Πάρε ένα κουτάκι σπίρτα σε παρακαλώ, πάρε να φωτίσεις τα όνειρα σου - Point of view

Εν τάχει

Πάρε ένα κουτάκι σπίρτα σε παρακαλώ, πάρε να φωτίσεις τα όνειρα σου



Η βαρυχειμωνιά μέσα μας 

είναι η πιο επικίνδυνη…




Αγαπητέ άγιε Βασίλη, δεν σου έχω γράψει ποτέ γράμμα…



Πως θα μπορούσα άλλωστε όταν όλα γύρω μου βροντοφωνάζουν ότι είσαι ψεύτικος. Όταν ενώ ακούω δεξιά και αριστερά για την μαγεία των Χριστουγέννων, αυτό που συναντώ είναι παγωνιά και αδιαφορία… 
Συνοφρυωμένα πρόσωπα, αδιάφορα βλέμματα, σφιγμένα χείλη, παγωμένα χαμόγελα λες και το κρύο που υπάρχει γύρω μας έχει περάσει μέσα στην καρδιά τους και την έχει παγώσει. 
Όλοι τρέχουν σαν τρελοί να προλάβουν να στολίσουν το σπίτι τους, να φορέσουν τη γιορτινή στολή της καλοσύνης και να κάνουν ότι γνωρίζουν τι είναι αγάπη…


Ένα κουτάκι σπίρτα… πάρτε παρακαλώ ένα κουτάκι σπίρτα…



Αυτό τους λέω ψιθυριστά μα όλοι με προσπερνάνε γιατί η φωνή μου μόλις που ακούγεται. Στο κεφάλι τους επικρατεί τόση οχλαγωγία, τόσες δυστυχισμένες σκέψεις ουρλιάζουν στην σιωπή, κάνοντας την δική μου φωνή να γίνεται ένας αμυδρός ψίθυρος που ακούγεται αχνά τα βράδια όταν κοιμούνται… 
Πάρε ένα κουτάκι σπίρτα σε παρακαλώ, τους ψιθυρίζω… πάρε να φωτίσεις τα όνειρα σου… μήπως έτσι ανακαλύψεις το δρόμο για να συναντήσεις την χαμένη σου αθωότητα… μήπως έτσι ανακαλύψεις το δρόμο για να συναντήσεις Εμένα…


Λυπάμαι άγιε Βασίλη… λυπάμαι πολύ 
Κατάφερα να γίνω ένα συγκινητικό παραμύθι, «το κοριτσάκι με τα σπίρτα»… έκανα αρκετά μάτια να δακρύσουν, αρκετές καρδιές να με νιώσουν μέσα από τις λέξεις… εγώ όμως θέλω να με νιώθουν βλέποντας με, ακούγοντας με… 
Είμαι συνέχεια δίπλα τους… Αλλάζω χρώμα στα μαλλιά, στο δέρμα, φοράω διαφορετικά ρούχα κάθε φορά αλλά πάντα παραμένω εκείνο το “Θείο Βρέφος” που γεννήθηκε στον στάβλο της Βηθλεέμ. 


Ένα κουτάκι σπίρτα… πάρτε σας παρακαλώ…


Βαρυχειμωνιά… άσχημος καιρός για μικρά παιδιά… όχι μόνο για τα παιδιά που υπάρχουν εκεί έξω αλλά και για όλα αυτά τα μικρά παιδιά που υπάρχουν εδώ μέσα… στην καρδιά…
Ας ανάψω άλλο ένα σπίρτο… μπορεί να φωτίσω ένα όνειρο, να ζεστάνω μια καρδιά, να γλυκάνω ένα χαμόγελο…
Ας ανάψω κι άλλο σπίρτο… μπορεί αυτή η μικρή φλογίτσα να κάνει το θαύμα της και να λάμψει σαν το Άστρο των Χριστουγέννων φωτίζοντας το δρόμο… 


Παγωνιά… 
Θα ανάβω συνέχεια σπίρτα… δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από την παγωνιά της καρδιάς… δεν θα την αφήσω να παγώσει… δεν θα την αφήσω να βλέπει ενήλικες εικόνες… δεν θα την αφήσω να μεγαλώσει, να γεράσει…


