Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος - Point of view

Εν τάχει

Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος


Βιβλιοκαλία
Κείμενα Αγίων Πατέρων
Μεταφρασμένα στη Δημοτική ή την Καθαρεύουσα

Περί ελεημοσύνης
και
Κανείς δεν μπορεί να βλάψει εκείνον 
που δεν βλάπτει τον εαυτόν του



Περί ελεημοσύνης
Πραγματικά είναι μεγάλο αγαθό και δώρο του Θεού η ελεημοσύνη και μας εξομοιώνει, όσο μας είναι δυνατό, με τον Θεό, όταν την ασκούμε. Αυτό προπάντων είναι άνθρωπος. Μιλώντας λοιπόν κάποιος για το γνώρισμα του ανθρώπου, αυτό πρόσθεσε: «είναι, λέγει μεγάλο πράγμα ο άνθρωπος και πάρα πολύ σπουδαίο ο ελεήμονας». Η ελεημοσύνη είναι σπουδαιότερο πράγμα από το να ανασταίνει κανείς νεκρούς. Γιατί είναι πολύ πιο σπουδαίο να δώσεις τροφή στον πεινασμένο Χριστό από το να αναστήσεις νεκρούς στο όνομα του Χριστού.
Στην πρώτη περίπτωση εσύ ευεργετείς το Χριστό, στην δεύτερη ο Χριστός εσένα. Και αμείβεται κανείς όταν ευεργετεί και όχι όταν τον ευεργετούν. Στην περίπτωση αυτή, αν δηλαδή κάνεις θαύματα εσύ οφείλεις στο Θεό, ενώ στην περίπτωση της ελεημοσύνης σου οφείλει ο Θεός. Ελεημοσύνη είναι όταν την κάνεις με προθυμία, όταν την κάνεις με γενναιοδωρία, όταν δεν νομίζεις πως δίνεις αλλά πως παίρνεις, όταν την κάνεις σαν να σε ευεργετούν, σαν να κερδίζεις, σαν να μη χάνεις.
…Δενβλέπεις πως όλοι χρειαζόμαστε τους άλλους; ο στρατιωτικός τον τεχνίτη, ο τεχνίτης τον έμπορο, ο έμπορος το γεωργό, ο δούλος τον ελεύθερο, ο οικοδεσπότης τον υπηρέτη, ο φτωχός τον πλούσιο, ο πλούσιος το φτωχό, εκείνος που δεν μπορεί
να εργασθεί, τον ελεήμονα, ο ελεήμονας τον ελεούμενο. Γιατί ο ελεούμενος εξυπηρετεί μεγάλη ανάγκη, πιο μεγάλη απ’ όλες. Πραγματικά, αν δεν υπήρχαν φτωχοί, θα χάναμε το σπουδαιότερο μέσο της σωτηρίας μας, γιατί δεν θα είχαμε που να δώσουμε τα χρήματα. Επομένως και ο φτωχός, που θεωρείται πως είναι ο πιο άχρηστος από όλους, είναι πιο χρήσιμος απ’ όλους.
…Γιατί, όπως είπε ο Παύλος, αυτό μας κάνει ικανούς να περιφρονούμε τα χρήματα και συμβάλλει στη δόξα του Θεού και θερμαίνει την αγάπη και μας κάνει μεγαλόψυχους και μας οδηγεί στο λειτούργημα του ιερέα, που προσφέρει μεγάλη ανταμοιβή. Γιατί ο ελεήμονας δεν φοράει μακρύ ένδυμα, δεν περιφέρεται φορτωμένος με στολίδια, δεν στολίζει το κεφάλι του με στεφάνι, αλλά φοράει τη στολή της φιλανθρωπίας, που είναι πιο αγνή από τη στολή του ιερέα, αλείφεται με λάδι που δεν αποτελείται από αισθητά υλικά αλλά από αγαθοποιό Πνεύμα και το στεφάνι του είναι δημιούργημα της φιλανθρωπίας του. «Σε στεφανώνει», λέει «με φιλανθρωπία και συμπόνια» (Ψαλμ. 102, 4). Και αντί να φοράει στεφάνι με τη λέξη Θεός, γίνεται ίσος με το Θεό. Πως όμως; «Θα γίνετε», λέει «όμοιοι με τον Πατέρα σας που κατοικεί στον ουρανό». (Ματθ. 5,45).
…Κι αν θέλεις να δεις τι γίνονται οι προσφορές σου, έλα να σου το δείξω και αυτό. Που είναι λοιπόν ο καπνός; Ποια είναι η μυρωδιά αυτού του θυσιαστηρίου;
Η δόξα και η Ευχαριστία. Και ως που, φθάνει; Άραγε ως τον ουρανό; Όχι.
Ξεπερνά ακόμη και τον ουρανό, και τον ουρανό του ουρανού και φθάνει μπροστά στον ίδιο τον θρόνο του Θεού. «Οι προσευχές σου», λέει, «και οι ελεημοσύνες σου ανέβηκαν και έφθασαν μπροστά στο Θεό». (Πραξ. 10, 4). Η μυρωδιά των αισθήσεων μας δεν διασχίζει ούτε ένα μεγάλο μέρος του αέρα. Η μυρωδιά αυτή ανοίγει τις ίδιες τις πύλες του ουρανών. Εσύ δεν λες σε κανένα τίποτα. Η πράξη σου όμως φωνάζει και γίνεται θυσία δοξολογίας του Θεού, όχι θυσία σφαγμένου μοσχαριού ούτε καμένου δέρματος, αλλά πνευματικής ψυχής, που προσφέρει τα δικά της. Γιατί η θυσία αυτή είναι ανώτερη από κάθε φιλανθρωπία. Όταν δεις τέτοιο φτωχό, όχι μόνο δεν πρέπει να τον περιφρονήσεις, αλλά πρέπει και να τον σεβαστείς. Κι’ αν δεις άλλον να τον περιφρονεί, εμπόδισέ τον, βοήθησε. Γιατί έτσι θα μπορέσεις να έχεις κι εσύ ο ίδιος το Θεό βοηθό και να κερδίσεις τα αγαθά του άλλου κόσμου, τα οποία εύχομαι να τα κερδίσουμε όλοι μας, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.
