«Η ιστορία του Χριστού» - Giovanni Pappini - Point of view

Εν τάχει

«Η ιστορία του Χριστού» - Giovanni Pappini






«Η ιστορία του Χριστού» του Τζιοβάνι Παπίνι αγαπήθηκε ιδιαίτερα από το αναγνωστικό κοινό, επιλέξαμε και σας παρουσιάζουμε το πρώτο μέρος που αφορά τη γέννηση καθώς πιστεύουμε ότι πρόκειται για ένα μοναδικό κείμενο. Για το βιβλίο αυτό ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος έγραψε ότι ο Παπίνι ανήκει στα ευγενέστερα πνεύματα του αιώνα μας που έγραψε έναν απ τους καλύτερους βίους του Ιησού Χριστού.



Ο ΣΤΑΒΛΟΣ

Ο Ιησούς γεννήθηκε σε ένα στάβλο. Ένας αυθεντικός στάβλος, δεν είναι το χαριτωμένο και ανάλαφρο υπόστεγο που οι χριστιανοί ζωγράφοι φαντάστηκαν για τον υιό του Δαυίδ, σχεδόν σα να ντρεπόταν, γιατί ο Θεός τους κατοίκησε μέσα στη φτώχεια.
Ο στάβλος, ο αληθινός στάβλος είναι η κατοικία των ζώων ή φυλακή των ζώων που δουλεύουν για τον άνθρωπο. Ο παλιός, ο φτωχικός στάβλος των αρχαίων χωρών, των λιμοκτονούντων τόπων, της πατρίδας του Χριστού, δεν είναι η στοά με τις κολώνες και τα κιονόκρανα, ούτε ο γεωμετρικός στάβλος των σημερινών αρχόντων, ούτε το λεπτεπίλεπτο καλυβάκι της παραμονής των Χριστουγέννων.
Ο στάβλος δεν είναι παρά τέσσερις τραχιοί τοίχοι, ένα λερωμένο πλακόστρωτο, μια σκεπή με δοκάρια και πλάκες. Ο αυθεντικός στάβλος είναι σκοτεινός, βρώμικος, λερωμένος. Καθαρή είναι μόνο η γωνία όπου βάζουν την ταγή, όπου ο χωριάτης στοιβάζει σανό και βρώμη.
Το ανοιξιάτικο λιβάδι, δροσάτο στα γαλήνια πρωινά, κυματιστό στον άνεμο, ηλιόλουστο, υγρό μυρωμένο θερίστηκε. Κόπηκαν με το δρεπάνι τα πράσινα χόρτα, τα λεπτόμισχα φύλλα. Και κοντά σ’ αυτά θερίστηκαν και τα όμορφα λουλούδια: άσπρα, κόκκινα, κίτρινα, γαλάζια. Όλα μαράθηκαν, ξεράθηκαν, πήραν το χλωμό και μοναδικό χρώμα του σανού. Και τα βόδια κουβάλησαν στο σπίτι τα άψυχα λείψανα του Μαΐου και του Ιουνίου.
Και να τώρα εκείνα τα χορτάρια κι εκείνα τα άνθη που είναι ξερά, εκείνα τα λουλούδια που πάντα ευωδιάζουν, είναι μέσα στο στάβλο, για να δοθούν στους πεινασμένους δούλους του Ανθρώπου. Τα ζώα τα μασούν αργά με τα χοντρά μαύρα χείλη τους κι ύστερα από λίγο το ανθισμένο πρώτα λιβάδι θα γυρίσει στο φως αφού αλλάξει σε υγρή κοπριά.
Αυτός είναι ο αληθινός στάβλος όπου γεννήθηκε ο Ιησούς. Ο πιο βρωμερός τόπος υπήρξε το πρώτο ενδιαίτημα του πιο αγίου παιδιού που γέννησε γυναίκα. Ο Υιός του Ανθρώπου που επρόκειτο να κατασπαραχθεί από κτήνη τα οποία θα ονομάζονταν άνθρωποι, είχε για πρώτο του κατάλυμα ένα στάβλο, όπου τα κτήνη μασούν τα θαυμαστά λουλούδια της Ανοίξεως.
Ο Χριστός δεν γεννήθηκε τυχαία σ’ ένα στάβλο. Τάχα ο κόσμος δεν είναι ένας απέραντος στάβλος, όπου οι άνθρωποι τρώνε και κοπρίζουν; Τα πιο όμορφα, τα πιο αγνά, τα πιο θεία πράγματα δεν τα μεταβάλλουν άρα, με διαβολική αλχημεία, σε κοπριά; Ύστερα ξαπλώνονται πάνω σ’ αυτούς τους λόφους της κοπριάς και ονομάζουν αυτή την κατάσταση «απόλαυση της ζωής».
Πάνω στη γη, εφήμερο στάβλο χοίρων, όπου όλες οι διακοσμήσεις και τα μυρωδικά δεν μπορούν να σκεπάσουν την κοπριά, πρόβαλε μια νύχτα ο Ιησούς, γεννημένος από μια Παρθένο άσπιλη, με μοναδικό του όπλο την Αθωότητα.

