Εγκόλπιο Ανασκολοπισμού - Point of view

Εν τάχει

Εγκόλπιο Ανασκολοπισμού




Όταν αρνούμαστε να δεχτούμε τον εναλλάξιμο χαρακτήρα των ιδεών, το αίμα ρέει.

Καθ’ εαυτή η κάθε ιδέα είναι ουδέτερη -ή θα έπρεπε να είναι- αλλά ο άνθρωπος την εμψυχώνει, προβάλλει πάνω της τις φλόγες και τις παραφροσύνες του και γίνεται μιαρή, μεταμορφωμένη σε πίστη, εισδύει στο χρόνο, παίρνει τη μορφή γεγονότος, το πέρασμα από τη λογική στην επιληψία έχει συντελεστεί. Έτσι γεννιούνται οι ιδεολογίες, οι θεωρίες και οι αιμοσταγείς φάρσες.

Εξ ενστίκτου ειδωλολάτρες, μετατρέπουμε σε απόλυτο τα αντικείμενα των ονείρων και των συμφερόντων μας. Η ιστορία δεν είναι παρά μια παρέλαση ψεύτικων απολύτων, μια διαδοχή ναών που αφιερώθηκαν σε προσχήματα, ένας εξευτελισμός του Πνεύματος μπροστά στο Απίθανο

Ακόμα κι όταν απομακρύνεται από τη θρησκεία, ο άνθρωπος παραμένει υποτελής της· αφού πρώτα κάνει τα πάντα για να χαλκεύσει είδωλα των θεών, στη συνέχεια τους παραδίδεται πυρετικά, η ανάγκη του για το πλασματικό, για τη μυθολογία θριαμβεύει σε βάρος του προφανούς και του γελοίου. 

Η ικανότητά του να λατρεύει ευθύνεται για όλα τα εγκλήματά του, όποιος αγαπά με τρόπο ανάρμοστο ένα θεό, εξαναγκάζει τους άλλους να τον αγαπήσουν, έτοιμος να τους εξοντώσει αν αρνηθούν.

Δεν υπάρχει μισαλλοδοξία, ιδεολογική αδιαλλαξία ή προσηλυτισμός, που να μην αποκαλύπτει το κτηνώδες βάθος του ενθουσιασμού. Αν ο άνθρωπος χάσει την ικανότητα της αδιαφορίας, γίνεται δυνάμει φονιάς· αν μετατρέπει την ιδέα του σε θεό, οι συνέπειες είναι ανυπολόγιστες. 

Σκοτώνουμε πάντα εν ονόματι ενός θεού ή εν ονόματι των δόλιων παραποιήσεων του, οι υπερβολές που προκάλεσε ο θεός Λόγος, η ιδέα του έθνους, της τάξης ή της φυλής συγγενεύουν με τις υπερβολές της Ιεράς Εξετάσεως ή της Μεταρρύθμισης.


Οι εποχές της θεοσέβειας διαπρέπουν σε αιμοσταγείς άθλους, η αγία Τερέζα δεν μπορούσε παρά να είναι συγκαιρινή με τους επί της πυράς θανάτους και ο Λούθηρος με τη σφαγή των χωρικών. 

Στις μυστικιστικές κρίσεις, οι οιμωγές των θυμάτων ακούγονται παράλληλα με τις οιμωγές της έκστασης. Αγχόνες, μπουντρούμια, κάτεργα ευημερούν μόνο υπό τη σκέπη κάποιας πίστης -από την ανάγκη του πνεύματος να πιστεύει η οποία το μόλυνε για πάντα.


Ο διάβολος ωχριά μπροστά στον άνθρωπο που κατέχει μιαν αλήθεια, την αλήθεια του. Είμαστε άδικοι απέναντι στους Νέρωνες και τους Τιβέριους, δεν επινόησαν αυτοί την έννοια του αιρετικού, υπήρξαν απλώς διεφθαρμένοι ονειροπόλοι που διασκέδαζαν με τις σφαγές. 

Οι αληθινοί εγκληματίες είναι εκείνοι που εγκαθιδρύουν μιαν θρησκευτική ή πολιτική ορθοδοξία και έτσι διακρίνουν τον πιστό από τον σχισματικό.


Κάτω από τις σταθερές αποφάσεις λάμπει ένα μαχαίρι– τα φλογισμένα μάτια ψυχανεμίζονται το φόνο. Το δισταχτικό πνεύμα, που έχει προσβληθεί από αμλετισμό, ποτέ δεν ήταν ολέθριο, η αρχή του κακού έγκειται στην ένταση της βούλησης, στην ανικανότητα για ησυχασμό, στην προμηθεϊκή μεγαλομανία μιας φυλής που δίνει τα πάντα για το ιδεώδες, που συντρίβεται από το βάρος των πεποιθήσεων της και, επειδή έμαθε να τέρπεται χλευάζοντας την αμφιβολία και την οκνηρία -ελαττώματα που είναι πιο ευγενικά από όλες τις αρετές της- έχει ακολουθήσει μιαν οδό απώλειας, μέσα στην ιστορία, μέσα σε αυτό το ανάξιο φύραμα από κοινοτοπία και αποκάλυψη.