…Και πρόσεχε πως δεν είναι δυνατόν χωρίς ελεημοσύνη να εισέλθωμεν, αλλά και αν ακόμη λείπει μόνον αυτή, θα απέλθωμεν εις την κόλασιν. Διότι λέγει:
«φύγετε από εμέ κατηραμένοι, εις το αιώνιον πυρ που έχει ετοιμασθή δια τον διάβολον και τους αγγέλους του» (Ματθ. 25, 41-42). Εξ αιτίας ποίου και δια ποίον λόγον; «Διότι επείνασα και δεν μου εδώσατε να φάγω, εδίψασα και δεν με εποτίσατε». Είδες πως, ενώ δεν εκατηγορήθησαν δια τίποτε άλλο, δι’ αυτό και μόνον εχάθησαν;
….Τι λοιπόν λέγει, απειλεί εκείνους οι οποίοι δεν έδωσαν ελεημοσύνην, ότι θα απέλθουν εις το πυρ; Και όχι απλώς εις το πυρ, αλλά εις εκείνο το οποίον ητοιμάσθη δια τον διάβολον και τους αγγέλους του; Και δια ποίον λόγον; Τίποτε δεν παροργίζει τόσον τον Θεόν, αλλά από όλα τα κακά αυτό θέτει πρώτον. Διότι εάν πρέπει ν’ αγαπώμεν και τους εχθρούς, εκείνος ο οποίος βλάπτει και τους φίλους, και είναι ως προς αυτό χειρότερος και από τους ειδωλολάτρας, ποίας κολάσεως δεν θα είναι άξιος; Ώστε εδώ το μέγεθος του αμαρτήματος έκανε αυτόν ν’ απέλθει μαζί με τον διάβολον. Διότι αλλοίμονον εις εκείνον ο οποίος δεν δίδει ελεημοσύνην». (Σοφ. Σειρ. 12, 3).
…Άκουε την ωφέλιμον παραίνεσιν που λέγει: «Η ελεημοσύνη και η αγαθή πίστις ας μη σε εγκαταλείπουν» (Παροιμ. 3, 3). Δεν είπε, να το κάνεις μιαν φοράν, ούτε δύο, ούτε τρεις, ούτε δέκα, ούτε εκατόν φοράς, αλλά δια πάντα: διότι λέγει: «ας μη σε εγκαταλείπουν»; Και δεν είπε, να μη τα εγκαταλείπεις, αλλά να μη σε εγκαταλείπουν αυταί, αποδεικνύων ότι ημείς έχομεν την ανάγκην των και όχι αυταί την ιδικήν μας και διδάσκων ότι έχομεν υποχρέωση να πράττωμεν τα πάντα, ώστε να κατέχωμεν αυτάς πλησίον μας. «Δέσε δε αυτάς γύρω από τον τράχηλον σου». (Παροιμ. 3, 3).
Τόσον μεγάλη είναι η δύναμις της ελεημοσύνης. Οδηγεί εις τον ουρανόν με πολλήν παρρησίαν εκείνους που την εξασκούν. Διότι είναι γνώριμος εις τους θυρωρούς του ουρανού, εις τους φυλάσσοντας τας θύρας του νυμφώνος, όχι δε μόνον γνώριμος, αλλά και σεβαστή. Και εκείνους τους οποίους θα αναγνωρίσει ότι την τιμούν, θα τους οδηγήσει με πολλήν παρρησίαν και κανείς δεν θα φέρει αντιρρήσεις, αλλά όλοι υποχωρούν. Διότι εάν κατεβίβασε τον Θεόν κάτω εις την γην και τον έπεισε να γίνει άνθρωπος, πολύ περισσότερον θα ημπορέσει να αναβιβάσει τον άνθρωπον εις τον ουρανόν. Διότι είναι μεγάλη η δύναμις αυτής. Εάν ο Θεός από ευσπλαγχνίαν και φιλανθρωπίαν έγινεν άνθρωπος και έπεισεν αυτόν δια να γίνει δούλος, πολύ περισσότερον θα ημπορέσει να οδηγήσει τους δούλους εις την οικίαν του.
Ο Παύλος έκανε πολύν λόγον δια την ελεημοσύνην. Διότι άκουε αυτόν άλλοτε μεν να λέγει, «Μόνον τους πτωχούς να ενθυμούμεθα» (Γαλ. 2, 10) άλλοτε δε, «Εάν το ποσόν που θα συνάξετε είναι μεγάλον και αξίζει, να υπάγω και εγώ». (Α΄ Κορ. 16, 4). Και παντού εις όλα τα σημεία βλέπεις αυτόν να μεριμνά δια το ίδιον πράγμα. Και πάλιν, «Ας παίρνουν μάθημα και οι ιδικοί μας να πρωτοστατούν εις καλά έργα» (Τίτ. 3, 14). Και πάλιν λέγει: «Διότι αυτά τα έργα είναι καλά και ωφέλιμα εις τους ανθρώπους» (Τίτ. 3, 8). Άκουε όμως και κάποιον άλλον που λέγει: «Η ελεημοσύνη σώζει από τον θάνατον» (Ιώβ. 12, 9). Εάν όμως αποσύρεις το έλεος σου, Κύριε, Κύριε ποίος θα εξακολουθήσει να υπάρχει;
«Ο άνθρωπος είναι κάτι το μέγα» διατί; «και είναι τίμιον να είναι ο άνθρωπος ελεήμων» (Ψαλμ. 129, 3). Αυτό λοιπόν είναι ο άνθρωπος, ελεήμων. Μάλλον δε αυτό είναι ο Θεός, ελεημοσύνη. Βλέπεις πόση είναι η δύναμις της ευσπλαχνίας του Θεού; Αυτή κατασκεύασε τα πάντα, αυτή εδημιούργησε τον κόσμον, αυτή εδημιούργησε τους αγγέλους, μόνον εξ αιτίας της αγαθότητος. Δια αυτό μας προέβαλεν ως απειλήν την γέενναν του πυρός δια να επιτύχωμεν την Βασιλείαν των Ουρανών, την οποίαν όμως επιτυγχάνομεν εξ αιτίας της ευσπλαχνίας του Θεού. Διότι ειπέ μου, διατί, ενώ είναι μόνος, εδημιούργησε τόσον πολλούς; Όχι εξ αιτίας της αγαθότητός του; Όχι εξ αιτίας της φιλανθρωπίας τους;
Ας ελεήσωμεν τους πλησίον, δια να ελεηθούμεν και εμείς οι ίδιοι. Δεν συγκεντρώνομεν την ελεημοσύνην αυτήν περισσότερον δι’ εκείνους, παρά δια τους ιδίους τους εαυτούς μας κατ’ εκείνην την ημέραν της κρίσεως. Όταν αι φλόγες του πυρός είναι ορμητικαι, το έλαιον αυτό είναι σβεστικόν του πυρός, αυτό είναι αιτία φωτός εις ημάς. Έτσι θα απαλλαγούμεν δια αυτού από το πυρ της γεένης. Διότι από πού θα μας ευσπλαχνισθεί και θα μας ελεήσει; Η ελεημοσύνη είναι αποτέλεσμα της αγάπης. Τίποτε δεν εξοργίζει τόσον πολύ τον Θεόν, όσο το να μη είναι κανείς ελεήμων.
