Πράξεις Αποστόλων κεφάλαιον 28 - Point of view

Εν τάχει

Πράξεις Αποστόλων κεφάλαιον 28




Πραξ. κη΄ 1-31

Ο Παύλος στη Μελίτη
1 Καὶ διασωθέντες τότε ἐπέγνωσαν ὅτι Μελίτη ἡ νῆσος καλεῖται.  2 οἱ δὲ βάρβαροι παρεῖχον οὐ τὴν τυχοῦσαν φιλανθρωπίαν ἡμῖν· ἀνάψαντες γὰρ πυρὰν προσελάβοντο πάντας ἡμᾶς διὰ τὸν ὑετὸν τὸν ἐφεστῶτα καὶ διὰ τὸ ψῦχος.  3 συστρέψαντος δὲ τοῦ Παύλου φρυγάνων πλῆθος καὶ ἐπιθέντος ἐπὶ τὴν πυράν, ἔχιδνα ἀπὸ τῆς θέρμης διεξελθοῦσα καθῆψε τῆς χειρὸς αὐτοῦ.  4 ὡς δὲ εἶδον οἱ βάρβαροι κρεμάμενον τὸ θηρίον ἐκ τῆς χειρὸς αὐτοῦ, ἔλεγον πρὸς ἀλλήλους· πάντως φονεύς ἐστιν ὁ ἄνθρωπος οὗτος, ὃν διασωθέντα ἐκ τῆς θαλάσσης ἡ Δίκη ζῆν οὐκ εἴασεν.  5 ὁ μὲν οὖν ἀποτινάξας τὸ θηρίον εἰς τὸ πῦρ ἔπαθεν οὐδὲν κακόν·  6 οἱ δὲ προσεδόκων αὐτὸν μέλλειν πίμπρασθαι ἢ καταπίπτειν ἄφνω νεκρόν. ἐπὶ πολὺ δὲ αὐτῶν προσδοκώντων καὶ θεωρούντων μηδὲν ἄτοπον εἰς αὐτὸν γινόμενον, μεταβαλλόμενοι ἔλεγον θεὸν αὐτὸν εἶναι.  7 ᾿Εν δὲ τοῖς περὶ τὸν τόπον ἐκεῖνον ὑπῆρχε χωρία τῷ πρώτῳ τῆς νήσου ὀνόματι Ποπλίῳ, ὃς ἀναδεξάμενος ἡμᾶς τρεῖς ἡμέρας φιλοφρόνως ἐξένισεν.  8 ἐγένετο δὲ τὸν πατέρα τοῦ Ποπλίου πυρετοῖς καὶ δυσεντερίῳ συνεχόμενον κατακεῖσθαι· πρὸς ὃν ὁ Παῦλος εἰσελθὼν καὶ προσευξάμενος καὶ ἐπιθεὶς τὰς χεῖρας αὐτῷ ἰάσατο αὐτόν.  9 τούτου οὖν γενομένου καὶ οἱ λοιποὶ οἱ ἔχοντες ἀσθενείας ἐν τῇ νήσῳ προσήρχοντο καὶ ἐθεραπεύοντο·  10 οἳ καὶ πολλαῖς τιμαῖς ἐτίμησαν ἡμᾶς καὶ ἀναγομένοις ἐπέθεντο τὰ πρὸς τὴν χρείαν.  1 Και όταν διασωθήκαμε, τότε μάθαμε ότι το νησί καλείται Μελίτη.  2 Και οι βάρβαροι παρείχαν σ’ εμάς όχι τη συνηθισμένη φιλανθρωπία, γιατί άναψαν φωτιά και δέχτηκαν όλους εμάς, εξαιτίας της βροχής που είχε επέλθει και εξαιτίας του ψύχους.  3 Συγκέντρωσε τότε ο Παύλος κάμποσο πλήθος φρυγάνων και, αφού τα έθεσε πάνω στη φωτιά, μια έχιδνα από τη ζέστη εξήλθε και προσκολλήθηκε στο χέρι του.  4 Μόλις λοιπόν είδαν οι βάρβαροι να κρέμεται το θηρίο από το χέρι του, έλεγαν μεταξύ τους: «Εξάπαντος είναι φονιάς ο άνθρωπος αυτός που, ενώ διασώθηκε από τη θάλασσα, η θεία δίκη δεν τον άφησε να ζει».  