Το Παλάτι κι οι Παλατιανοί - Point of view

Εν τάχει

Το Παλάτι κι οι Παλατιανοί




Κάθε ομοιότητα , από το συγκεκριμένο απόσπασμα του “Παραμυθιού Χωρίς Όνομα” της Πηνελόπη Δέλτα, με γεγονότα της εποχής μας είναι εντελώς συμπτωματική…



Από το μεγάλο και λαμπρό παλάτι του Συνετού Α’, μόνος ο ψηλός πύργος έμενε κατοικήσιμος. Όλα τ’ άλλα δωμάτια, οι μεγάλες σάλες, οι διάδρομοι, οι στρατώνες είχαν γκρεμίσει. Ο ψηλός πύργος ήταν και αυτός σε κακά χάλια. Κανένας δε φρόντισε ποτέ να επιδιορθώσει τους πεσμένους σοβάδες. Και ο άνεμος περιδιάβαζε και σφύριζε ελεύθερα στις άδειες κάμαρες, όπου από τα περισσότερα παράθυρα έλειπαν τα γυαλιά.

Οι χοντροί όμως τοίχοι βαστούσαν ακόμα. Κι εκεί, σε μετρημένα δωμάτια, περιορίζουνταν ο Βασιλιάς και η οικογένεια του….

