Η έννοια, η απόδειξη και ο ρόλος του Θεού - Point of view

Εν τάχει

Η έννοια, η απόδειξη και ο ρόλος του Θεού





Από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη μέχρι τον Ακινάτη και τον Καρτέσιο, το θέμα της ύπαρξης του Θεού ήταν στο επίκεντρο του ανθρώπινου στοχασμού. Άλλωστε η ύπαρξη μιας ανώτερης δύναμης κυριαρχεί στις περισσότερες θρησκείες και φιλοσοφίες στην ιστορία της ανθρωπότητας.

Στη Δύση, η ιδέα του Θεού έχει δυο ιστορικές ρίζες: τη Βίβλο και την Ελληνική φιλοσοφία. Ο Θεός της σκέψης για τους φιλοσόφους, και ο ζωντανός Θεός για τον Ιερεμία, με τις ομοιότητες και τις διαφορές τους, έχουν έναν κοινό παρονομαστή: την αποδοχή της ύπαρξης του Θεού.

Για τους Χριστιανούς, ο Θεός φανερώθηκε στους προφήτες μέσα από την αποκάλυψη. Είναι αόρατος και «δεν είναι αντικείμενο των εμπειριών των αισθήσεων μας».

Για τους φιλοσόφους, γνωρίζουμε τον Θεό γιατί μπορούμε να αποδείξουμε την ύπαρξη του μέσα από την ύπαρξη του κόσμου.

Στο παρόν άρθρο θα επιχειρήσουμε την συγκριτική παράθεση των απόψεων του Θωμά Ακινάτη και του Ρενέ Ντεκάρτ για την έννοια, την απόδειξη και τον ρόλο του Θεού.

Η έννοια και ο ρόλος του Θεού κατά τον Θωμά Ακινάτη

Ο 13ος αιώνας χαρακτηρίζεται από κοινωνιολογικές και πολιτισμικές καινοτομίες που έχουν βαθιά απήχηση στον πολιτισμό και γενικότερα στην πνευματική ζωή της δυτικής Ευρώπης. Η ίδρυση των πανεπιστημίων και η εισαγωγή των έργων του Αριστοτέλη στον χώρο της ανώτερης εκπαίδευσης σηματοδοτεί μια νέα εποχή στην ιστορία της φιλοσοφίας και του πνεύματος. Τα περισσότερα έργα του Έλληνα φιλοσόφου είναι διαθέσιμα από το 1200 μαζί με τα υπομνήματα του Αβικέννα. Ο ορθολογισμός του Αριστοτέλη αποδυναμώνει τις θεολογικές απόψεις των χριστιανικών κειμένων και δημιουργεί κρίση στον χώρο των πανεπιστημίων.

Το 1277 θα μείνει στην ιστορία από τις ακραίες αντιδράσεις της εκκλησίας και την καταδίκη των φυσικών και μεταφυσικών έργων του Αριστοτέλη από τους χριστιανούς εκπροσώπους. Είναι φανερό ότι οι συγκρούσεις μεταξύ του αριστοτελισμού και της θεολογίας σχετίστηκαν κυρίως με τη φύση του Θεού, τον περιορισμό της παντοδυναμίας του και της γνώσης του, καθώς και με την άποψη ότι ο κόσμος είναι αιώνιος.