Η βαρυχειμωνιά μέσα μας είναι η πιο επικίνδυνη…

Γι’ αυτό σου γράφω Άγιε μου Βασίλη…. για να μην αφήσω την καρδιά μου να παγώσει… 

Σε παρακαλώ Άγιέ μου στείλε τη φλόγα της Αγάπης όπου μπορείς… 
Σε όποιον θέλει αλλά και σε όποιον νομίζει ότι δεν θέλει… 
Κάνε τον να ξανανιώσει εκείνη τη σπιρτάδα που είχε όταν ήταν παιδί… 
Κάνε τον να με βρει όπου με έχει καταχωνιάσει, να με ξανανιώσει, να με ξαναγαπήσει έτσι ώστε να μπορεί να με αντικρίσει μέσα στο κάθε βλέμμα που συναντά, στο κάθε άγγιγμα που μοιράζεται…
Και δεν πειράζει που τώρα καίω το τελευταίο μου σπίρτο…




Ίσως αυτό να κάνει την αρχή και να φωτίσει διαφορετικά όλον τον κόσμο…




Το κοριτσάκι με τα σπίρτα στην Ελλάδα του 2017






Το κοριτσάκι με τα σπίρτα, πεινασμένο και ξεπαγιασμένο, κάθισε σ' ένα πεζοδρόμιο κι άναψε ένα σπίρτο για να ζεσταθεί. Στη ζωηρή του φλόγα είδε μια αχνιστή, ξεροψημένη γαλοπούλα. Λιγώθηκε το κοριτσάκι κι άπλωσε το χέρι για να γευτεί το λαχταριστό έδεσμα, όμως το σπίρτο έσβησε. Ονειροφαντασίες.... Που βαστούν όσο το αναβόσβησμα μιας αστραπής !





Το κοριτσάκι άναψε και δεύτερο σπίρτο. Στη λάμψη του είδε ένα χνουδωτό παλτουδάκι, απ' αυτά που φοράνε τα παιδιά των πλουσίων. Ανατρίχιασε το παγωμένο κορμάκι κι άπλωσε το χέρι για ν' αρπάξει το παλτό, όμως κι αυτό το σπίρτο έσβησε. Αντικατοπτρισμός της λαχτάρας... Όνειρο της ανάγκης...

Το κοριτσάκι κατέβασε το κεφάλι λυπημένο και συμβιβασμένο. Άλλη η μοίρα των πλουσίων, άλλη η μοίρα των φτωχών. Η μοίρα των φτωχών είναι να ονειρεύονται όλα αυτά που απολαμβάνουν οι πλούσιοι εις βάρος των φτωχών!

Καθώς πλησιάζουμε προς το χαρμόσυνο γεγονός της Χριστιανοσύνης (χαρμόσυνο για τους εκλεκτούς...) αρχίζει να διαφαίνεται καθαρά ένα "ταξικό μίσος". Σύμφωνα με τελευταία έκθεση της Eurostat, το 31% του ελληνικού πληθυσμού βρίσκεται στα όρια της φτώχειας (χώρια αυτοί που έχουν ήδη πτωχεύσει, και που όλοι μαζί φτάνουν στο 35%)... Ένα 35% (παραπάνω από το 1/3 του πληθυσμού), που βλέπει με εχθρικό μάτι πλέον ένα άλλο 40% περίπου που διαβιοί με άνεση και απόλυτη αξιοπρέπεια... και ένα 25% που κολυμπάει στον πλούτο -νομίμως ή παρανόμως κτηθέντα- και που λειτουργεί σαν να μην έχει καν ακούσει τη λέξη "οικονομική κρίση".

Αυτό το "ταξικό μίσος" των πληβείων προς τους πατρικίους, των μουζίκων προς την τσαρική αριστοκρατία, του πόπολου προς τους Λουδοβίκους... είναι ο πρόδρομος κάθε κοινωνικής επανάστασης. Συναίσθημα αρνητικό, δηλητηριώδες, καθόλου χριστιανικό (και επί γης ειρήνη!....), όμως σ' αυτό το λίκνο αναπτύσσεται ο σπόρος των κοινωνικών εκρήξεων και της ανατροπής της όποιας καθεστηκυίας τάξης.



Το κοριτσάκι με τα σπίρτα στην Ελλάδα του 2017, πεινασμένο και ξεπαγιασμένο, σηκώνει το λυπημένο του κεφαλάκι και ανάβει το τελευταίο σπίρτο που βρίσκεται στο κουτί.



Μέσα στη φλόγα του όμως, δεν βλέπει πια γαλοπούλες και παλτουδάκια, ούτε βέβαια την ψυχούλα του να φτερουγίζει τρισευτυχισμένη κι απαλλαγμένη επιτέλους απ' όλα τα όνειρα που προδόθηκαν. Το κοριτσάκι με τα σπίρτα στην Ελλάδα του 2017, μέσα σ' αυτήν την τελευταία φλόγα του τελευταίου σπίρτου, φοβούμαι πως θα δει ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΤΟΥ να βγαίνουν τσουρουφλισμένα μέσα απ' τη φωτιά και ΝΑ ΠΑΙΡΝΟΥΝ ΕΚΔΙΚΗΣΗ!!!



