Μια κάσα στην μπάντα - Point of view

Εν τάχει

Μια κάσα στην μπάντα


Λουίτζι Πιραντέλο


Όταν το αμαξάκι έφτασε στο ύψος της εκκλησίας του Αϊ- Βλάση, στο μεγάλο δρόμο, ο Μέντολα που γύριζε από το κτήμα του, σκέφτηκε να λοξοδρομήσει για να σκαρφαλώσει ως το νεκροταφείο και να δει με τα μάτια του αν ήταν τίποτα σωστό απ’ όσα λέγανε τα γράμματα διαμαρτυρίας που είχε λάβει το δημοτικό συμβούλιο για τον φύλακα, τον Νότσιο Παμπίνα, τον επιλεγόμενο “Πανάθεμα”.
Αναπληρωτής του δημάρχου εδώ κι ένα χρόνο, ο Νίνο Μέντολα είχε χάσει την υγεία του από τη μέρα που ανέλαβε το πόστο. Υπέφερε από ιλίγγους. Χωρίς να το ομολογάει στον εαυτό του, φοβόταν μήπως του ‘ρθει αποπληξία, στα καλά καθούμενα: όλοι οι δικοί του είχαν πάει έτσι, πριν της ώρας τους. Γι’ αυτό ήταν συνεχώς στις κακές του και ξέσπαγε στο καημένο το αλογάκι. Αλλά εκείνη τη μέρα την είχε περάσει όλη στο ύπαιθρο κι αισθανόταν καλά. Η κίνηση, το ξαλάφρωμα… Κι αψηφώντας το μυστικό του φόβο, αποφάσισε ξαφνικά να κάνει αυτή την επιθεώρηση στο νεκροταφείο, που είχε υποσχεθεί από καιρό στους συναδέλφους του της δημαρχίας και που όλο την ανέβαλλε.
“Σα να μη φτάναν οι ζωντανοί, έλεγε μέσα του, ανεβαίνοντας τον ανήφορο, πρέπει να ασχολούμαστε και με τους πεθαμένους σ’ αυτό τον παλιότοπο. Και πάλι όμως οι ζωντανοί κάνουν τη φασαρία! Σκοτίστηκαν οι πεθαμένοι αν τους φυλάνε καλά η άσχημα! Ας είναι, ωστόσο, όταν συλλογιέσαι ότι θα πεθάνουμε και θα μας παρατήσουν να μας φυλάει ο Παμπίνα, ο κουρελιάρης, ο μπέκρος, δεν είναι κι ευχάριστο… Τα λόγια είναι φτώχεια, θα πάω να δω μόνος μου”.
Συκοφαντίες και πάλι συκοφαντίες. Ως φύλακας νεκροταφείου ο Νότσιο Παμπίνα, ο “Πανάθεμας”, ήταν ιδεώδης. Ίσκιος έτοιμος να πετάξει στο παραμικρότερο φύσημα, με μάτια ανοιχτόχρωμα και με βλέμμα σβησμένο, με μια φωνίτσα που ακουγόταν όσο ακούγεται το κουνούπι. ‘Ενας πεθαμένος, θα ‘λεγες, που σηκώθηκε να συγυρίσει όσο καλύτερα μπορούσε το σπίτι. Εξάλλου τα πολλά που είχε κάνει. “Καθώς πρέπει” άνθρωποι ήταν όλοι – από τότε τουλάχιστον που μέναν εκεί – ήσυχοι νοικάρηδες. ‘Ηταν βέβαια τα φύλλα. Τα φύλλα που πέφταν και γέμιζαν τις αλέες. Τίποτε αγριόχορτα, από δω, από κει. Κι εκείνα τα σπουργίτια που δεν έχουν σέβας και που, μη ξέροντας πως οι επιγραφές δεν θέλουν στίξη, είχαν παρεμβάλει, ανάμεσα στις τόσες αρετές που μαρτυρούσαν οι επιτύμβιες πλάκες, ένα σωρό κόμματα και θαυμαστικά. Μικροπράγματα.
Οταν όμως μπήκε στο σπιτάκι του φύλακα, δεξιά από την είσοδο, ο Μέντολα έμεινε κόκαλο. Τι είναι τούτο; Ο Νότσιο Παμπίνα, ο “Πανάθεμας”, άφησε κάτι σα χαμόγελο να περάσει πάνω στα ξεθωριασμένα χείλια του και μουρμούρισε:
– Κάσα είναι, εξοχότατε. Και ήταν πραγματικά ένα φέρετρο, ένα πολύ ωραίο φέρετρο. Λουστραρισμένο, από ξύλο καστανιάς, με στολίσματα και με χρυσά. ‘Ενα φέρετρο πολυτελείας, που ήρθε και θρονιάστηκε στο στενόχωρο δωμάτιο.
– Είναι του κυρίου Πικαρόνε, εξοχότατε.