Ο Θωμάς Ακινάτης (1225-1274), ένας από τους μεγαλύτερους χριστιανούς φιλοσόφους του Μεσαίωνα, μελετά τα έργα του Έλληνα φιλοσόφου και στρέφει τους θεολόγους προς τον αριστοτελισμό. Ο Ακινάτης, είναι αντίθετος με την αυγουστίνεια άποψη που θέλει τη γνώση να βασίζεται στη θεία φώτιση. Υποστηρίζει μάλιστα, ότι η μελέτη της Αποκάλυψης πρέπει να γίνεται με αυστηρές επιστημονικές μεθόδους, που απορρέουν από την μελέτη του φυσικού κόσμου. Για τον Ακινάτη, ο άνθρωπος μπορεί να φτάσει στη βέβαιη γνώση μέσω της παρατήρησης και του Λόγου. Ο Ακινάτης διακρίνει το έργο του θείου νόμου σε όλο το φυσικό κόσμο και ισχυρίζεται πως ο Λόγος είναι σε θέση να οδηγήσει στον Θεό μέσω του στοχασμού της φύσης. Λέει μάλιστα χαρακτηριστικά: «Ό,τι είναι δυνατόν να αποδειχθεί βρίσκεται, όσο γίνεται, σε συμφωνία με τη χριστιανική πίστη, και τίποτα στην αποκάλυψη δεν είναι αντίθετο προς τη λογική». Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις στο θέμα της πίστης που δεν μπορούν να αποδειχθούν με τη λογική. Γι’ αυτό το λόγο ο Ακινάτης, στο έργο του, Summa Contra Gentiles, διαχωρίζει μέρη της πίστης που δεν μπορούν να αποδειχθούν μέσω του Λόγου. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Αγίας Τριάδος, της Ύστατης Κρίσης και της Ενανθρώπισης. Επίσης, στο θέμα της δημιουργίας του κόσμου, ο Λόγος δεν μπορεί να οδηγήσει σε μια απόλυτη βεβαιότητα για το αν ο κόσμος δημιουργήθηκε ανέκαθεν, ή μέσα στον χρόνο. Στο θέμα όμως του Θεού, ο Λόγος μπορεί να στηρίξει διάφορες απόψεις, όπως την μοναδικότητα, την ύπαρξη του Θεού. Γι’ αυτό ο Ακινάτης προσπαθεί με παραστατικό τρόπο να αποδείξει την εγκυρότητα της μεθόδου του, επεξεργαζόμενος πέντε αποδείξεις, «πέντε δρόμους» που βασίζονται στις απόψεις του Αριστοτέλη, και έχουν ένα κοινό σχήμα: Μια αισθητή πραγματικότητα για αφετηρία, που παρουσιάζεται ως πρόβλημα, μια αιτιακή αλυσίδα που έχει ως βάση αυτή την πραγματικότητα και στην κορυφή τον Θεό.

Κάθε απόδειξη έχει ένα δικό της αφετηριακό σημείο. Όλες οι αποδείξεις περνούν από τη γεγονική ύπαρξη στην εσχατολογική ερμηνεία. Ουσιαστικά, μέσα από τους «πέντε δρόμους» ο Ακινάτης ξεκινά από την τυχαία ύπαρξη των πραγμάτων στον φυσικό κόσμο και καταλήγει στην παραδοχή ενός όντος, τον Θεό, που υπερβαίνει τα πάντα.

Στην πρώτη απόδειξη, «την απόδειξη εκ της κινήσεως, Via Manifestior», ο Ακινάτης «δανείζεται» από τον Αριστοτέλη το «Ακίνητο Κινούν» για να αποδείξει την ύπαρξη και την ουσία του Θεού, ως κινητήριας πρώτης αιτίας. Για τον Ακινάτη, ο,τιδήποτε κινείται, κινείται από κάτι, και τη στιγμή που η ατελείωτη αναδρομή είναι αδύνατη, θα πρέπει να υπάρχει κάτι που κινεί άλλα πράγματα χωρίς το ίδιο να κινείται. Αυτό το «ακίνητο κινούν» είναι ο Θεός. Με αυτήν την απόδειξη ο Ακινάτης, αν και δέχεται την αριστοτελική άποψη για το Πρώτο Κινούν, αφήνει ανεξέταστο το ενδεχόμενο μιας «υλικής» πρώτης αιτίας. Ουσιαστικά, ο Ακινάτης προσαρμόζει την θεωρία του Αριστοτέλη στα δικά του θεολογικά δεδομένα.

