Η Τσούλα - Point of view

Εν τάχει

Η Τσούλα




Η Ψυχή ήταν κόρη μιας οικογένειας με τρία παιδιά. Ήταν όμως τόσο όμορφη, ώστε η σελίδα της και οι φωτογραφίες της στο facebook, μάζευαν τα πιο πολλά likes και τα πιο πολλά σχόλια απ' όλους. Ακόμα και από τη σελίδα της θεάς Αφροδίτης που όταν το έμαθε αυτό, ζήλεψε τόσο πολύ, που ποιος είδε τη θεά και δεν τη φοβήθηκε.


«Ποια είναι αυτή η τσούλα που τολμάει να έχει περισσότερα likes από μένα; Θα της τα βγάλω τα μάτια». Μάταια ο Ήφαιστος προσπαθούσε να την καλμάρει.
«Ηρέμησε βρε Άφρω μου. Σε παρακαλώ… Αφού σου ‘χω πει ότι δεν υπάρχει πιο όμορφη από σένα».
«Ναι, αλλά κι εσύ, όλο στο facebook είσαι χωμένος. Τι κάνεις εκεί βρε ανεπρόκοπε όλη την ημέρα;».
«Παίρνω παραγγελίες για πανοπλίες βρε μωρό μου. Ηρέμησε σου λέω».
«Μα τι να ηρεμήσω; Για να ηρεμήσω είμαι η θεά; Να μου φέρουν αμέσως εδώ, το γιο μου τον Έρωτα. Θα της δείξω εγώ».

Και η Αφροδίτη έδωσε στον Έρωτα δουλειά. Του ζήτησε να δηλητηριάσει τις ψυχές όλων των ανδρών ώστε ποτέ κανένας να μην ερωτευτεί την Ψυχή.
Ο Έρωτας έκανε βέβαια αυτό που του ζήτησε η μάνα του, αλλά την πάτησε, γιατί καθώς κοιτούσε την Ψυχή, την ερωτεύτηκε αυτός, αλλά δεν είπε τίποτα σε κανέναν. Έβαλε όμως μπροστά ένα σχέδιο για να την κάνει δική του.
Και τα χρόνια περνούσαν και οι γονείς της Ψυχής άρχισαν να ανησυχούν και να προβληματίζονται που είχαν σταματήσει τα likes και δεν έρχονταν κανένας να ζητήσει την Ψυχή σε γάμο.

«Τι τρέχει ρε γυναίκα;».
«Μήπως ξέρω κι εγώ να σου απαντήσω άντρα μου; Τι να σου πω η καψερή; Όλη την ημέρα είναι μέσα σ’ αυτό το φουμπού, αλλά δε συμβαίνει τίποτα».
«Σωστά. Τι να μου πεις κι εσύ; Ε λοιπόν, φουμπού, ξεφουμπού, θα πάω στους Δελφούς να ρωτήσω την Πυθία».

Και η Πυθία, υπό την καθοδήγηση του θεού Έρωτα έδωσε χρησμό και είπε:
«Η Ψυχή δε θα γίνει γυναίκα κανενός θνητού. Ο άντρας της που είναι ένα αποκρουστικό τέρας, την περιμένει στην κορυφή του βουνού, και κανείς δε μπορεί να του αντισταθεί. Ούτε θνητός ούτε αθάνατος».

Τότε όλοι πέσανε σε βαθιά θλίψη.
«Αχού…. Αλί και τρις αλί άντρα μου, τι ‘ν’ τούτο πού ‘παθα η καψερή…».

Φώναζε και θρηνούσε η μάνα της Ψυχής.
«Πάψε ρε γυναίκα και με τα κλάματά σου δε μ’ αφήνεις να σκεφτώ».

Παρ’ όλα αυτά, αποφάσισαν να εκπληρώσουν τον χρησμό, ετοιμάζοντας τον γάμο με το τέρας του βουνού, που είχε θέσει τον όρο και την προϋπόθεση ότι για να γίνει ο γάμος, θα έρθει στην τελετή με μάσκα για να μη δει κανένας το πρόσωπό του.

