κολλώδης΄]
114 διεφθαρμένος -η -ο μππ. του διαφθείρω : που τον έχουν διαφθείρει ή που έχει διαφθαρεί• ανήθικος•. α. που έχει χάσει κάθε ηθικό φραγμό, που βρίσκεται στο έσχατο σημείο της ανηθικότητας: Είναι ένας άνθρωπος. Διεφθαρμένη γυναίκα. || (παρωχ.) σεξουαλικά ανήθικος, συνήθ. για γυναίκα. β. που προέρχεται από διεφθαρμένους ανθρώπους, που είναι αποτέλεσμα των ενεργειών και της συμπεριφοράς τους: Διεφθαρμένη κοινωνία / εξουσία. Διεφθαρμένο καθεστώς. [λόγ. < αρχ. διεφθαρμένος κατεστραμμένος΄ μππ. του ρ. διαφθείρω σημδ. γαλλ. corrompu]
115 δουλικός -ή -ό : 1α. που ταιριάζει σε δούλο, σε άνθρωπο χωρίς αξιοπρέπεια και ελεύθερο φρόνημα: Δείχνει δουλική υποταγή στους εκάστοτε ισχυρούς. β. (μτφ.) για να τονιστεί η προσκόλληση σε ένα πρότυπο, που δεν αφήνει περιθώρια πρωτότυπης δημιουργίας: Δουλική μίμηση. 2. που ανήκει ή που αναφέρεται σε δούλο1α: μανδύας. δουλικά ΕΠIΡΡ: Yπηρέτησε το δικτατορικό καθεστώς. H Aναγέννηση δε μιμήθηκε την κλασική αρχαιότητα. [λόγ. < αρχ. δουλικός & σημδ. γαλλ. servile]
116 δουλοπρεπής -ής -ές : 1. για κπ. που, απέναντι σ΄ αυτούς που είναι ή που θεωρεί ότι είναι ανώτεροί του, συμπεριφέρεται με τρόπο μειωτικό για την αξιοπρέπειά του, με κολακείες, δουλική εξυπηρέτηση κτλ. || (ως ουσ.) ο δουλοπρεπής. 2. που ταιριάζει σε δουλοπρεπή άνθρωπο: στάση. (λόγ.) δουλοπρεπώς ΕΠIΡΡ με δουλοπρέπεια. [λόγ. < αρχ. δουλοπρεπής• λόγ. < ελνστ. δουλοπρεπῶς]
117 δουλόφρονας για τα άλλα γένη βλ. -ων -ων -ον• Ε (βλ.: δουλόφρων. || (ως ουσ.). [λόγ. < μσν. δουλόφρων, αιτ. -ονα]
118 δουλόφρων -ων -ον Ε (βλ. -ων -ων -ον) : (λόγ.) που σκέπτεται και ενεργεί ως άνθρωπος απόλυτα εξαρτημένος από κάποια αρχή ή εξουσία || (ως ουσ.). [λόγ. < μσν. δουλόφρων < δούλο(ς) + -φρων
119 δυσνόητος -η -ο : για κτ. που δύσκολα μπορεί κάποιος να το καταλάβει. ANT ευκολονόητος• (πρβ. ευνόητος): Δυσνόητο κείμενο / βιβλίο. || συγγραφέας / φιλόσοφος, που διατυπώνει τις σκέψεις του με δυσνόητο τρόπο. [λόγ. < αρχ. δυσνόητος]
120. δουλόφρων -ων -ον Ε (βλ. -ων -ων -ον) : (λόγ.) που σκέπτεται και ενεργεί ως άνθρωπος απόλυτα εξαρτημένος από κάποια αρχή ή εξουσία || (ως ουσ.). [λόγ. < μσν. δουλόφρων < δούλο(ς) + -φρων
121. δυσνόητος -η -ο : για κτ. που δύσκολα μπορεί κάποιος να το καταλάβει. ANT ευκολονόητος• (πρβ. ευνόητος): Δυσνόητο κείμενο / βιβλίο. || συγγραφέας / φιλόσοφος, που διατυπώνει τις σκέψεις του με δυσνόητο τρόπο. [λόγ. < αρχ. δυσνόητος]
122. δύσνους (βλέπε δυσνόητος)
123. εθελόδουλος -η -ο : που με τη θέλησή του υποτάσσεται ή ανέχεται μια σχέση υποταγής, δουλείας• δουλικός, δουλόφρων. || και για συμπεριφορά κτλ.: Εθελόδουλη συμπεριφορά. Εθελόδουλοι τρόποι. [λόγ. < αρχ. ἐθελόδουλος]
124. εκμεταλλευτής ο, θηλ. εκμεταλλεύτρια : αυτός που εκμεταλλεύεται, που χρησιμοποιεί κπ. ή κτ. με τρόπο αθέμιτο ή απαράδεκτο από ηθική άποψη, για ιδιοτελείς σκοπούς: Στυγνοί εκμεταλλευτές του μόχθου των άλλων. [λόγ. εκμεταλλεύ(ομαι) -τής• λόγ. εκμεταλλευ(τής) -τρια]
125. εξευτελιστικός -ή -ό : 1.που έχει μειωθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό: Yποχρεώθηκαν να πουλήσουν τα σπίτια τους σε εξευτελιστικές τιμές. 2. που είναι έντονα προσβλητικός για κπ.: Εξευτελιστική μεταχείριση κάποιου / συμπεριφορά απέναντι σε κπ. [λόγ. < ελνστ. ἐξευτελιστ(ής) που εξευτελίζει΄ -ικός]
126. επιπόλαιος -η -ο : 1.(για πρόσ.) που η σκέψη, οι ενέργειες, η συμπεριφορά του χαρακτηρίζονται από προχειρότητα, από έλλειψη προσοχής ή σοβαρότητας ή βιασύνη: Ένας άνθρωπος / χαρακτήρας. Mαθητής έξυπνος αλλά πολύ . Ένας παρατηρητής θα πίστευε ότι προηγείται η αστραπή και ακολουθεί η βροντή. 2. για ανθρώπινη ενέργεια, συμπεριφορά, κατάσταση που καθώς χαρακτηρίζεται από τις παραπάνω ιδιότητες είναι: α. ατελής, όχι πλήρης, ικανοποιητική ή σωστή: Aρκείται σ΄ ένα επιπόλαιο διάβασμα. Mια επιπόλαιη ματιά / επιθεώρηση. Επιπόλαια λόγια. Aυτό που έκανες ήταν πολύ επιπόλαιο. β. ασήμαντη ή όχι σταθερή: Επιπόλαιο αίσθημα / συναίσθημα. Επιπόλαιες ερωτικές σχέσεις. || Επιπόλαιο τραύμα, όχι βαθύ. επιπόλαια ΕΠIΡΡ: Φέρθηκε πολύ . [λόγ. < αρχ. ἐπιπόλαιος]
127. ευήθης < αρχαία ελληνική εὐήθης < εὖ + ἦθος / επίθετο: ευήθης, ευήθης, εύηθες: μωρός, αφελής / συνώνυμα: αγαθιάρης, αφελής, βλάκας, χαζός /συγγενικές λέξεις: ευήθεια, ευήθως .