Στην δεύτερη απόδειξη, με το επιχείρημα της «Πρώτης Αιτίας», ο Ακινάτης στηρίζεται στην αριστοτελική άποψη που θέλει όλα τα όντα να έχουν την αιτία τους σε κάποιο εξωγενές προς αυτά όν. Αυτή την άποψη στηρίζει ο Ακινάτης στο γεγονός ότι κανένα ον δεν μπορεί να είναι η αιτία της ύπαρξης του, γιατί θα έπρεπε να υπάρχει πριν από την ύπαρξη του. Άρα ο Θεός υπάρχει πριν από όλα τα όντα και αποτελεί την πρώτη αιτία. Ουσιαστικά, για τον Ακινάτη, ο Θεός έχει μια ιδιόμορφη ουσία, η οποία συμπίπτει με το Είναι του χωρίς όμως να ανήκει σε κάποια γενικότητα.

Στην τρίτη απόδειξη, ο Ακινάτης υποστηρίζει την ύπαρξη του Θεού από το γεγονός ότι όλα τα όντα του αισθητού κόσμου αλλάζουν και μεταβάλλονται. Η ύπαρξη τους μάλιστα είναι τυχαία και όχι αναγκαία, γι’ αυτό δεν ζουν αιώνια. Όλα τα όντα καταστρέφονται και διαλύονται στα συστατικά τους μέρη. Την ευθύνη όμως της ύπαρξης όλων των όντων την έχει κάτι το σταθερό και αναγκαίο που είναι ο Θεός. Ο Θεός για την Ακινάτη, είναι αυτούσιος. Στον Θεό δεν υπάρχουν συμβεβηκότα. Η ουσία και η υπόσταση είναι ταυτόσημες.

Στην τέταρτη απόδειξη, ο Ακινάτης, πραγματεύεται την τελειότητα του Θεού, μια άποψη που στηρίζεται στις θεωρίες του Αυγουστίνου και του Άνσελμου. Η απόδειξη αυτή βασίζεται στις τελειότητες που υπάρχουν γενικά στον κόσμο και που θα πρέπει να στηρίζονται σε κάτι το απολύτως τέλειο. ‘Όταν μάλιστα συγκρίνουμε τις τελειότητες των όντων, θα πρέπει να γνωρίζουμε το τέλεια όμορφο ως προς όλα τα άλλα όντα αλλά και τις βαθμίδες ομορφιάς. Με αυτή την λογική θα πρέπει να υπάρχει το τέλειο ον, που δεν συγκρίνεται με κανένα άλλο, άλλα και που οφείλει την τελειότητα του σε αυτό το ίδιο. Αυτό το ον δεν μπορεί να είναι άλλο από τον Θεό.

Στην τελευταία απόδειξη, «την τελεολογική απόδειξη της ύπαρξης του Θεού» ο Ακινάτης υποστηρίζει ότι τα μη οργανικά όντα λειτουργούν με ένα σκοπό. Αυτά τα όντα όμως δεν έχουν γνώση άρα δεν επιτελούν κάποιο συγκεκριμένο σκοπό. Πίσω λοιπόν από αυτά τα όντα βρίσκεται κάποιο ον με νόηση που τα κατευθύνει προς ένα συγκεκριμένο σκοπό. Όπως είναι φυσικό αυτό το ον είναι ο Θεός.

Από τις πέντε αποδείξεις για την ύπαρξη του Θεού, ο Ακινάτης θεωρεί ως πιο σημαντική την πρώτη. Ωστόσο, και οι τρεις πρώτες αποδείξεις κινούνται στο ίδιο πλαίσιο που θέλει τον Θεό ως αρχή των πάντων. Η τέταρτη απόδειξη κινείται περισσότερο σε λογικό και γλωσσικό επίπεδο. Στις τέσσερις πρώτες αποδείξεις, ο Ακινάτης δίνει έμφαση στις αισθήσεις και στις παρατηρήσεις της καθημερινής ζωής. Η χρήση των εμπειρικών δεδομένων οφείλεται σε μια αντίληψη των σχολαστικών, που θέλει τον ανθρώπινο νου να αδυνατεί να κατανοήσει την ύπαρξη του Θεού a priori. Ουσιαστικά, η καινοτομία της φιλοσοφίας του Ακινάτη φαίνεται «στον επαναπροσανατολισμό της δυτικής σκέψης: από τον ανθρωποκεντρισμό στον κοσμοκεντρισμό».

