Alfred Adler: ο πατέρας της ατομικής ψυχολογίας - Point of view

Εν τάχει

Alfred Adler: ο πατέρας της ατομικής ψυχολογίας




Στις 7 Φεβρουαρίου του 1870 γεννήθηκε ο Αυστριακός ιατρός και ψυχολόγος Alfred Adler. Σε συνεργασία με τον Σίγκμουντ Φρόυντ και μία μικρή ομάδα συνεργατών του τελευταίου, ο Άντλερ ήταν μεταξύ των συνιδρυτών του ψυχαναλυτικού κινήματος. Διατύπωσε ένα ολοκληρωμένο σύστημα κατανόησης και ερμηνείας της συμπεριφοράς του ανθρώπου.  Ονόμασε το σύστημα του Ατομική Ψυχολογία θέλοντας, με τη λέξη «Ατομική», να δώσει έμφαση στη μοναδικότητα και την διαφορετικότητα,  την ενότητα και το αδιαίρετο του ατόμου.
Ο Adler μαζί με τον Freud συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στην ανάπτυξη της ψυχοδυναμικής θεωρίας. Μετά από μια συνεργασία περίπου 10 ετών ο Adler διαφοροποιήθηκε από την ορθόδοξη άποψη και εγκατέλειψε τις βασικές θεωρίες του Freud, επειδή πίστευε ότι ήταν υπερβολικά περιορισμένες στην έμφαση του καθορισμού από τους βιολογικούς παράγοντες και τα ένστικτα, και υποστήριζε ότι η προσωπικότητα του ατόμου επηρεάζεται κυρίως τα πρώτα έξι χρόνια της ζωής του και επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στην αντίληψη που έχει το ίδιο το άτομο για το παρελθόν και με ποιο τρόπο η ερμηνεία αυτή των πρώιμων γεγονότων επιδρά στο άτομο και «το τι είμαστε όταν γεννιόμαστε δεν είναι τόσο σημαντικό, όσο το τι κάνουμε με τις ικανότητες που διαθέτουμε».
Οι βασικές αρχές της Ψυχολογίας του Άντλερ ήταν:
–  Ο άνθρωπος είναι ένα «κοινωνικό όν».
Αναπτύσσεται μέσα στην ανθρώπινη κοινωνία και έχει μεγάλη σημασία για την ψυχική του ισορροπία και εξέλιξη, η επαφή του με τους άλλους ανθρώπους, η αίσθηση ότι ανήκει. «Ανήκει όταν συμμετέχει, συμμετέχει όταν δεν νιώθει φόβο ή μοναξιά».
–  Ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος για τη ζωή του.
Τα πιστεύω και η συμπεριφορά του έχουν σκοπό. Μπορεί να τα αλλάξει αν το θελήσει πραγματικά. 
–  Ο άνθρωπος χρειάζεται ατμόσφαιρα παραδοχής, ισοτιμίας, σεβασμού, εμπιστοσύνης, ενθάρρυνσης και συνεργασίας για να αποδίδει, να εξελίσσεται και να βρίσκει τρόπους να αντιμετωπίζει τις δυσκολίες που συναντά στην πορεία της ζωής του.



Ήταν ο πρώτος που έδωσε τόσο μεγάλη βαρύτητα στις ενδοοικογενειακές σχέσεις. Δίνει ιδιαίτερη προσοχή στις σχέσεις ανάμεσα στα αδέλφια και στην θέση που ένα άτομο έχει μέσα στην οικογένεια του. Παρατήρησε πως τα παιδιά της ίδιας οικογένειας, αν και μοιράζονται κοινές πεποιθήσεις και αντιλήψεις, η ψυχολογική τους κατάσταση είναι διαφορετική από εκείνη των άλλων παιδιών, λόγω της σειράς γέννησης τους, και έβγαλε τα εξής συμπεράσματα:


Το μεγαλύτερο παιδί γενικά είναι ο αποδεκτής μεγάλης προσοχής και κατά την περίοδο που αποτελεί το μοναδικό παιδί της οικογένειας, συνήθως γίνεται κακομαθημένο επειδή αποτελεί το επίκεντρο. Συνήθως είναι αξιόπιστο, εργάζεται σκληρά και αγωνίζεται να προχωρήσει μπροστά. Όταν ένας καινούργιος αδελφός/η εμφανίζεται, το μεγαλύτερο παιδί θεωρεί ότι χάνει τη θέση του. Δεν είναι πια μοναδικό ή ξεχωριστό. Μπορεί επίσης να πιστεύει ότι το καινούργιο μέλος θα του κλέψει την αγάπη που έχει συνηθίσει να απολαμβάνει.


Το δεύτερο παιδί από την στιγμή που θα γεννηθεί, μοιράζεται την προσοχή των μελών της οικογένειας του με ένα άλλο παιδί. Το δεύτερο παιδί συνήθως, συμπεριφέρεται σαν να ήταν σε μια κούρσα δρόμου και γενικά βρίσκεται συνεχώς σε εγρήγορση. Είναι σαν να εκπαιδεύεται να ξεπεράσει το μεγαλύτερο, αυτός ο ανταγωνισμός τους επηρεάζει στη μετέπειτα ζωή τους. Το μικρότερο παιδί αναπτύσσει την ικανότητα να βρίσκει τα αδύναμα σημεία του μεγαλύτερου παιδιού και να προσπαθεί να κερδίσει τον έπαινο και από τους γονείς του και από τους δασκάλους του σημειώνοντας επιτυχίες στους τομείς εκείνους που το μεγαλύτερο παιδί έχει αποτύχει. Εάν το ένα παιδί έχει κάποιο ταλέντο σε ένα δεδομένο τομέα, το άλλο παλεύει για αναγνώριση αναπτύσσοντας άλλες ικανότητες. Το δεύτερο παιδί βρίσκεται συχνά σε αντίθεση με το πρώτο.