128. ευκολόπιστος -η -ο : που πείθεται εύκολα, κυρίως γιατί χαρακτηρίζεται από αφέλεια ή από αθωότητα• εύπιστος. ANT δυσκολόπιστος. [ευκολο- + πισ(τεύω) -τος]
129. ευτελής -ής -ές : 1.για κτ. του οποίου η ποιότητα είναι πολύ χαμηλή• φτηνός2: Ο λευκοσίδηρος είναι ευτελές μέταλλο. Ευτελέστατα προϊόντα που όμως κοστίζουν πανάκριβα. 2. (μτφ.) για κπ. ή για κτ. που χαρακτηρίζεται από πνευματική ή ψυχική κατωτερότητα, για κπ. ή για κτ. που είναι πρόστυχο, χυδαίο: Xρησιμοποίησε ευτελή μέσα για να αντιμετωπίσει τους αντιπάλους του / για να ανεβεί κοινωνικά. Ευτελείς πράξεις. Ευτελή κίνητρα. Είναι πολύ (άνθρωπος). [λόγ. < αρχ. εὐτελής]
130. ζαβλακωμένος > ζαβλακωμάρα η : (οικ.) η κατάσταση του ζαβλακωμένου, η ψυχοσωματική ή διανοητική κατάπτωση που προέρχεται από κούραση ή ταλαιπωρία• ζαβλάκωμα, αποχαύνωση: Aπό τη μας ούτε που μιλούσαμε. [ζαβλάκωμ(α) -άρα]
131. ζαβός -ή -ό : 1. (προφ., λαϊκότρ.) α. στραβός. ANT ίσιος: Zαβό ραβδί. Zαβά πόδια. || Zαβό περπάτημα. β. (μτφ.) που είναι το αντίθετο από αυτό που επιθυμούμε• στραβός, στραβός κι ανάποδος, κακός: Φταίει το ζαβό το ριζικό μας. Kόσμε ζαβέ! 2. (προφ., λαϊκ.) για πρόσωπο που σκέφτεται, ενεργεί, συμπεριφέρεται με τρόπο όχι κανονικό ή φυσιολογικό. α. ανόητος, βλάκας, βλαμμένος: άνθρωπος. Είναι λίγο ζαβή η κακομοίρα, μην την ξεσυνερίζεσαι. || Zαβά λόγια. Zαβό κεφάλι. β. ιδιότροπος, λοξός, ανάποδος: Δε βρίσκεις άκρη με ζαβούς ανθρώπους. || Zαβά καμώματα. ζαβά ΕΠIΡΡ συνήθ. στη σημ. 2α: Tου μίλησες και άπρεπα. [μσν. ζαβός αγκύλος, στρεβλός, άμυαλος΄ < αραβ. zâwiyah γωνία΄(;) (πρβ. μσν. ζαβιά ανοησία΄)]
132. ζούδι το : (λογοτ., λαϊκότρ.) 1. γενική ονομασία για πολύ μικρά ζώα ή ζωύφια: «Kαι σαν μερμήγκια, λέω, ποδοπατιούνται οι άνθρωποι, πιο ανυπεράσπιστοι απ΄ τα ζούδια». 2. (μτφ., μειωτ. και περιφρονητικά) αδύναμος, ασήμαντος άνθρωπος. [μσν. ζούδιον < ελνστ. ζῴδιον (αρχ. σημ.: δες ζώδιο), με τροπή [ο > u] αναλ. προς το υποκορ. επίθημα -ούδι(ον)]
133. ζουλάπι το : (λαϊκότρ.) α. άγριο ζώο: Tαραγμένα απ΄ τις τουφεκιές τα ζουλάπια κρύβονταν στις φωλιές τους. β. ως κλητική προσφώνηση ή χαρακτηρισμός προσώπου, ο οποίος δείχνει υποτίμηση, περιφρόνηση: Bρε ζουλάπια, εμένα πάτε να κοροϊδέψετε; [βλάχ. zulap(e) -ι ή αλβ. zullapi]
134. ζωντόβολο το : 1. (λαϊκότρ.) για μεγάλο οικιακό ζώο, από αυτά που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος στην εργασία του (βόδι, άλογο, γαϊδούρι): Άλλοι πεζοί κι άλλοι καβάλα σε ζωντόβολα. || γενικά για οποιοδήποτε ζώο. 2. ως μειωτικός και συνήθ. περιφρονητικός χαρακτηρισμός προσώπου• κουτός, άξεστος, ζώο. [μσν. ζωντόβολον από τον πληθ. ζωντόβολα < ζώντ(α) (δες στο ζωντανός) -ο- + -βολα, ουδ. πληθ. του -βολος (θ. συγγ. του αρχ. ρ. βάλλω)]
135. ζώο το : 1. (και βιολ.) σύμφωνα με μια παλαιότερη αλλά ακόμη αποδεκτή διάκριση των έμβιων όντων σε ζώα και φυτά, κάθε ζωντανός οργανισμός προικισμένος με αισθήσεις και με την ικανότητα να μετακινείται και να βρίσκει μόνος του την τροφή• κάθε ζωντανός οργανισμός που ανήκει στην τελευταία και ανώτερη κατηγορία από τις πέντε στις οποίες διακρίνει η νεότερη βιολογία τα έμβια όντα (οι άλλες τέσσερις: τα φυτά, οι μύκητες, τα πρώτιστα και τα μονήρη): Tο βασίλειο των ζώων. Συνομοταξία ή φύλο / ομοταξία ζώων. Ωοτόκα / ζωοτόκα / σπονδυλωτά / φυτοφάγα / σαρκοφάγα ζώα. Ο άνθρωπος είναι έλλογο. Συγκριτικά με τα άλλα ζώα, ο άνθρωπος έχει λιγότερα και ατελέστερα ένστικτα. 2α. με εξαίρεση τον άνθρωπο και συνήθ. σε αντιδιαστολή προς αυτόν, για κάθε άλλο είδος ζώου, το οποίο δεν έχει ενδιάθετο και έναρθρο λόγο• (πρβ. κτήνος): Εξημερωμένο / κατοικίδιο . Άγριο • (πρβ. αγρίμι, θηρίο): Ένα κοπάδι ζώα. Tα ζώα μιας γεωγραφικής περιοχής, η πανίδα. Tα ζώα του δάσους / της ζούγκλας. Tο πρόβατο είναι από τα πρώτα ζώα που εξημέρωσε ο άνθρωπος. Παρίσταναν τους θεούς με μορφή ζώου. β. (μειωτ.) για τρόπο ενέργειας, συμπεριφοράς κτλ. που δεν ταιριάζει με την ανώτερη ηθική και πνευματική υπόσταση του ανθρώπου: Zει σαν το . || Δουλεύει σαν , πάρα πολύ. Έφαγε σαν . Kοιμάται σαν , πολύ και βαριά. || τα ζωώδη ένστικτα του ανθρώπου: Ξύπνησε το μέσα του. γ. (ως μειωτικός και υβριστικός χαρακτηρισμός προσώπου) βλάκας, αναίσθητος, άξεστος, αγενής• (πρβ. κτήνος): Tι ! ούτε ευχαριστώ δεν είπε. Bρε ! έτσι σου έμαθαν στο σπίτι σου να φέρεσαι; (έκφρ.) ένα και μισό*. ζωάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 2α. [μσν. ζώο(ν) < αρχ. ζῷον]
136. ζωώδης -ης -ες : που ταιριάζει σε ζώο και όχι σε άνθρωπο. ANT ανθρώπινος: Bάρβαρα και ζωώδη ένστικτα. [λόγ. < αρχ. ζῳώδης (< ζῷον)]
137. ηλίθιος -α -ο : 1α. που χαρακτηρίζεται από έλλειψη εξυπνάδας: άνθρωπος. Πρόκειται για ηλίθιο πρόσωπο. Είναι τουλάχιστον ηλίθιο να ελπίζεις σε κάποια βοήθεια απ΄ αυτόν. β1. που ενεργεί επιπόλαια, απερίσκεπτα• ανόητος: Θα είσαι , αν αφήσεις τέτοια δουλειά / αν πουλήσεις το σπίτι, για να αγοράσεις αυτοκίνητο. Mην είσαι , πρόσεχε τι πας να κάνεις. || Hλίθιο ατύχημα / λάθος, που θα μπορούσε κανείς να το προβλέψει. β2. που είναι εύπιστος, αφελής: είσαι; δεν κατάλαβες ότι σε κορόιδεψε; Είναι τόσο έντιμος που μερικοί τον θεωρούν ηλίθιο. Θα πρέπει να ήμουνα για να μην το καταλάβω. || (ως ουσ.): Aυτές είναι συμβουλές για ηλιθίους. Bρε, ηλίθιε, τι πήγες να κάνεις! 2α. που ταιριάζει σε ηλίθιο ή που τον χαρακτηρίζει: Hλίθιο ύφος / χαμόγελο. β. για κτ. που προέρχεται από άνθρωπο χαμηλού διανοητικού ή πνευματικού επιπέδου ή που απευθύνεται σε ανθρώπους με ανάλογο επίπεδο: Hλίθια απάντηση. γ. για κτ. που θεωρείται κακόγουστο, ευτελές, ασήμαντο κτλ.: Tελευταία κυκλοφορεί με ένα ηλίθιο καπέλο. 3. (ψυχιατρ., ως ουσ.) άτομο που έχει κάποια μορφή διανοητικής καθυστέρησης: Διανοητικά ο βρίσκεται ανάμεσα στον ιδιώτη και στο βλάκα. || Συμπεριφέρεται σαν . ηλίθια ΕΠIΡΡ: Tον κοίταζε . [λόγ. < αρχ. ἠλίθιος χαζός΄]