Στα περισσότερα σημεία η φιλοσοφία του Ακινάτη συμφωνεί με τη φιλοσοφία του Αριστοτέλη. Ο Άγιος Θωμάς κατάφερε να προσαρμόσει τον Αριστοτέλη στο χριστιανικό δόγμα με ελάχιστες μόνο αλλαγές. Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο Russell, «η επίκληση –του Ακινάτη- στη λογική είναι, κατά κάποιον τρόπο, ανειλικρινείς, αφού το συμπέρασμα όπου πρόκειται να φθάσει είναι καθορισμένο εκ των προτέρων». Ουσιαστικά, ο Ακινάτης, σύμφωνα πάντα με τον Russell, «προτού αρχίσει να φιλοσοφεί γνωρίζει κιόλας την αλήθεια, που είναι διατυπωμένη στην Καθολική πίστη».

Η έννοια και ο ρόλος του Θεού κατά τον Ρενέ Ντεκάρτ.

«Στον 17ο αιώνα επιτρέπετο να είσαι ορθόδοξος και καρτεσιανός». Με αυτή τη φράση ο Russell, περιγράφει το θρησκευτικό και φιλοσοφικό κλίμα της εποχής. Μιας εποχής που αφήνει πίσω της, τις αυθεντίες του Σχολαστικισμού και του Αριστοτελισμού και πορεύεται με τις ιδέες του Διαφωτισμού. «Να έχεις το θάρρος να μεταχειρίζεσαι τον δικό σου νου». Με αυτά τα λόγια ο Immanuel Kant (1724-1804), συνοψίζει με τον καλύτερο τρόπο τις αρχές του Διαφωτισμού. Ωστόσο, τα θεμέλια τοποθετήθηκαν λίγα χρόνια νωρίτερα, από τον Ρενέ Ντεκάρτ (1596-1650), με το «σκέφτομαι άρα υπάρχω» – Cogito ergo sum. Με αυτές τις τρεις λέξεις, ο Ντεκάρτ θα ανακαλύψει τη φύση της ίδιας του της ουσίας, θα αποδείξει την ύπαρξη του Θεού και θα καθοδηγήσει το νου στην αναζήτηση της αλήθειας.

Ο Ρενέ Ντεκάρτ θεωρείται ο ιδρυτής της νεώτερης φιλοσοφίας. Με την μέθοδο της «Καρτεσιανής αμφιβολίας», αμφιβάλλει σχεδόν για όλα. Όπως λέει μάλιστα: «Ενδέχεται ο Θεός να με παραπλανήσει και να κάνω λάθος όταν προσπαθώ να υπολογίσω τις πλευρές ενός τετραγώνου ή να προσθέσω το 2 στο 3. Ίσως αποτελεί σφάλμα, έστω και κατά φαντασίαν, να αποδίδεται τέτοια αστοργία στον Θεό, αλλά μπορεί να είναι κάποιος κακός δαίμονας, εξίσου πονηρός και δόλιος όσο και δυνατός, που να έβαλε όλη του την τέχνη για να με παραπλανήσει». Ακόμα και η γνώση των εξωτερικών πραγμάτων, σύμφωνα πάντα με τον Ντεκάρτ, πρέπει να αποκτάται μέσω της διάνοιας και όχι μέσω των αισθήσεων. Ο Ντεκαρτ μάλιστα θεωρεί ως πλάνη να θεωρεί κανείς ότι οι ιδέες είναι όπως τα πράγματα του εξωτερικού κόσμου. Γι’ αυτό μάλιστα διακρίνει τις ιδέες σε έμφυτες, σε ξένες -που προέρχονται από τον εξωτερικό κόσμο, και στις ιδέες που δημιουργεί ο εαυτός μας. Ο ανθρώπινος νους, κατά τον Ντεκάρτ, μπορεί να ανακαλύψει ακόμη και τις αλήθειες για την ύπαρξη του Θεού. Στο έργο του, Στοχασμοί περί της Πρώτης Φιλοσοφίας, στο τρίτο και πέμπτο στοχασμό, προσπαθεί με μια σειρά επιχειρημάτων να αποδείξει την ύπαρξη του Θεού.