Εκεί οι βεβαιότητες αφθονούν, καταργήστε τες, καταργήστε προπαντός τις συνέπειές τους, θα επαναφέρετε τον παράδεισο. Τι άλλο είναι η Πτώση αν όχι η αναζήτηση μιας αλήθειας και η βεβαιότητα της εύρεσής της, το πάθος για ένα δόγμα και η εγκατάσταση μέσα σε ένα δόγμα;

Ο φανατισμός έρχεται ως συνέπεια -κεφαλαιώδης φύρα που χορηγεί στον άνθρωπο τη γεύση της αποτελεσματικότητας, της προφητείας, του τρόμου- λυρική λέπρα με την οποία μολύνει τις ψυχές, τις υποτάσσει, τις συντρίβει ή τις εξάπτει. Από αυτό ξεφεύγουν μόνο οι σκεπτικιστές (ή οι μίσεργοι και οι αισθητές) επειδή δεν προτείνουν τίποτα, επειδή -αληθινοί ευεργέτες της ανθρωπότητας- καταστρέφουν τις ειλημμένες θέσεις και αναλύουν το παραλήρημά τους.

Αισθάνομαι μεγαλύτερη ασφάλεια κοντά σε ένα Πύρρωνα παρά σε έναν απόστολο Παύλο, επειδή μια σκωπτική σοφία είναι πιο ήπια από μιαν αποχαλινωμένη αγιότητα. 

Μέσα σε ένα φλογερό πνεύμα ξαναβρίσκουμε μεταμφιεσμένο το αρπαχτικό ζώο· δεν είναι εύκολο να γλυτώσει κανείς από τα νύχια ενός προφήτη. Είτε επικαλείται το θεό, είτε επικαλείται την πόλη ή άλλα προσχήματα, απομακρυνθείτε, σάτυρος της μοναξιάς σας, δε σας συγχωρεί να ζείτε εντεύθεν των αληθειών και των παραφορών του, θέλει να σας κάνει μέτοχο της υστερίας και του αγαθού του, να σας το επιβάλει και να σας παραμορφώσει. 

Ένα ον ιδεόληπτο που δεν θα επιζητούσε να μεταδώσει την πίστη του στους άλλους,  είναι ένα φαινόμενο ξένο στη γη μας, όπου η δαιμονοπληξία της σωτηρίας καθιστά τη ζωή αποπνιχτική.


Κοιτάχτε γύρω σας, παντού Μορμόνες που κάνουν κήρυγμα, κάθε θεσμός μεταφράζει μιαν αποστολή, τα δημαρχεία έχουν το απόλυτό τους όπως και οι εκκλησίες, η διοίκηση με τους διακανονισμούς της, μεταφυσική προς χρήση πιθήκων. Όλοι πασχίζουν να βελτιώσουν τη ζωή όλων, οι ζητιάνοι, ακόμα και οι ανίατοι αυτό ποθούν, οι πάροδοι του κόσμου και τα άσυλα βρίθουν από αναμορφωτές. 

Η λαχτάρα να προκαλεί γεγονότα επιδρά πάνω στον καθένα σαν μια διανοητική διαταραχή ή σαν μια ηθελημένη κατάρα. Τι είναι η κοινωνία; Μια κόλαση από σωτήρες! ο Διογένης με το φανάρι του έψαχνε να βρει κάποιον αδιάφορο. 
Α Δ Ι Α Φ Ο Ρ Ο.-




Μου αρκεί να ακούσω κάποιον να μιλάει με ειλικρίνεια για ιδεώδες, για μέλλον, για φιλοσοφία, να τον ακούσω να λέει «εμείς» με μια λιγυρότητα που την δίνει η βεβαιότητα, να επικαλείται τους «άλλους» και να αυτοχειροτονείται εκφραστής τους για να τον θεωρήσω εχθρό μου. 

Στο πρόσωπό του βλέπω έναν ελαττωματικό τύραννο, έναν παρ’ ολίγο δήμιο, αξιομίσητο όσο και οι τύραννοι, όσο και οι δήμιοι πρώτης κατηγορίας.


Κάθε πίστη ασκεί ένα είδος τρόμου, τόσο πιο φριχτού όσο υποκινητές του είναι οι «άσπιλοι».Δυσπιστούμε για τους μικροπόνηρους, για τους δόλιους, για τους περιγελαστές -εντούτοις δεν θα μπορούσαμε να τους καταλογίσουμε καμιάν από τις μεγάλες ταραχές της ιστορίας- απιστώντας στα πάντα, δεν αναδιφούν την καρδιά σας, ούτε τις υστεροβουλίες σας· σας εγκαταλείπουν στη νωθρότητά σας, στην απελπισία και στην αχρηστία σας· 

η ανθρωπότητα τους οφείλει τις λίγες στιγμές ευδαιμονίας που έχει γνωρίσει, αυτοί σώζουν τους λαούς που βασανίζονται από τους φανατικούς και καταστρέφονται από τους «ιδεαλιστές».


Χωρίς οργανωμένη διδασκαλία, έχουν μόνο ιδιοτροπίες και ενδιαφέροντα, ελαττώματα ευσυμβίβαστα, χίλιες φορές πιο ανεχτά από τις καταστροφές που προκαλεί ο δεσποτισμός με αρχές· γιατί όλα τα δεινά της ζωής προέρχονται από μιαν «άποψη για τη ζωή». 

Ένας ολοκληρωμένος πολιτικός ανήρ θα έπρεπε να εμβαθύνει στους αρχαίους σοφιστές και να πάρει μαθήματα ωδικής· και διαφθοράς.


Όσο για τον φανατικό, είναι αδιάφθορος αν σκοτώνει για μιαν ιδέα, μπορεί κάλλιστα να σκοτωθεί γι’ αυτήν και στις δύο περιπτώσεις, τύραννος ή μάρτυρας, είναι ένα τέρας.