«Θα είναι πολύ άσχημος για να βάζει τέτοιους όρους». Έλεγαν στα πηγαδάκια οι καλεσμένοι. Και ο γάμος έγινε, αλλά η Ψυχή εξακολουθούσε να μη μπορεί να δει το πρόσωπο του συζύγου της, ο οποίος ερχόταν μόνο τα βράδια στην κρεβατοκάμαρά τους και πάντα μέσα στο σκοτάδι. Ήταν όμως τόσο τρυφερός, που η Ψυχή έλεγε στον εαυτό της, ότι αποκλείεται αυτός ο τρυφερός άντρας να είναι ένα αποκρουστικό τέρας.
«Περνάω υπέροχα μαζί του -έλεγε και ξανάλεγε- γιατί όμως δε με αφήνει να τον δω;».

Όταν κάποια στιγμή πήγε στο πατρικό της, το συζήτησε με τις αδελφές της:
«Αχ, τι να σας πρωτοπώ. Καλέ δεν υπάρχει πιο τρυφερός άντρας απ’ αυτόν στον κόσμο. Είμαι πολύ ευτυχισμένη. Μ’ έχει σωστή βασίλισσα. Δεν έχω κανένα παράπονο».
«Κανένα; Μα αυτό καταντάει σκάνδαλο».
«Ε καλά, έχω ένα προβληματάκι!».
«Τι προβληματάκι; -ρώτησαν οι αδελφές της χαμογελώντας πονηρά- μήπως δε σε ...ικανοποιεί;».
«Καλέ τι είναι αυτά που λέτε; Το άτομο είναι σούπερ».
«Τότε τι; Περνάει πολλές ώρες στο facebook και σε παραμελεί;».
«Όχι καλέ. Απλά, έρχεται πάντα νύχτα και δε με αφήνει να δω το πρόσωπό του».
«Ποτέ;».
«Ποτέ!».
«Ά, τότε θα είναι πολύ άσχημος».
«Λέτε;».
«Λέμε... Λέμε... Και να προσέχεις μη σε σκοτώσει κιόλας».
«Σωπάτε καλέ τώρα…».
«Δε σωπαίνουμε καθόλου. Άκου τι θα κάνεις».



Και οι αδελφές της τη συμβούλεψαν να πάει με ένα λυχνάρι να δει το πρόσωπό του όταν θα κοιμάται και με ένα μαχαίρι να του κόψει το κεφάλι για να τον σκοτώσει πρώτη εκείνη. Η Ψυχή γύρισε στο παλάτι, ξάπλωσε με τον σύζυγό της κι όταν εκείνος αποκοιμήθηκε, πήρε ένα λυχνάρι και ένα μαχαίρι και αποφάσισε να τον σκοτώσει. Έγειρε από πάνω του και καθώς φώτισε το πρόσωπο του με το λυχνάρι, είδε προς μεγάλη της έκπληξη τον πανέμορφο Θεό Έρωτα.
Η Ψυχή τα έχασε και από τη σαστιμάρα της, το λυχνάρι έγειρε στο πλάι και μερικές σταγόνες καυτό λάδι χύθηκαν πάνω στον Έρωτα που ξύπνησε από το κάψιμο.
«Ώστε με κατασκοπεύεις ε; Κρίμα στην αγάπη μας».
Και ο Έρωτας έφυγε και της είπε ότι αφού αυτή –μια θνητή– είδε το πρόσωπο ενός αθάνατου, δε θα μπορούσαν πια να είναι μαζί.

Η Ψυχή μετάνιωσε και άρχισε να ψάχνει τον Έρωτα παντού, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Κάποια στιγμή, μετά από αρκετή περιπλάνηση, συνάντησε τη θεά Δήμητρα, η οποία τη συμβούλεψε να παρακαλέσει την Αφροδίτη να την αφήσει να δει το γιο της και η Αφροδίτη, που είχε φυλακίσει τον Έρωτα για να ξεχάσει την Ψυχή, άκουσε τα παρακάλια της και της είπε ότι για να δει τον Έρωτα, θα έπρεπε να περάσει από τρεις δοκιμασίες. Στην πρώτη έπρεπε να σταθεί πάνω σε έναν κυματοθραύστη για τρεις μέρες και τρεις νύχτες εντελώς ακίνητη να τη χτυπάνε τα κύματα και στη δεύτερη να ανεβεί το μονοπάτι του Ολύμπου έως την κορυφή που είναι το παλάτι των Θεών, με δεμένα τα μάτια χωρίς να χάσει το δρόμο.