5 Αυτός λοιπόν αποτίναξε το θηρίο στη φωτιά και δεν έπαθε κανένα κακό,  6 ενώ εκείνοι περίμεναν αυτός να μέλλει να πρήζεται ή να πέφτει κάτω ξαφνικά νεκρός. Αφού λοιπόν περίμεναν για πολύ και έβλεπαν τίποτα αφύσικο να μη γίνεται σ’ αυτόν, μετέβαλαν γνώμη και έλεγαν πως αυτός είναι θεός.  7 Γύρω λοιπόν από τον τόπο εκείνο υπήρχαν χωράφια που ανήκαν στον πρώτο του νησιού με το όνομα Πόπλιος, ο οποίος μας δέχτηκε τρεις ημέρες και φιλόφρονα μας φιλοξένησε.  8 Συνέβηκε τότε ο πατέρας του Πόπλιου να υποφέρει κατάκοιτος με πυρετούς και με δυσεντερία, προς τον οποίο ο Παύλος εισήλθε και, αφού προσευχήθηκε, επέθεσε τα χέρια σ’ αυτόν και τον γιάτρεψε.  9 Όταν έγινε αυτό, και οι υπόλοιποι που είχαν στο νησί ασθένειες προσέρχονταν και θεραπεύονταν,  10 οι οποίοι και με πολλές τιμές μας τίμησαν και, όταν επρόκειτο να ανοιγόμασταν στο πέλαγος, μας εφοδίασαν αυτά που είχαμε ανάγκη. 
Ο Παύλος φτάνει στη Ρώμη
11 Μετὰ δὲ τρεῖς μῆνας ἀνήχθημεν ἐν πλοίῳ παρακεχειμακότι ἐν τῇ νήσῳ, ᾿Αλεξανδρίνῳ, παρασήμῳ Διοσκούροις,  12 καὶ καταχθέντες εἰς Συρακούσας ἐπεμείναμεν ἡμέρας τρεῖς·  13 ὅθεν περιελθόντες κατηντήσαμεν εἰς Ρήγιον, καὶ μετὰ μίαν ἡμέραν ἐπιγενομένου νότου δευτεραῖοι ἤλθομεν εἰς Ποτιόλους·  14 οὗ εὑρόντες ἀδελφοὺς παρεκλήθημεν ἐπ᾿ αὐτοῖς ἐπιμεῖναι ἡμέρας ἑπτά, καὶ οὕτως εἰς τὴν Ρώμην ἤλθομεν.  15 κἀκεῖθεν οἱ ἀδελφοὶ ἀκούσαντες τὰ περὶ ἡμῶν ἐξῆλθον εἰς ἀπάντησιν ἡμῖν ἄχρις ᾿Αππίου φόρου καὶ Τριῶν Ταβερνῶν, οὓς ἰδὼν ὁ Παῦλος εὐχαριστήσας τῷ Θεῷ ἔλαβε θάρσος.  16 ῞Οτε δὲ ἤλθομεν εἰς Ρώμην, ὁ ἑκατοντάρχης παρέδωκε τοὺς δεσμίους τῷ στρατοπεδάρχῃ· τῷ δὲ Παύλῳ ἐπετράπη μένειν καθ᾿ ἑαυτὸν σὺν τῷ φυλάσσοντι αὐτὸν στρατιώτῃ.  11 Μετά λοιπόν από τρεις μήνες ανοιχτήκαμε στο πέλαγος με πλοίο αλεξανδρινό, που είχε παραχειμάσει στο νησί, με παράσημο τους Διόσκουρους.  12 Και αφού προσορμιστήκαμε στις Συρακούσες, παραμείναμε εκεί τρεις ημέρες,  13 απ’ όπου αποσυρθήκαμε και καταφτάσαμε στο Ρήγιο. Και μετά από μία ημέρα, επειδή έγινε νοτιάς, μέσα σε δύο ημέρες ήρθαμε στους Ποτιόλους  14 όπου βρήκαμε αδελφούς και μας παρακάλεσαν να παραμείνουμε κοντά τους εφτά ημέρες. και έτσι ήρθαμε στη Ρώμη.  15 Και από εκεί οι αδελφοί, όταν άκουσαν τα σχετικά για μας, ήρθαν σε συνάντησή μας μέχρι τον Άππιο Φόρο και τις Τρεις Ταβέρνες, τους οποίους, όταν είδε ο Παύλος, ευχαρίστησε το Θεό και έλαβε θάρρος.  16 Όταν λοιπόν εισήλθαμε στη Ρώμη, επιτράπηκε στον Παύλο να μένει μόνος του μαζί με το στρατιώτη που τον φύλαγε. 