Δεν υπάρχουν πιο επικίνδυνοι άνθρωποι από εκείνους που υπόφεραν για μια πίστη, οι μεγάλοι διώκτες στρατολογούνται ανάμεσα στους μάρτυρες που δεν τους έκοψαν το κεφάλι. Αντί να μειώνει τη λαχτάρα για δύναμη, η οδύνη την εκτραχύνει- επίσης το πνεύμα νιώθει πιο άνετα μαζί με κάποιον καυχηματία παρά με έναν μάρτυρα· και τίποτα δεν απεχθάνεται τόσο όσο το θέαμα ενός ανθρώπου που θυσιάζεται για μιαν ιδέα. 

Σκοτισμένο από τις μεταρσιώσεις και τα σφαγεία, ονειρεύεται μιαν επαρχιακή ανία σε συμπαντική κλίμακα, μιαν Ιστορία που η στασιμότητά της θα ήταν τέτοια ώστε ή αμφιβολία θα εσκιαγραφείτο μέσα της σαν ένα συμβάν και η ελπίδα σαν μια θεομηνία.


Η αρετή του Διογένη




Ο μεγαλύτερος γνώστης του ανθρώπου αποκλήθηκε κυνικός


Δεν μπορούμε να ξέρουμε τι πρέπει να χάσει ένας άνθρωπος για να βρει το σθένος να αψηφήσει όλες τις συμβάσεις, δεν μπορούμε να ξέρουμε τι απώλεσε ο Διογένης για να γίνει ο άνθρωπος που επέτρεψε τα πάντα στον εαυτό του, που έκανε τις πιο μύχιες σκέψεις του πράξεις με μιαν υπερφυσική ιταμότητα, όπως θα έκανε ένας θεός της γνώσης, λιβιδιακός και συνάμα αγνός. 

Κανείς δεν ήταν πιο φιλαλήθης· οριακή περίπτωση ειλικρίνειας και διαύγειας και συνάμα παράδειγμα αυτού που θα ήμασταν αν η εκπαίδευση και η υποκρισία δεν χαλιναγωγούσαν τις επιθυμίες και τα νεύματά μας.


«Μια μέρα κάποιος τον κάλεσε σε ένα πλούσιο σπίτι και του είπε: «Προπαντός μη φτύνεις στο πάτωμα». Ο Διογένης που ήθελε να φτύσει τον έφτυσε στο πρόσωπο, λέγοντάς του ότι «αυτό ήταν το μόνο μέρος που έκρινε κατάλληλο για να φτύσει» Διογένης Λαέρτιος. 

Ποιος είναι εκείνος που, προσκεκλημένος από έναν πλούσιο, δε λυπήθηκε επειδή δεν είχε ωκεανούς σιέλου για να τους προσφέρει στους δυνατούς της γης και ποιος δεν κατάπιε τη φτυσιά του από φόβο μήπως τη ρίξει στο πρόσωπο ενός σεβάσμιου και κοιλαρά ψεύτη;


Όλοι είμαστε γελοιωδώς φρόνιμοι και δειλοί


Ο κυνισμός δε διδάσκεται στο σχολείο. Ούτε και η υπερηφάνεια.


«Ο Μένιππος, στο βιβλίο του με τίτλο ‘Η αρετή του Διογένη’ διηγείται ότι όταν αιχμαλωτίστηκε και πουλήθηκε δούλος, τον ρώτησαν τι ήξερε να κάνει. Τότε απάντησε: «Να διατάσσω» και κραύγασε στον κήρυκα: «Κοίτα να δεις ποιος θέλει να αγοράσει έναν αφέντη».

Ο άνθρωπος που αντιμετώπισε τον Αλέξανδρο και τον Πλάτωνα, που αυνανιζόταν δημοσίως “Μακάρι να μπορούσα τρίβοντας την κοιλιά μου να μου περνάει η πείνα”, ο άνθρωπος του περίφημου πιθαριού και του περίφημου φανού και ο οποίος στα νιάτα του ήταν κιβδηλοποιός (τι καλύτερο για έναν κυνικό;) τι εμπειρία πρέπει να είχε για τους πλησίον του;


 -Οπωσδήποτε την εμπειρία που έχουμε όλοι, με τη διαφορά ότι ο άνθρωπος ήταν το μοναδικό αντικείμενο του στοχασμού και της περιφρόνησής του. Χωρίς να υποστεί τη νόθευση καμιάς ηθικής και μεταφυσικής, πάσχισε να τον απογυμνώσει για να μας τον δείξει πιο γυμνό και πιο απεχθή απ’ ό,τι τον έδειξαν οι κωμωδίες και οι αποκαλύψεις.


«Ένας Σωκράτης τρελός» έτσι τον αποκαλούσε ο Πλάτων. «Ένας Σωκράτης ειλικρινής» έτσι έπρεπε να τον αποκαλεί, ένας Σωκράτης χωρίς το Αγαθό, χωρίς τους θεσμούς και την Πόλη, ένας Σωκράτης που επιτέλους έγινε ψυχολόγος. Αλλά ο Σωκράτης -έστω θείος- παραμένει συμβατικός· παραμένει δάσκαλος, διδακτικό πρότυπο. 

Μόνο ο Διογένης δεν προτείνει τίποτα, το βάθος της στάσης του και η ουσία του κυνισμού του έχει καθοριστεί από μιαν ορχιακή φρίκη μπροστά στη γελοιότητα ότι είναι άνθρωπος.


