Ήμουν κι εγώ εκεί... Και τα είδα όλα. - Point of view

Εν τάχει

Ήμουν κι εγώ εκεί... Και τα είδα όλα.



Η Γένεση… αλλιώς!




Είναι μια πολύ παλιά ιστορία αυτή. Και δυνατή, πιασάρικη! Μια γυναίκα -για φαντάσου- καθόρισε τη Μοίρα ολόκληρης της ανθρωπότητας. Αν αυτή δεν είχε λιγουρευτεί το μήλο, αν δεν είχε παρασυρθεί από τον όφι, αν δεν είχε παρακούσει τον Θεό, αν ο Αδάμ στεκόταν βράχος ακλόνητος, αν… αν… αν… Τι νόημα έχει τώρα πια;

Έτσι σας τα είπαν. Κι εσείς, δεν είχατε κανέναν λόγο να μην τα πιστέψετε. Το φίδι παρέσυρε την Εύα, η Εύα παρέσυρε τον Αδάμ, ο Θεός θύμωσε και ο κόσμος πήγε κατά διαόλου! Όμως, δεν ήταν μόνο αυτοί οι τρεις στον Παράδεισο. Ήμουν κι εγώ εκεί. Ένας από τους πρωταγωνιστές του… έργου. Και τα είδα όλα. Και επομένως, έχω κι εγώ άποψη επί του θέματος. Ναι, ναι, εγώ. Καλά ακούσατε. Γιατί; Επειδή είμαι, απλώς ένα μήλο, δεν έχω το δικαίωμα να πω τη γνώμη μου;

Αλλά, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Από τη στιγμή που ο Θεός βαρέθηκε να κάθεται μόνος Του μέσα στα σκοτάδια του Χάους και αποφάσισε να βρει έναν τρόπο, για να ομορφύνει τη μοναξιά Του. Τότε ήταν που ξεκίνησαν όλα. Είπε κι Αυτός, να ρίξει λίγο φως, να βλέπει γύρω του. Μα, όταν τ’ αστέρια, η σελήνη και ο ήλιος, φώτισαν το στερέωμα και είδε την ξεραΐλα που επικρατούσε, άρχισε να κάνει κι άλλα σχέδια.

Σκόρπισε τόνους νερού εδώ κι εκεί κι έφτιαξε μικρά και μεγαλύτερα πλάσματα. Άλλα τα έριξε στο νερό και άλλα τα άφησε να ζουν στη στεριά. Μα, όσο αυτά μεγάλωναν, άλλο τόσο μεγάλωναν και οι ανάγκες τους. Έπρεπε να φάνε. Έτσι, ο Θεός σκέφτηκε τα φυτά. Μμμ! Όλο και καλύτερα! Το ξερό χώμα, άρχισε να βλασταίνει, να βγάζει καρπούς. Και σιγά σιγά δημιουργήθηκε ένας υπέροχος κήπος. Και ο Θεός, τον ονόμασε Παράδεισο. Και τι δεν είχε εκεί μέσα! Πολύχρωμα, ευωδιαστά λουλούδια, δέντρα φορτωμένα με ζουμερούς καρπούς. Πουλιά πετούσαν ανάμεσά τους, γεμίζοντας τον αέρα με τις χαρούμενες τρίλιες τους. Κι εκεί, στη μέση αυτού του υπέροχου κήπου, πάνω σ’ ένα καταπράσινο δέντρο- το πιστεύετε;- έβαλε εμένα. Είχα, λοιπόν, κάθε λόγο για να είμαι περήφανο.

Έβλεπα τον κορμό του δέντρου που με φιλοξενούσε, να δυναμώνει και τα κλαδιά του να γεμίζουν με πράσινα, θαλερά φύλλα. Και ύστερα, να βγαίνει ο καρπός. Ένας κόκκινος, γυαλιστερός, ολοστρόγγυλος καρπός. Ήμουν πολύ χαρούμενο. Ένιωθα πως ανήκω κι εγώ κάπου. Το δέντρο κι εγώ, είμαστε πια, ένα. Κάθε πρωί που ο ήλιος φώτιζε τη μέρα, απολάμβανα την ομορφιά που υπήρχε γύρω μου. Κοίταζα μακριά, ως εκεί που έφτανε το μάτι. Ο ήλιος σκορπούσε τη λάμψη του κι έκανε τη θάλασσα να στραφταλίζει κάτω από το δυνατό του φως.