 ***************


Το κοριτσάκι με τα σπίρτα (του Hans Christian Andersen)










Το κρύο ήταν αβάσταχτο, χιόνιζε και ήδη είχε αρχίσει να βραδιάζει. Ήταν το τελευταίο βράδυ του έτους, παραμονή πρωτοχρονιάς. Με τέτοιο κρύο και τέτοιο σκοτάδι, ένα φτωχό κοριτσάκι περπατούσε στο δρόμο χωρίς σκουφί και ξυπόλυτο.

Φορούσε βέβαια παντόφλες όταν βγήκε από το σπίτι αλλά δεν μπόρεσαν να βοηθήσουν και πολύ. Οι παντόφλες ήταν τεράστιες, καθώς ανήκαν κάποτε στην μητέρα του. Έτσι η μικρή τις έχασε όταν έτρεξε για να αποφύγει δύο άμαξες που περνούσαν με μεγάλη ταχύτητα τον δρόμο. Την μία δεν μπόρεσε να την ξαναβρεί και την άλλη την πήρε και εξαφανίστηκε ένας πιτσιρικάς ο οποίος της φώναξε ότι θα την κάνει κούνια για το παιδί που κάποτε θα αποκτούσε.



Έτσι το κοριτσάκι περπατούσε με γυμνά ποδαράκια που από το ψύχος είχαν μελανιάσει και κοκκινίσει. Την παλιά της ποδιά την είχε γεμίσει με σπίρτα, ενώ κρατούσε ένα ματσάκι στη χούφτα της για να τα πουλήσει. Σε όλη τη διάρκεια της μέρας όμως δεν είχε πουλήσει ούτε ένα πακετάκι, ούτε κανείς της έδωσε την παραμικρή ελεημοσύνη. Πεινασμένη και παγωμένη η μικρή συνέχισε να περπατάει με τις τελευταίες τις δυνάμεις και είχε ήδη αρχίσει να απογοητεύεται. Οι νιφάδες του χιονιού έπεφταν πάνω στα μακριά ξανθά μαλλιά της. Οι σκέψεις του κοριτσιού όμως βρισκόταν πέρα από την ομορφιά που της προσέθετε το αναπάντεχο αυτό κόσμημα. Όλα τα παράθυρα φεγγοβολούσαν και από παντού ερχόταν η υπέροχη μυρωδιά της ψητής χήνας. Ήταν παραμονή πρωτοχρονιάς και αυτή η σκέψη ήταν η μόνη που περνούσε από το μυαλό της μικρής.

Το κοριτσάκι τελικά βρήκε και κάθισε σε μια γωνία που σχημάτιζαν οι τοίχοι δύο σπιτιών. Αν και έβαλε τα ποδαράκια κάτω από το σώμα της κρύωνε όλο και περισσότερο. Ωστόσο δεν τολμούσε να επιστρέψει στο σπίτι της χωρίς να έχει πουλήσει ούτε ένα κουτάκι σπίρτα και χωρίς να έχει πάρει ούτε ένα κέρμα. Ήταν σίγουρο ότι ο πατέρας της θα τη χτυπούσε, ενώ και στο σπίτι είχε πολύ κρύο. Στην οροφή του σπιτιού τους είχαν μόνο την σκεπή και παρά το ότι είχαν κλείσει τις μεγαλύτερες ρωγμές με άχυρο και κουρέλια το κρύο έμπαινε από παντού.




«Πόσο καλό θα της έκανε ένα σπίρτο!» σκέφτηκε «Αχ και να τολμούσε να πάρει ένα σπίρτο από το κουτάκι και να το έτριβε στον τοίχο για να ζεστάνει λίγο τα δάχτυλα της.» Επιτέλους τράβηξε το παιδί ένα σπίρτο. Ριτς! Και ένιωσε τη φωτιά του. Το σπίρτο έβγαζε μια ζεστή φωτεινή φλόγα μέσα από το χεράκι της μικρής. Ήταν ένα παράξενο φως, το κοριτσάκι ένιωσε σαν να κάθεται μπροστά σε μία σιδερένια σόμπα διακοσμημένη με μπρούτζινα στολίδια, η φωτιά της έκαιγε τόσο όμορφα και η ζεστασιά της ήταν τόσο ευχάριστη. Η μικρή άπλωσε τα ποδαράκια της για να τα ζεστάνει και αυτά- τότε έσβησε η φλόγα. Η σόμπα εξαφανίστηκε- η μικρή καθόταν με το απομεινάρι του καμένου σπίρτου στο χέρι.

