Οπτάνεται ο Θεός; - Point of view

Εν τάχει

Οπτάνεται ο Θεός;



Διδασκαλία περί της νοεράς προσευχής


Αυτά δεν σας τα έχω πει άλλη φορά. Αυτή είναι μια δική μου παράλειψις, κι ας πούμε δική μου υπευθυνότητα.

Η καρδιά του ανθρώπου είναι το κέντρον των υπέρ φύσιν, των κατά φύσιν και των παρά φύσιν κινήσεων. Τα πάντα ξεκινούν από την καρδιά. Εάν η καρδιά καθαρισθή, τότε οπτάνεται ο Θεός, βλέπουμε τον Θεό. Πώς θα Τον δούμε; Μήπως ο Θεός είναι άνθρωπόμορφος και έχει σχήμα ανθρώπινο για να Τον δούμε; Όχι. Ο Θεός είναι νοητός. 

Ο Θεός είναι Πνεύμα· και ως Πνεύμα απόλυτον βρίσκεται στο σύμπαν. Αλλά βρίσκεται και μέσα στην καρδιά του ανθρώπου, όταν αυτή γίνη δεκτικόν δοχείον. Και για να γίνη δεκτικόν δοχείον, πρέπει να γίνη καθαρή. Όχι να την πλύνουμε με νερό, αλλά να γίνη καθαρή από λογισμούς ακαθάρτους. Αλλά για να καθαρισθή η καρδιά πρέπει να πιή κάποιο φάρμακο. Το φάρμακο είναι η προσευχή.

Όπου πηγαίνει ο Βασιλεύς, διώκονται οι εχθροί και όπου πηγαίνει ο Χριστός, το Όνομά Του το Άγιον, φυγαδεύονται των δαιμόνων οι φάλαγγες. Και όταν εθρονισθή καλά – καλά μέσα ο Χριστός, τότε υπακούουν τα πάντα. Όπως ένας βασιλεύς που έχει κυριεύσει ένα κράτος και πάει να ενθρονισθή στην πρωτεύουσα και έχει καθυποτάξει όλους τους επαναστάτας προηγουμένως και έχει γεμίσει το κράτος από φαντάρους και όπλα, αφού καθησυχάσουν όλες οι εσωτερικές ανωμαλίες, τότε βασιλεύει τους υπηκόους με ειρήνη και αγαλλίασιν. Ο βασιλεύς τότε κάθεται εις τον θρόνον του και βλέπει τα πάντα υποτεταγμένα και τότε χαίρεται και αγάλλεται.

Έτσι είναι και το κράτος της καρδιάς μας. Έχει μέσα εχθρούς, έχει επαναστάτας, έχει λογισμούς, πάθη, αδυναμίες, το ένα, το άλλο, ανακατωσούρες, θύελλες, τρικυμίες, ταραχές και αντιζηλίες. Όλα στην καρδιά γίνονται. Και για να μπορέση αυτό το κράτος της καρδιάς να καθησυχάση και να υποταχθή, πρέπει να έλθη ο Χριστός, ο Βασιλεύς με τις στρατιές Του, να κυριεύση το κράτος, να διώξη τον διάβολο, να καθησυχάση κάθε ανησυχία από τα πάθη και αδυναμίες, να βασιλεύση σαν αυτοκράτωρ και σαν Παντοδύναμος, και τότε κατά τους Πατέρας, αυτή η κατάστασις λέγεται καρδιακή ησυχία. Αυτό θα πή καρδιακή ησυχία, να βασιλεύη η προσευχή χωρίς να διακόπτεται, και η προσευχή να έχη δημιουργήσει την καθαρότητα και την ήσυχον καρδίαν.

Οι τρόποι του προσεύχεσθαι είναι πολλοί. Υπάρχει βέβαια ο προφορικός τρόπος. Είναι δηλαδή το να λέμε την ευχή με το στόμα. Αυτός ο τρόπος είναι που πρέπει να τον μεταχειριστούμε κατ’ αρχάς, όταν αρχίσουμε να εργαζόμαστε την ευχή, για να επιτύχωμε τον τελικό σκοπό μας.

