Κατά Λουκάν κεφάλαιον 10 - Point of view

Εν τάχει

Κατά Λουκάν κεφάλαιον 10


Λκ. ι' 1-42

Η αποστολή των εβδομήντα δύο
1 Μετὰ δὲ ταῦτα ἀνέδειξεν ὁ Κύριος καὶ ἑτέρους ἑβδομήκοντα, καὶ ἀπέστειλεν αὐτοὺς ἀνὰ δύο πρὸ προσώπου αὐτοῦ εἰς πᾶσαν πόλιν καὶ τόπον οὗ ἤμελλεν αὐτὸς ἔρχεσθαι.  2 ἔλεγεν οὖν πρὸς αὐτούς· ὁ μὲν θερισμὸς πολύς, οἱ δὲ ἐργάται ὀλίγοι· δεήθητε οὖν τοῦ κυρίου τοῦ θερισμοῦ ὅπως ἐκβάλῃ ἐργάτας εἰς τὸν θερισμὸν αὐτοῦ.  3 ὑπάγετε· ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω ὑμᾶς ὡς ἄρνας ἐν μέσῳ λύκων.  4 μὴ βαστάζετε βαλάντιον, μὴ πήραν, μηδὲ ὑποδήματα, καὶ μηδένα κατὰ τὴν ὁδὸν ἀσπάσησθε.  5 εἰς ἣν δ᾿ ἂν οἰκίαν εἰσέρχησθε, πρῶτον λέγετε· εἰρήνη τῷ οἴκῳ τούτῳ.  6 καὶ ἐὰν ᾖ ἐκεῖ υἱὸς εἰρήνης, ἐπαναπαύσεται ἐπ᾿ αὐτὸν ἡ εἰρήνη ὑμῶν· εἰ δὲ μήγε, ἐφ᾿ ὑμᾶς ἐπανακάμψει.  7 ἐν αὐτῇ δὲ τῇ οἰκίᾳ μένετε ἐσθίοντες καὶ πίνοντες τὰ παρ᾿ αὐτῶν· ἄξιος γὰρ ὁ ἐργάτης τοῦ μισθοῦ αὐτοῦ ἐστι· μὴ μεταβαίνετε ἐξ οἰκίας εἰς οἰκίαν.  8 καὶ εἰς ἣν ἂν πόλιν εἰσέρχησθε καὶ δέχωνται ὑμᾶς, ἐσθίετε τὰ παρατιθέμενα ὑμῖν,  9 καὶ θεραπεύετε τοὺς ἐν αὐτῇ ἀσθενεῖς, καὶ λέγετε αὐτοῖς· ἤγγικεν ἐφ᾿ ὑμᾶς ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.  10 εἰς ἣν δ᾿ ἂν πόλιν εἰσέρχησθε καὶ μὴ δέχωνται ὑμᾶς, ἐξελθόντες εἰς τὰς πλατείας αὐτῆς εἴπατε·  11 καὶ τὸν κονιορτὸν τὸν κολληθέντα ἡμῖν ἀπὸ τῆς πόλεως ὑμῶν εἰς τοὺς πόδας ἡμῶν ἀπομασσόμεθα ὑμῖν· πλὴν τοῦτο γινώσκετε, ὅτι ἤγγικεν ἐφ᾿ ὑμᾶς ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.  12 λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι Σοδόμοις ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἀνεκτότερον ἔσται ἢ τῇ πόλει ἐκείνῃ.  1 Μετά λοιπόν από αυτά, ο Κύριος ανάδειξε άλλους εβδομήντα δύο, και τους απέστειλε ανά δύο-δύο μπροστά από το πρόσωπό του σε κάθε πόλη και τόπο όπου έμελλε αυτός να έρχεται.  2 Έλεγε τότε προς αυτούς: «Αφενός ο θερισμός είναι πολύς, αφετέρου οι εργάτες λίγοι. Δεηθείτε, λοιπόν, στον Κύριο του θερισμού, για να βγάλει εργάτες στο θερισμό του.  3 Πηγαίνετε. ιδού, σας αποστέλλω σαν αρνιά στο μέσο λύκων.  