…κοινούς διδασκάλους μας, για τις συμφορές και παρηγοριά, άφησε δια μέσον της οικουμένης ο Θεός τους πτωχούς. Έπαθες κάτι το ανεπιθύμητο; Όμως δεν έπαθες τίποτε τέτοιο, όπως εκείνος. Έχασες το μάτι σου; Αλλά εκείνος και τα δύο. Ασθένησες με μακροχρόνια ασθένεια; Εκείνος όμως έχει ασθένεια ανίατη.
Έχασες το παιδιά σου; Εκείνος και την υγεία του δικού του σώματος;
Εζημειώθηκες πολύ; Αλλά ποτέ δεν ευρέθηκες σε ανάγκη να χρειάζεσαι τους άλλους. Ευχαρίστησε τον Θεό. Βλέπεις εκείνους να ευρίσκονται μέσα στο καμίνι της πτώχειας και να ζητούν από όλους, να λαμβάνουν όμως από λίγους; Όταν κουρασθείς να προσεύχεσαι και δεν λαμβάνεις, σκέψου πόσες φορές έχεις ακούσει να σε καλεί πτωχός και δεν τον δέχθηκες και εκείνος δεν αγανάκτησε ούτε σε έβρισε. Αν και από σκληρότητα το κάνεις αυτό, ο Θεός όμως, και όταν δεν σε ακούει, το κάνει από φιλανθρωπία. Εάν, λοιπόν, εσύ ο ίδιος, όταν από σκληρότητα δεν ακούεις το συνάνθρωπό σου, δεν θεωρείς άξιο να κατηγορείσαι, καταγορείς τον Κύριο του δούλου του, όταν από φιλανθρωπία δεν ακούει;
Βλέπεις πόση είναι η ανισότητα; Πόση είναι η αδικία;
Αυτές ήταν οι αγάπες των αποστολικών χρόνων. Όλα τα υπάρχοντα τους τα κατέθεταν στο μέσον. Εγώ όμως δεν σας προτρέπω να τα καταθέσετε όλα, αλλά ένα μέρος. «Αυτό που κάποιος θα ευκολυνθεί να προσφέρει», λέγει, «ας το ξεχωρίσει ο καθένας την ημέρα της Κυριακής» (Α΄ Κορ. 16, 2). Σαν να προσφέρει κάποιον φόρο για τις επτά ημέρες και τον καταθέτει, και έτσι να δίνει ελεημοσύνη, είτε αυτή είναι μικρή, είτε μεγάλη. Γιατί λέγει, «δεν θα παρουσιασθείς βέβαια άδειος μπροστά στον Κύριο» (Έξοδ. 23, 15). Αυτά λέγονταν στους Ιουδαίους, πόσο μάλλον ισχύουν για μας; Γι’ αυτό στέκονται οι φτωχοί μπροστά στις πόρτες για να μη μπαίνει κανείς άδειος, για να μπαίνει με ελεημοσύνη.
…Κάμε τον Θεόν οφειλέτη σου, και τότε ζήτησε απ’ αυτόν. Δάνεισε, και τότε ζήτα, για να πάρεις με τόκο. Αυτό το θέλει και ο Θεός, δεν το αποφεύγει. Αν του ζητάς μαζί με ελεημοσύνη που έκαμες, χρωστά χάρη. Αν απαιτείς με ελεημοσύνη, δανείζεις και παίρνεις και τόκους. Ναι παρακαλώ. Δεν εισακούεται κανείς σηκώνοντας τα χέρια. Άπλωσε τα χέρια σου όχι στον ουρανό, αλλά στα χέρια των φτωχών. Αν απλώσεις το χέρι στα χέρια των φτωχών, άγγιξες την ίδια την κορυφή του ουρανού. Γιατί αυτός που κάθεται εκεί αυτός παίρνει την ελεημοσύνη. Αν υψώσεις τα χέρια άκαρπα, σε τίποτε δεν ωφελήθηκες.
…Πρόσεχε όμως και τον προφήτη Δανιήλ που όταν έδινε στον Ναβουχοδονόσορ την άριστη εκείνη συμβουλή, δεν φρόντιζε μόνο για τους φτωχούς. Γιατί δεν είπε, δώσε στους φτωχούς μόνον, αλλά τι; «Εξάλειψε τις αμαρτίες σου με ελεημοσύνες και τις αδικίες σου με φιλανθρωπία προς τους φτωχούς» (Δαν. 4, 24). Δώσε όλα τα χρήματα, λέγει, όχι μόνο για να τραφούν άλλοι, αλλά για ν’ απαλλαγείς και ο ίδιος από την τιμωρία. Και πάλι ο Χριστός λέγει: «πούλησε τα υπάρχοντα σου και δώσε τα χρήματα στους φτωχούς και έλα να με ακολουθήσεις» (Ματθ. 19, 21).