Ο Παύλος κηρύττει στη Ρώμη
17 ᾿Εγένετο δὲ μετὰ ἡμέρας τρεῖς συγκαλέσασθαι τὸν Παῦλον τοὺς ὄντας τῶν ᾿Ιουδαίων πρώτους· συνελθόντων δὲ αὐτῶν ἔλεγε πρὸς αὐτούς· ἄνδρες ἀδελφοί, ἐγὼ οὐδὲν ἐναντίον ποιήσας τῷ λαῷ ἢ τοῖς ἔθεσι τοῖς πατρῴοις δέσμιος ἐξ ῾Ιεροσολύμων παρεδόθην εἰς τὰς χεῖρας τῶν Ρωμαίων·  18 οἵτινες ἀνακρίναντές με ἐβούλοντο ἀπολῦσαι διὰ τὸ μηδεμίαν αἰτίαν θανάτου ὑπάρχειν ἐν ἐμοί.  19 ἀντιλεγόντων δὲ τῶν ᾿Ιουδαίων ἠναγκάσθην ἐπικαλέσασθαι Καίσαρα, οὐχ ὡς τοῦ ἔθνους μου ἔχων τι κατηγορῆσαι.  20 διὰ ταύτην οὖν τὴν αἰτίαν παρεκάλεσα ὑμᾶς ἰδεῖν καὶ προσλαλῆσαι· ἕνεκεν γὰρ τῆς ἐλπίδος τοῦ ᾿Ισραὴλ τὴν ἅλυσιν ταύτην περίκειμαι.  21 οἱ δὲ πρὸς αὐτὸν εἶπον· ἡμεῖς οὔτε γράμματα περὶ σοῦ ἐδεξάμεθα ἀπὸ τῆς ᾿Ιουδαίας, οὔτε παραγενόμενός τις τῶν ἀδελφῶν ἀπήγγειλεν ἢ ἐλάλησέ τι περὶ σοῦ πονηρόν.  22 ἀξιοῦμεν δὲ παρὰ σοῦ ἀκοῦσαι ἃ φρονεῖς· περὶ μὲν γὰρ τῆς αἱρέσεως ταύτης γνωστόν ἐστιν ἡμῖν ὅτι πανταχοῦ ἀντιλέγεται.  23 Ταξάμενοι δὲ αὐτῷ ἡμέραν ἧκον πρὸς αὐτὸν εἰς τὴν ξενίαν πλείονες, οἷς ἐξετίθετο διαμαρτυρόμενος τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ πείθων τε αὐτοὺς τὰ περὶ τοῦ ᾿Ιησοῦ ἀπό τε τοῦ νόμου Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν ἀπὸ πρωῒ ἕως ἑσπέρας.  24 καὶ οἱ μὲν ἐπείθοντο τοῖς λεγομένοις, οἱ δὲ ἠπίστουν.  25 ἀσύμφωνοι δὲ ὄντες πρὸς ἀλλήλους ἀπελύοντο, εἰπόντος τοῦ Παύλου ρῆμα ἕν, ὅτι καλῶς τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον ἐλάλησε διὰ ῾Ησαΐου τοῦ προφήτου πρὸς τοὺς πατέρας ἡμῶν λέγον·  26 πορεύθητι πρὸς τὸν λαὸν τοῦτον καὶ εἶπον· ἀκοῇ ἀκούσετε καὶ οὐ μὴ συνῆτε, καὶ βλέποντες βλέψετε καὶ οὐ μὴ ἴδητε·  27 ἐπαχύνθη γὰρ ἡ καρδία τοῦ λαοῦ τούτου, καὶ τοῖς ὠσὶ βαρέως ἤκουσαν, καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν ἐκάμμυσαν, μήποτε ἴδωσι τοῖς ὀφθαλμοῖς καὶ τοῖς ὠσὶν ἀκούσωσι καὶ τῇ καρδίᾳ συνῶσι καὶ ἐπιστρέψωσι, καὶ ἰάσομαι αὐτούς.  28 γνωστὸν οὖν ἔστω ὑμῖν ὅτι τοῖς ἔθνεσιν ἀπεστάλη τοῦτο τὸ σωτήριον τοῦ Θεοῦ, αὐτοὶ καὶ ἀκούσονται.  29 καὶ ταῦτα αὐτοῦ εἰπόντος ἀπῆλθον οἱ ᾿Ιουδαῖοι πολλὴν ἔχοντες ἐν ἑαυτοῖς συζήτησιν.  30 ῎Εμεινε δὲ ὁ Παῦλος διετίαν ὅλην ἐν ἰδίῳ μισθώματι καὶ ἀπεδέχετο πάντας τοὺς εἰσπορευομένους πρὸς αὐτόν,  31 κηρύσσων τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ διδάσκων τὰ περὶ τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ μετὰ πάσης παρρησίας ἀκωλύτως.  