Επειδή ο νους είναι αεικίνητος (κινείται πάντοτε) και επειδή όχι κατά φύσιν, αλλά κατά κατάχρησι και αδιαφορία και κατά άγνοια πολλή, περιπολεί ο νους εδώ κι εκεί, γυρίζει όλο τον κόσμο και επαναπαύεται στις διάφορες ηδονές. Πότε ο νους πάει στα σαρκικά, πότε σε άλλο πάθος. Λόγω του μετεωρισμού οδηγείται να τριγυρνάη οπουδήποτε, και να χαζεύη, που λέμε. Πάντως όπου κι αν πάη, ό,τι κι αν σκεφθή βλέπει μέσα του και κάποια ηδονή και ευχαρίστησι.

Γι’ αυτό ο άνθρωπος που έχει σκοπό να κατορθώση το «αδιαλείπτως προσεύχεσθαι» και να συμμαζέψη αυτόν τον σκονισμένο νού του, τον αλήτη, που γυρίζει όλα τα σοκάκια, ώστε να συμμορφωθή και να γίνη νοικοκύρης, πρέπει να του προσφέρη κάτι, να τον γλυκάνη, διότι όπως είπαμε ευχαριστιέται και ηδονίζεται να τριγυρνάη εδώ κι εκεί. Πρέπει να τον ελκύσουμε πάλι με κάτι το ηδονικό. Γι αυτό χρειάζεται να λέμε κατ’ αρχάς την προσευχή με το στόμα. 

Ο αρχάριος που διδάσκεται την προσευχήν, πρέπει ν’ αρχίση με το στόμα και να λέη: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» και να προσπαθή να τραβά τον νού από τα κοσμικά. Η φωνή, η οποία θα βγαίνη, ο ήχος της φωνής, θα ελκύη τον νουν εις προσοχήν. Ο ήχος που δημιουργεί το κούνημα της γλώσσας σιγά – σιγά συμμαζεύει τον νού από το σκορπισμό. Η προαίρεσις, η προσπάθεια, η προσοχή και ο σκοπός που επιδιώκουμε να πετύχουμε την αδιάλειπτη προσευχή, μας βοηθούν όλα αυτά ώστε να αρχίση να συμμαζεύεται ο νους μας.

Αλλά λεγομένης της ευχής συν τω χρόνω αρχίζει να δημιουργήται κάποια ευχαρίστησις, κάποια χαρά, μια ειρήνη, κάτι το πνευματικό. Έ! αυτός είναι ο Θεός! Ελκύει τον νουν αυτή η ευχαρίστησις. Προχωρώντας η προφορική ευχή, έλκοντας τον νουν προς τα έσω, δίνεται μια ελευθερία στο νού να λέη κι εκείνος την ευχή, χωρίς να ανοίγη το στόμα. Αρχίζει δηλαδή να γίνεται κάποιος καρπός. Μετά την λέει ο άνθρωπος πότε με τον νούν, πότε με το στόμα, και αρχίζει σιγά – σιγά ο νους να κυριεύη την ευχή. Αδολεσχώντας ο νους συνεχώς με την ευχή, αρχίζει να μπαίνη και στην καρδιά. Και κεί που στέκεται ο άνθρωπος, βλέπει την καρδιά να λέη την ευχή.


Η σύνδεση της καρδιάς με τη νοερά προσευχή


Για να φθάσωμε όμως εδώ, θα βοηθήση πολύ ο τρόπος που λέγεται η ευχή, τον οποίον βέβαια ίσως έχετε ακούσει άλλοτε, ίσως έχετε διαβάσει. Πάντως τώρα θα τον συστηματοποιήσουμε για να τον εξασκήσουμε, διότι θα φέρη καλά αποτελέσματα.

Είπαμε ότι η καρδιά είναι το κέντρον όλων των κινήσεων, των ψυχικών και των διανοητικών, αλλά και των πόνων του σώματος. Ο κάθε πόνος ο σωματικός κτυπάει στην καρδιά. Και το δόντι στην καρδιά κτυπάει όταν πονά. Και το χέρι όταν πληγωθή και το νεφρό, και όλα στην καρδιά θα κτυπήσουν. Η καρδιά κινείται διά μέσω της αναπνοής, όταν παύση ο άνθρωπος να αναπνέη, σιγά – σιγά σταματάει και η καρδιά. Η καρδιά του ανθρώπου διά της εισπνοής δέχεται τον καθαρό αέρα, τον βγάζει και παίρνει άλλον, και έτσι σιγά – σιγά διατηρείται στη ζωή.