…Παρ’ όλο που η παρθενία, η νηστεία και το να κοιμάται κανείς στο χώμα έχουν πιο δύσκολο κόπο απ’ αυτή, όμως τίποτε δεν είναι τόσο ισχυρό και δυνατό στο να σβήσει τη φωτιά των αμαρτημάτων μας, όσο η ελεημοσύνη. Αυτή είναι ανώτερη απ’ όλα, στήνει τους εραστές της κοντά στον ίδιο το βασιλιά. Και πολύ σωστά. Γιατί η παρθενία, η νηστεία και το να κοιμάται κανείς στο χώμα σταματάει μόνο γύρω απ’ αυτόν που την ασκεί και δεν έσωσε κανέναν άλλο. Η ελεημοσύνη όμως απλώνεται σε όλους και αγκαλιάζει τα μέλη του Χριστού. Άλλωστε τα κατορθώματα εκείνα που απλώνονται σε πολλούς είναι πολύ μεγαλύτερα απ’ αυτά που σταματούν γύρω από έναν.
…Η ελεημοσύνη είναι η μητέρα της αγάπης, της αγάπης που χαρακτηρίζει τον Χριστιανισμό που είναι μεγαλύτερη απ’ όλα τα θαύματα, με την οποίαν φαίνονται οι μαθητές του Χριστού. Αυτή είναι φάρμακο για τα δικά μας αμαρτήματα, σαπούνι για την ακαθαρσία της ψυχής μας, σκάλα στηριγμένη στον ουρανό. Αυτή συνδέει το σώμα του Χριστού. Θέλετε να μάθετε πόσο μεγάλο αγαθό είναι αυτή; Στην εποχή των αποστόλων όλοι πουλούσαν τα
υπάρχοντά τους και έφερναν σ’ αυτούς τα χρήματα, τα οποία και μοιράζονταν.
…Μετά τη συνεχή προσευχή χρειάζεται πολλή ελεημοσύνη. Γιατί το κατ’ εξοχήν ισχυρό που παρασκευάζει το φάρμακο την μετάνοιας είναι αυτό. Και όπως στα ιατρικά βοηθήματα υπάρχει φάρμακο που περιέχει πολλά βότανα, ένα όμως είναι το πιο σπουδαιότερο, έτσι και στη μετάνοια αυτό το βότανο είναι το σπουδαιότερο και αυτή θα μπορούσε να γίνει το παν. Άκου, λοιπόν, τι λέγει η αγία Γραφή: «Δώστε ελεημοσύνη και όλα θα τα έχετε καθαρά» (Λουκ. 11, 41). Και πάλι: «με ελεημοσύνη και πίστη καθαρίζονται οι αμαρτίες» (Τωβίτ 4, 11). Και πάλι «το νερό σβήνει τις φλόγες της φωτιάς και η ελεημοσύνη εξιλεώνει τις μεγάλες αμαρτίες». (Σοφ. Σειρ. 3, 30).
…Τι σημαίνει, «αυτός που κατανοεί»; Αυτός που καταλαβαίνει τι σημαίνει φτωχός, αυτός που γνωρίζει καλά τη στεναχώρια του. Γιατί όποιος μάθει την στεναχώρια του, οπωσδήποτε θα τον βοηθήσει αμέσως. Όταν δεις φτωχό, μη τον περιφρονήσεις, αλλά αμέσως σκέψου ποιος θα ήσουν αν εσύ ήσουν εκείνος. Τι δε θα ήθελες να σου κάνουν όλοι; «Αυτός που κατανοεί», λέγει. Σκέψου ότι είναι ελεύθερος όμοια με σένα και ότι μετέχει στην ίδια με σένα ευγενική καταγωγή και ότι όλα τα έχει κοινά με σένα. Παρ’ όλο όμως που αυτός δεν έχει τίποτε κατώτερο από σένα, ούτε με τα σκυλιά σου πολλές φορές τον θεωρείς ίσο. Γιατί εκείνα χορταίνουν ψωμί, αυτός όμως κοιμήθηκε πολλές φορές πεινασμένος. Ο ελεύθερος έγινε περισσότερο περιφρονημένος και από τους δούλους σου.
…Πράγματι η ελεημοσύνη είναι κάποια τέχνη άριστη και δοξάζει αυτούς που την ασκούν, επειδή είναι αγαπητή στον Θεό, και βρίσκεται κοντά του, εύκολα ζητά χάρη γι’ αυτούς που θέλει, φτάνει να μην αδικείται από μας. Και αδικείται όταν την κάνουμε με χρήματα που έχουμε αρπάξει από άλλους. Όπως όταν είναι καθαρή, δίνει μεγάλη παρρησία σ’ αυτούς που την στέλνουν προς το Θεό. Είναι τόσο μεγάλη η δύναμις της, αφού δέεται και γι’ αυτούς που συγκρούσθηκαν με το Θεό και γι’ αυτούς που έχουν αμαρτήσει. Αυτή διασπά τα δεσμά, διαλύει το σκοτάδι, σβήνει τη φωτιά, θανατώνει τον σκώληκα, απομακρύνει το βρυγμό τον οδόντων, γι’ αυτήν ανοίγονται με πολλή ασφάλεια οι πύλες των ουρανών. Και όπως ακριβώς όταν εισέρχεται η βασίλισσα στα ανάκτορα κανείς δεν θα τολμήσει από τους φύλακες που φυλάγουν τις πόρτες να την ρωτήσει ποια είναι και από πού, αλλά όλοι αμέσως την υποδέχονται, έτσι λοιπόν και την ελεημοσύνη. Διότι πραγματικά είναι βασίλισσα και κάνει τους ανθρώπους ομοίους με το Θεό. Διότι λέγει, «να είσθε σπλαχνικοί προς τον πλησίον σας, όπως ο ουράνιος Πατέρας σας είναι σπλαχνικός προς όλους» (Λουκ. 6, 36). Είναι φτερωτή και ευκίνητη, έχει χρυσά φτερά, έχει πέταγμα που ευχαριστεί πάρα πολύ τους αγγέλους. «Εκεί», λέγει «οι πτέρυγες της περιστεράς παρουσιάζονται σαν επαργυρωμένες και με χρυσοπράσινα ανάμεσα στις φτερούγες τους φτερά» (Ψαλμ. 67, 14). Ακριβώς δηλαδή σαν κάποιο χρυσό και ζωντανό περιστέρι πετά, έχει μάτι πράο και βλέμμα ήμερο. Τίποτε δεν είναι καλύτερο από τον οφθαλμό εκείνον.