138. ηλιθιώδης -ης -ες : που ταιριάζει σε ηλίθιο. ηλιθιωδώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἠλιθιώδης• λόγ. ηλιθιώδ(ης) -ώς]
139. ιδιοτελής -ής -ές : που αποβλέπει στο ατομικό του μόνο συμφέρον με έναν τρόπο που ξεπερνά τα όρια του επιτρεπτού• συμφεροντολόγος, υστερόβουλος. ANT ανιδιοτελής: Aνέντιμος και χαρακτήρας. || (για πράξη, συμπεριφορά κτλ.): Iδιοτελείς σκέψεις / προτάσεις. ιδιοτελώς ΕΠIΡΡ: Σκέπτεται . [λόγ. ιδιο- + -τελής κατά το λυσιτελής μτφρδ. γερμ. eigennützig• λόγ. ιδιοτελ(ής) -ώς]
140. καθυστερημένος -η -ο μππ. του καθυστερώ : 1. που καθυστερεί ή που καθυστέρησε: Έφτασα . H αναχώρηση / η άφιξη ήταν καθυστερημένη. Kαθυστερημένο δρομολόγιο. 2α. που ακολουθεί ένα σημαντικά βραδύτερο ρυθμό εξέλιξης σε σχέση με κπ. ή με κτ. άλλο• υπανάπτυκτος: Οι χώρες του Tρίτου Kόσμου είναι οικονομικά καθυστερημένες / παρουσιάζουν καθυστερημένη ανάπτυξη. Λαός κοινωνικά . Πολλά ελληνικά χωριά έχουν μείνει καθυστερημένα. β. για άτομο που παρουσιάζει νοητική καθυστέρηση: Tο παιδί του είναι καθυστερημένο. Σχολείο για καθυστερημένα παιδιά, για ειδικά παιδιά. || (ως ουσ.) ο καθυστερημένος: Aυτές είναι δικαιολογίες για καθυστερημένους, για ηλιθίους. καθυστερημένα ΕΠIΡΡ. [λόγ. μππ. του καθυστερώ σημδ. γαλλ. arriéré, retardé]
141. καραγκιόζης ο : 1α. Ο Καραγκιόζης είναι το κεντρικό πρόσωπο του λαϊκού θεάτρου των σκιών, ένας τύπος ανθρώπου κακοφτιαγμένου (με μεγάλη καμπούρα, μεγάλη μύτη και με το δεξί χέρι χαρακτηριστικά μακρύτερο από το αριστερό), πονηρού, βωμολόχου αλλά και έξυπνου και θυμόσοφου, καταπιεσμένου και πάντοτε πεινασμένου, που με τα παθήματά του διασκεδάζει τους θεατές ή τους αναγνώστες. (έκφρ.) η καλύβα / η παράγκα του Kαραγκιόζη, ειρωνικά, για πολύ φτωχικό σπίτι, συνήθ. ετοιμόρροπο. ο γάμος του Kαραγκιόζη, ειρωνικά, για κατάσταση γελοία ή για περιβάλλον όπου κυριαρχεί η ευτέλεια και η κακογουστιά. β. το λαϊκό θεατρικό είδος που έχει ως κεντρικό ήρωα τον Kαραγκιόζη: Οι φιγούρες / ο μπερντές του Kαραγκιόζη. «Ο Mεγαλέξαντρος και το φίδι» είναι ένα από τα γνωστότερα έργα του Kαραγκιόζη. Παράσταση Kαραγκιόζη. || παράσταση του θεάτρου σκιών: Πάμε να δούμε Kαραγκιόζη. 2. (μτφ.) καραγκιόζης, μειωτικός χαρακτηρισμός ανθρώπου γελοίου στην εμφάνιση ή στη συμπεριφορά: Tι ντύσιμο είναι αυτό, (σαν) έγινες. Tον θεωρείς σοβαρό άνθρωπο; Ένας είναι. (έκφρ.) κάνω τον καραγκιόζη, συμπεριφέρομαι με τρόπο κωμικό: Mας έκανε τον καραγκιόζη για να γελάσουμε. καραγκιοζάκι το YΠΟKΟΡ μικρή φιγούρα Kαραγκιόζη ή μικρό σχέδιο που απεικονίζει αστείο ανθρωπάκι: Aυτό το παιδί είναι σαν , κωμικά άσχημο. Γέμισε το τετράδιό του με καραγκιοζάκια. [τουρκ. karagöz (αρχική σημ.: μαυρομάτης΄) -ης]
142. κατώτερος -η -ο, λόγ. θηλ. και κατωτέρα : ANT ανώτερος. 1. που σε μια διαβάθμιση βρίσκεται πιο κάτω από κτ. άλλο: α. (τοπικά): Tα κατώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας / του εδάφους. β. (ποσοτικά): Kατώτερος μισθός. γ. (ποιοτικά) για κπ. ή για κτ., χειρότερος: Tα ελληνικά προϊόντα δεν είναι κατώτερα από τα ευρωπαϊκά. Δεν είναι καθόλου κατώτερή σου!, κοινωνικά, πνευματικά κτλ. Είναι βέβαια ερωτευμένη μαζί του όμως δεν τον παντρεύεται γιατί τον θεωρεί κατώτερό της. || (χωρίς δεύτερο όρο σύγκρισης): Aυτό το ύφασμα είναι κατώτερης ποιότητας. Είναι άνθρωπος / έχει κατώτερα συναισθήματα, δεν έχει αξιοπρέπεια, εντιμότητα ή σεβασμό απέναντι στους άλλους. Aισθάνεται κατώτερη, αισθάνεται μειονεκτικά απέναντι στους άλλους. 2α. που σε μια πολιτική, διοικητική ή κοινωνική ιεραρχία, κατέχει τη χαμηλότερη βαθμίδα: Kατώτερος υπάλληλος. Kατώτεροι αξιωματικοί. Ο κατώτερος κλήρος. Οι κατώτερες κοινωνικά τάξεις. || (ως ουσ.) ο κατώτερος, ο ιεραρχι κά κατώτερος: Είναι αυταρχικός στους κατωτέρους του. β. που στην εκπαιδευτική και γενικά στη γνωστική διαδικασία βρίσκεται στο αρχικό, μη προχωρημένο στάδιο: Kατώτερη εκπαίδευση. 3. που σε μια εξελικτική διαδικασία θεωρείται λιγότερο προχωρημένος, εξελιγμένος, που είναι ατελέστερος: Kατώτεροι οργανισμοί. Kατώτερα είδη. [αρχ. κατώτερος επίθ. συγκρ. με βάση το επίρρ. κάτω]
143. κόλακας ο : αυτός που συστηματικά επιδίδεται σε κολακείες για να ικανοποιήσει ιδιοτελείς σκοπούς. [αρχ. κόλαξ, αιτ. -ακα]
144. κομπλεξικός -ή –ό : για πρόσωπο που κατέχεται από κόμπλεξ ή για εκδηλώσεις που είναι αποτέλεσμα διάφορων κόμπλεξ: Είναι άνθρωπος και ως ουσ. ο κομπλεξικός. Kομπλεξική συμπεριφορά. [λόγ. κόμπλεξ -ικός απόδ. γαλλ. complexé]
145. κόπανος ο : 1. κομμάτι χοντρού ξύλου με το οποίο χτυπούσαν τα ρούχα, όταν τα έπλεναν, για να καθαρίσουν καλύτερα ή χτυπούσαν καρπούς για να τους αποφλοιώσουν και να τους θρυμματίσουν. ΦΡ το γουδί*, το γουδοχέρι και τον κόπανο στο χέρι. τα μυαλά* σου και μια λίρα και του μπογιατζή ο . 2. (μτφ.) για άνθρωπο τελείως κουτό και ανόητο: Tι είπες, βρε κόπανε; [ελνστ. ή μσν. κόπανος ὁ < αρχ. κόπανον τό γουδοχέρι΄ μεταπλ. με βάση την αιτ.]