Ο στοχαστής που στοχάζεται χωρίς ψευδαισθήσεις την ανθρώπινη πραγματικότητα, αν θέλει να παραμείνει στο εσωτερικό του κόσμου και να εξαλείψει τον μυστικισμό ως διαφυγή, καταλήγει σε μια θέαση μέσα στην οποίαν συμφύρονται η σοφία, η πίκρα και η φάρσα· 

και αν επιλέγει την αγορά σαν χώρο της μοναξιάς, ξεδιπλώνει τον οίστρο του περιγελώντας τους «ομοίους» του ή επιδείχνοντας την αηδία του, αηδία που σήμερα, με τον χριστιανισμό και την αστυνομία, δεν θα μπορούσαμε πλέον να επιτρέπουμε στον εαυτό μας. 

Δύο χιλιάδες χρόνια νουθεσίες και κώδικες ημέρωσαν τη χολή μας· εξάλλου, μέσα σε έναν βιαστικό κόσμο, ποιος θα σταματούσε για να απαντήσει στις περιπέτειές μας και να ευφρανθεί με τα γαυγίσματά μας;


Το γεγονός ότι ο μεγαλύτερος γνώστης του ανθρώπου αποκλήθηκε κυνικός, αποδείχνει ότι ανέκαθεν ο άνθρωπος δεν είχε το κουράγιο να δεχτεί την αληθινή του εικόνα και ότι πάντα αποδοκίμαζε τις αναιδείς αλήθειες. Ο Διογένης έπνιξε μέσα του την πόζα. Τι τέρας για τα μάτια των άλλων! 

Για να έχει κανείς μια τιμημένη θέση μέσα στη φιλοσοφία, πρέπει να είναι κωμωδός, να σέβεται το παιχνίδι των ιδεών και να εξάπτεται με ψευδοπροβλήματα. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να ασχολείται με τον άνθρωπο όπως είναι.


Πάντα κατά τον Διογένη το Λαέρτιο:«Στους Ολυμπιακούς αγώνες, όταν ο κριτής διακήρυξε: ο Διόξιππος νίκησε τους ανθρώπους» ο Διογένης απάντησε: «Νίκησε μόνο δούλους, γιατί οι άνθρωποι είναι δική μου υπόθεση». 

Και τω όντι, τους νίκησε, όπως κανείς άλλος, με όπλα φοβερότερα από των κατακτητών, αυτός που κρατούσε μόνο ένα δισάκι, αυτός, ο πιο πένης ανάμεσα στους ζητιάνους, αληθινός άγιος του καγχασμού.


Πρέπει να εκτιμήσουμε την τύχη που τον έκανε να γεννηθεί πριν από την επινοημένη έλευση του Ιησού. Ποιος ξέρει αν, μέσα στην αντικοινωνικότητά του, ένας επίνοσος πειρασμός για εξωανθρώπινη περιπέτεια δεν τον ωθούσε να γίνει ένας όποιος ασκητής, που αργότερα θα γινόταν άγιος και έτσι θα χανόταν μέσα στην μάζα των ευδαιμόνων και του ημερολογίου; Τότε θα γινόταν τρελός, αυτός, ο πιο φυσιολογικός άνθρωπος, γιατί θα είχε απομακρυνθεί από κάθε διδασκαλία και κάθε διδαχή.


Την δυσειδή εμφάνιση του ανθρώπου, ήταν ο μόνος που μπορούσε να μας την αποκαλύψει. Τα πλεονεκτήματα του κυνισμού συσκοτίστηκαν και ποδοπατήθηκαν από μια θρησκεία που εχθρευόταν το προφανές. 

Αλλά ήρθε η στιγμή να αντιταχθούν στις αλήθειες του θεανθρώπου οι αλήθειες του «ουράνιου κυνικού», όπως τον αποκάλεσε ένας συγκαιρινός του ποιητής.



Το κενό της καρδιάς ενώπιον του κενού του χρόνου


Η αδυναμία μας να κλάψουμε είναι αυτή που συντηρεί μέσα μας την αγάπη για τα πράγματα και τα κάνει να υπάρχουν ακόμα, μας εμποδίζει να εξαντλήσουμε τη γεύση τους και να τα αποστραφούμε. Όταν, σε τόσους δρόμους και ακτές, τα μάτια μας αρνιόντουσαν να πνιγούν στα δάκρυα, διέσωζαν με τη στεγνότητά τους το αντικείμενο που τα θάμπωνε.


Τα δάκρυά μας σπαταλούν τη φύση, όπως οι φόβοι μας το θεό. Εν τέλει όμως σπαταλούν εμάς τους ίδιους. Γιατί αν υπάρχουμε το οφείλουμε στην άρνηση να αφήσουμε ελεύθερες τις υπέρτατες επιθυμίες μας, τα πράγματα που μπαίνουν στη σφαίρα του θαυμασμού μας ή της θλίψης μας παραμένουν εκεί επειδή δεν τα θυσιάσαμε ούτε τα ευλογήσαμε με τους δακρύβρεκτους αποχαιρετισμούς μας.


Γι’ αυτό μετά από κάθε νύχτα, όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια νέα ημέρα, η απραγματοποίητη αναγκαιότητα να την πληρώσουμε μας γεμίζει τρόμο· και θορυβημένοι μέσα στο φως, λες και ο κόσμος σειόταν, λες και εύρισκε το Άστρο του, ξεφεύγουμε από τα δάκρυα -ένα από τα οποία θα αρκούσε να μας αποτρέψει από το χρόνο.