– Του Πικαρόνε; Πώς γίνεται; Δεν πέθανε, απ’ ότι ξέρω!
– ‘Οχι, όχι εξοχότατε. Κι ο Θεός να του δίνει χρόνους! είπε ο Παμπίνα. Αλλά, όπως ξέρει η αφεντιά σας, έχασε την καημένη τη γυναίκα του, τον περασμένο μήνα.
– Λοιπόν;
-Λοιπόν την κατευόδωσε ως εδώ, πεζή, μ’ όλο που τα ‘χει τα χρονάκια του. ‘Οπως σας τα λέω. ‘Επειτα με φώναξε: “‘Ακου, Πανάθεμα, μου λέει, σ’ ένα μήνα θα με παραλάβεις και μένα”. “Αστειεύεται η αφεντιά σας!”, του απαντάω. “Σώπα, μου λέει, και άκου. Ετούτο το φέρετρο μου κόστισε μια περιουσία. Βλέπεις τι ωραίο που ‘ναι. Αφού ήταν για την καημένη την μακαρίτισσα, καταλαβαίνεις, δεν κοίταξα τιμή. Τώρα όμως, μου λέει, τέλειωσε η παράσταση. Τι να το κάνει η μακαρίτισσα αυτό το ωραίο φέρετρο μες στο χώμα; Κρίμα είναι, μου λέει, να χαλάσει. Να τι θα κάνουμε. Θα κατεβάσουμε την καημένη τη μακαρίτισσα, όμορφα-όμορφα, στο τσίγκινο το φέρετρο που έχει από μέσα, και τούτο θα το βάλουμε στην μπάντα, για μένα. Και μια απ’ αυτές τις μέρες, μου λέει, εκεί κατά το σούρουπο, θα στείλω να το πάρω”. O Mέντολα ούτε που θέλησε να δει ή να ακούσει παραπάνω. Δεν έβλεπε την ώρα να γυρίσει στο χωριό και να διαλαλήσει την ιστορία της κάσας που ‘χει βάλει στην μπάντα ο Πικαρόνε για τον εαυτό του. Ο Τζερόλιμο Πικαρόνε, δικηγόρος, και, επί Βουρβόνων, ιππότης του Αγίου Ιανουαρίου, ήταν πασίγνωστος για την τσιγκουνιά και την πονηριά του.
Σα να μη φτάναν τ’ άλλα, ήταν και κακοπληρωτής. Τα όσα λέγαν εις βάρος του, ήταν να μένεις με το στόμα ανοιχτό. Αλλά ετούτο πια, έλεγε ο Μέντολα καταχαρούμενος καθώς κατέβαζε το καμουτσίκι στη ράχη του δύστυχου του αλόγου, ετούτο πια τα ξεπερνάει όλα. Κι είναι αυθεντικό, αυθεντικό!
Μόλις είχε δει την κάσα με τα μάτια του. Απολάμβανε εκ των προτέρων τα γέλια που θα υποδέχονταν την ιστορία του κι έλεγε να τη διηγηθεί κάνοντας την ψιλή φωνίτσα του Παμπίνα. Δεν είχε προσέξει το σύννεφο τη σκόνη που σήκωνε το αμαξάκι με τον ξέφρενο καλπασμό του αλόγου, ως ότου άκουσε φωνές: “Σιγά! Πρόσεχε!”, περνώντας μπροστά στο “Πανδοχείο των Κυνηγών” του Ντολτσεμάσκολο. ‘Ηταν δυο φίλοι, ο Μπάρτολο Γκάλιο και ο Γκασπάρε Φικάρα, μανιώδεις κυνηγοί κι οι δυο, που είχαν αρχίσει να φωνάζουν, νομίζοντας πως το άλογο ξέφυγε απ’ το χέρι του Μέντολα κι αφηνίασε.
 – Δεν αφηνίασε καθόλου! Εκάλπαζα…
-Α, ώστε έτσι καλπάζεις. Θα ‘χεις φαίνεται ένα κεφάλι ανταλλακτικό στο σπίτι, είπε ο Γκάλια.
-Πού να σας τα λέω, πού να σας τα λέω!… φώναξε ο Μέντολα, πηδώντας απ’ το αμάξι ιλαρός και λιγάκι λαχανιασμένος. Και στη στιγμή διηγήθηκε στους φίλους του την ιστορία της κάσας. Οι δυο κυνηγοί κάναν τάχα πως δεν το πιστεύανε, αλλά ήταν μονάχα για να δείξουν τι κατάπληξη τους είχε κάνει. Κι ο Μέντολα ορκιζόταν πια ότι είδε την κάσα ο ίδιος – λόγω τιμής! – στο σπίτι του “Πανάθεμα’. ‘Αρχισαν τότε κι οι δυο άλλοι να διηγούνται τα ήδη γνωστά κατορθώματα του Πικαρόνε, κι ενώ ο Μέντολα ήθελε να φύγει αμέσως, τον κράτησαν να πιει μαζί τους ένα ποτήρι κρασί που ‘χαν παραγγείλει κιόλας του Ντολτσεμάσκολο. Ο Ντολτσεμάσκολο καθόταν όμως εκεί ακίνητος, σαν να τον είχαν μπήξει στη γη.