…Είναι και το παγώνι, αλλά μπροστά σ’ εκείνην είναι καλιακούδα. Τόσο πολύ το πτηνό αυτό είναι ωραίο και αξιοθαύμαστο (η ελεημοσύνη). Βλέπει διαρκώς προς τα επάνω και περιβάλλεται με πολύ θεϊκή δόξα. Είναι παρθένος και την στολίζουν χρυσά φτερά και έχει πρόσωπο λευκό και ήμερο. Είναι φτερωτή και ανάλαφρη και στέκεται δίπλα στον βασιλικό θρόνο. Όταν κρινόμαστε, ξαφνικά πετά και παρουσιάζεται μπροστά μας και μας αρπάζει από την κόλαση, περιτυλίγοντας μας με τα φτερά της. Αυτή μάλλον θέλει ο Θεός παρά τις θυσίες.
Πολλά λέγει γι’ αυτήν, τόσο πολύ την αγαπά. «Ο Κύριος», λέγει, «θα αναλάβει υπό την προστασία του τα ορφανά και τις χήρες». (Ψαλμ. 145, 9).
…Από αυτήν αγαπά να ονομάζεται ο Θεός, λέγει ο Δαυίδ «ο Κύριος είναι οικτίρμων και ελεήμων μακρόθυμος και πολυέλεος και αληθινός» (Ψαλμ. 102, 8).
Και πάλι άλλος λέγει: «το έλεος του Θεού εκτείνεται πάνω σ’ όλη τη γη» (Ψαλμ. 56, 12). Αυτή διέσωσε το ανθρώπινο γένος, διότι αν δεν μας σπλαχνιζόταν ο Θεός, όλα θα είχαν χαθεί. Αυτή αν και ήμασταν εχθροί, μας συμφιλίωσε, αυτή έγινε πρόξενος πολλών αγαθών, αυτή έπεισε τον Υιόν του Θεού να γίνει δούλος και να ταπεινωθεί. Αυτήν ας προσπαθήσουμε να μιμηθούμε, αγαπητοί, μέσω της οποίας σωθήκαμε, αυτήν ας αγαπήσουμε, αυτήν ας προτιμήσουμε από τα χρήματα και χωρίς χρήματα ας έχουμε ελεήμονα ψυχή.
…Αυτό είναι πλούτος, αυτό εμπόριο, αυτό θησαυρός παντοτινός, το να μεταθέτουμε όλα τα υπάρχοντα στον ουρανό και να έχουμε εμπιστοσύνη για την φύλαξη των όσων καταθέσαμε εκεί. Γιατί θα είναι διπλό για μας το κέρδος από την ελεημοσύνη και δεν θα φοβόμαστε πια για τα χρήματα που καταθέσαμε μήπως τα εξαφανίσουν κάποτε ληστές διαρρήκτες και κακοί υπηρέτες και ενώ είναι φυλαγμένα εκεί δεν έχουν κρυφτεί έτσι χωρίς καρπό. Αλλά όπως ρίζα που φυτεύτηκε σε εύφορο τόπο δίνει κάθε χρόνο ώριμους καρπούς, έτσι και τα χρήματα που φυτεύτηκαν στα χέρια των φτωχών, όχι μόνο κάθε χρόνο, αλλά και κάθε ημέρα μας δίνουν πνευματικούς καρπούς, δηλαδή παρρησία προς το Θεό, συγχώρηση αμαρτημάτων, συντροφιά αγγέλων, συνείδηση αγαθή, τα θαυμαστά αγαθά, τα οποία ετοίμασε ο Θεός γι’ αυτούς που τον αγαπούν και γι’ αυτούς που με θερμή και φλογερή ψυχή επιζητούν το έλεος της παρουσίας του.
…Για να μάθεις ότι αυτές οι εντολές είναι πιο αγαπητές στο Θεό από τις άλλες, όταν μιλάει για τη νηστεία και την παρθενία αναφέρει τη βασιλεία των ουρανών, ενώ όταν νομοθετεί για την ελεημοσύνη και τη φιλανθρωπία και για να κάνουμε τους εαυτούς μας ευσπλαχνικούς ορίζει έπαθλο πολύ μεγαλύτερο από τη βασιλεία των ουρανών, λέγοντας: «για να γίνετε όμοιοι με τον ουράνιο Πατέρα σας» (Ματθ. 5, 45).
…Μη βλέπεις το φτωχό που παίρνει, αλλά το Θεό που ανταποδίδει, όχι εκείνον που δέχεται χρήματα αλλά αυτόν που γίνεται υπεύθυνος για το χρέος. Και γι’ αυτό άλλος παίρνει και άλλος ανταποδίδει για να μας παρακινήσει σε ελεημοσύνη και σε συμπόνια η φτώχεια και η συμφορά εκείνου που δέχεται, ενώ ο πλούτος αυτού που πρόκειται να ανταποδώσει εγγυώμενος την πληρωμή και την εξόφληση που ακολουθεί με μεγάλη προσαύξηση θα μας δώσει ελπίδα για το δάνειο και το κέρδος και θα συμβάλει στο να γίνει με περισσότερη γενναιοδωρία η ελεημοσύνη. Γιατί, πες μου, ποιος ενώ πρόκειται να πάρει εκατό φορές περισσότερα και ελπίζει οπωσδήποτε στην ανταπόδοση, δεν θα τα προσφέρει όλα;
…Αν όμως ακούοντας αυτά ακόμη διστάζεις να προσφέρεις κάτι από τα υπάρχοντα σου και ούτε το ότι θα πάρεις εκατό φορές περισσότερα ούτε η συμφορά του φτωχού ούτε τίποτε άλλο θα μπορέσει να σε συγκινήσει, αναλογίσου τα παραπτώματά σου, συνειδητοποίησε τα αμαρτήματα σου, εξέτασε όλη τη ζωή σου, μάθε καλά τα σφάλματα σου. Και αν ακόμη είσαι ο πιο σκληρός απ’ όλους τους ανθρώπους, ωθούμενος οπωσδήποτε από το φόβο των αμαρτημάτων σου κάθε φορά και προσδοκώντας να σου συγχωρηθούν αυτά με την ελεημοσύνη, θα δώσεις ακόμη και το σώμα σου και όχι μόνο χρήματα.
