Δεν υπάρχουν θεοί μέσα στο δάσος - Point of view

Εν τάχει

Δεν υπάρχουν θεοί μέσα στο δάσος




Μία χήρα από ένα φτωχό χωρίο στην Μπενγγάλη δεν είχε αρκετά χρήματα για να πληρώσει για το εισιτήριο του λεωφορείου του γιου της, και έτσι, όταν το αγόρι άρχισε να πηγαίνει στο σχολείο, έπρεπε να περπατά μέσα από το δάσος εντελώς μόνος του. 

Για να τον καθησυχάσει, η μητέρα του του είπε:





«Μη φοβάσαι το δάσος, γιέ μου. Ζήτα από τον Θεό Κρίσνα να έρχεται μαζί σου. Θα ακούσει την προσευχή σου».




Το αγόρι ακολούθησε τις οδηγίες της μητέρας του. Ο Κρίσνα σύντομα εμφανίστηκε. Και από τότε τον συντρόφευε στο σχολείο κάθε μέρα.





Όταν ήταν τα γενέθλια του δασκάλου του, το αγόρι ζήτησε από την μητέρα του λίγα χρήματα για να του αγοράσει ένα δώρο.




«Δεν έχουμε καθόλου χρήματα, γιέ μου. Ζήτα από τον αδελφό σου Κρίσνα να σου αγοράσει ένα δώρο».




Την επόμενη ημέρα, το αγόρι εξήγησε το πρόβλημα του στον Κρίσνα, ο οποίος του έδωσε μια κανάτα με γάλα.




Το αγόρι με υπερηφάνεια έδωσε το γάλα τον δάσκαλο, αλλά τα δώρα των άλλων αγοριών ήταν κατά πολύ ανώτερα και ο δάσκαλος ούτε καν πρόσεξε το δώρο του.

«Πάρε αυτήν την κανάτα με το γάλα στην κουζίνα», είπε ο δάσκαλος σε έναν βοηθό.


Ο βοηθός έκανε όπως του είπαν. Αλλά, όταν προσπάθησε να αδειάσει την κανάτα, ανακάλυψε ότι αυτή από μόνη της ξαναγέμιζε αμέσως. 

Το είπε στον δάσκαλο, ο οποίος έμεινε έκπληκτος και ρώτησε το αγόρι:

«Που βρήκες αυτήν την κανάτα, και πώς καταφέρνει να μένει γεμάτη όλη την ώρα;»

«Ο Κρίσνα, ο θεός του δάσους, μου την έδωσε».

Ο δάσκαλος, οι μαθητές και ο βοηθός ξέσπασαν σε γέλια.

«Δεν υπάρχουν θεοί μέσα στο δάσος. Αυτή είναι καθαρή δεισιδαιμονία», είπε ο δάσκαλος. «Αν υπάρχει, ας πάμε όλοι να τον δούμε».

Όλη η ομάδα ξεκίνησε. Το αγόρι άρχισε να φωνάζει τον Κρίσνα, αλλά εκείνος δεν εμφανίζονταν. Το αγόρι έκανε μια τελευταία απελπισμένη προσπάθεια.

«Αδελφέ Κρίσνα, ο δάσκαλος μου θέλει να σε δει. Σε παρακαλώ, εμφανίσου!»

Εκείνη τη στιγμή, μια φωνή ακούστηκε και αντιλάλησε σε ολόκληρο το δάσος.

«Πώς είναι δυνατόν να θέλει να με δει, γιέ μου; Δεν πιστεύει ούτε καν ότι υπάρχω!»


(Από το βιβλίο του Paulo Coelho, “Like the Flowing River)



Pages