– Ε, Ντολτσεμάσκολο, κοιμάσαι; του φώναξε ο Γκάλιο. Ο ξενοδόχος, με το γούνινο σκουφί του βαλμένο λοξά στ’ αυτί, χωρίς σακάκι, με τα μανίκια του πουκάμισου ανασκουμπωμένα στα μαλλιαρά του μπράτσα, συνήλθε και αναστέναξε: – Nα με συμπαθάτε, είπε. Αλλά βράζω που σας ακούω. ‘Ισα-ίσα σήμερα το πρωί, ο σκύλος του κ. Πικαρόνε, ο Τούρκος, αυτό το βρομόσκυλο που τ’ αφήνει και σεργιανάει λυτό από τη βίλα του ως τα κτήματά του, στο Κανατέλλο, ξέρετε τι μου ‘κανε; Μου ‘κλεψε πάνω από είκοσι κομμάτια λουκάνικα που ‘χα  έξω στην προθήκη. Κακό ψόφο να ‘χει! ‘Εχω όμως δυο μάρτυρες, ευτυχώς! Ο Μέντολα, ο Γκάλιο κι ο Φικάρα σκάσαν στα γέλια:
-Ναι, τώρα σώθηκες, του ‘κανε ο Μέντολα. Ο Ντολτσεμάσκολο σήκωσε τη γροθιά του. Τα μάτια του πέταγαν φωτιές:
-Α! όσο γι’ αυτό, όχι! Θα μου τα πληρώσει τα λουκάνικα. Ναι, ναι. Θα μου τα πληρώσει, θα μου τα πληρώσει! ‘Ελεγε και ξανάλεγε μπροστά στα δύσπιστα γέλια και στις επίμονες αρνήσεις των τριών φίλων που κουτσόπιναν. Θα δείτε. Βρήκα το κόλπο. Την ξέρω τη γριά αλεπού. Και με μια χειρονομία που συνήθιζε, έπηξε το ‘να μάτι, και με την άκρη του δάχτυλου τράβηξε κάτω κάτω το βλέφαρο του άλλου. Με κανένα τρόπο δε δέχτηκε να φανερώσει το “κόλπο” του. Δεν περίμενε πια παρά να γυρίσουν απ’ τα χωράφια οι δυο εργάτες, που ήταν μπροστά το πρωί στην κλεψιά, για να πάνε μαζί, πριν νυχτώσει, στη βίλα του Πικαρόνε. Ο Μέντολα ανέβηκε στ’ αμάξι του, ο Γκάλιο και ο Φικάρα πλήρωσαν, κι αφού συμβούλεψαν τον ξενοδόχο, για το ίδιο του το συμφέρον, να μην περιμένει αποζημίωση, φύγαν κι οι τρεις μαζί. ***
Για να κτίσει τη μικρή μονόπατη βιλίτσα του, που βλέπει στη λεωφόρο, στην έξοδο του χωριού, ο Τζερόλιμο Πικαρόνε, δικηγόρος και ιππότης του Αγίου Ιανουαρίου, τον καιρό του βασιλιά Μπόμπα, είχε πασχίσει είκοσι χρόνια και πολλοί υποστήριζαν ότι δεν του ‘χε κοστίσει δεκάρα. Οι κακές γλώσσες λέγαν πως είχε κτισθεί από χαλίκια του δρόμου, που τα ‘χε μαζέψει ένα-ένα, κλότσα-κλότσα, ο ίδιος ο Πικαρόνε. Ωστόσο ο Πικαρόνε ήταν, παρ’ όλα αυτά, διακεκριμένος νομομαθής, άνθρωπος με εξαιρετική διάνοια και προικισμένος με βαθύ φιλοσοφικό πνεύμα. ‘Ενα βιβλίο του για το Γνωστικισμό, κι ένα άλλο για τη Φιλοσοφία του Χριστιανισμού, είχαν μάλιστα, κατά πώς λέγαν, μεταφραστεί και στα γερμανικά.
Τι τα θες όμως που ήταν λυσσασμένος αντιδραστικός και φανατικός εχθρός κάθε νεοτερισμού. Ντυνόταν ακόμα σύμφωνα με τη μόδα του 1820, είχε μια λουρίδα γένι που πήγαινε από το ‘να αυτί στ’ άλλο, ήταν κοντόχοντρος, αγριωπός, με το λαιμό χωμένο στους ώμους, έσμιγε ολοένα τα φρύδια, μισόκλεινε τα μάτια, έξυνε απ’ το πρωί ως το βράδυ το πιγούνι του κι επιδοκίμαζε τις μυστικές του σκέψεις με γρυλίσματα. – Χμ… χμ… χμ… η Ιταλία… τη φτιάξαν την Ιταλία… ωραία την κάναν… χμ… η Ιταλία. Δημόσια έργα… χμ… Φωτισμός. Στρατός και στόλος… χμ… χμ… χμ… Υποχρεωτική εκπαίδευση… Κι αν θέλω να μείνω τούβλο εγω; ‘Οχι, κύριε. Υποχρεωτική εκπαίδευση… Φόροι! Πλήρωνε Πικαρόνε.