Το μεσαίο παιδί συχνά αισθάνεται στριμωγμένο. Μπορεί να πιστεύει στην αδικία της ζωής και να αισθάνεται εξαπατημένο. Το άτομο αυτό μπορεί να υιοθετήσει μια στάση αυτολύπησης και να γίνει ένα προβληματικό παιδί. Από την άλλη πλευρά, ιδιαίτερα στις οικογένειες που χαρακτηρίζονται από συγκρούσεις, το μεσαίο παιδί μπορεί να γίνει ο ειρηνοποιός της οικογενείας, το άτομο που κρατάει της ισορροπίες.


Το μικρότερο παιδί είναι πάντα το μωρό της οικογένειας και συνήθως το ποιο χαϊδεμένο. Έχει έναν ξεχωριστό ρόλο να παίξει, από την στιγμή που είναι το τελευταίο από τα παιδιά της οικογένειας. Τα μικρότερα παιδιά συνήθως τραβούν το δικό τους δρόμο. Συνήθως αναπτύσσονται με τρόπους που κανένα άλλο μέλος της οικογένειας δεν είχε σκεφτεί ακόμα.


Το μοναδικό παιδί αντιμετωπίζει το δικό του πρόβλημα. Αν και έχει κάποια κοινά στοιχεία με το μεγαλύτερο παιδί, μπορεί να μην μάθει να συνεργάζεται ή να μοιράζεται με άλλα παιδιά. Θα μάθει να συνυπάρχει καλά με τους ενήλικες, καθώς η οικογένεια του αποτελείται μόνο από ενήλικες. Συχνά, το μοναδικό παιδί παραχαϊδεύεται από τους γονείς του και μπορεί να είναι προσκολλημένο στον έναν από αυτούς ή και στους δυο. Μπορεί να θέλει να είναι στο κέντρο της προσοχής συνέχεια και να αισθάνεται ότι αδικείται εάν η θέση του

στη οικογένεια αμφισβητηθεί.Το αίσθημα κατωτερότητας ξεκινά από την παιδική ηλικία

Ενώ στην ορθόδοξη ψυχαναλυτική θεωρία ο πυρήνας γύρω από τον οποίο σχηματίζεται η προσωπικότητα του κάθε ατόμου και αντίστοιχα και ο χαρακτήρας του είναι η τόσο πολυσυζητημένη πλέον σεξουαλικότητα, στη θεωρία του μαθητή του Freud, του Alfred Adler (του πρώτου αναθεωρητή του Φροϋδισμού) το επίκεντρο αποτελεί ένα πανανθρώπινο αίσθημα κατωτερότητας.
Ο Άντλερ υιοθέτησε την άποψη ότι οι βασικές δομές συμπεριφοράς, το στυλ ζωής του ατόμου διαμορφώνεται μέσα στα πρώτα πέντε χρόνια της ζωής του και παγιώνεται γύρω στο τέλος της εφηβείας, αντίθετα με τον δάσκαλό του τον Φρόυδ ο οποίος πίστευε ότι η σεξουαλικότητα ήταν το κλειδί. Επιπρόσθετα ο Άντλερ υποβάθμισε τον καθοριστικό ρόλο της σεξουαλικότητας και έδωσε κεντρική σημασία στο ρόλο που διαδραματίζει η έμφυτη τάση του ατόμου για δημιουργία ενός συμπλέγματος κατωτερότητας.
Πώς γεννιέται αυτό το αίσθημα;
Το παιδί, το κάθε παιδί, μικρό και αδύναμο στην αντιπαράθεσή του με τους ενήλικους του περιβάλλοντός του, οικείους, συγγενείς, φίλους ή τρίτους, αισθάνεται σωματικά και μυικά αυτό που πραγματικά είναι – δηλαδή ασθενέστερο μικρότερο, υποδεέστερο. Οι γονείς του όπως οι γονείς του κάθε παιδιού που από αμάθεια ή αφέλεια ή για λόγους παιχνιδιού ειρωνεύονται συχνά το παιδί, του δείχνουν αδιαφορία ή το αντιμετωπίζουν με έλλειψη στοργής, τείνουν να ενισχύσουν τα συναισθήματα κατωτερότητας που αισθάνεται το παιδί.
Ο ρόλος της μητέρας είναι κεντρικός στη θεωρία του Άντλερ για δύο κυρίως λόγους
-Εάν η μητέρα είναι εξαιρετικά απαιτητική απέναντι στο παιδί ενισχύει υπέρμετρα τα υποκειμενικά του συναισθήματα κατωτερότητας.
– Εάν πάλι η μητέρα είναι υπερβολικά προστατευτική το εμποδίζει να κατανοήσει σωστά και να αξιολογήσει ορθά το περιβάλλον και τις απαιτήσεις της ζωής θεωρώντας τον εαυτό του επίκεντρο της προσοχής τρίτων και του δημιουργεί ψευδαισθήσεις παντοδυναμίας.

Η σταθερή αναζήτηση δύναμης και εξουσίας -αντίδοτα για τα θεμελιακά συναισθήματα αδυναμίας και κατωτερότητας που διακατέχουν το παιδί- οδηγεί το άτομο στην ανεδαφική θεώρηση παντοδυναμίας του (σύμπλεγμα ανωτερότητας) ή το καθηλώνει στη φοβική θέση της αδυναμίας των παιδικών του χρόνων οπότε και εστιάζεται το σύμπλεγμα κατωτερότητας.
Ανθολόγιον

Pages