Η μια στιγμή ακολουθεί την άλλη, τίποτα δεν τους προσδίδει την ψευδαίσθηση ενός περιεχομένου ή το επιφαινόμενο μιας σημασίας· κυλούν η ροή τους δεν είναι η δική μας· βλέπουμε την ροή τους, δέσμιοι μιας ηλίθιας αντίληψης. Το κενό της καρδιάς ενώπιον του κενού του χρόνου, δύο καθρέφτες που αλληλοκατοπτρίζουν την απουσία τους, την ίδια εικόνα της μηδαμινότητας. 

Όπως κάτω από την επίδραση μιας ρεμβώδους ιδιωτείας, όλα ισοπεδώνονται, δεν υπάρχουν πλέον κορυφές, ούτε βάραθρα. Πού να βρεθεί η ποίηση των ψευδών, το κέντρισμα ενός αινίγματος;


Όποιος αγνοεί την ανία βρίσκεται ακόμα στην παιδικότητα του κόσμου, τη στιγμή που οι ηλικίες προσδοκούσαν να γεννηθούν παραμένει κλεισμένος σε αυτόν τον καταπονημένο χρόνο που επιβιώνει, που γελά με τις διαστάσεις του, και υποκύπτει στο κατώφλι του … μέλλοντος του, συμπαρασύροντας μαζί του την ύλη, ανυψωμένη αίφνης σε λυρισμό της άρνησης. 

Η ανία είναι η ηχώ που βρίσκει μέσα μας το ξέσχισμα του χρόνου, η αποκάλυψη του κενού, η στείρευση αυτού του παραληρήματος που υποστηρίζει -ή επινοεί- την ζωή.


Δημιουργός αξιών, ο άνθρωπος είναι το ον που κατεξοχήν παραληρεί, που κατατρύχεται από την πίστη ότι κάτι τις υπάρχει, ενώ του αρκεί να κρατήσει την αναπνοή του, όλα σταματούν να αναστείλει τις συγκινήσεις του, τίποτα δεν φρικιά πια· να καταργήσει τις ιδιοτροπίες του, όλα γίνονται θαμπά.






Η πραγματικότητα είναι μια δημιουργία των υπερβολών μας, της αμετρίας και των παραλογισμών μας. Ένας χαλινός στους σπασμούς μας, η πορεία του κόσμου επιβραδύνεται- χωρίς τις θέρμες μας, ο χώρος είναι παγωμένος. 

Ο ίδιος ο χρόνος ρέει μόνο και μόνο επειδή οι επιθυμίες μας γεννούν αυτό το διακοσμητικό σύμπαν που λίγη διαύγεια θα το απογύμνωνε.



Ένας κόκκος οξυδέρκειας μας ανάγει στην πρωταρχική μας συνθήκη, τη γύμνια- μια υποψία ειρωνείας μας απεκδύει από αυτό το μασκάρεμα ελπίδων που μας επιτρέπουν να αυταπατώμεθα και να φανταζόμαστε την ψευδαίσθηση, κάθε αντίθετος δρόμος οδηγεί έξω από τη ζωή. 


Η ανία δεν είναι παρά η αρχή του δρομολογίου. 

Πρέπει να θεωρήσουμε πολύ μακρύ τον χρόνο, ανίκανο να μας αποκαλύψει ένα τέρμα. Αποσπασμένοι από κάθε αντικείμενο, μη έχοντας να αφομοιώσουμε τίποτα απ’ έξω, καταστρεφόμαστε αργά, μια και το μέλλον έπαψε να μας προσφέρει έναν λόγο ύπαρξης.

Η ανία μας αποκαλύπτει μιαν αιωνιότητα που δεν είναι το ξεπέρασμα του χρόνου, αλλά η καταστροφή του- είναι το άπειρο των ψυχών που σαπίζουν ελλείψει δεισιδαιμονιών, ένα επίπεδο απόλυτο όπου τίποτα πια δεν εμποδίζει τα πράγματα να περιστρέφονται αναζητώντας τη δική τους πτώση.


Η ζωή δημιουργείται μέσα στο παραλήρημα και καταπίπτει μέσα στην ανία.


Όποιος υποφέρει από ένα συγκεκριμένο κακό, δεν έχει δικαίωμα να παραπονείται, έχει κάτι να ασχολείται. 

Οι μεγάλοι πάσχοντες δεν ανιούν ποτέ, η αρρώστια τους γεμίζει, όπως η τύψη τρέφει τους μεγάλους ενόχους. Γιατί κάθε έντονο άλγος γεννά ένα είδωλο πληρότητας και προτείνει στη συνείδηση μια τρομερή πραγματικότητα, την οποία δεν θα μπορούσε να αποφύγει- ενώ το άλγος που δεν έχει υλικό μέσα σε αυτό το πρόσκαιρο πένθος που είναι η ανία δεν αντιτάσσει στη συνείδηση τίποτα που να την υποχρεώνει να κάνει ένα λυσιτελές διάβημα.


Πώς να γιατρευτούμε από ένα κακό που δεν εντοπίζεται πουθενά, που είναι εξόχως απροσδιόριστο, που πλήττει το κορμί χωρίς να αφήνει ίχνη, που τρυπώνει στην ψυχή χωρίς να αφήνει σημάδι; 

Μοιάζει με μιαν αρρώστια από την οποία γλυτώσαμε, που θα είχε όμως απορροφήσει τις δυνατότητες μας, τα αποθέματα προσοχής που διαθέτουμε και θα μας είχε αφήσει ανήμπορους να πληρώσουμε το κενό που ακολουθεί την εξάλειψη των φρικιάσεων και την εξαφάνιση των βασάνων μας.