4 Μη βαστάτε πορτοφόλι, μήτε σακίδιο, μήτε υποδήματα, και κανέναν μη χαιρετήσετε στο δρόμο.  5 Και σ’ όποια οικία εισέλθετε, πρώτα λέτε: “Ειρήνη στον οίκο τούτο”.  6 Και αν εκεί είναι γιος ειρήνης, θα επαναπαυτεί πάνω του η ειρήνη σας. Ειδεμή, βέβαια, πάνω σας θα ξαναγυρίσει.  7 Σ’ αυτή λοιπόν την οικία μένετε τρώγοντας και πίνοντας τα φαγητά από αυτούς. γιατί ο εργάτης είναι άξιος του μισθού του. Μην πηγαίνετε από οικία σε οικία.  8 Και σ’ όποια πόλη εισέρχεστε και σας δέχονται, τρώτε αυτά που σας παραθέτουν  9 και θεραπεύετε τους ασθενείς μέσα σ’ αυτήν και να τους λέτε: “Έχει πλησιάσει σ’ εσάς η βασιλεία του Θεού”.  10 Αλλά σ’ όποια πόλη εισέλθετε και δε σας δέχονται, αφού εξέλθετε στις πλατείες της, πείτε:  11 “Και τη σκόνη που μας κολλήθηκε από την πόλη σας στα πόδια την τινάζουμε σ’ εσάς. Όμως αυτό να γνωρίζετε: ότι έχει πλησιάσει η βασιλεία του Θεού”.  12 Σας λέω ότι για τα Σόδομα κατά την ημέρα εκείνη της κρίσης θα υπάρχει περισσότερη ανεκτικότητα παρά για την πόλη εκείνη». 
Αλίμονο στις αμετανόητες πόλεις
13 οὐαί σοι, Χοραζίν, οὐαί σοι, Βηθσαϊδά· ὅτι εἰ ἐν Τύρῳ καὶ Σιδῶνι ἐγένοντο αἱ δυνάμεις αἱ γενόμεναι ἐν ὑμῖν, πάλαι ἂν ἐν σάκκῳ καὶ σποδῷ καθήμενοι μετενόησαν.  14 πλὴν Τύρῳ καὶ Σιδῶνι ἀνεκτότερον ἔσται ἐν τῇ κρίσει ἢ ὑμῖν.  15 καὶ σύ, Καπερναούμ, ἡ ἕως τοῦ οὐρανοῦ ὑψωθεῖσα, ἕως ᾅδου καταβιβασθήσῃ.  16 ῾Ο ἀκούων ὑμῶν ἐμοῦ ἀκούει, καὶ ὁ ἀθετῶν ὑμᾶς ἐμὲ ἀθετεῖ· ὁ δὲ ἐμὲ ἀθετῶν ἀθετεῖ τὸν ἀποστείλαντά με.  13 «Αλίμονο σ’ εσένα, Χοραζίν. αλίμονο σ’ εσένα, Βηθσαϊδά. Γιατί αν μέσα στην Τύρο και στη Σιδώνα γίνονταν οι θαυματουργικές δυνάμεις που έγιναν σ’ εσάς, θα είχαν μετανοήσει από πολύ καιρό καθισμένοι με σάκο και στάχτη.  14 Όμως για την Τύρο και για τη Σιδώνα θα υπάρχει περισσότερη ανεκτικότητα κατά την κρίση παρά για σας.  15 Κι εσύ Καπερναούμ, μήπως ως τον ουρανό θα υψωθείς; Ως τον άδη θα κατεβείς!  16 Όποιος ακούει εσάς ακούει εμένα. και όποιος απορρίπτει εσάς απορρίπτει εμένα. Και όποιος απορρίπτει εμένα, απορρίπτει αυτόν που με απέστειλε». 