Και όταν έπεφτε η νύχτα και η σελήνη, ολόλαμπρη, έπαιρνε τη θέση του ήλιου, τα πουλιά λούφαζαν στα κλαδιά μου κι εγώ άνοιγα τα φύλλα μου για να τα φιλοξενήσω, ως το ξημέρωμα. Αισθανόμουν υπέροχα, νιώθοντας αυτή την αίσθηση γαλήνης να με αγκαλιάζει. Ακόμη και το φίδι, που ερχόταν κάπου κάπου να με επισκεφτεί, το άφηνα κι αυτό να κουλουριάζεται στον κορμό μου. Η αλήθεια είναι πως κάτι δεν μου άρεσε πάνω του, αλλά δεν βαριέσαι, πλάσμα του Θεού ήταν κι αυτό. Πού να το ήξερα τότε σε τι μπελάδες θα μας έβαζε!

Και μια μέρα, ο Θεός αποφάσισε να μου κάνει τη ζωή δύσκολη. Τι ιδέα κι αυτή! Έφτιαξε δυο πλάσματα, που δεν έμοιαζαν σε τίποτα με τα υπόλοιπα. Αλλά και μεταξύ τους διέφεραν. Ήταν, λέει, άνθρωποι… Και είχαν και ονόματα. Ο καθένας το δικό του. Αδάμ… και Εύα… Τι τους ήθελε τώρα αυτούς;

Άρχισα να τους παρατηρώ. Ήταν παράξενοι, διαφορετικοί. Εκείνη, ήταν όμορφη, λυγερή, με γαλατένια επιδερμίδα, υπέροχα σμιλεμένες καμπύλες και μακριά, καστανά μαλλιά. Πότε τ’ άφηνε να χύνονται ελεύθερα, ως κάτω χαμηλά στην πλάτη της, απολαμβάνοντας το δροσερό αεράκι που έπαιζε μαζί τους και πότε- όταν ήθελε να πειράξει τον Αδάμ- τα’ φερνε μπροστά της και τα άπλωνε σαν βεντάλια, κρύβοντας τα δυο στρογγυλά, σφιχτά σαν τους καρπούς μου, πράγματα, που φύτρωναν εκεί. Και τον κοίταζε μ’ ένα ύφος… Τι καμώματα ήταν αυτά! Κι αυτός πάλι, όλο εκεί το μάτι του. Δεν είχε, βλέπεις, τέτοια πράγματα αυτός, παρά μόνο κάτι σκουρόχρωμες, σγουρές τρίχες σ’ εκείνο το σημείο. Είχε, όμως, κάτι άλλο που κρεμόταν ανάμεσα στα πόδια του και που η Εύα το κοίταζε και χασκογελούσε.

Ο Θεός, τους είπε πως αυτός ο κήπος ήταν δικός τους. Άκουσον άκουσον! Ο δικός μου κήπος! Μπορούσαν, τους είπε, να ζουν εκεί, να κάνουν ό, τι θέλουν, να τρώνε από όποιον καρπό θέλουν, εκτός από τα μήλα μου. Πάλι καλά! Κάτι ήταν κι αυτό. Αλλά, τι να το κάνεις; Έχασα εγώ την ησυχία μου; Ξαμολύθηκαν μες στον κήπο μου γελώντας, φωνάζοντας, κυνηγώντας ο ένας τον άλλον. Τς τς τς, τι αγένεια! Έι, παιδιά, για λίγο ησυχία! Πού αυτοί; Δεν καταλάβαιναν τίποτα. Το βιολί τους. Λες και το έκαναν επίτηδες. Πού τους έχανες, πού τους έβρισκες, κάτω από τον ίσκιο μου έρχονταν να ξαπλωθούν. Γέμιζαν την αγκαλιά τους με πορτοκάλια, λωτούς, μπανάνες κι ύστερα κάθονταν στο μαλακό γρασίδι, ακουμπώντας την πλάτη τους στον κορμό μου και τα έτρωγαν, πειράζοντας ο ένας τον άλλον. Και στο τέλος, πετούσαν και τα φλούδια χάμω.






Και μια μέρα, το φίδι μας την έκανε τη ζημιά. Ο Αδάμ έπαιρνε τον μεσημεριανό του υπνάκο, πού αλλού; Κάτω από τον ίσκιο μου πάλι. Η Εύα, είχε αϋπνίες εκείνη την ημέρα. Ήταν για να γίνει το κακό. Κοίταξε τον Αδάμ, που κοιμόταν του καλού καιρού, και ύστερα σηκώθηκε, άπλωσε τα χέρια της, τεντώθηκε να ξεμουδιάσει κι άρχισε να σκέφτεται. Και επειδή όποιος δεν έχει τι να κάνει… δουλειά δεν είχε ο Διάολος, ένα πράγμα, που θα πουν και οι μεταγενέστεροι, έγινε η ζημιά.