Ο ΒΟΥΣ ΚΑΙ Ο ΟΝΟΣ

Οι πρώτοι που προσκύνησαν τον Ιησού ήσαν τα ζώα και όχι οι άνθρωποι. Ανάμεσα στους ανθρώπους αναζητούσε τους απλοϊκούς, ανάμεσα στους απλοϊκούς τα παιδιά. Πιο απλά και πιο ταπεινά, τον υποδέχθηκαν τα ζώα του στάβλου. Αν και ταπεινά, αν και βαλμένα στην υπηρεσία ενός όντος πιο αδυνάτου και πιο κτηνώδους απ’ αυτά, ο όνος και ο βους είχαν δει ωστόσο άλλοτε να γονατίζουν μπροστά τους οι όχλοι. Ο λαός του Ιησού, ο λαός του Γιαχβέ, ο περιούσιος λαός που ο Γιαχβέ είχε ελευθερώσει από τη δουλεία της Αιγύπτου, ο λαός που ο ποιμένας του τον είχε παρατήσει μονάχο στην έρημο για ν’ ανεβεί στο βουνό και να μιλήσει στον Ύψιστο, ο λαός αυτός είχε υποχρεώσει τον Ααρών να του φτιάξει ένα χρυσό μοσχάρι για να το προσκυνά.
Τον όνο, στην Ελλάδα, τον είχαν καθιερώσει στον Άρη, στο Διόνυσο, στον υπερβόρειο Απόλλωνα. Η όνος του Βαλαάμ είχε γλιτώσει με τα λόγια της τον προφήτη, σοφότερη από τον σοφό. Ο Ώχος, βασιλεύς της Περσίας, είχε βάλει έναν όνο στο ιερό του Φθά για να τον προσκυνούν.
Λίγα χρόνια πριν γεννηθεί ο Χριστός, ο μέλλων κυρίαρχος του, ο Οκταβιανός, πηγαίνοντας προς τον στόλο του, την παραμονή της ναυμαχίας του Ακτίου, είδε μπροστά του έναν αγωγιάτη με το ζώο του. Ο όνος εκείνος λεγόταν Νίκων κι έπειτα από τη ναυμαχία ο αυτοκράτωρ έστησε ένα μπρούτζινο όνο στο ναό, που θύμιζε τη νίκη.
Βασιλείς και λαοί είχαν γονατίσει ως τότε μπροστά στο βουν και τον όνο. Ήσαν βασιλείς της Γης, ήσαν λαοί παραδομένοι στην Ύλη. Αλλά ο Ιησούς δεν γεννήθηκε για να βασιλεύσει στη Γη, ούτε για να σκλαβωθεί στην Ύλη. Μ’ αυτόν θα πάρει τέλος η λατρεία του ζώου, η αδυναμία του Ααρών, η δεισιδαιμονία του Αυγούστου. Τα κτήνη της Ιερουσαλήμ θα τον θανατώσουν, αλλ’ ωστόσο εκείνα της Βηθλεέμ τον θερμαίνουν με την ανάσα τους. Όταν ο Ιησούς θα μπει, κατά το τελευταίο Πάσχα, στην πολιτεία του θανάτου του, θα κάθεται σ’ ένα πουλάρι. Αλλά θα είναι προφήτης μεγαλύτερος από τον Βαλαάμ. Θα έρχεται να σώσει τους ανθρώπους κι όχι μονάχα τους Εβραίους. Και δεν θα ξεστρατίσει από το δρόμο του, ακόμη κι αν όλα τα κτήνη της Ιερουσαλήμ του επιτεθούν.