Όταν λοιπόν αφήσουμε τον κανονικόν και φυσικόν ρυθμόν της εισπνοής και εκπνοής, και εισπνέουμε και εκπνέουμε αργά, γίνεται μια ανωμαλία στην φυσική εισπνοή και εκπνοή της καρδιάς. Οπότε όσο υπάρχει αυτή η ανωμαλία, δημιουργείται κάποιος πόνος, κάποια, ας το πούμε, στένωσι στην καρδιά, διότι δεν απολαμβάνει τον αέρα κατά τον ρυθμό της φύσεως. 

Δηλαδή αντί να τον δώσωμε σύντομα, τον δίνουμε τον αέρα πιο αργά. Ο πόνος που δημιουργείται κατά φυσική συνέπεια, έλκει τον νουν να προσέξη την καρδιά, και αυτή η έλξις του νού προς την καρδιά δημιουργεί την ένωσιν του νού και της καρδιάς. Όπως όταν πονάη το δόντι, ο νους γυρνάει – γυρνάει, και πάλι στον πόνο ξανάρχεται, έτσι και στην καρδιά.

Όταν θα αρχίσουμε να λέμε την ευχή με αραιά εισπνοή και εκπνοή θα δημιουργηθή, κατά φυσική συνέπεια, αυτός ο πόνος, αυτή η στενοχώρια στην καρδιά. Αυτή η στενοχώρια θα μας βοηθήση, ώστε ο νους να προσέξη την καρδιά. Λέγοντας λοιπόν την ευχή ρυθμισμένη με μια αραιά εισπνοή και εκπνοή ο νους θα κατεβαίνη στον πόνο, οπότε θα αποκλεισθή ο μετεωρισμός.

Αποκλειομένου του μετεωρισμού μ’ αυτόν τον τρόπον, ο νους θα βρή ησυχία, δεν θα βρή αιτία να σκορπισθή. Ο πόνος τον συνάζει.

Αυτή η μέθοδος με την αραιά εισπνοή και εκπνοή είναι απαιτητικό μέσο, μαζί με την προσοχή, ώστε να μη μας ξεφεύγη ο νους. Έτσι θα μπορέσουμε να κόψουμε τον μετεωρισμό, ο οποίος είναι η αφαίμαξις της ουσίας της προσευχής. Δηλαδή ο μετεωρισμός μας αφαιρεί την ωφέλεια της προφερομένης ευχής.

Αποκλείοντας λοιπόν τον μετεωρισμό δίνουμε αέρα στο νού, να είναι καθαρός και να προσέχη στην καρδιά. Αρχίζουμε λοιπόν να αναπνέουμε σιγά – σιγά και αναπνέοντας ενώνουμε και την προσευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Είτε μια ευχή, είτε δύο, είτε τρεις θα πούμε στην εισπνοή. Ύστερα εκπνέοντας πάλι θα ενώσουμε την προσευχή. Τρεις φορές θα την πούμε στην εκπνοή και δύο στην εισπνοή, όπως μπορούμε· πάντως κατ’ αυτή την έννοια θα ρυθμίζουμε την ευχή με την αναπνοή.

Τώρα εάν μπορούμε να λέμε την ευχή νοερώς με αραιά εισπνοή και εκπνοή καλώς. Εάν όμως δυσκολευώμεθα διότι ο νους παθαίνει δυσκολία από τον πειρασμό, θα παίρνουμε αναπνοή από το στόμα και μπορεί να κουνιέται λίγο παραμικρό η γλώσσα μας και αυτό είναι ευεργετικό πολύ στην αρχή.

Αφού λοιπόν θα αδολεσχήσωμε κατ’ αυτήν την έννοια, ρυθμίζοντας την προσευχή με την αραιά εισπνοή και εκπνοή, θα αρχίση να δημιουργήται μέσα στην καρδιά μας ένας πόνος και ο νους θα κολλήση εκεί. Αμετακίνητα θα προσπαθή ο νους να είναι στην καρδιά.

Όταν παίρνουμε την εισπνοή από το στόμα ή από τη μύτη θα λέμε την ευχή, εν τω μεταξύ ο νους θα είναι στην καρδιά, θα παρακολουθή όχι την καρδιά, το σχήμα· δεν θα φανταζώμεθα το σχήμα της καρδιάς, αλλ’ ο νους θα προσέχη στην καρδιά χωρίς να την φαντάζεται. Απλώς θα τοποθετηθή ο νους στο μέρος της καρδιάς και δεν θα φανταζώμαστε την καρδιά, γιατί αν τη φανταζώμαστε σιγά – σιγά εισχωρεί πλάνη και θα κάνουμε μια φαντασιώδη προσευχή.