Η κόλαση είναι ένα λιμάνι μπροστά σε αυτή τη μετατόπιση μέσα στο χρόνο, σε αυτή την κενή και καταβεβλημένη ατονία όπου τίποτα δεν επισύρει την προσοχή μας εκτός από το θέαμα του σύμπαντος που σήπεται μπροστά μας.


Ποια θεραπευτική να χρησιμοποιήσουμε ενάντια σε μια ασθένεια την οποία δεν θυμόμαστε πια και της οποίας τα επακόλουθα καταπατούν τις μέρες μας; Πώς να εφεύρουμε ένα φάρμακο για την ύπαρξη, πώς να ολοκληρώσουμε μια ατελείωτη θεραπεία, πώς να συνέλθουμε από τη γέννηση;


Η ανία, αυτή η ανίατη ανάρρωση


Αν τα κυριακάτικα απομεσήμερα συνεχίζονταν επί μήνες, πού θα κατέληγε η ανθρωπότητα, απαλλαγμένη πια από το μόχθο, ελεύθερη από το βάρος της πρώτης κατάρας; Η εμπειρία θα άξιζε τον κόπο. Είναι κάτι περισσότερο από πιθανό ότι το έγκλημα θα απόβαινε η μοναδική διασκέδαση, ότι η κραιπάλη θα φαινόταν αθωότητα, το ουρλιαχτό μελωδία και ο σαρκασμός τρυφερότητα. 

Η αίσθηση του ατελεύτητου χρόνου θα έκανε το κάθε δευτερόλεπτο ανυπόφορο μαρτύριο, ένα πλαίσιο θανατικής καταδίκης. Μέσα στις καρδιές που έχουν ποτιστεί από ποίηση θα επιβαλλόταν ένας εξασθενημένος κανιβαλισμός και μια θλίψη ύαινας· οι σφαγείς και οι δήμιοι θα έσβηναν από ατονία· οι εκκλησίες και τα πορνεία θα δονούνταν από αναστεναγμούς.


Η νωθρότητα είναι ένας φυσιολογικός σκεπτικισμός, η αμφιβολία της σάρκας


Το σύμπαν μεταμορφωμένο σε κυριακάτικο απομεσήμερο, είναι ο ορισμός της ανίας και το τέλος του σύμπαντος. 

Αποσείστε την κατάρα που επικρέμαται πάνω από την Ιστορία, παρευθύς εκμηδενίζεται, όπως και η ύπαρξη, που μέσα στην απόλυτη σχόλη καταδείχνει την πλασματικικότητά της. 

Ο μόχθος που έχει οικοδομηθεί μέσα στο τίποτα χαλκεύει και σταθεροποιεί μύθους· όντας στοιχειώδης μέθη, αφυπνίζει και διατηρεί την πίστη στην «πραγματικότητα»· αλλά η θεώρηση της καθαρής ύπαρξης, θεώρηση ανεξάρτητη από νεύματα και αντικείμενα, αφομοιώνει μόνο ό,τι δεν υφίσταται.


Οι αργοί συλλαμβάνουν περισσότερα πράγματα και είναι πιο βαθύνοες από τους πολυπράγμονες, καμιά φροντίδα δεν περιορίζει τον ορίζοντά τους· γεννημένοι σε μιαν αιώνια Κυριακή, κοιτάζουν και κοιτάζουν τον εαυτό τους καθώς κοιτάζει.


Η νωθρότητα είναι ένας φυσιολογικός σκεπτικισμός, η αμφιβολία της σάρκας. 


Μέσα σε έναν κόσμο παραδομένο στην απραξία, θα ήταν οι μόνοι που δεν θα κατέληγαν φονιάδες. Αλλά δεν αποτελούν μέρος της ανθρωπότητας και αφού δεν τους χαρακτηρίζει η φιλεργία, ζουν χωρίς να υφίστανται τις συνέπειες της Ζωής και του προπατορικού αμαρτήματος. 

Απέχοντας τόσο από το καλό όσο και από το κακό, καταφρονούν -σαν θεωροί της ανθρώπινης επιληψίας- τις ανειλημμένες εργασίες, τις προσπάθειες που προκαλούν ασφυξία στη συνείδηση.


Άραγε τι θα είχαν να φοβηθούν από μια απεριόριστη παράταση κάποιων απομεσήμερων, αν όχι τη λύπη πως υποστήριξαν προφανή πράγματα που ήταν χονδροειδώς στοιχειώδη; Τότε, ο εξερεθισμός μέσα στο αληθές θα μπορούσε να τους κάνει να μιμηθούν τους άλλους και να βρουν ευχαρίστηση στον εξευτελιστικό πειρασμό των έργων. 

Αυτός είναι ο κίνδυνος που απειλεί την οκνηρία, ως μεγαλειώδη επιβίωση του παραδείσου. Η μοναδική λειτουργία του έρωτα είναι να μας βοηθά να αντέξουμε τα κυριακάτικα απογεύματα, που είναι ωμά και ασύμμετρα και μας πληγώνουν για την υπόλοιπη εβδομάδα – και για την αιωνιότητα.


Χωρίς την εξάσκηση του αρχέγονου σπασμού, θα μας χρειάζονταν χίλια μάτια για τα κρυμμένα δάκρυα, ή αλλιώς νύχια για να έχουμε να τρώμε, νύχια χιλιομέτρων. Πώς αλλιώς να σκοτώσουμε το χρόνο που δεν κυλάει; 


Μέσα σε αυτές τις ατελεύτητες Κυριακές η δυστυχία του να υπάρχεις εκδηλώνεται πληρέστατα

Ενίοτε συμβαίνει να ξεχνιόμαστε με κάποιο πράγμα- αλλά πώς να ξεχαστούμε μέσα στον ίδιο τον κόσμο; Ετούτη η αδυναμία είναι ο ορισμός αυτής της δυστυχίας.