Ο Βασιλιάς σηκώθηκε και χτύπησε το κουδούνι. Μα κανένας δεν παρουσιάστηκε. Ξαναχτύπησε, και πάλι κανένας δεν ήλθε.
Τότε θύμωσε και βγήκε στο κατώφλι και άρχισε να βροντά τα πόδια του στο πάτωμα και να φωνάζει με θυμό:
— Στο διάβολο, τέτοιοι υπηρέτες σαν τους δικούς μου! Θα σας κόψω ολονών το κεφάλι!
Τρομαγμένος και τρεχάτος έφθασε ο αρχικαγκελάριος.
Γύρω στο λαιμό του κουδούνιζε μια τενεκεδένια αλυσίδα.
— Αφέντη, να συγχωρήσεις το δούλο σου… άρχισε.
— Πού είναι όλοι οι μασκαράδες οι υπηρέτες; διέκοψε οργισμένος ο Βασιλιάς. Γιατί δεν αποκρίνεται κανένας σαν κουδουνίζω;
Έξαφνα, βλέποντας την αλυσίδα ξεκαρδίστηκε στα γέλια.
— Τι μου κάθισες στο λαιμό σου, στη θέση της χρυσής σου αλυσίδας; ρώτησε.
Ο αρχικαγκελάριος κοκκίνισε, ψέλλισε, μπερδεύτηκε, τα έχασε και σώπασε.
— Τι λες; αναφώνησε ο Βασιλιάς. Την πούλησες; Και γιατί;
— Για να δειπνήσει η Αφεντιά σου χθες, αποκρίθηκε ο αρχικαγκελάριος με χαμηλή φωνή, χαιρετώντας ως κάτω.
— Α!… Χμ!… καλά, είπε ο Βασιλιάς. Σε συγχωρώ αυτή τη φορά.
Τυλίχθηκε με μεγαλείο στο σχισμένο του μανδύα κι εξακολούθησε:
— Δώσε διαταγή να φωνάξουν τον αρχικελάρη. Ο λαιμός μου είναι κατάξερος, και θέλω να τον γλυκάνω με το τοπαζί νησιώτικο κρασί που το ζούλευε ακόμα και ο Βασιλιάς ο θειός μου! Ύστερα πρόσταξε τον αρχιτραπεζιέρη να στρώσει ευθύς το τραπέζι. Τι μας έχει και περιμένομε; Η ώρα πέρασε.
Σκυμμένος ως κάτω στάθηκε ο αρχικαγκελάριος ακίνητος.
— Με ακούς λοιπόν; είπε ο Βασιλιάς σηκώνοντας ακόμα ψηλότερα το βασιλικό του κεφάλι. Τι περιμένεις;
— Αφέντη… ο αρχικελάρης σου έφυγε και το κελάρι είναι αδειανό.
— Τι λες; φώναξε ο Βασιλιάς.
— Τι λες; επανέλαβε η Πικρόχολη.
Και ξεχνώντας κακιώματα και πείσματα μπροστά στο φόβο της νηστείας, ξεπετάχθηκε από την καρέγλα της, ενώ οι παρακόρες παρατούσαν τα μαλλιά της Βασίλισσας και σίμωναν και αυτές, ανήσυχες, ν’ ακούσουν.
Ο αρχικαγκελάριος υποκλίθηκε λίγο πιο βαθιά, μα δεν αποκρίθηκε.
Ο Βασιλιάς έξυσε νευρικά τη φαλάκρα του και η κορώνα έγειρε μελαγχολικά στο αριστερό του αυτί.
Κάπως μουδιασμένος ρώτησε:
— Φαγί έχει;
Ο αρχικαγκελάριος, χωρίς ν’ ανασηκωθεί, άνοιξε τα δυο του χέρια κι έδειξε του Βασιλιά πως ήταν άδεια.
Ο Άρχοντας κατάλαβε. Άφησε το επιτακτικό του ύφος, μαζί με το χρυσοκέντητο λιωμένο μανδύα του που κρεμάστηκε πίσω, αξιοθρήνητος στον κουρέλιασμα του.
Έκανε μερικούς γύρους στο δωμάτιο, ύστερα κάθισε σε μια κουτσή και τρύπια χρυσή πολυθρόνα, και με μια σπρωξιά, στέλνοντας την κορώνα από το αριστερό του αυτί στο δεξί, είπε με απόφαση:
— Πανουργάκο, έλα δω!
Ο αρχικαγκελάριος ίσιασε την πλάτη του και προχώρησε προς το Βασιλιά.
— Αφέντη!… είπε με καινούρια υπόκλιση.
— Τι προτείνεις; ρώτησε σύντομα ο Βασιλιάς.
Ο αρχικαγκελάριος κοίταξε σιωπηλά την κορώνα του Άρχοντα, όπου γυάλιζαν ανάμεσα στο μάλαμα μερικά μεγάλα πολύτιμα πετράδια.
Ο Βασιλιάς κατάλαβε την έννοια της ματιάς, και τρομαγμένος άρπαξε την κορώνα του με τα δυο του χέρια και τη στήριξε στο κεφάλι του.
— Αχ, όχι! Αυτό όχι! φώναξε νευρικά. Πρότεινε κάτι άλλο.
— Τότε, και αφού δεν επιστρέφουν οι υπασπιστές που έστειλα στα γειτονικά βασίλεια από δω και δέκα μέρες, ας κάνει τον κόπο η Αφεντιά του το Βασιλόπουλο, να πάγει άλλη μια φορά στο Βασιλιά τον εξάδελφο σου.
