Το σπίτι που δεν έχει γνωρίσει ποτέ το θάνατο - Point of view

Εν τάχει

Το σπίτι που δεν έχει γνωρίσει ποτέ το θάνατο



Η νεαρή και όμορφη Ορίν, που έσβησε ανάμεσα στα λευκά της πόδια τη σαρκική δίψα εκατοντάδων αντρών, εισέρχεται στον περίβολο του ναού με το παιδί της στην αγκαλιά και αναζητά με αγωνία έκδηλη τον διδάσκαλο. Μονάχα ο Ντογκέν, πιστεύει, μπορεί να το σώσει από το επερχόμενο τέλος. Γιατί το μωρό της είναι πολύ άρρωστο κι εκείνη απελπισμένη. Ο διδάσκαλος τη συναντά, ακούει την έκκλησή της, χαϊδεύει τρυφερά το κεφαλάκι του παιδιού.





«Μονάχα ένας τρόπος υπάρχει να σωθεί το παιδί», της λέει. «Γύρνα στο χωριό, πήγαινε από σπίτι σε σπίτι και αναζήτησε εκείνο στο οποίο δεν έχει γνωρίσει ποτέ το θάνατο. Όταν το βρεις, ζήτησε να σου δώσουν ένα φασόλι μόνο».


Το ίδιο βράδυ η Ορίν επιστρέφει στο ναό. Μονάχα που τούτη τη φορά δεν τρέχει. Τώρα σέρνει το βήμα της και το κλάμα της συνοδεύει το θρήνο της. Δεν είναι μόνο βυθισμένη στον ανείπωτο πόνο για το χαμό του παιδιού της. Είναι θυμωμένη. «Που είσαι ψεύτη μοναχέ!», φωνάζει και διακόπτει την ηρεμία του χώρου. Οι μοναχοί βγαίνουν αμέσως να την συναντήσουν. Πρώτος ο διδάσκαλος. Την κοιτάζουν σιωπηλοί. Γνωρίζουν.


«Έκανα όπως μου είπες», λέει με δάκρυα και σπασμένη φωνή η Ορίν και το βλέμμα της διαπερνά τον Ντογκέν σαν λεπίδα. «Όμως δεν βρήκα ούτε ένα σπίτι στο χωριό που να μην έχει γνωρίσει το θάνατο» και όταν αποσώνει την πρότασή της πέφτει σιωπή.

«Σωστά. Τούτο ήθελε να μάθεις ο διδάσκαλος», της λέει ήρεμα και θλιμμένα ένας από τους μαθητές και η Ορίν πέφτει στο χώμα αποκαμωμένη.


Ο διδάσκαλος κοιτάζει με άπειρη τρυφερότητα τη μητέρα και το νεκρό παιδί και δακρύζει…


Pages