17 Και συνέβηκε μετά από τρεις ημέρες αυτός να συγκαλέσει όσους ήταν οι πρώτοι από τους Ιουδαίους. Και αφού συγκεντρώθηκαν, έλεγε προς αυτούς: «Εγώ, άντρες αδελφοί, ενώ τίποτα δεν έκανα ενάντια στο λαό μας ή στα έθιμα τα πατρώα, παραδόθηκα φυλακισμένος από τα Ιεροσόλυμα στα χέρια των Ρωμαίων,  18 οι οποίοι, αφού με ανάκριναν, ήθελαν να με απολύσουν, γιατί καμία αιτία άξια θανάτου δεν υπάρχει σ’ εμένα.  19 Επειδή όμως αντίλεγαν οι Ιουδαίοι, αναγκάστηκα να επικαλεστώ τον Καίσαρα, όχι πως έχω κάτι να κατηγορώ το έθνος μου.  20 Γι’ αυτή λοιπόν την αιτία σας προσκάλεσα να σας δω και να μιλήσω προς εσάς, γιατί εξαιτίας της ελπίδας του Ισραήλ είμαι περιζωσμένος με αυτήν την αλυσίδα».  21 Εκείνοι είπαν προς αυτόν: «Εμείς ούτε γράμματα για σένα δεχτήκαμε από την Ιουδαία ούτε κάποιος από τους αδελφούς παρουσιάστηκε και ανάγγειλε ή μίλησε για σένα κάτι κακό.  22 Αξιώνουμε, λοιπόν, από εσένα να ακούσουμε αυτά που φρονείς, γιατί βέβαια για την αίρεση αυτήν είναι γνωστό σ’ εμάς ότι παντού αντιλέγεται».  23 Αφού του έταξαν λοιπόν μια ημέρα, ήρθαν προς αυτόν περισσότεροι στο κατάλυμά του, στους οποίους εξέθετε, μαρτυρώντας επίσημα τη βασιλεία του Θεού, και προσπαθούσε να τους πείθει για τον Ιησού από το νόμο του Μωυσή και από τους προφήτες, από το πρωί ως το βράδυ.  24 Και οι μεν πείθονταν στα λεγόμενά του, οι δε απιστούσαν.  25 Δε συμφωνούσαν λοιπόν μεταξύ τους και έφευγαν, αφού είπε ο Παύλος ένα λόγο: «Καλά μίλησε το Πνεύμα το Άγιο μέσω του Ησαΐα του προφήτη προς τους πατέρες σας,  26 λέγοντας: Πήγαινε προς το λαό τούτο και πες: “Με την ακοή θ’ ακούτε, αλλά δε θα καταλάβετε, και βλέποντας θα βλέπετε, αλλά δε θα δείτε.  27 Γιατί πάχυνε η καρδιά του λαού τούτου και με τ’ αυτιά τους βαριάκουσαν και τους οφθαλμούς τους έκλεισαν. μην τυχόν δουν με τους οφθαλμούς και με τ’ αυτιά ακούσουν και με την καρδιά καταλάβουν και επιστρέψουν, και τους γιατρέψω”.  28 Γνωστό λοιπόν ας είναι σ’ εσάς ότι στα έθνη αποστάλθηκε τούτη η σωτηρία του Θεού. αυτοί και θα ακούσουν».  29 Και αφού είπε αυτά, έφυγαν οι Ιουδαίοι έχοντας μεταξύ τους πολλή συζήτηση.  30 Έμεινε λοιπόν εκεί ολόκληρη διετία σε δική του μισθωμένη οικία και δεχόταν όλους εκείνους που έμπαιναν προς αυτόν,  31 κηρύττοντας τη βασιλεία του Θεού και διδάσκοντας τα σχετικά με τον Κύριο Ιησού Χριστό με όλη την παρρησία ανεμπόδιστα. 
1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 18 19 20 21 22 23 24 25 26 27 28

Pages