Οι δοκιμασίες ήταν δύσκολες, αλλά η Ψυχή κατόρθωσε να πραγματοποιήσει τις δυο πρώτες με επιτυχία. Η τρίτη και τελευταία όμως δοκιμασία, απαιτούσε να κατεβεί στον Άδη, να πάρει το κουτί του μακιγιάζ της Περσεφόνης και να το φέρει στην Αφροδίτη που ήθελε να μακιγιαριστεί για να πάει το βράδυ στα γενέθλια του Ερμή που έκανε πάρτι στον Όλυμπο. Η Αφροδίτη είπε στην Ψυχή να μη το ανοίξει, αλλά η Ψυχή που ήθελε να πάρει λίγη ομορφιά για τον εαυτό της το άνοιξε και έπεσε αμέσως σε βαθύ ύπνο, γιατί η Περσεφόνη είχε βάλει μέσα στο κουτί τον Μορφέα, για να κοιμίσει την Αφροδίτη ώστε να μη μπορέσει να γίνει όμορφη.

Έπεσε για ύπνο λοιπόν η Ψυχή και δε ξυπνούσε με τίποτα, αλλά όταν ο Έρωτας έμαθε τι έπαθε η αγαπημένη του, το έσκασε από το παλάτι της μάνας του της Αφροδίτης και πήγε στον Όλυμπο να παρακαλέσει τον πατέρα του τον Ήφαιστο να τη σώσει, αλλά εκείνος αρνήθηκε.
«Εγώ μόνο τα βέλη μπορώ να σου φτιάχνω. Να πας στη μάνα σου που ξέρει από αυτά τα γυναικεία κόλπα».
«Ρε πατέρα δε γίνεται να πάω στη μαμά”.
«Γιατί παιδί μου;».
«Ε, γιατί η μαμά με είχε κλειδωμένο για να την ξεχάσω. Τώρα τι θα της πω; Μάνα βοήθησέ με να βρω αυτή που θέλεις να ξεχάσω; Δε γίνονται αυτά τα πράγματα. Δεν το καταλαβαίνεις;».
«Συμφωνώ παιδί μου. Σ’ αυτή την περίπτωση, καλύτερα να πας στον θείο σου τον Δία. Αυτός είναι μάνα στα ερωτικά».

Και ο Έρωτας πήγε στον Δία.
«Ρε μπάρμπα…».
«Τι έγινε πάλι; Όλο ρε μπάρμπα και ρε μπάρμπα είσαι… Τι θέλεις; Tablet, σου πήρα, Smartphone, σου πήρα, iPhone σου πήρα, Laptop, σου πήρα, τι θες τώρα; Άντε χαλάλι σου. Τι σε απασχολεί αυτή τη φορά; Για πες…».

Ο Δίας λοιπόν, που άκουσε το πρόβλημα του Έρωτα, συγκινήθηκε τόσο πολύ, που ξύπνησε την Ψυχή, την έκανε αθάνατη και από τότε, ο Έρωτας και η Ψυχή είναι ενωμένοι αιώνια, γιατί ο ένας θέλει τον άλλο, ψάχνει τον άλλο, ζητάει τον άλλο και δε μπορεί χωρίς τον άλλο. Είναι δεμένοι για πάντα. Μην ξεχνάς άλλωστε ότι…
«Όταν γελάς και χαίρεσαι για έναν Έρωτα, την Ψυχή σου αναζητάς να το μοιράσεις. Αλλά και όταν είσαι θλιμμένος και κλαις για έναν Έρωτα, πάλι την Ψυχή σου αναζητάς για να κουρνιάσεις».


via

Pages