Απλανής είναι η προσευχή όταν γίνεται αμετεωρίστως, ασχηματίστως με ανίδεο νού, χωρίς ουδεμία μορφή, ουδέν σχήμα, τίποτε απολύτως. Ο νούς θα είναι καθαρός από κάθε φαντασία θεία και ανθρωπίνη. 

Ούτε Χριστό, ούτε Παναγία, ούτε τίποτε. 

Μόνο ο νους νοερώς θα βρίσκεται μέσα στην καρδιά, μέσα στο στήθος, τίποτε άλλο. 

Μόνο να προσέχη ότι βρίσκεται εκεί μέσα. Αλλά εν τω μεταξύ με την εισπνοή θα αρχίση να λέη ο νούς την ευχή χωρίς να φαντάζεται τίποτε άλλο. Η καρδιά σαν μηχανή θα δουλεύη την ευχή και ο νούς σαν ένας απλός θεατής θα παρακολουθή τα λόγια της ευχής. Αυτός είναι ο απλανής δρόμος της νοεράς προσευχής.


«Κύριε Ιησού Χριστέ Ελέησόν με..»: 

ο υψηλότερος τρόπος νοεράς προσευχής


Όταν θα τον εξασκήσουμε αυτόν στην αρχή θα βρούμε κάποια δυσκολία, αλλά μετά θα βρούμε πλάτος, φάρδος, ύψος, βάθος. Θα δημιουργηθή πρώτον μια χαρά μεμιγμένη με πόνο, μετά σιγά – σιγά χαρά, ειρήνη, γαλήνη. Αλλά και ο νους αφού γλυκανθή δεν θα μπορέσουμε να τον ξεκολλήσουμε από την προσευχή στην καρδιά και στην ευχή.

Θα δημιουργηθή τέτοια κατάστασις, που δεν θα θέλουμε να ξεκολλήσουμε. Θα καθήσουμε σε μια γωνιά, είτε όρθιοι, είτε καθισμένοι, θα σκύψουμε το κεφάλι και δεν θα θέλουμε να ξεκολλήσουμε από εκεί ώρες ολόκληρες. Μπορούμε να καθήσουμε μια, δυο, τρεις, τέσσερες, πέντε, έξη ώρες κόκκαλο, και να μή μας κάνη καρδιά να σηκωθούμε, ούτε ο νούς να πάη πουθενά άλλου. Τον βλέπουμε μόλις πάει πουθενά άλλου, αμέσως τραβάει κάτω το κεφάλι. Γίνεται δηλαδή μια αιχμαλωσία στο θέμα της προσευχής. 

Ο τρόπος αυτός της προσευχής είναι λίαν αποτελεσματικός. Πρώτον θα φέρη την αμετεώριστον προσευχήν, θα φέρη χαρά, ειρήνη· συνάμα θα φέρη δάκρυα χαράς, διαύγεια του νού. Ο νούς θα γίνη δεκτικός θεωριών, θα δημιουργηθή μετά η απόλυτος καρδιακή ησυχία. Δεν θα θέλη ο άνθρωπος να ακούη τίποτε απολύτως. Θα νομίζη ότι βρίσκεται σε μια Σαχάρα έρημο. Συνάμα θα γίνεται η ευχή και πιο σύντομα. Θέλω να την έχω σύντομα, θέλω αργά, όπως αναπαύεται η ψυχή, όπως της αρέσει εκείνη την ώρα.

Θα λέμε λοιπόν: «Κύριε – Ιησού – Χριστέ – ελέησόν με – Κύριε – Ιησού –…» και ο νούς θα παρακολουθή την ευχή όπως ένας μηχανικός παρακολουθεί το μηχάνημα που δουλεύει. Ύστερα αφού δεν θα μπορούμε να πάρουμε άλλη αναπνοή θα εκπνέουμε σιγά – σιγά «Κύριε – Ιησού – Χριστέ – ελέησόν με, Κύριε – Ιησού –…», ώστε να φθάσουμε στο τέρμα. 

Άντε πάλι μια αναπνοή σιγά – σιγά. Όχι βιαστικά· απαλά, ήρεμα, ήσυχα, χωρίς βία. «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» και να δήτε ύστερα από λίγο στις δουλειές σας επάνω, μόλις παίρνετε αναπνοή θα λέτε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», υστέρα στην εκπνοή πάλι την ευχή. Μόνη της η καρδιά τόσο θα αναπαυθή και ο νούς όπου και να βρίσκεται θα παίρνετε αναπνοή και ο νους θα λέγη την ευχή. 