Η επιστροφή των εβδομήντα δύο
17 ῾Υπέστρεψαν δὲ οἱ ἑβδομήκοντα μετὰ χαρᾶς λέγοντες· Κύριε, καὶ τὰ δαιμόνια ὑποτάσσεται ἡμῖν ἐν τῷ ὀνόματί σου.  18 Εἶπε δὲ αὐτοῖς· ἐθεώρουν τὸν σατανᾶν ὡς ἀστραπὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ πεσόντα.  19 ἰδοὺ δίδωμι ὑμῖν τὴν ἐξουσίαν τοῦ πατεῖν ἐπάνω ὄφεων καὶ σκορπίων καὶ ἐπὶ πᾶσαν τὴν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ, καὶ οὐδὲν ὑμᾶς οὐ μὴ ἀδικήσῃ.  20 πλὴν ἐν τούτῳ μὴ χαίρετε, ὅτι τὰ πνεύματα ὑμῖν ὑποτάσσεται· χαίρετε δὲ ὅτι τὰ ὀνόματα ὑμῶν ἐγράφη ἐν τοῖς οὐρανοῖς.  17 Επέστρεψαν, λοιπόν, οι εβδομήντα δύο με χαρά, λέγοντας: «Κύριε, και τα δαιμόνια υποτάσσονται σ’ εμάς στο όνομά σου».  18 Είπε τότε σ’ αυτούς: «Έβλεπα το Σατανά που έπεσε σαν αστραπή από τον ουρανό.  19 Ιδού, σας έχω δώσει την εξουσία να πατάτε πάνω σε φίδια και σε σκορπιούς, και πάνω σε όλη τη δύναμη του εχθρού, και τίποτα δε θα σας βλάψει.  20 Όμως γι’ αυτό να μη χαίρετε, επειδή τα πνεύματα σας υποτάσσονται, αλλά να χαίρετε επειδή τα ονόματά σας έχουν εγγραφεί στους ουρανούς». 
Η αγαλλίαση του Ιησού
21 ᾿Εν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἠγαλλιάσατο τῷ πνεύματι ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν· ἐξομολογοῦμαί σοι, πάτερ, κύριε τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, ὅτι ἀπέκρυψας ταῦτα ἀπὸ σοφῶν καὶ συνετῶν, καὶ ἀπεκάλυψας αὐτὰ νηπίοις· ναί, ὁ πατήρ, ὅτι οὕτως ἐγένετο εὐδοκία ἔμπροσθέν σου.  22 καὶ στραφεὶς πρὸς τοὺς μαθητὰς εἶπε· πάντα μοι παρεδόθη ὑπὸ τοῦ πατρός μου· καὶ οὐδεὶς ἐπιγινώσκει τίς ἐστιν ὁ υἱός, εἰ μὴ ὁ πατήρ, καὶ τίς ἐστιν ὁ πατήρ, εἰ μὴ ὁ υἱὸς καὶ ᾧ ἐὰν βούληται ὁ υἱὸς ἀποκαλύψαι.  23 Καὶ στραφεὶς πρὸς τοὺς μαθητὰς κατ᾿ ἰδίαν εἶπε· μακάριοι οἱ ὀφθαλμοὶ οἱ βλέποντες ἃ βλέπετε.  24 λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι πολλοὶ προφῆται καὶ βασιλεῖς ἠθέλησαν ἰδεῖν ἃ ὑμεῖς βλέπετε, καὶ οὐκ εἶδον, καὶ ἀκοῦσαι ἃ ἀκούετε, καὶ οὐκ ἤκουσαν.  21 Αυτήν την ώρα ο Ιησούς αγαλλίασε στο Πνεύμα το Άγιο και είπε: «Ομολογώ τη δόξα σου, Πατέρα, Κύριε του ουρανού και της γης, γιατί απέκρυψες αυτά από σοφούς και συνετούς και τα αποκάλυψες σε νήπια. Ναι, Πατέρα, γιατί έτσι ευαρεστήθηκες.  22 Όλα μου παραδόθηκαν από τον Πατέρα μου, και κανείς δε γνωρίζει ποιος είναι ο Υιός παρά μόνο ο Πατέρας, και ποιος είναι ο Πατέρας παρά μόνο ο Υιός και αυτός στον οποίο θέλει ο Υιός να τον αποκαλύψει».  23 Και αφού στράφηκε προς τους μαθητές του ιδιαιτέρως, είπε: «Μακάριοι οι οφθαλμοί που βλέπουν αυτά που βλέπετε.  24 Γιατί σας λέω ότι πολλοί προφήτες και βασιλιάδες θέλησαν να δουν αυτά που εσείς βλέπετε, αλλά δεν τα είδαν. και να ακούσουν αυτά που ακούτε, αλλά δεν τα άκουσαν». 