Στον τρίτο στοχασμό, με το «ιδεολογικό επιχείρημα» ο Ντεκάρτ προσπαθεί να αποδείξει την ύπαρξη του Θεού μέσα από το περιεχόμενο της ίδιας της ιδέας του Θεού. Έτσι, αφού οι περισσότερες ιδέες του μπορούν να έχουν γεννηθεί μέσα στον ίδιο, υπάρχει μια ιδέα, η ιδέα του Θεού, που δεν μπορεί να έχει τον ίδιο για δημιουργό της. Ουσιαστικά, με τον όρο «Θεός» ο Ντεκάρτ εννοεί μια «υπόσταση που είναι άπειρη, αιώνια, αμετάβλητη, ανεξάρτητη, υπέρτατα νοήμων, υπέρτατα ισχυρή, υπόσταση που δημιούργησε εμένα, όπως και κάθε τι άλλο που υπάρχει (εάν υπάρχει οτιδήποτε άλλο)». Στον ίδιο στοχασμό, με το «κοσμολογικό επιχείρημα», ο Ντεκάρτ δεν λαμβάνει ως βάση γενικά την ύπαρξη του κόσμου και του Εγώ, αλλά θεωρεί ότι «εγώ υπάρχω, το αίτιο της ύπαρξης μου δεν μπορεί να είναι άλλο από τον Θεό, άρα ο Θεός υπάρχει». Με βάση την «αρχή της αιτιακής επάρκειας» του Ντεκάρτ, «δεν υπάρχει κάτι στο αποτέλεσμα που να μην ήταν προηγουμένως παρόν και στο αίτιο, είτε με κάποια παρόμοια είτε με κάποια υψηλότερη μορφή». Με αυτό το επιχείρημα ο Ντεκάρτ, υποστηρίζει ότι ο μόνος τρόπος με τον οποίο ένα αποτέλεσμα μπορεί να έχει κάποιες ιδιότητες, είναι να του έχουν μεταβιβαστεί από το αίτιο του κληρονομικά. Η άποψη αυτή του Ντεκάρτ, δέχτηκε την μεγαλύτερη κριτική από τους μεταγενέστερους στοχαστές και φιλοσόφους.

Στον πέμπτο στοχασμό, ο Ντεκάρτ παραθέτει την οντολογική απόδειξη της ύπαρξης του θεού. Όπως ένα τρίγωνο διαθέτει τρεις γωνίες, έτσι και όταν αναφερόμαστε σε ένα τέλειο ον, όπως είναι ο Θεός, δεχόμαστε την ύπαρξη του. Ο θεός κατά τον Ντεκάρτ, υπάρχει «κατά την λογική αναγκαιότητα», όπως δηλαδή οι τρεις γωνίες του τριγώνου, αλλιώς δεν θα μιλούσαμε για τρίγωνο. Συγκεκριμένα: «Η ύπαρξη του Θεού πρέπει να εκληφθεί από το πνεύμα μου ως τόσο βεβαία, όσο και οι μαθηματικές αλήθειες που αφορούν μόνο σε αριθμούς και σχήματα». Με αυτόν τον τρόπο ο Ντεκάρτ, παρουσιάζει τον Θεό ως τέλειο όν, ακυρώνοντας κάποιες σκέψεις που θα μπορούσαν να θεωρούν τον Θεό ως πανούργο που κατ’ εξακολούθηση εξαπατά τους ανθρώπους. Με αυτή τη λογική η αγαθότητα του Θεού αποτελεί την εγγύηση των σαφών και ευκρινών ιδεών και κατά συνέπεια η αλήθεια κάθε επιστήμης εξαρτάται από τη γνώση του Θεού. Ο Θεός, ως τέλειο ον, αποτελεί την μεταφυσική αρχή της ενότητας του νοείν και του Είναι, άρα αυτός και μόνο αυτός διασφαλίζει την εγκυρότητα των όσων συλλαμβάνει -με σαφήνεια και ευκρίνεια- ο ανθρώπινος νους.