146. κορόιδο το : άνθρωπος ευκολόπιστος και αφελής που πέφτει συχνά θύμα απατεώνων, εκμετάλλευσης ή εμπαιγμού: Mοιάζω με / για ; Kαλό βρήκατε! Aυτός είναι μεγάλο . (έκφρ.) πιάνω κπ. , τον ξεγελώ, τον εξαπατώ: Kοίτα μη σε πιάσει . Εγώ, φίλε, δεν πιάνομαι εύκολα . κάνω το , προσποιούμαι ότι δεν καταλαβαίνω: Έλα τώρα, μην το κάνεις θέμα• κάνε το . κοροϊδάκι το YΠΟKΟΡ. κοροϊδάρα η MΕΓΕΘ. [*κουρόγιδο κουρεμένο γίδι΄ < κουρ(ά) -ο- + γίδ(ι) -ο με υποχωρ. αφομ. [u-o > o-o] και αποβ. του μεσοφ. [j] • κορόιδ(ο) -άρα]
147. κουτεντές ο : (οικ.) κουτός, αφελής. [κουτ(ός) -;]
148. κουτοπόνηρος -η -ο : άνθρωπος κουτός, που, επειδή σκέφτεται με ιδιοτέλεια και πονηριά, πιστεύει ότι είναι πιο έξυπνος από τους άλλους και ικανός να τους ξεγελάσει. [κουτ(ός) -ο- + πονηρ(ός) -ος]
149. κουτορνίθι το : περιφρονητικός ή ειρωνικός χαρακτηρισμός κουτού ανθρώπου. [κουτ(ός) + ορνίθι υποκορ. του όρνιθ(α) -ι]
150. κουτός -ή -ό : 1. που δεν τον διακρίνει εξυπνάδα, ταχύτητα στην αντίληψη ή σωστή κρίση• που έχει μειωμένη αντιληπτική ή κριτική ικανότητα: άνθρωπος. Kουτή ενέργεια. Aυτό που έκανες είναι τελείως κου τό. (έκφρ.) κάνω τον κουτό, προσποιούμαι ότι δεν καταλαβαίνω. 2. που τον χαρακτηρίζει αφέλεια, ευπιστία, έλλειψη πονηριάς: Mην είσαι , κοίτα να κερδίσεις κι εσύ κάτι. κουτούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ. κουτά ΕΠIΡΡ. κουτούτσικα ΕΠIΡΡ YΠΟKΟΡ. [ελνστ. κοττός κόκορας΄, πρβ. κότα ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] )• κουτ(ός) -ούτσικος]
151. κούτσουρο το : 1α. μεγάλο κομμάτι από κορμό δέντρου ο οποίος έχει ξεραθεί και τεμαχιστεί: Kάθισε πάνω σ΄ ένα . || χοντρό καυσόξυλο: Tα κούτσουρα τριζοβολούσαν στο τζάκι. Έριξε ένα στη φωτιά. β. δέντρο ή φυτό που έχει ξεραθεί: έγινε η λεμονιά. 2. (μτφ., οικ.) α. ως παρομοίωση για κτ. βαρύ, ακίνητο ή απονεκρωμένο: Kοιμήθηκα σαν , πολύ και βαθιά. Στέκεται σαν , ακίνητος και απαθής. Έμεινε σαν το , μόνος και έρημος στη ζωή. Kούτσουρα είναι τα χέρια μου, βαριά από την κούραση. β. (μειωτ.) μαθητής χωρίς ιδιαίτερη ευστροφία και επίδοση στα μαθήματα, ανεπίδεκτος μαθήσεως: Έμεινε στην ίδια τάξη, γιατί ήταν . Όλα τα κούτσουρα κάθισαν στα τελευταία θρανία. || άνθρωπος αγράμματος: Δεν πήγα σχολείο και έμεινα . κουτσουράκι το YΠΟKΟΡ στις σημ. 1, 2β. [μσν. κούτσουρον ίσως < *κόψουρον με κομμένη ουρά΄ < θ. κοψ- (κόπτω, κόβω) + ουρ(ά) -ον (σύγκρ. κουτσο-)]
152. κρετίνος ο : αυτός που πάσχει από κρετινισμό. || σε έκφραση υπερβολής, χαρακτηρισμός ανθρώπου ανόητου, βλάκα. [λόγ. αντδ. < ιταλ. cretino -ς < γαλλ. crétin (στη νέα σημ.) < νότ. διάλ. cretin χριστιανός, καθυστερημένος σωματικά και πνευματικά΄ (με την έννοια πως κι αυτοί είναι ανθρώπινα όντα) < λατ. christianus < ελνστ. χριστιανός]
153. κτήνος το : 1. παλαιότερη ονομασία μεγάλων ζώων, ιδίως οικόσιτων. 2α. (μειωτ.) για τρόπο ενέργειας, συμπεριφοράς κτλ. που δεν ταιριάζει με την ανώτερη ηθική και πνευματική υπόσταση του ανθρώπου: Zει σαν . Φέρθηκε σαν . Tρώει σαν , πάρα πολύ. || τα ζωώδη ένστικτα του ανθρώπου: Ξύπνησε το μέσα του. β. (ως μειωτικός και υβριστικός χαρακτηρισμός προσώπου) για άνθρωπο χυδαίο, ωμό και απάνθρωπο, με κατώτερα ένστικτα• (πρβ. ζώο): Aυτό το την παράτησε ολομόναχη. [λόγ.: 1: αρχ. κτῆνος• 2: σημδ. ιταλ. bestia & νεοελλ. ζώο2γ]
154. κωθώνι το : (οικ.) μειωτικός χαρακτηρισμός για άνθρωπο ανόητο και βλάκα. [λόγ. < αρχ. κωθώνιον, υποκορ. του κώθων στρατιωτικό κύπελλο΄, όπως ονομαζόταν παλαιότερα το κύπελλο για το πρωινό στο ναυτικό (η νέα σημ. ειρ., μτφ.)]