…Όταν όμως με την ελεημοσύνη επιτυγχάνονται τόσα βραβεία και τόσες αμοιβές και τόση συγχώρηση αμαρτημάτων, πες μου ποια δικαιολογία θα έχουν εκείνοι που λυπούνται τα χρήματα και καταποντίζουν την ψυχή τους μέσα στα αμαρτήματα; Και αν τίποτε άλλο δεν σε παρακινεί και δεν σε συγκινεί για συμπόνια και για ελεημοσύνη, σκέψου το ξαφνικό θάνατο και αφού αναλογισθείς ότι, και αν ακόμη δεν δώσεις στους φτωχούς, όταν έρθει ο θάνατος και χωρίς τη θέληση σου θα τα παραχωρήσεις στους άλλους, τουλάχιστον έτσι γίνε τώρα φιλάνθρωπος.
…Εσύ σπέρνεις χρήματα συλλέγεις όμως την παρρησία ενώπιον του Θεού. Δίνεις χρήματα και λαμβάνεις συγχώρηση αμαρτημάτων. Προσφέρεις άρτο και ενδύματα και αντί γι’ αυτά σου ετοιμάζεται η βασιλεία των ουρανών και τα άπειρα αγαθά, «τα οποία ούτε μάτι είδε, ούτε αυτί άκουσε ούτε νους ανθρώπου συνέλαβε». Και το πιο σπουδαίο, απ’ όλα τα αγαθά, γίνεται όμοιος με το Θεό, όσο αυτό είναι δυνατό στον άνθρωπο. Γιατί όταν ο Χριστός μίλησε για την ελεημοσύνη και την φιλανθρωπία, πρόσθεσε: «για να γίνεται όμοιοι με τον ουράνιο Πατέρα σας, γιατί αυτός ανατέλλει τον ήλιο του σε κακούς και καλούς και βρέχει σε δικαιους και αδίκους» (Ματθ. 5, 45). Δεν μπορείς εσύ να ανατείλεις τον ήλιο ούτε να ρίξεις βροχή ούτε να ευεργετήσεις τόσο πολύ κόσμο. Χρησιμοποίησε τα χρήματα σου για φιλανθρωπία και θα γίνεις όμοιος μ’ αυτόν που ανατέλλει τον ήλιο, όσο είναι δυνατό βέβαια να γίνει ο άνθρωπος όμοιος με το Θεό.
…Ο σπόρος ονομάζεται ελεημοσύνη, επειδή το πράγμα δεν είναι δαπάνη αλλά έσοδο. Εσύ όμως όταν πρέπει να σπείρεις δεν βλέπεις ότι αδειάζεις τις αποθήκες από τα γεννήματα αλλά βλέπεις στο μελλοντικό θερισμό των σπαρτών, την στιγμή μάλιστα που δεν ξέρεις ότι οπωσδήποτε θα γίνει. Γιατί πραγματικά και η ερυσίβη (αρρώστια σιτηρών) και το χαλάζι και οι ακρίδες και οι καιρικές μεταβολές και πολλά άλλα εμποδίζουν την μελλοντική μας ελπίδα. Όταν όμως πρόκειται να σπείρεις στον ουρανό, από όπου έχει απομακρυνθεί κάθε καιρική μεταβολή, διστάζεις και δειλιάζεις; Και ποια συγνώμη θα βρεις, όταν σπέρνοντας στη γη ελπίζεις και το κάνεις με προθυμία ενώ όταν πρόκειται να σπείρεις στο χέρι του Θεού διστάζεις και αδιαφορείς; Γιατί αν η γη σου επιστρέφει όσα έσπειρες, πολύ περισσότερο το χέρι του Θεού θα σου επιστρέψει πολύ άφθονα εκείνα που θα δεχθεί.
…Γνωρίζοντας λοιπόν αυτά, ας μη προσέχουμε στη δαπάνη όταν κάνουμε ελεημοσύνη, αλλά στο έσοδο και στις μελλοντικές ελπίδες και στο κέρδος της παρούσας ζωής. Γιατί η ελεημοσύνη δεν μας δίνει μόνο τη βασιλεία των ουρανών αλλά και την ασφάλεια και τον πλούτο στην παρούσα ζωή. Ποιος τα λέγει αυτά; Ο ίδιος ο Κύριος που τα δίνει. Γιατί, λέγει, όποιος έδωσε τα υπάρχοντά του στους φτωχούς, θα πάρει εκατό φορές περισσότερα στη ζωή αυτή και θα κληρονομήσει την αιώνια ζωή (Ματθ. 19, 29). Βλέπεις πως οι αμοιβές και στη μία ζωή και στην άλλη ζωή δίνονται πολύ πλούσιες;
…Και εγώ, επειδή βλέπω να δέχεστε με πολλή προθυμία πάντοτε τους λόγους για την ελεημοσύνη, γι’ αυτό ακριβώς πιο συχνά σας προτρέπω γι’ αυτήν. Οι φτωχοί είναι γιατροί των ψυχών μας, ευεργέτες και προστάτες, γιατί δεν δίνεις τόσο, όσο παίρνεις. Δίνεις χρήματα και παίρνεις τη βασιλεία των ουρανών, ανακουφίζοντας τη φτώχεια και συμφιλιώνεις τον Κύριον με τον εαυτό σου. Βλέπεις ότι δεν είναι ίση η ανταπόδοση; Αυτά είναι στη γη, εκείνα στον ουρανό. Αυτά χάνονται, εκείνα παραμένουν. Αυτά καταστρέφονται, εκείνα δεν παθαίνουν καμιά φθορά. Γι’ αυτό το λόγο και οι πατέρες μας έστησαν τους φτωχούς μπροστά στις πόρτες των ναών για να υπενθυμίζει η όψη τους την ελεημοσύνη και στον πιο αδιάφορο και στον πιο απάνθρωπο.