Για τον Χέγκελ ο Ντεκάρτ «είναι ένας ήρωας: έπιασε τα πράγματα από την αρχή». Για κάποιους άλλους είναι «ο φιλόσοφος με το προσωπείο». Ήρωας ή δειλός, ο Ντεκάρτ είναι ο ιδρυτής της Νεώτερης Φιλοσοφίας. Σε μια εποχή μάλιστα που η Ιερά Εξέταση καταδίκασε ως αιρετικό τον Γαλιλαίο, θα ήταν ίσως βαρύς ο χαρακτηρισμός του δειλού που αποδίδεται στον Ντεκάρτ, επειδή απαγόρευσε την έκδοση του έργου του «ο Κόσμος», από φόβο μην καταδικαστεί και ο ίδιος ως αιρετικός.

Επιχειρώντας μια αποτίμηση της καρτεσιανής προσέγγισης, μπορούμε να αντιληφθούμε την απόσταση που κράτησε ο Ντεκάρτ απέναντι στη Σχολαστική Φιλοσοφία, στις απόψεις του Αυγουστίνου και γενικότερα στις αυθεντίες του παρελθόντος. Ο Ντεκάρτ επικεντρώνει το ενδιαφέρον του πρωτίστως στη φυσική και κατόπιν στη μεταφυσική. Ουσιαστικά, η φυσική θεμελιώνει την μεταφυσική, ενώ το υπαρκτό ταυτίζεται με το νοητό. Η γνώση για τον Ντεκάρτ, δεν εξασφαλίζεται από την αντικειμενικότητα των δεδομένων που παρέχονται μέσω της αισθητής εμπειρίας, ούτε φυσικά από την υπερφυσική αποκάλυψη. Ο άνθρωπος, ως σκεπτόμενο ον, γίνεται το απόλυτο κέντρο ή ακόμα και ο άξονας της γνώσης. Αυτή η νοητική ικανότητα εξασφαλίζει στους ανθρώπους τη γνώση της καθολικής ιδέας, της ύπαρξης δηλαδή του Θεού. Ωστόσο, οι απόψεις του Ντεκάρτ για την ύπαρξη του Θεού -ιδιαίτερα μάλιστα ως προς το οντολογικό επιχείρημα- παρουσίασαν ιδιαίτερες δυσκολίες και δέχτηκαν αυστηρές κριτικές. Αναπόφευκτα ο καρτεσιανισμός οδηγήθηκε στην αποτυχία και δεν έγινε αποδεκτός ούτε από τους Σχολαστικούς αλλά ούτε και από τους Ορθολογιστές. Ουσιαστικά, το λάθος του Ντεκάρτ, εστιάζεται στο γεγονός ότι θεώρησε την ύπαρξη του θεού σαν μια από τις ιδιότητες του. Το παράδειγμα μάλιστα με το τρίγωνο θεωρήθηκε από αρκετούς ατυχές, καθώς η νοηματική ανάλυση δεν καθιστά κάτι και ως υπαρκτό. Ο Θεός είναι το τέλειο ον τόσο για κάποιον που πιστεύει στην ύπαρξη του, όσο και για κάποιον άθεο.