Ο καλός Σαμαρείτης
25 Καὶ ἰδοὺ νομικός τις ἀνέστη ἐκπειράζων αὐτὸν καὶ λέγων· διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;  26 ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγινώσκεις;  27 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν·  28 εἶπε δὲ αὐτῷ· ὀρθῶς ἀπεκρίθης· τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ.  29 ὁ δὲ θέλων δικαιοῦν ἑαυτὸν εἶπε πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν· καὶ τίς ἐστί μου πλησίον;  30 ῾Υπολαβὼν δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· ἄνθρωπός τις κατέβαινεν ἀπὸ ῾Ιερουσαλὴμ εἰς ῾Ιεριχώ, καὶ λῃσταῖς περιέπεσεν· οἳ καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα.  31 κατὰ συγκυρίαν δὲ ἱερεύς τις κατέβαινεν ἐν τῇ ὁδῷ ἐκείνῃ, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἀντιπαρῆλθεν.  32 ὁμοίως δὲ καὶ Λευΐτης γενόμενος κατὰ τὸν τόπον, ἐλθὼν καὶ ἰδὼν ἀντιπαρῆλθε.  33 Σαμαρείτης δέ τις ὁδεύων ἦλθε κατ᾿ αὐτόν, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη,  34 καὶ προσελθὼν κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ ἐπιχέων ἔλαιον καὶ οἶνον, ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος ἤγαγεν αὐτὸν εἰς πανδοχεῖον καὶ ἐπεμελήθη αὐτοῦ·  35 καὶ ἐπὶ τὴν αὔριον ἐξελθών, ἐκβαλὼν δύο δηνάρια ἔδωκε τῷ πανδοχεῖ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἐπιμελήθητι αὐτοῦ, καὶ ὅτι ἂν προσδαπανήσῃς, ἐγὼ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι.  36 τίς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς;  37 ὁ δὲ εἶπεν· ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ᾿ αὐτοῦ. εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως.  25 Και ιδού, κάποιος νομικός σηκώθηκε, για να τον πειράζει, λέγοντας: «Δάσκαλε, τι να κάνω για να κληρονομήσω αιώνια ζωή;»  26 Εκείνος είπε προς αυτόν: «Μέσα στο νόμο τι είναι γραμμένο; Πώς διαβάζεις;»  27 Εκείνος αποκρίθηκε και είπε: «Να αγαπήσεις Κύριο το Θεό σου με όλη την καρδιά σου και με όλη την ψυχή σου και με όλη την ισχύ σου και με όλη τη διάνοιά σου, και τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου».  28 Του είπε τότε: «Ορθά αποκρίθηκες. αυτό κάνε και θα ζήσεις».  29 Εκείνος, θέλοντας να δικαιώσει τον εαυτό του, είπε προς τον Ιησού: «Και ποιος είναι πλησίον μου;»  30 Έλαβε το λόγο ο Ιησούς και είπε: «Κάποιος άνθρωπος κατέβαινε από την Ιερουσαλήμ στην Ιεριχώ και περιέπεσε σε ληστές, οι οποίοι και τον έγδυσαν και τον πλήγωσαν και έφυγαν, αφού τον άφησαν μισοπεθαμένο.  