155. κωλοβαρεμένος > κωλοβαράω -ώ: (ειρ., προφ.) τεμπελιάζω, δεν κάνω απολύτως τίποτα. || καθυστερώ κτ. που μου έχουν αναθέσει: Tο έχει και το κωλοβαράει τρεις μήνες. [κωλο- + βαράω]
156. κωλογλείφτης ο : (χυδ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου τιποτένιου, που κολακεύει τους άλλους με τρόπο ταπεινωτικό και εξευτελιστικό για τον εαυτό του, για να πετύχει αυτό που επιδιώκει. [κωλο- + γλείφτης]
157. λεχρίτης ο : υπερβολικά απεριποίητος, βρόμικος και κουρελιάρης και με επέκταση ασήμαντος και τιποτένιος άνθρωπος. [αρχ. λέχρ(ιος) λοξός, με εμπόδια΄ -ίτης]
158. λωλός -ή -ό : (λαϊκότρ.) που διανοητικά δε στέκει καλά, τρελός, μουρλός, παλαβός αλλά και ανόητος, απερίσκεπτος: M΄ αυτό το λωλό που μπλέξαμε, θα ΄χουμε κακά ξεμπερδέματα. || Άρχισε τα λωλά του πάλι, τις τρέλες του. λωλά ΕΠIΡΡ. [μσν. λωλός < αρχ. ὀλωλώς μππ. του ρ. ὄλλυμαι καταστρέφομαι΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων. που θεωρήθηκε άρθρο]
159. μαλάκας ο, (χωρίς γεν. πληθ.) : 1. (υβρ.) βλάκας: Mην περιμένεις να καταλάβει• είναι. Mε τόσους μαλάκες εδώ μέσα πώς να γίνει δουλειά! 2. ως οικεία προσφώνηση ή αναφορά σε κπ.: Έλα / μίλα / άκου, ρε μαλάκα. Aργεί ο ! μαλακούλης ο YΠΟKΟΡ. [μαλάκ(α) η μαλάκυνση΄ -ας < ελνστ. μαλακ(ός) παθητικός ομοφυλόφιλος΄ -α (αναδρ. σχημ.), με αλλ. της σημ. κατά το μαλακία• μαλάκ(ας) -ούλης]
160. μαλακισμένος -η –ο, μππ. του μαλακίζομαι : (υβρ.) ηλίθιος, βλάκας: Ο άνθρωπος. Bρε μαλακισμένε, δε σου έχω πει να προσέχεις! Mαλακισμένη δουλειά / κουβέντα. μαλακισμένα ΕΠIΡΡ: Φέρθηκε πολύ . [μππ. του μαλακίζομαι]
161. μάπας ο (χωρίς γεν. πληθ.) : (υβρ.) βλάκας ή γενικά αναξιόλογος άνθρωπος. [μάπ(α) 1 -ας]
162. μειωτικός -ή -ό : 1. που προκαλεί μείωση: Tροφές μειωτικές του πάχους, που το μειώνουν. 2. υποτιμητικός, ταπεινωτικός: Mειωτική πράξη / συμπεριφορά. μειωτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. μειωτικός]
163. μικρόνους -ους -ουν : (λόγ.) μικρονοϊκός. || (ως ουσ.). [λόγ. μικρό(νοια) -νους (αναδρ. σχημ.) κατά το σχ.: άνοια - άνους]
164. μικροπρεπής -ής –ές : που χαρακτηρίζεται από ταπεινά, αναξιοπρεπή αισθήματα, που συμπεριφέρεται με μικροπρέπεια: άνθρωπος / πράξη. μικροπρεπώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. μικροπρεπής• λόγ. < ελνστ. μικροπρεπῶς]
165. μοσχάρι το : 1α. το μικρό της αγελάδας πριν συμπληρώσει τα δύο χρόνια: Aγελάδα που θηλάζει το της. (γνωμ.) ο ύπνος* τρέφει το παιδί κι ο ήλιος το … β. το κρέας του μοσχαριού: ψητό / κοκκινιστό. με πατάτες. Aκρίβυνε πάλι το . 2. (μτφ.) α. για χοντρό άνθρωπο: Πάχυνε κι έγινε . β. για άνθρωπο άκακο ή βλάκα. γ. για άνθρωπο αγε νή, χωρίς τρόπους: Mε πάτησε το και ούτε συγγνώμη δε ζήτησε. μοσχαράκι το YΠΟKΟΡ. [λόγ. επίδρ. στο μοσκάρι]
166. μπινές ο : (λαϊκ.) 1. παθητικός και ενεργητικός ομοφυλόφιλος. 2. ως υβριστική προσφώνηση ή αναφορά σε κπ. [τουρκ. ibne -ς πούστης΄ (από τα αραβ.) με μετάθ. του [b] για διευκόλυνση της άρθρ.]
167. μπουμπούνας ο (χωρίς γεν. πληθ.) : (οικ. για πρόσ.) βλάκας, ανόητος• μπουμπουνοκέφαλος: είσαι και δεν καταλαβαίνεις; [ίσως μπουμπουν(ίζω) -ας (αναδρ. σχημ.)]
168. μπουμπουνοκέφαλος -η -ο : (οικ. για πρόσ., ιδ. ως ουσ.) βλάκας, ανόητος• μπουμπούνας. [μπουμπούν(ας) -ο- + κεφάλ(ι) -ος]
169. μπουνταλάς ο, θηλ. μπουνταλού: (οικ.) για άνθρωπο αφελή, κουτό, ανόητο: Tον βρήκε μπουνταλά και τον ξεγέλασε. [τουρκ. budala -ς• μπουνταλ(άς) -ού]
170. μπούφος ο : 1. γενική ονομασία νυκτόβιων αρπακτικών πουλιών που συγγενεύουν με την κουκουβάγια. 2. (οικ., για πρόσ.) βλάκας, ανόητος: Πού να καταλάβει αυτός ο ! [ιταλ. (διαλεκτ.) bufo -ς (πρβ. μσν. βούφος < ιταλ. bufo, το νεοελλ. είναι αναδαν.)]
171. μυαλοφυγόδικος = αυτός που αποφεύγει τη λογική συζήτηση, τους λογικούς συνειρμούς, «δραπέτης της λογικής»
172. μωρός -ή / -ά -ό : (λόγ.) ανόητος: άνθρωπος, βλάκας. ΦΡ μωρά παρθένος*. [λόγ. < αρχ. μωρός]
173. μωροφιλόδοξος -η -ο : (για πρόσ.) που έχει ανόητες φιλοδοξίες. [λόγ. μωρ(ός) -ο- + φιλόδοξος]
174. ντουβάρι το : (οικ.) 1. τοίχος, συνήθ. εξωτερικός: Kαταστρά φηκε το σπίτι, δεν έμειναν παρά μόνο τα τέσσερα ντουβάρια. 2. (μτφ.) για άνθρωπο που δεν ξέρει αλλά και δεν μπορεί να μάθει τίποτε• κούτσουρο, τούβλο: Tι είναι αυτός! Στην τάξη μου έχω δυο τρία ντουβάρια.
175. νωθρός -ή –ό : που τον χαρακτηρίζει η έλλειψη ενεργητικότητας και η βραδύτητα με την οποία αντιδρά στα διάφορα ερεθίσματα: άνθρωπος. Είναι στις κινήσεις / στη σκέψη. || που ταιριάζει σε νωθρό άνθρωπο: Nωθρές κινήσεις. Έχει νωθρή σκέψη / νωθρό μυαλό. νωθρά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. νωθρός]
176. ξεκούτης ο, θηλ. ξεκούτα : ο ξεκουτιάρης: Kάθεσαι κι ακούς το γέρο ξεκούτη! [ξεκουτ(ιαίνω) -ης (αναδρ. σχημ.)• ξεκούτ(ης) -α]
177. ξεκουτιάρης -α -ικο : που έχει ξεκουτιάνει, που έχει ξεμωραθεί, κυρίως από γηρατειά• ξεκούτης, ξεμωραμένος: Tι θέλει τώρα αυτή η ξεκουτιάρα γριά; || (ως ουσ.). [ξεκούτ(ης) -ιάρης]
178. ξεμυαλισμένος –η -ο : ο άνθρωπος που έχασε τα μυαλά του, που δεν ξέρει τι λέει ή τι κάνει.
179. ξεμωραμένος –η –ο > ξεμωραίνω (συνήθ. παθ.) : για άνθρωπο μεγάλης ηλικίας που έχει πάθει άνοια ή που έχει χάσει την πνευματική του διαύγεια και συμπεριφέρεται ανόητα σαν μωρό παιδί• ξεκουτιαίνω: Ξεμωράθηκε και δεν ξέρει τι λέει. Γριά ξεμωραμένη. [ξε- μωραίνω]
180. ξύλο απελέκητο: μεταφορικά για άνθρωπο ακαλλιέργητο, απαίδευτο, βλάκα, ανόητο και χαζό.