Συγκρίνοντας τα επιχειρήματα του Ντεκάρτ με τις απόψεις του Ακινάτη, για την έννοια και τον ρόλο του Θεού, θα διακρίνουμε –με μια πρώτη ματιά- μόνο διαφορές. Ωστόσο, αρκετοί στοχαστές θεωρούν ότι «η δομή και οι προϋποθέσεις του Ντεκάρτ παραμένουν θωμιστικές στο υπόβαθρο τους». Το οντολογικό επιχείρημα απασχόλησε και τους δυο φιλοσόφους. Για τον Ακινάτη, η ύπαρξη του Θεού αποδεικνύεται μέσω της ουσίας του. Για τον Ντεκάρτ, η εμπειρική απόδειξη του Θεού θεωρείται ανυπέρβλητη. Έτσι προσπαθεί μέσα από την ίδια την έννοια της λέξης Θεός –τέλειο ον- να αποδείξει την ύπαρξη του. Άλλωστε θα ήταν αντιφατικό να μιλάει κάποιος για κάτι το τέλειο, το πάνσοφο, το παντοδύναμο, και αυτό να μην υπάρχει. Μάλιστα, αφού ο Θεός είναι φιλεύσπλαχνος, δεν εξαπατά τους ανθρώπους, άρα η βέβαιη γνώση μπορεί να επέλθει μέσα από τους μαθηματικούς υπολογισμούς.

Επίσης, το κοσμολογικό επιχείρημα του Ντεκάρτ έρχεται σε αντιδιαστολή με το επιχείρημα της «πρώτης αιτίας» του Ακινάτη. Για τον σχολαστικό φιλόσοφο ο Θεός υπάρχει πριν από όλα τα όντα και αποτελεί την πρώτη αιτία. Με αυτόν τον τρόπο το ποιητικό αίτιο προηγείται του αποτελέσματος, δεν προηγείται όμως του εαυτού του. Για τον Ντεκάρτ, το αίτιο της ανθρώπινης ύπαρξης δεν μπορεί να είναι άλλο από τον Θεό, άρα ο Θεός υπάρχει και είναι αυταίτιος.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Η ύπαρξη του θεού απασχόλησε τους φιλοσόφους και τους στοχαστές ανά τους αιώνες. Τον 13οαιώνα, ο Ακινάτης εισάγει τον αριστοτελισμό στους κόλπους της θεολογίας. Για τον Άγιο Θωμά, ο συγκερασμός του Λόγου και της Πίστης μπορεί να οδηγήσει τους ανθρώπους στην αλήθεια.