Στην πραγματικότητα δεν πλήρωνε τίποτα ή ελάχιστα, χάρις σε δεξιοτεχνικούς συνδυασμούς που εξαντλούσαν κι εξαγρίωναν και την πιο δοκιμασμένη υπομονή. ‘Εφτανε πάντα στο ίδιο συμπέρασμα: – Τίποτα απ’ όλα αυτά δε μ’ ενδιαφέρει. Οι σιδηρόδρομοι; Δεν ταξιδεύω ποτέ. Ο φωτισμός των δρόμων; Δε βγαίνω ποτέ βράδυ. Δε γυρεύω τίποτα. Αν είναι για μένα, ευχαριστώ πολύ, δεν έχω ανάγκη από τίποτα. Μονάχα λίγο αέρα για ν’ αναπνέω. Εσείς τον κάνατε κι αυτόν; Μήπως και θέλετε να πληρώσω για τον αέρα που αναπνέω;
Είχε αποτραβηχτεί στη βιλίτσα του, αφ’ ότου άφησε τη δουλειά του, που ως τα τελευταία χρόνια του ‘χε αποφέρει παχυλές αμοιβές. Θα ‘χε οπωσδήποτε βάλει στην πάντα ένα γενναίο ποσό. Σε ποιον θα τ’ άφηνε όλα αυτά πεθαίνοντας; Δεν είχε ούτε κοντινούς, ούτε μακρινούς συγγενείς. Τις μπανκανότες θα μπορούσε στην ανάγκη να τις πάρει μαζί του, στον τάφο, σ’ εκείνο το ωραίο φέρετρο που ‘χε βάλει κατά μέρος. Μα τη βίλα; Μα τα κτήματα του Κανατέλλο; ***
‘Οταν ο Ντολστεμάσκολο, με τους δυο χωριάτες, φάνηκε στην καγκελόπορτα, ο Τούρκος, ο φοβερός σκύλος, λες και κατάλαβε πως ο ξενοδόχος ερχόταν γι’ αυτόν, χίμηξε με λύσσα στα κάγκελα. Ο γερο-υπηρέτης, που ήρθε ν’ ανοίξει, δεν κατάφερε ούτε να τον κρατήσει, ούτε να τον διώξει. Χρειάστηκε να του σφυρίξει ο Πικαρόνε, που ήταν καθισμένος και διάβαζε στη μέση του κήπου, και να τον κρατήσει ο ίδιος από το λουρί του λαιμού για να του περάσει ο υπηρέτης την αλυσίδα. Ο τετραπέρατος Ντολτσεμάσκολο είχε βάλει τα καλά του και, καθώς ήταν φρεσκοξυρισμένος, φαινόταν, ανάμεσα στους δυο τους καψερούς τους μεροκαματιάρηδες, που ό,τι γύριζαν απ’ τα χωράφια κουρασμένοι κι ελεεινοί, πιο καλοστεκούμενος και πιο κύριος από ποτέ, με το ροδαλό του πρόσωπο, που χαιρόσουνα να το βλέπεις, και με τη συμπαθητική κρεατοελιά στο δεξί μάγουλο, στην άκρη των χειλιών, με τις χνουδωτές, μισόσγουρες τριχίτσες της. Μπήκε στον κήπο αναφωνώντας με προσποιητό θαυμασμό:
-Τι ωραίο σκυλί! Α, τι ωραίο ζώο! Και τι καλός φύλακας! Μάλαμα! Ο Πικαρόνε, με τα φρύδια σμιχτά και τα μάτια μισόκλειστα, άφησε ν’ ακουστούν κάτι επιδοκιμαστικά γρυλίσματα, από κοινού με κάτι κουνήματα του κεφαλιού, και ρώτησε:
– Σε τι μπορώ να σας φανώ χρήσιμος; Καθίστε. Κι έδειξε τα σιδερένια σκαμνάκια γύρω του. Ο Ντολτσεμάσκολο κάθισε κοντά του και είπε στους μεροκαματιάρηδες:
– Εσείς καθίστε εκεί… Και γυρνώντας στον Πικαρόνε:
– ‘Ερχομαι στην αφεντιά σας, που ξέρει το νόμο, για μια συμβουλή. Ο Πικαρόνε γούρλωσε τα μάτια:
– Mα, αγαπητέ μου, πάει καιρός που δεν κάνω πια τον δικηγόρο.