ΟΙ ΠΟΙΜΕΝΕΣ

Ύστερα από τα ζώα, εκείνοι που φυλάνε τα ζώα. Ακόμη κι αν δεν είχαν πάρει την είδηση της μεγάλης Γεννήσεως από τον Άγγελο, οι Ποιμένες θα έσπευδαν στο σπήλαιο για να δουν το παιδί της Ξένης.
Οι ποιμένες ζουν σχεδόν πάντα στην αποτραβηγμένη μοναξιά. Δεν ξέρουν τίποτε από τον κόσμο που απέχει τόσο, ούτε από τα όργια της Γης. Ό,τι κι αν λάβει χώρα κοντά τους, όσο ασήμαντο κι αν είναι, τους συγκινεί. Φύλαγαν τα κοπάδια τους κατά την ατέλειωτη νύχτα του ηλιοστασίου, όταν τους τάραξε το φως και τους συγκλόνισαν τα λόγια του Αγγέλου.
Μόλις ξεχώρισαν μέσα στο μισόφωτο του στάβλου μια νέα κι ωραία γυναίκα, που καμάρωνε αμίλητη το παιδί της κι είδαν το βρέφος που μόλις είχε ανοίξει τα ματάκια του, εκείνες τις τριανταφυλλένιες κι απαλότατες σάρκες, εκείνο το στοματάκι που δεν είχε δοκιμάσει ακόμη την τροφή. Κι η καρδιά τους αναστατώθηκε. Μία γέννηση, η γέννηση ενός καινούργιου ανθρώπου, μία ψυχή που πριν από λίγες στιγμές φόρεσε σάρκα και βγήκε για να υποφέρει μαζί μ’ άλλες ψυχές, είναι πάντα ένα θαύμα τόσο σπαραξικάρδιο, ώστε να κινεί σε λύπηση ακόμη κι αυτούς τους απλοϊκούς που δεν τον νιώθουν. Αλλά γι’ αυτούς εδώ, που είχαν ειδοποιηθεί, το βρέφος εκείνο δεν ήταν ένα παιδί σαν όλα τα άλλα, αλλά εκείνος που χίλια χρόνια τον προσδοκούσε ο πονεμένος λαός τους.
Οι ποιμένες πρόσφεραν αυτό το λίγο που διέθεταν, αυτό το λίγο, που όμως είναι τόσο πολύ, όταν το προσφέρει η αγάπη. Του προσκόμισαν τα λευκά δώρα της στάνης: γάλα, τυρί, μαλλί. Ακόμα και σήμερα, στα βουνά μας, όπου σβήνουν οι τελευταίες ανταύγειες της παλιάς φιλοξενίας κι αδελφοσύνης, μόλις γεννήσει μία γυναίκα, σπεύδουν ευθύς οι αδελφές, οι γυναίκες, οι θυγατέρες από τα γειτονικά καλύβια. Κι όλες τους κρατώντας κάτι. Η μία έχει φέρει ένα ζευγάρι αυγά, ζεστά ακόμη από τη φωλιά, άλλη ένα φλασκί γάλα μόλις αρμεγμένο, άλλη ένα τυρί που μόλις άρχισε να πήζει, άλλη μια κότα για να κάμουν ζωμό για τη λεχώνα. Ένα νέο πλάσμα μπήκε στον κόσμο κι άρχισε το κλάμα του. Οι γείτονες, σαν για να το παρηγορήσουν, φέρνουν στη μητέρα του λίγα δώρα.
Οι αρχαίοι ποιμένες ήσαν φτωχοί και δεν καταφρονούσαν τους φτωχούς. Ήσαν απλοϊκοί σαν παιδιά και τους άρεσε να κοιτάζουν τα παιδιά. Προέρχονταν από ένα λαό που πατριάρχη του είχε τον ποιμένα της Ούρ, ένα λαό που είχε οδηγηθεί από τον ποιμένα της Μαδιάμ. Ποιμένες ήσαν οι πρώτοι βασιλείς τους, ο Σαούλ κι ο Δαυίδ. Ποιμένες ζώων, πριν γίνουν ποιμένες μιας ανθρώπινης φυλής. Αλλ’ οι ποιμένες της Βηθλεέμ «άγνωστοι στον άκαρδο κόσμο», δεν ήσαν περήφανοι. Ένας φτωχός είχε γεννηθεί ανάμεσά τους και τον κοίταζαν μ’ αγάπη και μ’ αγάπη του πρόσφεραν τα φτωχά τους πλούτη. Γνώριζαν, ότι το παιδί εκείνο, γεννημένο από φτωχούς μέσα στη φτώχεια, Απλό μέσα στην Απλότητά του, γεννημένο από λαϊκούς γονείς ανάμεσα στον λαό, θα γινόταν ο Σωτήρ των ταπεινών, των ανθρώπων εκείνων, των οποίων η «ευδοκία» ήταν το μήνυμα που τους είχε δώσει ο Άγγελος.
Ακόμη κι ο χαμένος βασιλεύς, ο περιπλανώμενος Οδυσσέας από κανένα δεν βρήκε τέτοια υποδοχή όπως από τον χοιροβοσκό Εύμαιο. Αλλά ο Οδυσσέας γύριζε στην Ιθάκη για να πάρει εκδίκηση γύριζε στο σπίτι του για να βάψει το σπαθί του στο αίμα των εχθρών. Απεναντίας, ο Ιησούς γεννήθηκε για να κηρύξει τη συγχώρηση των εχθρών. Κι έτσι η αγάπη των ποιμένων της Βηθλεέμ έκαμε να λησμονηθεί η φιλόξενη αγαθότητα του χοιροβοσκού της Ιθάκης.

ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΜΑΓΟΙ



Ύστερα από λίγες μέρες, τρεις Μάγοι έφθασαν από τη Χαλδαία και γονάτισαν μπροστά στον Ιησού.
Έρχονταν ίσως από τα Εκβάτανα, ίσως από τις ακτές της Κασπίας. Καθισμένοι πάνω στις καμήλες τους, με τα φουσκωμένα δισάκια τους κρεμασμένα από τη σέλλα, διάβηκαν τον Τίγλη και τον Ευκράτη, διέσχισαν τη μεγάλη έρημο των Νομάδων και πήραν το δρόμο άκρη – άκρη στη Νεκρά Θάλασσα. Ένα πρωτόφαντο άστρο, όμοιο με τον κομήτη που εμφανίζεται κάθε τόσο για να μηνύσει τη γέννηση ενός προφήτη ή τον θάνατο ενός καίσαρος, τους είχε οδηγήσει ως την Ιουδαία. Είχαν έλθει για να προσκυνήσουν ένα βασιλιά κι απεναντίας βρέθηκαν ενώπιον ενός βρέφους με φτωχά σπάργανα σ’ ένα στάβλο σκοτεινό.
Χίλια περίπου χρόνια πριν απ’ αυτούς, μία βασίλισσα είχε ταξιδέψει για προσκύνημα στην Ιουδαία, παίρνοντας μαζί με τα δώρα της: χρυσάφι, μυρωδικά κι ακριβά πετράδια. Αλλά είχε συναντήσει εκεί ένα βασιλέα τρανό, τον πιο τρανό βασιλέα που βασίλεψε ποτέ στην Ιερουσαλήμ κι απ’ αυτόν έμαθε ό,τι κανείς δεν είχε μπορέσει να τη διδάξει.
Οι μάγοι, αντίθετα, που θαρρούσαν τον εαυτό τους σοφότερο από τους βασιλείς, είχαν βρεθεί μπροστά σ’ ένα μόλις γεννημένο βρέφος, ένα νήπιο, που δεν ήξερε ακόμη ούτε να ρωτήσει ούτε ν’ αποκριθεί, ένα παιδί που, όταν θα ενηλικιωνόταν, θα καταδίκαζε τους θησαυρούς και τη γνώση της Ύλης.
Οι μάγοι δεν ήσαν βασιλείς, αλλά ήσαν, στη Λυδία και στην Περσία, κάτι παραπάνω από βασιλείς. Οι βασιλείς κυβερνούσαν τους λαούς, αλλά οι μάγοι κατηύθυναν τους βασιλείς. Θύτες, εξηγητές των ονείρων, προφήτες και ιερείς, αυτοί μόνοι είχαν προνόμιο να επικοινωνούν με τον Άχουρα Μάζδα, τον Θεό του Αγαθού. Μονάχα αυτοί γνώριζαν το Αύριο και το Πεπρωμένο. Φόνευαν με τα ίδια τους τα χέρια τα εχθρικά στον άνθρωπο και τη σοδειά ζώα, τα φίδια, τα επιβλαβή έντομα και πτηνά. Καθάριζαν τις ψυχές και τα χωράφια. Καμιά θυσία δεν ήταν ευπρόσδεκτη από τον Θεό αν δεν γινόταν απ’ αυτούς τους ίδιους. Κανένας βασιλεύς δεν ξεκινούσε σε πόλεμο χωρίς να τους συμβουλευθεί. Ήσαν οι κάτοχοι των γήινων και ουρανίων μυστηρίων, δέσποζαν σε όλους τους ομοφύλους τους εξ ονόματος της Γνώσεως και της Θρησκείας. Μέσα σ’ ένα λαό που ζούσε για την Ύλη, αυτοί εκπροσωπούσαν το Πνεύμα.
Ήταν, λοιπόν, σωστό να έλθουν να προσκυνήσουν τον Χριστό. Μετά τα ζώα που είναι η Φύσις, μετά τους ποιμένες που είναι ο Λαός, η Τρίτη αυτή δύναμη, η Σοφία, κλίνει γόνυ στον στάβλο της Βηθλεέμ. Το παλιό ιερατείο της Ανατολής υποτάσσεται στο νέο Κύριο, που θα ξεπροβοδίσει τους κήρυκές του στη Δύση. Οι σοφοί γονατίζουν μπροστά σ’ Αυτόν που θα ζέψει την επιστήμη των λέξεων και των αριθμών στην καινούργια σοφία της Αγάπης.
Οι Μάγοι φτασμένοι στη Βηθλεέμ, συμβολίζουν τις παλιές θεολογίες που υποκλίνονται μπροστά στην πλήρη και τελεία Αποκάλυψη, την επιστήμη που ταπεινώνεται μπροστά στην Αγιότητα, τον πλούτο στα πόδια της Φτώχειας.
Προσφέρουν στον Ιησού το χρυσάφι που ο Ιησούς θα καταδικάσει. Δεν το προσφέρουν επειδή η Μαρία, φτωχή καθώς ήταν, θα το χρειαζόταν στο ταξίδι της, αλλά για να συμμορφωθούν προκαταβολικά με την εντολή του Ευαγγελίου «Πάντα όσα έχεις πώλησον και διάδος πτωχοίς». Δεν προσφέρουν τον λίβανο για να πνίξουν τη βρώμα του στάβλου, αλλά γιατί οι τελετές τους θα πάρουν τέλος και δεν θα υπάρχει πια ανάγκη από ευωδία θυμιάματος στους βωμούς τους. Προσφέρουν τη σμύρνα, που χρησιμεύει για το βαλσάμωμα των νεκρών, γιατί δεν αγνοούν ότι αυτό το βρέφος θα πεθάνει νέος άνδρας και η μητέρα του, που τώρα χαμογελά, θα χρειασθεί μυρωδικά για να αλείψει το σώμα του.
Γονατισμένοι, σκεπασμένοι με τους λαμπρούς βασιλικούς μανδύες τους, πάνω στ’ άχυρα του στάβλου, οι Σοφοί, τοι Μάντεις, δίνουν και τον ίδιο τον εαυτό τους ως δείγμα υποταγής του κόσμου.
Ο Ιησούς πήρε πια όλα τα χρίσματα που του ταίριαζαν. Μόλις θα αναχωρήσουν οι Μάγοι, θα αρχίσει ο διωγμός από εκείνους που θα τον μισήσουν έως θανάτου.