Το φίδι, βρήκε την ευκαιρία που έψαχνε. Σύρθηκε αθόρυβα πάνω στο γρασίδι, αναρριχήθηκε νωχελικά πάνω στον κορμό μου και έβγαλε έναν συριχτό ήχο. Κάτι σαν, ψιτ ψιτ ας πούμε. Η Εύα, με το χέρι που κρατούσε έναν μισοφαγωμένο λωτό, μετέωρο, γύρισε ξαφνιασμένη.

Το φίδι κάρφωσε τα χάντρινα μάτια του στα δικά της. «Τι τρως;» τη ρώτησε.
Η Εύα έδειξε το μισοφαγωμένο φρούτο. «Δεν ξέρω πώς το λένε», είπε, «πάντως είναι πολύ νόστιμο. Όλα τα φρούτα που υπάρχουν σ’ αυτόν εδώ τον κήπο, είναι πολύ νόστιμα».
«Μμμ, δεν έχεις φάει απ’ αυτό το δέντρο, γι’ αυτό το λες.»

Τι έκανε, λέει; Τα δικά μου φρούτα δεν τα πειράζει κανείς. Διαταγή του… Μεγάλου. Και το ήξερε κι αυτή. Μα, τότε, γιατί κοιτάζει έτσι; Ούτε να το σκεφτείς…

«Μα… από αυτό το δέντρο, δεν επιτρέπεται να φάμε», του είπε.

Έτσι μπράβο! Καλό κορίτσι.

«Και γιατί, παρακαλώ;»
«Γιατί… έτσι μας είπε ο Θεός. Άλλωστε, δεν υπάρχει και λόγος. Τόσα φρούτα υπάρχουν, τόσοι καρποί, δεν χάθηκε κι ο κόσμος να μην φάμε από έναν.»
«Και αν αυτός ο καρπός σας κάνει σοφότερους; Αν τα μάτια σας ανοίξουν και δουν πράγματα που ως τώρα δεν καταλαβαίνατε; Να… ας πούμε εσείς, γνωρίζετε μόνο ό, τι βλέπετε μέσα σ’ αυτόν τον κήπο. Έχετε βγει ποτέ έξω; Ξέρετε αν υπάρχουν κι άλλα πράγματα που δεν τα γνωρίζετε, που δεν έχετε καν φανταστεί πως υπάρχουν;»

Η Εύα το κοίταξε για λίγο σκεπτική. Έτσι όπως τα έλεγε το φίδι, δεν είχε και άδικο. Τι είχε, δηλαδή, αυτός ο καρπός και δεν έπρεπε να τον δοκιμάσουν; Λες; Κάρφωσε το βλέμμα της πάνω μου. Την είδα να αμφιταλαντεύεται. Το φίδι είχε καταφέρει να σπείρει μέσα της την αμφιβολία. Με κοίταζε μ’ ένα ύφος… Όχι για να το παινευτώ, δηλαδή, αλλά όπως και να το κάνεις, είμαι όμορφο, ξεχωριστό. Γι’ αυτό και έχω την προστασία του Θεού. Άπλωσε το χέρι της και με άγγιξε. Και ύστερα, αφήνοντας πίσω και τους τελευταίους της δισταγμούς, με τράβηξε με μια αποφασιστική κίνηση, από το κλαδί.

Ωχ! Δεν το πιστεύω! Το’ κανε τελικά!

Με κράτησε για μερικές στιγμές στα χέρια της, μ’ έφερε μπροστά στο πρόσωπό της, οσμίστηκε το άρωμά μου και στο τέλος βύθισε τα δόντια της στη ζουμερή μου σάρκα. Οι χυμοί μου χύθηκαν πάνω στον λαιμό και στο στήθος της. Έκλεισε τα μάτια και αφέθηκε να απολαμβάνει, λιγωμένη από ευχαρίστηση, τη γλυκιά γεύση. Μια άλλη έκφραση, διαφορετική, απλώθηκε στο πρόσωπό της. Συνέχισε να με πληγώνει με τα δόντια της, ώσπου…
«Τι κάνεις εκεί;»
Ο Αδάμ, λες και ένιωσε πως κάτι κοσμογονικό συντελείτο, εν αγνοία του, πετάχτηκε αλαφιασμένος.
«Τι κάνεις εκεί;» επανέλαβε, κοιτάζοντάς την έντρομος.
Εκείνη, συνέχιζε να με γυρίζει με απόλαυση μέσα στο στόμα της και ύστερα άπλωσε το χέρι της, που κρατούσε ό, τι είχε απομείνει πια από εμένα και με πρόσφερε σ’ εκείνον.
«Πάρε», του είπε. «Είναι υπέροχο! Θα δεις τα πράγματα διαφορετικά. Πιο καθαρά, πιο… πικάντικα».