Ένα νέο σπίρτο άναψε, άρχισε να καίει και να φωτίζει. Στο μέρος που έπεφτε το φως ο τοίχος έγινε διάφανος σαν διάδρομος. Η μικρή έβλεπε απευθείας μέσα στο σπιτικό όπου υπήρχε ένα τραπέζι με ένα εκθαμβωτικά λευκό τραπεζομάντιλο, στρωμένο με τις καλύτερες πορσελάνες, και η γεμιστή με μήλα και δαμάσκηνα χήνα άχνιζε υπέροχα. Ακόμα πιο υπέροχο όμως ήταν ότι η χήνα πήδηξε και βγήκε από την πιατέλα και άρχισε να τρέχει με το μαχαίρι και το πιρούνι στην πλάτη απευθείας προς το κοριτσάκι.

Τότε έσβησε το σπίρτο και το μόνο που μπορούσες να δεις ήταν ο χοντρός, κρύος τοίχος.



Άναψε ένα καινούριο. Τώρα η μικρή καθόταν κάτω από το πιο υπέροχο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Το δέντρο ήταν μεγαλύτερο και καλύτερα στολισμένο ακόμη και από αυτό που είδε μέσα από την γυάλινη πόρτα στο σπίτι του πλούσιου εμπόρου. Χιλιάδες φώτα άναβαν στα πράσινα κλαδιά, πολύχρωμες εικόνες από αυτές που έβλεπε από τα παράθυρα των μαγαζιών την κοιτούσαν από ψηλά, η μικρή άπλωσε τα χέρια προς το μέρος τους, τότε έσβησε το σπίρτο.

Τα χριστουγεννιάτικα φώτα ανέβαιναν ολοένα και ψηλότερα, τώρα η μικρή είδε ότι ήταν τα αστέρια. Ένα από αυτά έπεσε προς τη γη αφήνοντας πίσω του μια φωτεινή ουρά στον ουρανό.

«Τώρα κάποιος πεθαίνει!» είπε η μικρή. Η γριά γιαγιά της, -η μόνη που της είχε φερθεί με αγάπη, αλλά που τώρα πια είχε πεθάνει- κάποτε είχε πει: «όποτε πέφτει ένα αστέρι, μια ψυχή ανεβαίνει στο Θεό!»

Άναψε ένα σπίρτο πάνω στον τοίχο, μια αχτίδα φωτός άστραψε, και στην λάμψη του στεκόταν η γιαγιά καλά φωτισμένη, ήρεμη και ευγενική.

«Γιαγιά» φώναξε η μικρή «πάρε με μαζί σου! 



Ξέρω ότι θα εξαφανιστείς μόλις σβήσει το σπίρτο, όπως έσβησε η σόμπα, η ψητή πάπια και το χριστουγεννιάτικο δέντρο». Βιαστικά άναψε και τα υπόλοιπα σπίρτα που ήταν στο κουτί, ήθελε να κρατήσει την γιαγιά κοντά της. Τα σπίρτα άναψαν και σκόρπισαν τόση λάμψη ώστε φώτισε περισσότερο ακόμη και από την ημέρα. Τόσο όμορφη και μεγάλη δεν ήταν ποτέ η γιαγιά, πήρε το κοριτσάκι αγκαλιά και πέταξαν χαρούμενες και οι δυο τους. Το κρύο, η πείνα και ο φόβος άφησαν για πάντα το κοριτσάκι- είχε πάει στο Θεό.

Στη γωνία ανάμεσα στα δύο σπίτια καθόταν μέσα στο κρύο το μικρό κοριτσάκι με κόκκινα μάγουλα και ένα χαμόγελο σχηματισμένο στο στόμα του. Πέθανε από το κρύο την τελευταία ημέρα του χρόνου. Το πρωινό του νέου έτους πέρασε πάνω από το μικρό άψυχο κορμάκι το οποίο βρισκόταν καθισμένο μπροστά από τα καμένα σπίρτα. «Θα προσπάθησε να ζεσταθεί!» είπε κάποιος περαστικός. Κανείς δεν ήξερε πόσα όμορφα πράγματα είχε δει και με πόση λάμψη πέρασε με την γιαγιά της προς το νέο έτος.


  ***************

 Title: The Little Match Seller Directed by James Williamson

Written by Hans Christian Andersen
Date: 1902





Pages