– Το ξέρω, το ξέρω, βιάστηκε ν’ απαντήσει ο Ντολτσεμάσκολο. Η αφεντιά σας δεν παύει όμως να ξέρει το νόμο, και μάλιστα όπως τον ξέραν στα παλιά τα χρόνια. Κι ο πατέρας μου μου ‘λεγε πάντα: “Γιε μου, ν’ ακούς τις συμβουλές των παλιών!”. Ξέρω και πόση ευσυνειδησία έδειχνε η αφεντιά σας στη δουλειά. Και στους νεαρούς δικηγόρους, σήμερα, δεν έχω εμπιστοσύνη. Δεν κατηγορώ κανένα, σημειώστε. Δεν είμαι τόσο ελαφρόμυαλος… ‘Ηρθα εδώ για μια απλή συμβουλή που μόνο η αφεντιά σας μπορεί να μου δώσει.
Ο Πικαρόνε ξανάκλεισε τα μάτια. – Η αφεντιά σας ξέρει… άρχισε ο Ντολτσεμάσκολο. Αλλά ο Πικαρόνε, που ανυπομονούσε, ξέσπασε. – Ξέρω αυτό που ξέρω. ‘Ασε τα ξέρω, ξέρεις, ξέρει κι έλα στο θέμα. Στο θέμα… Ο Ντολτσεμάσκολο συγχύστηκε. Χαμογέλασε ωστόσο και ξανάρχισε:
– ‘Ηθελα να πω πως η αφεντιά σας ξέρει ότι έχω πανδοχείο στο μεγάλο δρόμο…
– Το “Πανδοχείο των Κυνηγών”, ναι. Περνάω συχνά από κει…
– Πηγαίνοντας για το Κανατέλλο, μάλιστα. Θα ‘τυχε λοιπόν να δείτε ότι βγάζω έξω λίγα πράγματα: ψωμί, φρούτα, κανένα χοιρομέρι. Θα τα είδατε, ε; Ο Πικαρόνε έκανε “ναι” με το κεφάλι και πρόσθεσε, με μυστηριώδες ύφος:
– Τα είδα και τα μύρισα κιόλας. – Τα μυρίσατε; – Ναι, κάτι σα χωματίλα. Φυσικό είναι, όμως, μ’ όλη τη σκόνη του μεγάλου δρόμου… Ας τ’ αφήσουμε όμως αυτά κι ας έρθουμε στο θέμα. – Ερχόμαστε, είπε ο Ντολτσεμάσκολο, καταπίνοντας το κομπλιμέντο. Ας πούμε πως έχω για μόστρα… ας υποθέσουμε… λίγα λουκάνικα. Η αφεντιά σας ξ… συγγνώμην.. πήγαινα να πω πάλι… είναι νευρικό. Η αφεντιά σας δεν ξέρει ίσως πως αυτές τις μέρες έχουμε ένα πέρασμα ορτύκια. Στο δρόμο λοιπόν, όλο σύρτα-φέρτα κυνηγοί με τα σκυλιά τους…
‘Ερχομαι, έρχομαι στο θέμα! Περνάει ένα σκυλί, σινιόρ καβαλιέρε, δίνει ένα σάλτο και μου αρπάζει τα λουκάνικα. Μάλιστα. Το παίρνω στο κυνηγητό, μαζί με τους δυο φουκαράδες που ‘χαν μπει στο μαγαζί, να πάρουνε τίποτα ν’ αλείψουν το ψωμί τους, προτού πάνε στα χωράφια, στη δουλειά τους. ‘Ετσι δεν είναι, ε; Τρέχουμε κι οι τρεις στο κατόπι, αλλά πού να τον πιάσεις… ‘Αλλωστε και να τον πιάναμε, ας μου πει η αφεντιά σου, τι να τα ‘κανα πια τα λουκάνικα, που τα ‘χε δαγκώσει, που τα ‘χε σύρει  σ’ όλο το δρόμο, μες στη σκόνη. Ούτε να σκύψεις να τα πάρεις δεν άξιζε… Αλλά το σκυλί το γνώρισα και ξέρω τίνος είναι.