Του έριξε πάλι εκείνο το βλέμμα, όμως εκείνος την κοίταζε με αηδία και συνέχιζε να την κατηγορεί, ώσπου την ανάγκασε να κατεβάσει το κεφάλι της, ντροπιασμένη. Την παρέσυρε, λέει, το φίδι. Μπούρδες! Αν δεν ήθελε αυτή… Τώρα, βέβαια, εδώ που τα λέμε, πώς να την κατηγορήσω! Ποιος είναι, τάχα, τόσο δυνατός που να μπορεί ν’ αντισταθεί στις προκλήσεις, στους πειρασμούς! Και εγώ, ήμουν ο πειρασμός! Όμως, εκείνος ήταν τελικά πιο πονηρός. Δεν μάσησε. Απέστρεψε το βλέμμα του και από εκείνη και- αν είναι δυνατόν- και από εμένα. Μα, ποιος νομίζει, τέλος πάντων, πως είναι! Ποιος είναι αυτός που τολμάει να πει ‘’όχι’’ στον απαγορευμένο καρπό;

Ξαφνικά ο ουρανός γέμισε με βαριά, μαύρα σύννεφα και ένας εκκωφαντικός κρότος μ’ έκανε να τιναχτώ και να βρεθώ απότομα στο χώμα. Κοίταξα ψηλά. Το χέρι του Θεού, κρεμόταν απειλητικά μέσα από το σκοτεινό στερέωμα, δείχνοντας στα δυο του πλάσματα, τον δρόμο του διωγμού. Με θυμωμένη φωνή, ξέσπασε την οργή του πάνω τους. Εκείνοι, είχαν χάσει το χρώμα τους. Η λάμψη είχε σβήσει από τα πρόσωπά τους, το δέρμα τους από ροδαλό και φρέσκο που ήταν, είχε γίνει σταχτί και τα μάτια, είχαν βουλιάξει μέσα στις κόγχες τους.

Μετά το πρώτο σοκ, άρχισα να συνέρχομαι. Μα, τι έγινε; Κάπου αφαιρέθηκα. Έχασα επεισόδια, φαίνεται. Αφού ο Αδάμ δεν δοκίμασε τον καρπό μου, τι ήταν αυτό που ανάδευε ακόμη μέσα στο στόμα του; Αμ, δε… Σας γελάσανε. Έφαγε και παραέφαγε. Είπα κι εγώ… Και τώρα, τι γίνεται;

Ο Αδάμ και η Εύα, αφού πρόβαλλαν κάποιες αστείες δικαιολογίες- που, όπως ήταν φυσικό, δεν έγιναν αποδεκτές εκ μέρους του Θεού- προσπαθώντας ο ένας να ρίξει το φταίξιμο στον άλλον, άρχισαν να απομακρύνονται, με τα κεφάλια χαμηλωμένα. Τους παρατηρούσα σκεφτικό, μέχρι που χάθηκαν πίσω από την πυκνή βλάστηση.

Και τώρα; Μείναμε πάλι μόνοι. Το φίδι, μ’ ένα σαρδόνιο χαμόγελο, απλωμένο στην κακομούτσουνη θωριά του, σύρθηκε ευχαριστημένο ως την πλαγιά. Για να πω την αλήθεια, τους λυπήθηκα. Άσχετα αν μου χαλούσαν την ησυχία, εκείνοι περνούσαν τόσο όμορφα! Δεν είναι και λίγο πράγμα να σε διώχνουν από έναν τέτοιο υπέροχο τόπο! Αλλά… ας πρόσεχαν. Μόνοι τους έβαλαν τα χέρια τους και έβγαλαν τα μάτια τους. Μετά όμως, σκέφτηκα πως, τώρα που έφυγαν αυτοί, θα έβρισκα ξανά τη γαλήνη μου. Χωρίς φωνές και ποδοβολητά όλη την ημέρα. Δεν ήταν κι άσχημα!