Όποιος έχει προσβληθεί δεν θα γιατρευτεί ποτέ, ακόμα και αν το σύμπαν μεταβαλλόταν πλήρως. Μόνο η καρδιά του θα έπρεπε να αλλάξει, αλλά αυτή είναι αμετάβλητη· και γι’ αυτή, το υπάρχειν έχει ένα μονάχα νόημα, να βυθίζεται μέσα στην οδύνη· ωσότου η άσκηση μιας καθημερινής νιρβάνας να την ανυψώσει στην αντίληψη του μη πραγματικού.


Αφορισμοί


»Όποιος δεν έχει δει μπουρδέλο στις 5 η ώρα το πρωί, δεν ξέρει σε τι αποχαύνωση οδηγείται αυτός ο πλανήτης.

»Για να είναι κάποιος από στόφα ηγέτη, είναι απαραίτητο να έχει κάποια μορφή νοητικής διαταραχής.

»Όποιος μιλάει εξ ονόματος άλλων είναι πάντα απατεώνας.

»Όλη η ηθική δεν έχει άλλο σκοπό από το να μετατρέψει αυτή τη ζωή σε ένα σύνολο χαμένων ευκαιριών.

»Η ζωτική δύναμη του έρωτα, θα ήταν άδικο να κακολογήσουμε ένα συναίσθημα που κατάφερε να επιβιώσει του ρομαντισμού και του μπιντέ.

»Το σύμπαν μεταμορφωμένο σε κυριακάτικα απογεύματα, είναι ο ορισμός της πλήξης και το τέλος του σύμπαντος.

»Να ζεις χωρίς κανένα σκοπό! Διαισθάνθηκα αυτή την κατάσταση και συχνά την άγγιξα, χωρίς όμως να κατορθώσω να παραμείνω σ’ αυτή, είμαι πολύ αδύναμος για μια τέτοια ευτυχία.

»Ο λόγος που ανεχόμαστε ο ένας τον άλλον είναι ότι είμαστε όλοι απατεώνες.

»Το μυστικό της προσαρμογής μου στη ζωή; Άλλαζα τις απελπισίες σαν πουκάμισα.

»Αν έπρεπε να κάνω απολογισμό, θα έλεγα ότι είμαι το αποτέλεσμα των χαμένων μου ωρών.

»Το μέλλον, αυτό το βάραθρο, με τρομάζει σε τέτοιο βαθμό ώστε θα προτιμούσα να το βλέπω να εξαφανίζεται και αυτό και την έννοια του μέλλοντος. Γιατί στο βάθος αυτή με τρομάζει και με εμποδίζει να γεύομαι το παρόν.

»Ας ξεχάσουμε όλα τα χρώματα εκτός από εκείνο που τα αρνείται.

»Να αρνείσαι. Τίποτα καλύτερο για να χειραφετηθεί το Πνεύμα.

»Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, ήρθαμε στον κόσμο αυτόν για να μην κάνουμε απολύτως τίποτα.

»Τα σχίσματα και οι αιρέσεις είναι μεταμφιεσμένος εθνικισμός.

»Ακόμα αναρωτιέστε γιατί μας συμβαίνουν όλα αυτά τα δεινά; Κάντε μήνυση στον Μεγαλοδύναμο.

»Απτόητο μπροστά σε μια καθορισμένη άποψη ή ένα διαφανές είδωλο, το πλήθος εξάπτεται με το ανεπαλήθευτο και τα ψευδομυστήρια. Ποιός έδωσε ποτέ τη ζωή του για την αυστηρότητα; Κάθε γενιά υψώνει μνημεία στους δήμιους της προηγούμενης. Αληθεύει ότι τα θύματα δέχονται πρόθυμα να σφαγιαστούν από τη στιγμή που πίστεψαν στη δόξα, στο θρίαμβο ενός και μόνο, στην ήττα όλων.

»Η ανθρωπότητα λάτρεψε μόνο τους εξολοθρευτές της. Τα βασίλεια όπου οι πολίτες έσβησαν ειρηνικά δεν εμφανίζονται καθόλου μέσα στην ιστορία, ούτε ο συνετός ηγεμόνας, ο οποίος ανέκαθεν περιφρονείται από τους υπηκόους του· το πλήθος αγαπάει το μυθιστόρημα, έστω κι αν του κοστίζει, γιατί το σκάνδαλο των ηθών συνιστά το υφάδι της ανθρώπινης περιέργειας και το υπόγειο ρεύμα κάθε συμβάντος.

»Αφού η τιμιότητα δεν έχει βιογραφία ούτε χάρη, από την Ιλιάδα ως το κωμειδύλλιο, μόνο η έκρηξη της ατίμωσης διασκεδάζει και θέλγει. Συνεπώς είναι πολύ φυσικό η ανθρωπότητα να προσφέρεται ως ζύμη στους κατακτητές, να θέλει να την ποδοπατούν, ένα έθνος χωρίς τυράννους να μένει στην αφάνεια και το σύνολο των παρανομιών που διαπράττει ένας λαός να είναι η μόνη ένδειξη της παρουσίας και της ζωτικότητάς του.