– Χμ… μια στιγμή, διέκοψε ο Πικαρόνε. Ο αφέντης του σκυλιού δεν ήταν μπροστά;
– ‘Οχι, βιάστηκε ν’ απαντήσει ο Ντολτσεμάσκολο. Δεν ήταν με τους κυνηγούς. Αυτό το σκυλί το ‘χε σκάσει από το σπίτι. Είναι ζώα που τα μυρίζονται όλα, καταλαβαίνετε; Το νιώθουν το κυνήγι, υποφέρουν που τα ‘χουν κλεισμένα και το σκάνε. Να μη σας τα πολυλογώ, ξέρω, όπως σας είπα, τίνος είναι το σκυλί. Και τα παιδιά εδώ, που ήταν μπροστά στην κλεψιά, το ξέρουν κι αυτά. Υπό αυτούς τους όρους θέλω να μου πει η αφεντιά σας, που ξέρει το νόμο: είναι ή δεν είναι υποχρεωμένος ο αφέντης του σκυλιού να μου πληρώσει τη ζημιά; Αυτό θέλω! Η απάντηση του Πικαρόνε δεν αργοπόρησε καθόλου:
– Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι είναι υποχρεωμένος. Ο Ντολτσεμάσκολο πήγε να πηδήξει απ’ τη χαρά του, αλλά κρατήθηκε. Γύρισε στους δυο μεροκαματιάρηδες:
– Ακούσατε; Ο κύριος δικηγόρος λέει ότι ο αφέντης του σκυλιού είναι υποχρεωμένος να μου πληρώσει τη ζημιά. – Υποχρεωμένος πέρα για πέρα, βεβαίωσε για δεύτερη φορά ο Πικαρόνε. Σου είχε πει κανένας το αντίθετο;
– ‘Οχι, απάντησε ο Ντολτσεμάσκολο ενώνοντας τα χέρια, γεμάτος χαρά. Αλλά η αφεντιά σας πρέπει να με συχωρέσει που, σαν αμόρφωτος άνθρωπος που είμαι, έκανα αυτό το μεγάλο γύρο για να πω στην αφεντιά σας ότι πρέπει να μου πληρώσει τα λουκάνικα, αφού το σκυλί που μου τα ‘κλεψε είναι ο Τούρκος, που είναι της αφεντιάς σας.
Ο Πικαρόνε έμεινε πολλή ώρα κοιτάζοντας το Ντολτσεμάσκολο. Φαινόταν αποβλακωμένος. Κι έπειτα κατέβασε απότομα τα μάτια και βυθίστηκε στο διάβασμα του χοντρού βιβλίου που είχε μείνει ανοικτό δίπλα του. Οι δυο μεροκαματιάρηδες κοιτάχτηκαν. Ο Ντολτσεμάσκολο τους έκανε νόημα να μη βγάλουν άχνα. Ο Πικαρόνε, κάνοντας πως διαβάζει, έξυνε το πιγούνι του. Γρύλισε και είπε: –
Ωστε ο Τούρκος είναι ο ένοχος;
– Μπορώ να σας ορκιστώ, σινιόρ καβαλιέρε, είπε δυνατά ο Ντολτσεμάσκολο. Και για να δώσει μεγαλύτερη επισημότητα στον όρκο του σηκώθηκε και σταύρωσε τα χέρια στο στήθος.
– Κι ήρθες να με βρεις, συνέχισε βαρύς και ήρεμος ο Πικαρόνε, με δυο μάρτυρες, έτσι δεν είναι;
– ‘Οχι, διαμαρτυρήθηκε ο Ντολτσεμάσκολο. ‘Ηταν για την περίπτωση που η αφεντιά σας δε θα με πίστευε.
– Α, γι’ αυτό ήταν, μουρμούρισε ο Πικαρόνε. Σε πιστεύω. Κάθισε. Είσαι ένας εντιμότατος άνθρωπος. Σε πιστεύω και σε πληρώνω. ‘Εχω τη φήμη πως είμαι κακοπληρωτής, έτσι δεν είναι;
– Ποτέ κανείς δεν είπε τέτοιο πράμα, σινιόρ καβαλιέρε.
– ‘Ολος ο κόσμος το λέει και το ξαναλέει. Και συ την ίδια γνώμη έχεις. Δυο…χμ… δυο μάρτυρες.
– Τόσο για σας όσο και για μένα, σας βεβαιώ.
– Δίκιο έχεις: τόσο για μένα όσο και για σένα. Σωστά μιλάς. Τους φόρους δε θέλω να τους πληρώσω γιατί είναι άδικοι. ‘Ο,τι είναι δίκαιο όμως το πληρώνω ευχαρίστως. Πάντα το πλήρωσα.
Σου ‘κλεψε ο Τούρκος τα λουκάνικα; Πες μου πόσο κάνουν και θα σ’ τα δώσω. Ο Ντολτσεμάσκολο, που ‘χε έρθει με την ιδέα ότι θα ‘πρεπε να δώσει μάχη με τις παγίδες και τα τσαλίμια του γεροβάθρακου, κλονίστηκε μπροστά σε τόση συγκατάβαση και είπε, πολύ μαλακωμένος.