Ολόκληρο το βιβλίο στην Αγγλική

https://ia800302.us.archive.org/11/items/lifeofchrist00papi/lifeofchrist00papi_bw.pdf




Τζιοβάνι Παπίνι (1881-1956):
Ιταλός κριτικός της λογοτεχνίας, φιλόσοφος, μυθιστοριογράφος και ποιητής. Γεννήθηκε στη Φλωρεντία από άθεο πατέρα. Παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας και ιατρικής στις αντίστοιχες σχολές του Ινστιτούτου Ανωτάτων Σπουδών Φλωρεντίας, αλλά ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη δημοσιογραφία, τη λογοτεχνία και τη συγγραφή. Έγραψε δεκάδες μελέτες και άρθρα και πάνω από 60 βιβλία! Ενώ αρχικά ήταν σοσιαλιστής επαναστάτης, βαθμιαία έγινε πιστός χριστιανός, με πρωτοποριακό νου και οξεία κρίση στα θεολογικά θέματα. Σπουδαία έργα του είναι τα Γράμματα στην Ανθρωπότητα (1953), Αυγουστίνος, ο Διάβολος κ.ά. Ασφαλώς το σπουδαιότερο που τον καθιέρωσε είναι «Η Ιστορία του Χριστού».


via

Pages