— Όχι, είπε αποφασιστικά το Βασιλόπουλο, βγαίνοντας από τη γωνιά όπου είχε αποτραβηχθεί με την Ειρηνούλα. Έκανα όρκο να μη ζητιανέψω πια ποτέ.
Ο Βασιλιάς σηκώθηκε μ’ έναν πήδο και στάθηκε μπροστά στο γιο του, φοβερίζοντας τον με το γρόθο του.
— Και ποιος είσαι συ, παλιόπαιδο, που κάνεις όρκους κι έχεις και γνώμη; είπε με θυμό.
— Είμαι ο αυριανός Βασιλιάς, αποκρίθηκε ήσυχα ο γιος του, και την αξιοπρέπεια μου τη θέλω.
Ο Αστόχαστος έτριψε το μέτωπο του με λύσσα. Απάντηση δεν έβρισκε να δώσει του αγοριού του, μα έμενε το πρόβλημα άλυτο, που να βρουν φαγί.
— Πανουργάκο! φώναξε στο τέλος απελπισμένα, ή θα βρεις μια λύση ή σου κόβω το κεφάλι!
Ο δυστυχισμένος Πανουργάκος ταράχθηκε πολύ. Άρχισε να τρέμει στα γερά και να κοιτάζει την πόρτα, μετρώντας με το μάτι πόσα βήματα έπρεπε να κάνει για να τη φθάσει.
— Λοιπόν, μια λύση! φώναξε ο Βασιλιάς.
Ο αρχικαγκελάριος έτρεμε ολόκληρος.
— Να… να πάγω εγώ… πρότεινε με σβησμένη φωνή.
— Να πας λοιπόν, μα να τρέξεις! αποκρίθηκε ο Βασιλιάς. Θέλω ευθύς φαγί και κρασί. Αν δεν πας κι έλθεις σαν αστραπή, σου κόβω το κεφάλι!
Πριν προφθάσει να τελειώσει τη φράση του, ο αρχικαγκελάριος ήταν κιόλα μακριά.
Τρεχάτος είχε βγει ο Πανουργάκος. Μα σα βρέθηκε έξω, στα σκοτεινά και στο κρύο, σταμάτησε.
— Πού θα πάγω, μουρμούρισε. Και πώς; Θέλω δυο μέρες για να φθάσω στου εξαδέλφου Βασιλιά, και ως τότε…
Έμεινε δυο λεπτά σκεπτικός. Ύστερα πήρε την απόφαση του.
— Τι σήμερα, τι αύριο! μουρμούρισε. Θα φύγω που θα φύγω! Μόνο να τελειώσω πρώτα τις δουλειές μου με το φίλο μου τον Λαγό-καρδο…
Και άρχισε να κατεβαίνει το βουνό.
Εκεί που πήγαινε βιαστικός, άκουσε περπατησιές.
Τον έπιασε τρομάρα.
— Ποιος είναι; ρώτησε φοβισμένα.
— Κανένας, Εξοχότατε, εγώ είμαι! αποκρίθηκε μια φωνή πιο φοβισμένη ακόμα από τη δική του.
Ο αρχικαγκελάριος πήρε αμέσως θάρρος.
— Και ποιος είσαι συ; ρώτησε.
— Εγώ. εγώ. ο Κακομοιρίδης, ο σιδεράς, αποκρίθηκε τρεμουλιαστά η φωνή.
— Έλα μπροστά μου, αμέσως! πρόσταξε ο αρχικαγκελάριος.
Και μια σκιά ανθρώπινη, με μεγάλη καμπούρα στον ώμο, παρουσιάστηκε μπροστά του.
Ο αρχικαγκελάριος έπιασε την καμπούρα.
— Μπρε κλέφτη! Τι έχεις μέσα στο σακούλι σου; ρώτησε άγρια.
— Εξοχότατε… κλέφτης δεν είμαι… Είναι οι κότες μου και το κρασί μου, που τ’ αγόρασα και που τα πλήρωσα.
— Ψέματα λες! φώναξε πιο άγρια ο αρχικαγκελάριος. Οι κουρελιάρηδες σαν και σένα δεν τρώνε κότες ούτε πίνουν κρασί! Τα έκλεψες αυτά. Πες μου από πού!
— Δεν τα έκλεψα, να σε χαρώ, Αφέντη μου, τα πλήρωσα! αποκρίθηκε ο Κακομοιρίδης με δάκρυα στη φωνή. Τα πλήρωσα, Αφέντη μου, με τα λεφτά που μάζεψα πουλώντας το κέντημα που έφτιασε η κόρη μου για το θείο του Βασιλιά, τον Άρχοντα του γειτονικού βασιλείου. Ρώτησε τον, Εξοχότατε, αν δεν τα πλήρωσα! Μου έκανε μάλιστα και δώρο ένα παστίτσιο.
Μα δεν πρόφθασε να τελειώσει. Τέτοια καλή τύχη ο Πανουργάκος δεν την άφησε να φύγει.
Άρπαξε το σακούλι του κατατρομαγμένου Κακομοιρίδη, και με μια κλωτσιά τον έστειλε να δοκιμάσει πόση ώρα χρειάζεται να κατέβει κανείς, κουτρουβαλιστά, από πάνω από ένα ψηλό βουνό, χωρίς να πατήσει το πόδι του χάμω.

Πηνελόπη Δέλτα – Παραμύθι Χωρίς Όνομα
via

Pages