Τέσσερις αιώνες αργότερα, ο Ντεκάρτ απορρίπτει τις αυθεντίες του παρελθόντος, «αφήνει» τον Αριστοτέλη στο περιθώριο, και ξεκινά ένα νέο ταξίδι στον κόσμο της Φιλοσοφίας. Η Νεώτερη Φιλοσοφία «χαράζει» νέους δρόμους έχοντας ως αρχή την σκέψη. «Σκέφτομαι άρα υπάρχω». Μέσα από αυτές τις τρεις λέξεις ο Ντεκάρτ κατάφερε να περάσει στην ιστορία της Φιλοσοφίας, αφήνοντας ως παρακαταθήκη το πολύτιμο έργο του. Οι επόμενες γενιές των φιλοσόφων, είτε δεχτούν είτε απορρίψουν τις καρτεσιανές προσεγγίσεις, το σίγουρο είναι ότι δεν θα πάψουν ποτέ να σκέφτονται.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΈΛΛΗΝΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ:
Αθανασόπουλος Κ., Φιλοσοφία στην Ευρώπη, Τόμος Α’, Εκδόσεις Ε.Α.Π, Πάτρα 2001.
Ακινάτης Θωμάς., Περί του  όντος και της ουσίας., μτφρ. Τζαβάρας Γ., Εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα 1998.
Ασημακόπουλος Μ., Τσιαντούλας Α.,  Οι Επιστήμες της Φύσης και του Ανθρώπου στην Ευρώπη., Τόμος Α’, Πάτρα 2000.
Αυγελής Ν., Εισαγωγή στη Φιλοσοφία., Εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2004.
Γιαννακόπουλος Κ., Βυζαντινή Ανατολή και Λατινική Δύση: Δυο κόσμοι της Χριστιανοσύνης στο Μεσαίωνα και στην Αναγέννηση. Εκδόσεις Εστία, Αθήνα 1966.
Γιανναράς Χ., Σχεδίασμα Εισαγωγής στη Φιλοσοφία. Εκδόσεις Δόμος, Αθήνα 1980.
Κονδύλης Π., Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1987.
Κονδύλης Π., Η Κριτική της Μεταφυσικής στη Νεώτερη Σκέψη, Εκδόσεις Γνώση, Αθήνα 1983.
Μπέγζος  Μ., Ελευθερία ή θρησκεία; Εκδόσεις Μ. Π. Γρηγόρης, Αθήνα 1991.
Μολυβάς Γ., Φιλοσοφία στην Ευρώπη, Τόμος Β’. Εκδόσεις Ε.Α.Π. Πάτρα 2000.
Πενολίδης Θ., Μέθοδος και Συνείδηση, Εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2004.
Θ. Πελεγρίνης., Οι Πέντε Εποχές της Φιλοσοφίας, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1998.
ΞΕΝΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ:
Chatelet Francois., Η Φιλοσοφίααπό τον Πλάτωνα ως τον Θωμά Ακινάτη, μτφρ. Κ. Παπαγιώργης, Τόμος Α’, Γνώση, Αθήνα 1989.
Chatelet Francois., Η Φιλοσοφία, από τον Γαλιλαίο ως τον Ζ.Ζ. Ρουσσώ., μτφρ. Κ. Παπαγιώργης, Τόμος Β’, Εκδόσεις Γνώση, Αθήνα 1990.
Cottingham J., Φιλοσοφία της Επιστήμης, οι Ορθολογιστές,  μτφρ. Τσούρτη Σ, Εκδόσεις Στάχυ, Αθήνα 2000.
Descartes RΣτοχασμοί περί της πρώτης Φιλοσοφίας, μτφρ. Βανατράκης Ε,  Εκδόσεις Εκκρεμές, Αθήνα 2003.
Fernard Braudel, Γραμματική των πολιτισμών, μτφρ. Α. Αλεξάκης,  ΜΙΕΤ, Αθήνα 2003.
Γιάσπερς Κ., Εισαγωγή στη Φιλοσοφία, μτφρ. Μαλεβίτσης Χ., Εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα.
Kenny A., Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας., Μτφρ. Δ. Ρισσάκη. Εκδόσεις Νεφέλη. Αθήνα 2005.
Μποχένσκυ Ι., Ιστορία της Σύγχρονης Ευρωπαϊκής Φιλοσοφίας, μτφρ. Μαλεβίτσης Χ, Εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα 1975.
Μπενιέ Ζαν Μισέλ., Ιστορία της Νεωτερικής και Σύγχρονης Φιλοσοφίας., μτφρ. Παπαγιώργης Κ., Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1999.
Lindeberg C David., Οι απαρχές της Δυτικής Φιλοσοφίας, μτφρ. Η. Μαρκολέφας, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Ε.Μ.Π, Αθήνα 2003.
Russell B., Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας. Τόμος Α’. Μτφρ. Αιμ. Χουρμουζιου.  Εκδόσεις Ι. Δ. Αρσενίδης & Σια. Αθήνα.
Σόλομον Ρ., Χίγκινς Κ., Μια Σύντομη Ιστορία της Φιλοσοφίας., μτφρ. Βλάχος Γ., Εκδόσεις Φιλίστωρ, Αθήνα.
via

Pages