– Α, μικροπράγματα, σινιόρ καβαλιέρε. Είκοσι κομμάτια, πάνω κάτω… Δεν αξίζει που λέει ο λόγος, να μιλάμε…
– ‘Οχι, όχι, είπε ο Πικαρόνε με αποφασιστικότητα, να μου πεις πόσο κάνει. Τα λουκάνικα σ’ τα χρωστάω και θέλω να σ’ τα πληρώσω. Κι αμέσως μάλιστα. Εργαζόμενος είσαι, ζημιά υπέστης, πρέπει να αποζημιωθείς. Πόσο; Ο Ντολτσεμάσκολο σήκωσε τους ώμους, χαμογέλασε κι είπε:
– Είκοσι κομμάτια… δυο κιλά… από μία και είκοσι το κιλό…
– Τόσο φτηνά τα πουλάς;
– Καταλαβαίνετε, έκανε ο Ντολτσεμάσκολο, όλο ζάχαρη και μέλι. Αυτά τα λουκάνικα δεν τα ‘φαγε η αφεντιά σας. Σας τα χρεώνω λοιπόν – και κάλλιο θα το ‘χα να μη σας γυρέψω τίποτα – σας τα χρεώνω στην τιμή του κόστους.
– Δεν το δέχομαι, φώναξε ο Πικαρόνε. Αν δεν τα ‘φαγα εγώ, τα ‘φαγε ο σκύλος μου. Λοιπόν έχουμε… κάπου δυο κιλά. Από δυο λιρέτες το κιλό, είναι εντάξει;
– ‘Οπως νομίζει η αφεντιά σας. – Τέσσερες λιρέτες. Σύμφωνοι. Και τώρα πες μου πόσο κάνει: τέσσερα από εικοσιπέντε; Είκοσι ένα, αν δεν κάνω λάθος.
Μάλιστα. Δώσ ‘μου είκοσι μία λιρέτες και το ζήτημα είναι τελειωμένο. Ο Ντολτσεμάσκολο, στη στιγμή επάνω, είπε πως δε θα ‘κουσε καλά.
– Τι είπατε;
– Είκοσι μία λιρέτες, ξανάπε με απάθεια ο Πικαρόνε. ‘Εχουμε δυο μάρτυρες εδώ για να εξακριβώσουμε την αλήθεια, τόσο για μένα όσο και γα σένα – σύμφωνοι; ‘Ηρθες να με δεις για να μου ζητήσεις μια συμβουλή. Ε, λοιπόν, για τις συμβουλές, για τις νομικές συμβουλές, παίρνω είκοσι πέντε λιρέτες. Αυτή είναι η ταρίφα. Σου θέλω τέσσερες για τα λουκάνικα, δώσ’ μου είκοσι μία λιρέτες κι ας λήξει η συζήτηση. Ο Ντολτσεμάσκολο τον κοίταξε κατάματα, διστακτικός, μην ξέροντας αν έπρεπε να γελάσει ή να κλάψει, λέγοντας ότι δεν μπορούσε να μιλάει σοβαρά ο Πικαρόνε, αλλά έχοντας ωστόσο την εντύπωση ότι δεν αστειευόταν.
– Εγώ… εσάς; ψέλλισε. – Το πράγμα μου φαίνεται σαφές, εξήγησε ο Πικαρόνε. Εσύ είσαι ξενοδόχος, εγώ είμαι δικηγόρος. ‘Οπως εγώ δεν αρνούμαι ότι είναι δίκαιο να αποζημιωθείς, έτσι και συ δεν θα αρνηθείς ότι είναι δίκαιο να αμειφθώ για τα φώτα που μου ζήτησες και που σου έδωσα. Από δω και πέρα θα ξέρεις πως, αν σου κλέψει σκύλος λουκάνικο, ο αφέντης του σκύλου οφείλει να σου καταβάλει το αντίτιμον. Το ‘ξερες πριν; ‘Οχι! Η γνώση πληρώνεται, αγαπητέ μου. Εγώ κοπίασα και ξόδεψα πολλά λεφτά για να μορφωθώ. Σου φαίνεται να αστειεύομαι;
– Μάλιστα, ομολόγησε ο Ντολτσεμάσκολο, με τα δάκρυα στα μάτια και με τα χέρια σταυρωμένα. Σας τα χαρίζω τα λουκάνικα, σινιόρ καβαλιέρε… Είμαι ένας φουκαράς αμόρφωτος… να με συμπαθάτε… κι ας μη μιλήσουμε πια γι’ αυτό.
– Α, όχι! Καθόλου! Φώναξε ο Πικαρόνε. Εγώ δε σου χαρίζω τίποτα. Ο νόμος είναι νόμος, και για σένα και για μένα. Εγώ πληρώνω και θέλω να πληρωθώ. Είκοσι μία λιρέτες. Αυτή είναι η ταρίφα. Αν δεν το πιστεύεις πήγαινε να βρεις ένα δικηγόρο και ρώτα τον αν δικαιούμαι αυτό το ποσό. Σου δίνω τρεις μέρες. Αν σε τρεις μέρες δε μ’ έχεις πληρώσει, να ‘σαι βέβαιος ότι θα σε πάω δικαστικώς.