…Γιατί, όταν στέκονται πολλοί γέροντες, κυρτωμένοι, ρακένδυτοι, αιχμάλωτοι, ακάθαρτοι, κρατώντας βακτηρίες, που μόλις μπορούν να στηρίζονται και πολλές φορές χωρίς μάτια και ανάπηροι σε όλο το σώμα, ποιος είναι τόσο αναίσθητος, τόσο σκληρός, ώστε να αντισταθεί και στην ηλικία και στην αρρώστια και στην αναπηρία και στην φτώχεια και στη φθαρμένη ενδυμασία και σε όλα γενικά που τον προκαλούν για συμπάθεια και να μείνει ασυγκίνητος μπροστά σε όλα αυτά; Γι’ αυτό στέκονται μπροστά στις πόρτες μας πιο δυνατοί από κάθε λόγο και με την εμφάνισή τους προσελκύουν την προσοχή μας και καλούν για φιλανθρωπία αυτούς που εισέρχονται στο ναό.
…Γιατί ούτε η φύση του νερού καθαρίζει τόσο πολύ τις κηλίδες του σώματος, όσο η δύναμη της ελεημοσύνης καθαρίζει το ρύπο της ψυχής. Όπως λοιπόν δεν τολμάς με άπλυτα χέρια να μπεις και να προσευχηθείς παρ’ όλο που το παράπτωμα αυτό είναι μικρότερο, έτσι χωρίς ελεημοσύνη να μην έρθεις ποτέ για προσευχή. Και βέβαια πολλές φορές αν και έχουμε καθαρά χέρια δεν τα σηκώνουμε για προσευχή, αν δεν τα πλύνουμε πρώτα με νερό. Αυτό ας κάνουμε και στην ελεημοσύνη. Και αν, ακόμη δεν καταλογίζουμε κανένα μεγάλο αμάρτημα στον εαυτό μας, όμως ας καθαρίζουμε τη συνείδησή μας με την ελεημοσύνη.
…Φωτιά είναι η προσευχή και προπάντων όταν αναπέμπεται από νηφάλια και φλογισμένη ψυχή. Αλλά η φωτιά αυτή χρειάζεται και λάδι για να αγγίξεις τις ουράνιες αψίδες. Και λάδι της φωτιάς αυτής δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ελεημοσύνη. Χύνε λοιπόν το λάδι άφθονο, για να αισθάνεσαι χαρά για το κατόρθωμά σου και να κάνεις τις προσευχές σου και με περισσότερο θάρρος και μεγαλύτερη προθυμία. Γιατί όπως εκείνοι, που δεν έκαναν κανένα καλό, δεν μπορούν να προσευχηθούν με θάρρος, έτσι αυτοί που κατόρθωσαν κάτι και έρχονται ύστερα από τη δίκαια αυτή πράξη να προσευχηθούν, γεμάτοι χαρά από την ανάμνηση του κατορθώματος κάνουν την προσευχή τους με περισσότερη προθυμία.
…Αλλά μην προσπεράσεις επιπόλαια αυτό που λέχθηκε. Γιατί το «με είδατε πεινασμένο και με θρέψατε», επιβάλλει τέσσερες ανάγκες για ελεημοσύνη. Την αξιοπιστία εκείνου που ζητάει, γιατί ο Κύριος είναι αυτός που ζητάει. Την επείγουσα ανάγκη, γιατί πεινάει. Την ευκολία της προσφοράς, γιατί θέλει να τραφεί και ζητάει μόνο ψωμί και όχι καλοπέραση. Το μέγεθος της δωρεάς, γιατί υπόσχεται την βασιλεία γι’ αυτά τα ασήμαντα πράγματα. Είσαι απάνθρωπος και σκληρός και άσπλαχνος; Σεβάσου, λέει το αξίωμα αυτού που ζητάει. Μήπως δεν σε συγκινεί το αξίωμα; Λύγισε μπροστά στη συμφορά. Αλλά ούτε η συμφορά σε λυγίζει για ελεημοσύνη; Δώσε γιατί είναι εύκολη η ικανοποίηση του αιτήματός του. Ούτε το αξίωμα, ούτε η επείγουσα ανάγκη, ούτε η ευκολία της συμφοράς μπορεί να σε πείσει; Τουλάχιστον δώσε σ’ αυτόν που έχει ανάγκη για το μέγεθος των αναγκών που σου υποσχέθηκε. Βλέπεις τέσσερες αιτίες που μπορούν να συγκινήσουν ακόμη και την πέτρα και το μικροπρεπή και τον αλαζόνα και τον άσπλαχνο και τον πιο νωθρό απ’ όλους τους ανθρώπους; Ποια συγνώμη, λοιπόν, θα έχουν εκείνοι που ύστερα από τόση παραίνεση και συμβουλή περιφρονούν εκείνους που έχουν ανάγκη;
…Ας μη νομίζουμε λοιπόν ότι ελαττώνεται η περιουσία μας, όταν δίνουμε ελεημοσύνη. Γιατί δεν ελαττώνεται αλλά αυξάνεται. Δεν ξοδεύεται αλλά περισσεύει, και αυτό που γίνεται είναι ένα είδος εμπορίας και σποράς. Ή καλύτερα είναι πιο επικερδέστερο και πιο ασφαλέστερο και από τα δύο αυτά. Γιατί η εμπορία εξαρτάται από τους ανέμους και τα κύματα της θάλασσας και από ναυάγια πολλά, και η σπορά επίσης από ξηρασίες και πλημμύρες και από καιρικές ανωμαλίες, ενώ τα χρήματα που κατατίθενται στο χέρι του Χριστού είναι πάνω από κάθε επιβουλή. Κανείς δεν μπορεί να αρπάξει από το χέρι εκείνου που έλαβε εκείνα που δόθηκαν μια φορά, αλλά μένουν και μας εξασφαλίζουν πολύ και ανέκφραστο τον καρπό και φέρνουν πλούσιο το θερισμό στον κατάλληλο καιρό. «Εκείνός που σπέρνει με οικονομία», λέγει, «θα θερίσει και με οικονομία, και εκείνος που σπέρνει με αφθονία, θα θερίσει και με αφθονία» (Β΄ Κορ. 9, 6).