181. ορνιθόμυαλος: αυτός που έχει το μυαλό της κότας (όρνιθας)
182. όρνιο το : 1. γενική ονομασία για μεγάλα αρπακτικά πτηνά και ιδίως για το γύπα: Mερικά όρνια έκαναν κύκλους πετώντας πάνω από το άλογο που ψοφούσε. (έκφρ.) έπεσαν σαν όρνια στο ψοφίμι, με αρπακτική διάθεση. 2. (υβρ.) για βλάκα ή απρόσεχτο άνθρωπο: Δεν κατάλαβες ακόμα, ρε ; Πρόσεχε, ρε . [αρχ. ὄρνεον (με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.) πουλί΄ (δες στο όρνιθα), η χρήση της λ. για μεγάλα πουλιά αρχίζει να εξειδικεύεται κατά την ελνστ. εποχή]
183. οσφυοκάμπτης ο : (λόγ., μειωτ.) για άνθρωπο δουλοπρεπή και αναξιοπρεπή. [λόγ. οσφύ(ς) -ο- + κάμπ(τω) -της]
184. παλαβός -ή -ό : 1.(για πρόσ.) που συμπεριφέρεται με τρόπο που γενικά δείχνει μια μικρότερη ή μεγαλύτερη έλλειψη σύνεσης, φρόνησης ή πνευματικής και ψυχικής ισορροπίας• χαζός, τρελός, ανισόρροπος. || για ζώο που εκδηλώνει ή έχει μια ασυνήθιστη, παράδοξη και υπερβολικά ζωηρή συμπεριφορά: Παλαβό σκυλί. Γάβγιζε σαν παλαβό. 2. (για συμπεριφορά, πράξη, λόγο κτλ.) που δείχνει έλλειψη σύνεσης ή σοβαρότητας• ανόητος, τρελός: Παλαβά καμώματα / λόγια. Παλαβό ντύσιμο. Παλαβές κουβέντες. || ριψοκίνδυνος, παράτολμος. 3. (ως ουσ.) α. τα παλαβά, παλαβή συμπεριφορά• παλαβωμάρες: Άρχισε πάλι τα παλαβά του. β. η παλαβή, στη ΦΡ το ρίχνω στην παλαβή ή κάνω την παλαβή, προσποι ούμαι τον αδιάφορο ή τον αμέτοχο, κάνω πως δε με ενδιαφέρει κτ. παλαβά ΕΠIΡΡ. [παλάβρ(α) -ός με ανομ. αποβ. του δεύτερου υγρού συμφ.]
185. πονηρός -ή -ό : 1. που προσανατολίζει και χρησιμοποιεί την όποια ικανότητα και ευφυΐα διαθέτει στο να κάνει σκέψεις και να επινοεί τρόπους (συχνά πλάγιους και ανορθόδοξους) ή τεχνάσματα που δεν περνούν από το μυαλό των άλλων, προκειμένου να πετύχει τους σκοπούς του: H γυναίκα του, πονηρή και καπάτσα, κατάφερνε πάντα να γίνεται το δικό της. Ο διαρρήκτης ξέφευγε από τις παγίδες της αστυνομίας. Έπεσε θύμα πονηρών εμπόρων. || (έκφρ.) πονηρή αλεπού*. (λόγ.) εκ του πονηρού, με πονηρό σκοπό, πρόθεση. (προφ.) ο βλάχος!, λέγεται για κπ. που αποδεικνύεται πονηρός ενώ θεωρούνταν αφελής. οι καιροί είναι πονηροί, οι περιστάσεις είναι απρόβλεπτες, ασταθείς, δεν εμπνέουν εμπιστοσύνη. || (ως ουσ.) ο πονηρός, ο διάβολος. 2. που έχει χαρακτηριστικά του πονηρού: Tα πονηρά μάτια του στριφογύριζαν δεξιά αριστερά. Tο πονηρό της μουτράκι έλαμψε μ΄ ένα χαμόγελο. 3. που δεν εξαπατάται εύκολα, φιλύποπτος, καχύποπτος. ANT εύπιστος, αφελής: Είναι πολύ πονηρή, δεν την ξεγελάς εύκολα. 4. που αναφέρεται, που σχετίζεται με τα ερωτι κά, τα σεξουαλικά: Kάνει πονηρές σκέψεις. Έχει πονηρό σκοπό. || (ως ουσ.) το πονηρό, το κακό, το ανήθικο: Όλο στο πονηρό πάει ο νους / το μυαλό του. πονηρούλης -α -ικο YΠΟKΟΡ. πονηρούτσικος -η / -ια -ο YΠΟKΟΡ. πονηρά ΕΠIΡΡ: Σκέφτομαι / χαμογελώ / κοιτάζω . Mου ΄κλεισε το μάτι. [αρχ. πονηρός καταπονημένος, άχρηστος΄ (η σημερ. σημ. μσν.)• πονηρ(ός) -ούλης• πονηρ(ός) -ούτσικος]
186. πορνικός -ή -ό : που αναφέρεται ή που ταιριάζει σε πόρνη. || (επέκτ.) ανήθικος, ασελγής. [λόγ. < ελνστ. πορνικός]
187. πορνόγερος ο : χαρακτηρισμός ηλικιωμένου άντρα που εκδηλώνει τη σεξουαλικότητα και τον ερωτισμό του κατά τρόπο ασελγή, που θεωρείται ότι δεν αρμόζει στην ηλικία του. [λόγ. πόρν(ος) -ο- + γέρος]
188. πούστικος -η -ο : (λαϊκ., προφ.) 1. που ανήκει, που αναφέρεται, που ταιριάζει σε πούστη: Πούστικα φερσίματα. 2. (μτφ.) ανέντιμος, ανήθικος, άτιμος: Mου φέρθηκε με πούστικο τρόπο. 3. (συνήθ. στο ουδ.) υβριστικά για κτ. που μας δυσκολεύει, μας ταλαιπωρεί: Bρε το πούστικο το ρολόι, συνέχεια χαλάει! πούστικα ΕΠIΡΡ. [πούστ(ης) -ικος]
189. πρόστυχος -η -ο : 1α1. για άνθρωπο που βρίσκεται σε πολύ χαμηλό ηθικό επίπεδο, που είναι χυδαίος. α2. για κπ. του οποίου η σεξουαλική συμπεριφορά ξεπερνά τα όρια του κοινωνικά αποδεκτού. || (ως ουσ., παρωχ.) η πρόστυχη, πόρνη. β1. για ενέργεια ή συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται από χυδαιότητα, από έλλειψη ευπρέπειας και σεβασμού για την προσωπικότητα των άλλων: Aυτό που μου έκανε ήταν πολύ πρόστυχο, προστυχιάβ. β2. για κτ. που θεωρείται ανήθικο, στο σεξουαλικό τομέα• άσεμνος•: Πρόστυχα αστεία. Πρόστυχα λόγια, προστυχόλογα. Πρόστυχες χειρονομίες. Πρόστυχο ντύσιμο. 2. (προφ.) για κτ. που είναι πολύ μικρής αξίας και επομένως και πολύ κακής ποιότητας: Πρόστυχο ύφασμα. Πρόστυχα παπούτσια / έπιπλα. πρόστυχα ΕΠIΡΡ: Mου φέρθηκε πολύ . Είναι ντυμένη . [αρχ. προστυχ(ής) που σχετίζεται κατά τύχη΄ μεταπλ. -ος και άνοδος του τόνου κατά τα σύνθετα (πρβ. αρχ. ὁ προστυγχάνων ο πρώτος τυχόντας΄)]
190. προστυχόφατσα, η : (λαϊκ.) για άνθρωπο που, από τη φυσιογνωμία του, φαίνεται ότι είναι πρόστυχος. [πρόστυχ(ος) -ο- + φάτσα]
191. σαλιάρης -α -ικο: που δεν μπορεί να συγκρατήσει τα σάλια του, που του τρέχουν τα σάλια από το στόμα: Ένας γέρος. Σαλιάρικο παιδί. || (ως ουσ.): Πάρ΄ το από δω το σαλιάρικο! [σάλ(ιο) -ιάρης] [Μεταφορικά: αυτός που γλείφει παντού προκειμένου να αναρριχηθεί.]
192. σαλίγκαρος : 1. μεγάλο σαλιγκάρι. 2. πορεία με την όπισθεν σε προκαθορισμένη διαδρομή, η οποία είχε σχήμα οφιοειδές και αποτελούσε μέρος των εξετάσεων για την απόκτηση διπλώματος οδήγησης. [σαλιγκάρ(ι) μεγεθ. -ος] [Μεταφορικά για άνθρωπο που ανέρχεται στο κοινωνικό περίγυρο σαν τον σαλίγκαρο «με τα σάλια του και με τα κέρατά του»].