31 Κατά σύμπτωση, τότε, κάποιος ιερέας κατέβαινε στην οδό εκείνη, αλλά, όταν τον είδε, πέρασε απέναντι.  32 Όμοια τότε κι ένας Λευίτης, όταν ήρθε στον τόπο εκείνο και είδε, πέρασε απέναντι.  33 Κάποιος όμως Σαμαρείτης που οδοιπορούσε ήρθε προς αυτόν και, όταν τον είδε, τον σπλαχνίστηκε.  34 Και αφού τον πλησίασε, περιέδεσε τα τραύματά του, χύνοντας πάνω τους λάδι και κρασί και, αφού τον ανέβασε πάνω στο δικό του ζώο, τον έφερε σε πανδοχείο και τον φρόντισε.  35 Και την αυριανή ημέρα έβγαλε και έδωσε δύο δηνάρια στον πανδοχέα και του είπε: “Φρόντισέ τον, και ό,τι δαπανήσεις επιπλέον, εγώ, μόλις ξανάρθω, θα σου το αποδώσω”.  36 Ποιος από αυτούς τους τρεις νομίζεις ότι έχει γίνει πλησίον σ’ αυτόν που έπεσε μέσα στους ληστές;»  37 Αυτός είπε: «Εκείνος που έκανε το έλεος σ’ αυτόν». Του είπε τότε ο Ιησούς: «Πήγαινε και κάνε κι εσύ ομοίως». 
Επίσκεψη στην οικία της Μάρθας και της Μαρίας
38 ᾿Εγένετο δὲ ἐν τῷ πορεύεσθαι αὐτοὺς καὶ αὐτὸς εἰσῆλθεν εἰς κώμην τινά. γυνὴ δέ τις ὀνόματι Μάρθα ὑπεδέξατο αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον αὐτῆς.  39 καὶ τῇδε ἦν ἀδελφὴ καλουμένη Μαρία, ἣ καὶ παρακαθίσασα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ ᾿Ιησοῦ ἤκουε τὸν λόγον αὐτοῦ.  40 ἡ δὲ Μάρθα περιεσπᾶτο περὶ πολλὴν διακονίαν· ἐπιστᾶσα δὲ εἶπε· Κύριε, οὐ μέλει σοι ὅτι ἡ ἀδελφή μου μόνην με κατέλιπε διακονεῖν; εἰπὲ οὖν αὐτῇ ἵνα μοι συναντιλάβηται.  41 ἀποκριθεὶς δὲ εἶπεν αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά·  42 ἑνὸς δέ ἐστι χρεία· Μαρία δὲ τὴν ἀγαθὴν μερίδα ἐξελέξατο, ἥτις οὐκ ἀφαιρεθήσεται ἀπ᾿ αὐτῆς.  38 Καθώς λοιπόν αυτοί προχωρούσαν, αυτός εισήλθε σε κάποιο χωριό. Κάποια γυναίκα, τότε, με το όνομα Μάρθα, τον υποδέχτηκε.  39 Και αυτή είχε μια αδελφή που την καλούσαν Μαριάμ, η οποία και κάθισε κοντά στα πόδια του Κυρίου και άκουγε το λόγο του.  40 Αλλά η Μάρθα ήταν απασχολημένη με πολλή διακονία. Στάθηκε τότε από πάνω και είπε: «Κύριε, δε σε μέλει που η αδελφή μου με εγκατέλειψε μόνη να διακονώ; Πες της λοιπόν να με βοηθήσει».  41 Αποκρίθηκε τότε ο Κύριος και της είπε: «Μάρθα, Μάρθα, μεριμνάς και θορυβείσαι για πολλά,  42 ενώ για ένα πράγμα υπάρχει ανάγκη. Η Μαριάμ, πράγματι, διάλεξε την αγαθή μερίδα, που δε θα της αφαιρεθεί». 
1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 18 19 20 21 22 23 24

Pages