Αλλά, πού τέτοια τύχη! Δεν πέρασε λίγος καιρός και άρχισαν πάλι οι φασαρίες. Η προηγούμενη αναστάτωση, δεν ήταν τίποτα μπροστά στα καινούρια γεγονότα. Λες και γύρισε ο κόσμος ανάποδα. Τώρα δεν ήταν πια μόνο αυτοί οι δυο. Ήταν πολλοί. Χιλιάδες, εκατομμύρια κι ακόμη περισσότεροι. Και ήταν άγριοι. Και κακοί, διεφθαρμένοι. Και αν βρίσκονταν και μερικοί ήσυχοι και καλόκαρδοι ανάμεσά τους, οι άλλοι τους έσπρωχναν, τους πατούσαν. Προσπαθούσαν να αναρριχηθούν, ν’ ανέβουν όλο και πιο ψηλά, προσπαθώντας να φτάσουν τον Θεό, σκαρφαλωμένοι στη ράχη αυτών που βρίσκονταν από κάτω. Οι δυνατοί περνούσαν αδιάφορα, με βιαστικά βήματα, αγνοώντας αυτούς, που με πονεμένο βλέμμα ικέτευαν την ευσπλαχνία τους. Άρπαζαν τη μπουκιά το ψωμί μέσα από το στόμα ανήμπορων, σκελετωμένων γερόντων. Μικρά παιδιά, κείτονταν σωριασμένα στην άκρη του δρόμου, βρώμικα και πεινασμένα. Απελπισμένες μανάδες ρίχνονταν στα κύματα, για να σώσουν τα σπλάχνα τους από τον χαμό. Φωνές, ικεσίες και κλάματα, έφταναν από παντού και τάραζαν και πάλι την ηρεμία του κήπου. Τα έβλεπα όλα αυτά από μακριά και λυπόμουν. Πονούσα ως μέσα βαθιά στο κουκούτσι, εκεί που φώλιαζε η ψυχή μου.

Τι κρίμα! Και όλα αυτά, γιατί; Πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα αν… Αν δεν τους κυβερνούσε η απληστία, η επιθυμία για δύναμη και εξουσία. Αυτά ήταν που τους οδήγησαν στην ανυπακοή. Το ‘’Θα κάνω ό, τι θέλω και δεν θα λογαριάσω κανέναν’’, έγινε σημαία τους. ‘’Φτάνει εγώ να περνάω καλά. Να τρώω ό, τι θέλω εγώ, να μ’ ενδιαφέρει μόνο ο εαυτός μου, να είμαι πάνω απ’ όλα εγώ… εγώ… εγώ…’’ Από εκεί ξεκίνησαν όλα. Και έγιναν παράδειγμα και για τους άλλους, που γεννήθηκαν από τον σπόρο τους.

Τώρα, τίποτα δεν είναι πια όπως πριν. Ούτε κι εγώ. Όλα αυτά που βλέπω να συμβαίνουν γύρω μου, έχουν ποτίσει με το δηλητήριό τους τα μέσα μου. Έχουν αλλοιώσει τη σάρκα μου. Νιώθω πως έχω χάσει την πρωτινή μου λάμψη. Ο χυμός μου δεν είναι πια τόσο γλυκός. Το δέρμα μου έχει ζαρώσει. Κρέμομαι από το κλαδί και ατενίζω γύρω μου με θλίψη. Πόσο θα’ θελα να φέρω όλους αυτούς τους αδύναμους ανθρώπους, εδώ στον κήπο μου. Να τους προσφέρω γαλήνη και ζεστασιά. Καλοσύνη. Να τους αφήσω να ξαποστάσουν κάτω από τον ίσκιο μου. Εδώ, σ’ αυτόν τον κήπο, που είναι η αγκαλιά του Θεού. Μα, ξέρω πως αυτό δεν γίνεται. Το μόνο που μπορώ και θέλω να κάνω, είναι να ελπίζω πως κάποτε, όλα αυτά θ’ αλλάξουν. Πως κάποτε, ο κήπος μου θα γεμίσει με χαρούμενα γέλια και χαμογελαστά πρόσωπα ευτυχισμένων ανθρώπων. Ανθρώπων που ο ένας θα νοιάζεται μόνο για το καλό του άλλου. Πρέπει να το πιστέψω. Το έχω ανάγκη. Γιατί αν το πιστέψω βαθιά, είναι σίγουρο πως θα γίνει! Και αυτό θα συνεχίσω να κάνω. Να ελπίζω!

Της Στέλλας Φραντζή

Pages