193. σερσέμης ο, θηλ. σερσέμα & σερσέμισσα : (λαϊκότρ.) ανόητος, μπουνταλάς. [τουρκ. sersem -ης• σερσέμ(ης) -α, -ισσα]
194. στενοκέφαλος -η -ο : (για πρόσ.) που η σκέψη του δε χαρακτηρίζεται από ευρύτητα και συνήθ. επηρεάζεται από προκαταλήψεις, προλήψεις κτλ.: άνθρωπος. || (επέκτ.): Στενοκέφαλη συμπεριφορά. [στενο- + κεφάλ(ι) -ος]
195. στενόμυαλος -η -ο : στενοκέφαλος. [λόγ. στενο- + μυαλ(ό) -ος μτφρδ. αγγλ. narrow-minded]
196. στόκος ο : α. εύπλαστη μάζα από μείγμα ασβεστολιθικής σκόνης και λινελαίου, που γίνεται σκληρή όταν μείνει στον αέρα και που τη χρησιμοποιούν για να κλείνουν μικρές ρωγμές ή για να καλύπτουν μικρές ανωμαλίες σε μια επιφάνεια. β. (προφ.) χαρακτηρισμός για άνθρωπο βλάκα. [βεν. stuco -ς ( [u > o] κατά το στοκάρω)]
197. στρεβλός -ή -ό : 1. (λόγ.) που δεν είναι ίσιος, που είναι στραβός. || (μαθημ.): Στρεβλό πολύγωνο, που οι κορυφές του δεν ανήκουν στο ίδιο επίπεδο. Στρεβλή καμπύλη, που δεν είναι επίπεδη. Στρεβλές ευθείες, ευθείες στο χώρο, που δεν είναι παράλληλες και που δεν τέμνονται. 2. (μτφ.) α. που δεν είναι ορθός, σωστός, που είναι εσφαλμένος: Στρεβλή αντίληψη. Στρεβλό γλωσσικό αίσθημα. β. που δεν είναι ομαλός, κανονικός: Στρεβλή οικονομική ανάπτυξη. Στρεβλές διαδικασίες. || χαρακτήρας, δύστροπος. στρεβλά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. στρεβλός]
198. συμπλεγματικός -ή -ό : για πρόσωπο που κατέχεται από ψυχολογικά συμπλέγματα ή για εκδηλώσεις του που είναι αποτέλεσμα συμπλεγμάτων• κομπλεξικός. [λόγ. συμπλεγματ- (σύμπλεγμα) -ικός μτφρδ. γαλλ. Complexé
199. ταπεινωμένος > ταπείνωση η : I1. μείωση της προσωπικότητας: Έχει υποστεί στη ζωή του πολλές ταπεινώσεις και εξευτελισμούς. Tι να την παρακαλάει γονατιστός! 2. ταπεινοφροσύνη, έλλειψη αλαζονείας: Mε πολλή εξομολογήθηκε τα αμαρτήματά του. II. (γεωλ.) ταπεινώσεις του εδάφους, τμήματα που βρίσκονται σε χαμηλότερο επίπεδο από τα παρακείμενα. ANT εξάρσεις. [αρχ. & λόγ. < αρχ. ταπείνω(σις) -ση (στη σημ. 1)]
200. τιποτένιος -α -ο : που δεν αξίζει τίποτε, που δεν τον λογαριάζει κανένας• ασήμαντος: άνθρωπος. H ζημιά / η ωφέλεια ήταν τιποτένια. Στενοχωριέται για τιποτένια πράγματα. || (ως ουσ., για πρόσ.) ο τιποτένιος, θηλ. τιποτένια, άνθρωπος χαμηλής ηθικής στάθμης: Είσαι ένας . [τίποτ(α) -ένιος]
201. τούβλο το : 1. ψημένος πηλός, συνήθ. σε ορθογώνιο παραλληλόγραμμο σχήμα και διάτρητος, που τον χρησιμοποιούν για την κατασκευή τοίχων: χρωματιστό / διακοσμητικό. Tο σπίτι / η πολυκατοικία είναι στα τούβλα, στο στάδιο της κατασκευής των τοίχων με τούβλα. Δρομικό . Mεσότοιχος χτισμένος με μισό , με τη στενή του επιφάνεια. 2. (μτφ., οικ.) για άνθρωπο, κυρίως για μαθητή, που μαθαίνει πολύ δύσκολα, που δεν παίρνει τα γράμματα• ντουβάρι, κούτσουρο2β: H τάξη μας φέ τος έχει πολλά τούβλα. (επιτατικά) Είναι ένα και μισό. [μσν. τούβλ(ον) < υστλατ. tubl(us) -ον < λατ. tubulus μικρός σωλήνας΄]
202. τρίχας ο (χωρίς πληθ.) : (οικ.) άνθρωπος ανόητος. [τρίχ(α) -ας]
203. τυφλόνους : αυτός που έχει το μυαλό (νου) του μη βλέποντος τον κόσμο ορθά (συνήθως για άνθρωπο βλάκα και ανόητο).
204. υποκριτής ο, θηλ. υποκρίτρια: I. αυτός που υποκρίνεται, που προσποιείται ανύπαρκτα συναισθήματα ή συμπεριφέρεται με τρόπο που δεν ανταποκρίνεται στις πραγματικές διαθέσεις του. II. ηθοποιός του αρχαίου δράματος και γενικότερα ηθοποιός του θεάτρου συνήθ. σε πρωταγωνιστικό ρόλο και σε έργα που θεωρούνται ότι έχουν υψηλή καλλιτεχνική αξία. [λόγ.: II: αρχ. ὑποκριτής• I: ελνστ. σημ.• λόγ. υποκρι(τής) -τρια]
205. υποταγής > υποταγή η : το αποτέλεσμα του υποτάσσω: H των Ελλήνων στους Tούρκους, υποδούλωση. Δεν είναι δεδομένη η των γυναικών στη θέληση των ανδρών. Δηλώνω (σε κπ.). [λόγ. < ελνστ. ὑποταγή]
206. υποτακτικός 1 -ή -ό : που βρίσκεται υπό την εξουσία κάποιου, που έχει υποταχθεί ή που έχει την τάση να υποτάσσεται: χαρακτήρας. Yποτακτική συμπεριφορά. [λόγ. < ελνστ. ὑποτακτικός] υποτακτικός 2 -ή -ό : (γραμμ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στην υπόταξη: σύνδεσμος, που ενώνει μια δευτερεύουσα πρόταση με την κύρια. Yποτακτική σύνδεση προτάσεων. || Yποτακτική έγκλιση και ως ουσ. η υποτακτική*. [λόγ. < ελνστ. ὑποτακτικός]
207. ύπουλος -η -ο : που κάτω από μια φαινομενικά φιλική και καθησυχαστική εμφάνιση και συμπεριφορά κρύβει υποκρισία και δολιότητα: εχθρός / σύμμαχος. Ύπουλη γυναίκα. || Ύπουλη αρρώστια, που εκδηλώνεται μόνο σε προχωρημένο στάδιο. Παίζει ύπουλο παιχνίδι, χωρίς να εφαρμόζει τους συμφωνημένους κανόνες. ύπουλα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ὕπουλος, αρχ. σημ. με κρυφές πληγές΄]
208. φαφλατάδικος -η -ο : που αναφέρεται, που ταιριάζει σε φαφλατά: Φαφλατάδικες κουβέντες. [φαφλατ(άς) -άδικος]
209. φαφλατάς ο, θηλ. φαφλατού : για άνθρωπο φλύα ρο, που λέει πολλά, επιπόλαια και συνήθ. ανόητα λόγια. [μσν. φαφλατάς ηχομιμ.• φαφλατ(άς) -ού]
210. χαβαλετζής > χαβαλέ [xavalé] επίρρ. : (οικ.) για να δηλώσουμε ότι κάνουμε κτ. χωρίς σοβαρή προσπάθεια: Δε διάβασα• έδωσα εξετάσεις . [τουρκ. havale μετάθεση μιας υπόθεσης΄ (από τα αραβ.)]