Βέβαια μπορεί να μη λέτε τρεις ευχές, πάντως μία θα λέτε τουλάχιστον. Και ύστερα θα αποκτηθή ένας ρυθμός, ένας μηχανισμός ρυθμισμένος μαστορικά, και θα δήτε κατόπιν τα αποτελέσματα που θα έχη αυτή η προσευχή. Θα τραβάη όλο και πιο πολύ. Θα λέτε: πέρασε ένα τέταρτο, και θάχουν περάσει δύο ώρες. Τόσο δεν θα θέλη ο άνθρωπος να ξεκολλήση ο νούς του από την καρδιά και από το να ακούη την προσευχή. Τί τα θέλεις τα ψαλσίματα, τι θέλεις εκείνο; 

Γι’ αυτό οι Πατέρες στάς ερήμους δεν χρειάζονταν τέτοια πράγματα. Βέβαια αυτά επικυρώνονται από την εκκλησίαν. Αλλά οι άνθρωποι που βρήκαν αυτόν τον τρόπον της νοεράς προσευχής, που είναι λίαν υψηλότερος των τυπικών, άφησαν τους τύπους και πιάσαν την ουσίαν. Εμείς επειδή χάσαμε την ουσίαν, γιατί ίσως δεν έχουμε διδασκάλους να μας πουν, ή ότι δεν έχουμε την προαίρεσιν και την θέλησιν, πιάσαμε τα τυπικά. Έτσι οι σημερινοί μοναχοί κάνουν τον Εσπερινό τους, την ακολουθία τους, πέραν τούτου τίποτε. Κάνουν και την εργασίαν τους και λένε ότι κάνουν το καθήκον. Μα δεν έγινε το καθήκον.


Ο Άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων δημιούργησε μοναστήρι και είπε:

—«Πατέρες, κάντε τα καθήκοντά σας τα πνευματικά, κι εγώ θα σας τρέφω, για να μην έχετε μέριμνα για τα υλικά και υστερείτε από την προσευχή. Εγώ θα σας δίνω τα χρειαζούμενα κι εσείς προσεύχεσθε». Απαντάει ο ηγούμενος:


—Μακαριώτατε Δέσποτα, εκτελούμε τα καθήκοντά μας. Διαβάζουμε την Πρώτη ώρα, την Τρίτη, την Έκτη και την Ενάτη, το Απόδειπνο, τον Εσπερινό, την Λειτουργία.


—Ά! λέει, φανερό είναι ότι είσαστε αμελείς. Και τις άλλες ώρες τι κάνετε;


Τί ήθελε να πή ο Άγιος Ιωάννης μ’ αυτά; 


Ότι δεν εκπλήρωναν το καθήκον τους, διότι δεν προσηύχοντο αδιάλειπτα.

Όταν σηκωθούμε για την ακολουθία μας, αφού αρχίσουμε το· «Βασιλεύ Ουράνιε», το Τρισάγιο, «Ελέησόν με ο Θεός», θα σκύψουμε το κεφάλι λίγο μπροστά στο στήθος, θα προσπαθήσουμε τον νου να τον ξεκολλήσουμε από κάθε τι και να τον βάλλουμε μέσα στο στήθος, μέσα στην καρδιά μας.

 Με το σκύψιμο θα βιάσουμε το νου μας να μπή εκεί μέσα. Αφού μπή εκεί μέσα, θα αρχίσουμε με την εισπνοή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» και το κομποσχοίνι θα δουλεύη.

 Και να δήτε. 

Βέβαια στις αρχές μπορεί να γίνη λίγο δυσκολία, αλλά λίγο επιμονή και υπομονή και θα φέρη το αποτέλεσμα. Μετά σαν πάρη φωτιά και γλυκανθή λιγάκι και μπή στο νόημα δεν τον πιάνει κανένας, όλη νύχτα να καθήση. 

Και τότε θα δήτε, θα περνάη η ώρα και θα λέτε: 

Μα τώρα άρχισα την προσευχή. Και θα βρήτε μεγαλυτέρα ωφέλεια στον τρόπο αυτό της προσευχής. Και ποιός βέβαια είναι ο σκοπός μας που ήρθαμε εδώ; Δεν ήρθαμε να βρούμε τον Θεόν; Δεν ήρθαμε να βρούμε την ειρήνη; να απαλλαγούμε από τα πάθη;






Pages