– Μα, σινιόρ καβαλιέρε, εκλιπάρησε πάλι ο Ντολτσεμάσκολο με τα χέρια ενωμένα και το πρόσωπο αλλοιωμένο. Ο Πικαρόνε σήκωσε το πιγούνι, σήκωσε και το χέρι:
– Δεν ακούω τίποτα. Σε πάω δικαστικώς. Τότε πια ο Ντολτσεμάσκολο βγήκε απ’ τα ρούχα του. Ο θυμός τον έπνιγε. Δεν ήταν η ζημιά που τον ένοιαζε. Συλλογιζόταν τα χωρατά που θα πέφταν βροχή και μπορούσε να τα μαντέψει κιόλας κοιτάζοντας τους δυο χωριάτες που σπάζαν κέφι. Αυτός που θεωρούσε τον εαυτό του τετραπέρατο, που ‘χε προετοιμάσει μαστορικά το κόλπο του κι είχε για μια στιγμή νομίσει πως κέρδισε το παιγνίδι!… ‘Ηταν τόσο έξαλλος που πιάστηκε εκεί που δεν το περίμενε στη φάκα που έστησε ο ίδιος, ώστε έγινε θηρίο ανήμερο:
 -A! έκανε πλησιάζοντας τον Πικαρόνε με το χέρι σηκωμένο και τις γροθιές κλειστές. Να, γιατί κλέβει το σκυλί σας… Δασκαλεμένο δεν το ‘χετε; Ο Πικαρόνε σηκώθηκε σκυθρωπός, ύψωσε κι αυτός το χέρι:
– ‘Εξω! Θα ‘χεις να δώσεις λόγο για εξύβριση ενός εντίμου ανθρώπου, που…
– Εντίμου ανθρώπου; βρυχήθηκε ο Ντολτσεμάσκολο, αρπάζοντάς τον απ’ το μπράτσο και τραντάζοντάς τον με μανία. Οι δυο μεροκαματιάρηδες όρμησαν να τον κρατήσουν. Αλλά ξαφνικά, να που ο γέρος τα παρατάει όλα και μένει ντούρος, γαντζωμένος απ’ το μπράτσο στα άγρια χέρια του Ντολτσεμάσκολο. Κι όταν αυτός τον άφησε, κατασαστισμένος, έπεσε πρώτα καθιστός στο σκαμπί, έγειρε μετά στο πλάι και σωριάστηκε καταγής μονοκόμματος. Μπροστά στον τρόμο που έπιασε τους χωριάτες, ο Ντολτσεμάσκολο άρχισε να κάνει κάτι γκριμάτσες σαν να γέλαγε. Τι συνέβαινε; Αφού δεν τον είχε αγγίξει καλά-καλά. Οι δυο εργάτες σκύψαν πάνω στον Πικαρόνε, του ανασήκωσαν το ‘να χέρι:
-Δίνε του, δίνε του… Ο Ντολτσεμάσκολο τους κοίταζε χαμένος. Να του δίνει; Την ίδια στιγμή ακούστηκε το τρίξιμο της καγκελόπορτας, και το φέρετρο, που ‘χε βάλει στην μπάντα ο γέρος για τον εαυτό του, έκανε μια θριαμβευτική είσοδο στους ώμους δυο καταλαχανιασμένων νεκροθαπτών.
Κέρωσαν όλοι. Ο Ντολτσεμάσκολο δε σκέφτηκε ούτε στιγμή ότι ο Νότσιο Παμπίνα, ο “Πανάθεμας”, ύστερα από την επίσκεψη και την παρατήρηση του “Αναπληρωτού”, έσπευσε να στείλει το φέρετρο, για να ‘ναι εντάξει. Αλλά θυμήθηκε ξαφνικά αυτό που ‘χε πει ο Μέντολα στο πανδοχείο και, μονομιάς, ανάμεσα σ’ αυτή την άδεια κάσα, που έφτανε στην ώρα της, υπακούοντας θα ‘λεγες σ’ ένα μυστηριώδες κάλεσμα, του φάνηκε πως έβλεπε τη μοίρα που τον μεταχειρίστηκε αυτόν και το χέρι του. ‘Επιασε το κεφάλι του κι άρχισε να ωρύεται:
– Να τη! Να τη! Αυτή τον φώναξε! Είσαστε όλοι μάρτυρες πως δεν τον άγγιξα! Τον καλούσε το κιβούρι του! Το ‘χε βάλει στην μπάντα για τον εαυτό του! Και να το που έφτασε γιατί ήτανε να πεθάνει! Κι αρπάζοντας απ’ το μπράτσο τον ένα από τους νεκροθάπτες:
– ‘Ετσι δεν είναι; ‘Ετσι δεν είναι; Πέστε το και εσείς. Αλλά οι νεκροθάπτες δεν ήταν καθόλου ξαφνιασμένοι. Από τη στιγμή που φέρναν του Πικαρόνε το φέρετρο, θεωρούσαν πολύ φυσικό να τον βρούνε πεθαμένο. Σήκωσαν τους ώμους:
-‘Ετσι είναι, είπαν. Να ‘μαστε.



 via

Pages