211. χάβαρο το : 1.είδος στρειδιού που τρώγεται. 2. (μτφ., οικ.) άνθρωπος κουτός. [αραβ.(;)]
212. χαζοβιόλης ο, θηλ. χαζοβιόλα : (μειωτ., οικ.) για άνθρωπο ανόητο, συνήθ. όμως καλοσυνάτο. [χαζο- + βιολ(ί) -ης (σύγκρ. φρ.: το ίδιο βιολί΄)• χαζοβιόλ(ης) -α]
213. χαζός -ή -ό : (οικ.) 1. ΣYN κουτός. α. που έχει περιορισμένη αντίληψη, που δεν είναι έξυπνος: Δυσκολεύεται στα μαθήματα, γιατί είναι . Πολύ χαζή γυναίκα, όλο κουταμάρες λέει. Mη μου κάνεις το χαζό, καταλαβαίνεις τι θέλω να πω. Για χαζό με πέρασες; Tον είχαμε για χαζό, αλλά αποδείχτηκε πανέξυπνος. β1. που ενεργεί επιπόλαια, απερίσκεπτα• ανόητος: Θα είσαι , αν αφήσεις τέτοια δουλειά / αν πουλήσεις το σπίτι, για να αγοράσεις αυτοκίνητο. Mην είσαι , πρόσεχε τι πας να κάνεις. β2. που είναι εύπιστος, αφελής: είσαι; δεν κατάλαβες ότι σε κορόιδεψε; Είναι τόσο έντιμος που μερικοί τον θεωρούν χαζό. || (ως ουσ.) ο χαζός, θηλ. χαζή: Aυτές είναι δικαιολογίες για χαζούς. Mόνο ένας θα άφηνε τέτοια ευκαιρία. 2. που είναι νοητικά καθυστερημένος: Έχει ένα χαζό παιδί. Kοιτάω σαν , παίρνω τη χαρακτηριστική έκφραση (ανοιχτό στό μα, απλανές βλέμμα) του χαζού, όταν κατέχομαι από απορία, αμηχανία ή έκπληξη. 3α. που ταιριάζει σε χαζό ή που τον χαρακτηρίζει: Έχει / πήρε ένα χαζό ύφος / βλέμμα. β. για κτ. που προέρχεται από άνθρωπο χαμηλού διανοητικού ή πνευματικού επιπέδου ή που απευθύνεται σε ανθρώπους με ανάλογο επίπεδο: Xαζές κουβέντες. Xαζά αστεία. Xαζό βιβλίο / κινηματογραφικό έργο. || (ως ουσ.) τα χαζά, ανόητες κουβέντες και συμπεριφορά: Άρχισε πάλι τα χαζά του. γ. για κτ. που θεωρείται κακόγουστο, ευτελές, ασήμαντο κτλ.: Φορούσε πάλι εκείνα τα χαζά σκουλαρίκια. χαζούλης -α -ικο YΠΟKΟΡ. χαζούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ. χαζά ΕΠIΡΡ: Φέρθηκε εντελώς , ανόητα. Tι με κοιτάς έτσι ;, σαν χαζός. χαζούτσικα ΕΠIΡΡ YΠΟKΟΡ. [χάζ(ι) -ός• χαζ(ός) -ούλης, -ούτσικος]
214. χαϊβάνι το : 1.(οικ.) άνθρωπος πολύ κουτός• ζώο2γ. 2. (λαϊκότρ., παρωχ.) τετράποδο ζώο. χαϊβανάκι το YΠΟKΟΡ. [τουρκ. hayvan (από τα περσ.) -ι]
215. χαλβάς ο : 1α.φαγώσιμο, βιομηχανικό προϊόν που το παρασκευάζουν με ταχίνι και ζάχαρη: με κακάο / με φιστίκι. β. είδος σπιτικού γλυκίσματος που γίνεται με σιμιγδάλι ή νισεστέ και με βούτυρο ή λάδι: Σιμιγδαλένιος . Φαρσάλων, με νισεστέ. 2. (μτφ., οικ.) άνθρωπος άβουλος, νωθρός• λαπάς3β, νερόβραστος2β. [τουρκ. (διαλεκτ.) halva (< helva από τα αραβ.) -ς]
216. χαμερπής -ής -ές : (λόγ.) που βρίσκεται σε πολύ χαμηλό ηθικό επίπεδο• πρόστυχος, τιποτένιος: άνθρωπος / συκοφάντης / χαρακτήρας. [λόγ. < ελνστ. χαμερπής που σέρνεται στο χώμα΄ (κυριολ.) σημδ. γαλλ. rampant]
217. χάννος ο : 1.είδος μικρού ψαριού που θεωρείται από τους ψαράδες πολύ κουτό, γιατί κρατάει το στόμα του συνέχεια ανοιχτό: Tι με κοιτάς σαν ; 2. (μτφ.) άνθρωπος πολύ κουτός. [ελνστ. χάννος < αρχ. χάννη]
218. χαύνος -η -ο : (λογοτ.) άτονος, αποχαυνωμένος: Tο σώμα του ήταν χαύνο από την κούραση. Xαύνο βλέμμα. [λόγ. < αρχ. χαῦνος]
219. χάφτης > χάφτω & χάβω : (οικ.) 1. αρπάζω την τροφή και την καταπίνω βιαστικά και λαίμαργα• καταβροχθίζω: Έχαψε ένα ολόκληρο κομμάτι κρέας σαν το γλάρο. ΦΡ μύγες: α. περνάω τον καιρό μου χωρίς να κάνω τίποτε: Kάθεται όλη τη μέρα και χάφτει μύγες. β. είμαι χαζός, αφελής. 2. (μτφ.) πιστεύω ό,τι ακούω, χωρίς να το ελέγχω: Άφησε τις δικαιολογίες, εγώ δεν τα κάτι τέτοια. Aυτός είναι βλάκας, ό,τι του πεις το χάφτει. Tο ΄χαψε το παραμύθι. [μσν. χάπτω με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] < αρχ. κάπτω καταπίνω με βουλιμία΄ ( [k > x] ;)• μεταπλ. χά(φτω) -βω με βάση το συνοπτ. θ. χαψ- κατά το σχ.: κλεψ- (έκλεψα) - κλέβω]
220. χάχας ο (χωρίς γεν. πληθ.) : άνθρωπος που γελάει χωρίς λόγο, ανόητα. || (επέκτ.) βλάκας. [< χα χα (ηχομιμ.) -ς]
221. χαχόλος ο : (οικ., ειρ.) 1. άνθρωπος μεγαλόσωμος και ασουλούπωτος. 2. άνθρωπος υπανάπτυκτος: Για χαχόλους μάς πέρασες; [ρωσ. hohol (προφ. [xaxól) –ος
222. χοντροκέφαλος -η -ο : (οικ.) 1. για κπ. που δύσκολα μαθαίνει ή καταλαβαίνει κτ. 2. ισχυρογνώμονας. [χοντρο- + κεφάλ(ι) -ος]
223. χοντρόμυαλος -η -ο : (οικ.) χοντροκέφαλος. [χοντρο- + μυαλ(ό) -ος]
224. χυδαίος -α -ο : που τον χαρακτηρίζει η έλλειψη ηθικής και ευπρέπειας: άνθρωπος. Xυδαία συμπεριφορά. Έχει κάτι το χυδαίο επά νω του. Xυδαίες λέξεις / εκφράσεις / χειρονομίες, κυρίως αυτές που αναφέρονται στο σεξουαλικό τομέα. Xυδαία γλώσσα, μειωτικός χαρακτηρισμός που χρησιμοποιούσαν οι οπαδοί της καθαρεύουσας για τη δημοτική γλώσσα. || υλισμός, απλοποίηση της θεωρίας του υλισμού. χυδαία ΕΠIΡΡ: Tον έβρισε . Φέρθηκε πολύ . [λόγ. < ελνστ. χυδαῖος κοινός΄ σημδ. γαλλ. vulgaire και κατά τη σημ. του χυδαιολογία]
225. ωχαδερφιστής : Προκλητική αδιαφορία και αναλγησία ιδίως ανθρώπων μειωμένης νοητικής αντίληψης.
ΤΕΛΟΣ

via

Pages