»Παγκόσμια ιστορία είναι η ιστορία του Κακού. Το να αφαιρέσει κανείς τις καταστροφές από το ανθρώπινο γίγνεσθαι, είναι σαν να εκλαμβάνει τη φύση χωρίς εποχές. Δεν έχετε συνεισφέρει σε μια καταστροφή, θα εξαφανιστείτε χωρίς να αφήσετε ίχνος πίσω σας. Επισύρουμε την προσοχή των άλλων με τη δυστυχία που σκορπάμε γύρω μας.

»Αλλά ας παρηγορηθούμε, οι κοντινοί ή μακρινοί επίγονοί μας θα πάρουν εκδίκηση. Γιατί δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε τη στιγμή που οι άνθρωποι θα αλληλοσφάζονται από αηδία για τον εαυτό τους, που η ανία θα κυριαρχεί πάνω στις προκαταλήψεις και τις αποσιωπήσεις τους, που θα βγαίνουν στο δρόμο για να ικανοποιήσουν την αιμοδιψή τους διάθεση και το καταστρφικό όνειρο που πάει από γενιά σε γενιά θα γίνει έργο όλων.


@Emil Cioran
Φωτογραφία: Τρεις Ρουμάνοι στο Παρίσι το 1984: Ε.Μ. Σιοράν, Ε. Ιονέσκο, Μ. Ελιάντ





Emil Cioran


Ο Εμίλ Σιοράν [8 Απριλίου 1911-20 Ιουνίου 1995] είναι Ρουμάνος φιλόσοφος και δοκιμιογράφος. Σπούδασε φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Βουκουρεστίου. Σε νεαρή ηλικία ανακάλυψε τον Νίτσε, τον Ντοστογιέφκι, τον Σοπενχάουερ, οι οποίοι επηρέασαν τη σκέψη του. Το πρώτο του έργο που δημοσιεύτηκε στα γαλλικά ήταν το Εγκόλπιο Ανασκολοπισμού. 

Το 1937, και έχοντας ήδη συγγράψει τέσσερα δοκίμια στη μητρική του γλώσσα, στάλθηκε με υποτροφία του Γαλλικού Ινστιτούτου Βουκουρεστίου στο Παρίσι, όπου και παρέμεινε ως το τέλος της ζωής του.

Στο Παρίσι ο Σιοράν θα ζήσει μέχρι το τέλος της ζωής του, μαζί με την σύντροφό του Simone Boue, σε μια σοφίτα στην οδό Οντεόν. Θα τρώει στην φοιτητική λέσχη  και θα περνά τον χρόνο του  κάνοντας ατέλειωτους περίπατους, διαβάζοντας και γράφοντας. Φίλοι του  ήσαν οι άλλοι Ρουμάνοι εξόριστοι, ο Ευγένιος Ιονέσκο  και ο Μιρσέα Ελιάντ, αλλά και ο Σάμουελ Μπέκετ και ο Μισώ.  

Στο ίδιο διάστημα, συγκεκριμένα το 1951, ο Α. Καμύ θα εκδώσει τον «Επαναστατημένο Άνθρωπο» και τον «Μύθο του Σίσυφου», όπου το ζήτημα του μηδενισμού, του ανθρωπισμού  και η άποψη πως ο κόσμος όπως  και ο άνθρωπος δεν μπορούν  να δικαιολογηθούν και είναι παράλογοι, έχουν κεντρικό ρόλο.

Όπως εξομολογείται ο Σιοράν γνωρίστηκαν, αλλά δεν έτρεφαν ιδιαίτερη συμπάθεια ο ένας για τον  άλλο. Ο λόγος του Σιοράν δείχνει ότι υπάρχει μια εσωτερική ενότητα ανάμεσα στην απόλυτη άρνηση και στην απόλυτη κατάφαση [Fractal & Mobius] 

Γι αυτό ενώ διακηρύσσει την κυριαρχία του μηδενός, συγχρόνως γοητεύεται  από πνευματικές καταστάσεις που αναιρούνται εμπράκτως οι εκοσμικεύσεις της θρησκείας, δηλαδή  από τους αγίους και τους  ασκητές της ερήμου, ενώ  προσπαθεί να συμμετάσχει- ή ισχυρίζεται ότι έχει συμμετάσχει- σε μυστικιστικές εμπειρίες.

Ο ίδιος με μεθοδικό τρόπο έσπασε τις πιθανές διαφορές και ένωσε τις αποστάσεις σε πνευματικές καταστάσεις, όπως ο σκεπτικισμός, ο σχετικισμός και ο μηδενισμός. Έτσι η αδυναμία γνώσης συγχωνεύεται με την απουσία σταθερών αξιών, ενώ η απουσία νοήματος αφαιρεί από την ζωή κάθε σκοπιμότητα για δράση. 

Η λογική κατάληξη των σκέψεων του Σιοράν θα έπρεπε να είναι όχι μόνο η ακινησία και η απουσία κάθε πράξης, αλλά και η σιωπή και η αφωνία. Μορφολογικά ο λόγος του Σιοράν είναι αφοριστικός, δραστικά σαρκαστικός, επιγραμματικός, πυκνός. Αποπνέει την ανθρωπολογική απαισιοδοξία, την ριζική αντίθεση προς όλες τις διαστάσεις της κοινωνικής πραγματικότητας, αλλά και την έλλειψη εμπιστοσύνης σε κάθε προσπάθεια ουσιαστικής και μακρόπνοης μεταλλαγής της.


Σηματικά έργα του: Ο Κακός Δημιουργός, Εγκόλπιο ανασκολοπισμού & Ο πειρασμός του Υπάρχειν.

via

Pages