…Και αν θέλεις, ας εισαγάγουμε τον μεγάλο αθλητή της υπομονής (Ιώβ) που έλαμψε και με τα δύο αυτά (κατορθώματα-παθήματα), το διαμάντι, την πολύτιμη πέτρα, που έζησε βέβαια στην Αυσίτιδα χώρα, αλλά φώτισε όλη την οικουμένη με την υπερβολή της αρετής του. Και ας πούμε τα κατορθώματα και τα παθήματα του για να μάθεις με τι έλαμψε περισσότερο. Ποια, λοιπόν, είναι τα κατορθώματα του; «Η οικία μου», λέγει, «ήταν ανοικτή σε κάθε επισκέπτη κι’ ήταν κοινό λιμάνι στους οδοιπόρους» (Ιώβ 31, 32). Και είχε όλα σχεδόν τα αγαθά του για εκείνους που είχαν ανάγκη. «Διότι εγώ ήμουν», λέγει «ο οφθαλμός των τυφλών, το πόδι των χωλών». Εγώ ήμουν ο πατέρας των αδυνάτων, εξεχνίασα υπόθεση που δεν γνώριζα, συνέτριψα τα σιαγόνια των αδίκων και άρπαξα την λεία μέσα από τα δόντια τους. Οι αδύνατοι όμως, όποια ανάγκη κι’ αν είχαν, δεν απέτυχαν, ούτε βγήκε κανείς από τη θύρα μου με αδειανά τα χέρια του» (Ιώβ 29,15-17. 31,16).
Είδες τα διαφορετικά είδη φιλανθρωπίας και ποικίλα λιμάνια της ελεημοσύνης και με όλα αυτός να βοηθεί τους αδικημένους; Είδες να βοηθεί τη φτώχεια, να υποστηρίζει τη χήρα, να αντιστέκεται σε εκείνους που αδικούσαν, να είναι φοβερός στους υβριστές; Πράγματι δεν έδειχνε φροντίδα μόνο για τη συμπαράσταση και τη συμμαχία (αυτό είναι έργο των πολλών), αλλά και για να φέρει το πράγμα ως το τέλος του και μάλιστα με πολλή σφοδρότητα. Διότι, λέγει, «συνέτριψα τα σιαγόνια των αδίκων», παρατάσσοντας την πρόνοιά του όχι μόνο σε προσβολές ανθρώπων, αλλά και σε επιβουλές της φύσεως, διορθώνοντας τα αμαρτήματά της με την αποτελεσματική του βοήθεια. Επειδή δηλαδή δεν μπορούσε να τους αποδώσει τα μέλη τους, στους τυφλούς τα μάτια, στους χωλούς τα πόδια, γινόταν ο ίδιος αντικαταστάτης των μελών και δι’ αυτού έβλεπαν οι τυφλωμένοι στα μάτια και βάδιζαν εκείνοι που είχαν κομμένα τα σκέλη. Τι θα μπορούσε να εξισωθεί μ’ αυτή του τη φιλανθρωπία. 

Κανείς δεν μπορεί να βλάψει εκείνον 
που δεν βλάπτει τον εαυτόν του


…Οι πολλοί επειδή έχουν πεπλανημένες γνώμες, άλλα νομίζουν ότι είναι τα οποία βλάπτουν την αρετή μας, και άλλοι μεν νομίζουν ότι είναι η φτώχεια, άλλοι δε η σωματική ασθένεια, άλλοι η χρηματική ζημία, άλλοι η συκοφαντία, άλλοι ο θάνατος, και δι’ αυτά συνεχώς θρηνούν και οδύρονται και λυπούνται δι’ όσους υφίστανται αυτά, και δακρύζουν, και έκπληκτοι μεταξύ τους λέγουν: Τι έπαθε ο τάδε; Δια μιας έχασε την περιουσία του όλη. Άλλος πάλι λέγει περί άλλου: Ο τάδε περιέπεσε εις βαρειάν ασθένεια και τον έχουν ξεγράψει οι ιατροί που τον επισκέπτονται. Και άλλος μεν θρηνεί και οδύρεται δια τους φυλακισμένους, άλλος δε δι’ εκείνους που εξεδιώχθησαν από την πατρίδα των και έξωρίσθησαν, άλλος δι’ εκείνους που εστερήθησαν την ελευθερία των, άλλος δι’ εκείνους που συνελήφθησαν υπό των εχθρών και έγιναν αιχμάλωτοι, άλλος δι’ αυτόν που επνίγη ή που εκάηκε, άλλος δι’ αυτόν που ετάφη κάτω από την οικία του, κανείς όμως δεν θρηνεί δι’ αυτούς που ζουν εις την αμαρτία. Αλλά πολλές φοράς μακαρίζουν αυτούς δι’ εκείνο που είναι πολύ λυπηρό και αίτιον όλων των κακών.
Εμπρός λοιπόν ας αποδείξωμεν ότι τίποτε από όλα αυτά που ελέχθησαν δεν αδικεί τον νηφάλιο άνθρωπο, ούτε ημπορεί να βλάψει την αρετή του. Διότι, πες μου, αυτόν ο οποίος έχασε όλα τα υπάρχοντά του, από τον οποίον αφηρέθησαν τα πάντα, ή από τους συκοφάντες, ή από τους ληστές, ή και από υπηρετών κακούργων, τον έβλαψε αυτή η ζημία ως προς την αρετή του; Μάλλον δε, αν θέλετε, πρώτον ας περιγράψουμε τι είναι αρετή του ανθρώπου, αφού ασχοληθούμε προηγουμένως με άλλα ζητήματα, δια να κάνουμε τον λόγο μας σαφέστερο και ευκολοκατανόητον εις τους πολλούς.
Τι είναι λοιπόν αρετή ίππου; Μήπως το να έχει χρυσόν χαλινόν και χρυσά λουριά και σέλλα από μεταξωτά υφάσματα και ποικίλα και χρυσοΰφαντα επιστρώματα, και προμετωπίδας στολισμένες με πολύτιμους λίθους, και χαίτη πλεγμένη με χρυσά σχοινιά, ή το να είναι γρήγορος και σταθερός, και να βαδίζει κανονικά, και να έχει όνυχας αρμόζοντας εις γενναίο ίππο, και να έχει δύναμη που απαιτείται δια μακρινά ταξίδια, δια πολέμους, και να μπορεί και εις την παράταξη να δεικνύει επιβλητικό παράστημα, και κατά την φυγή να σώζει τον ιππέα; Δεν είναι φανερό ότι αυτά είναι αρετή του ίππου, και όχι εκείνα; Και ακόμη τον όνων και των ημιόνων ποια θα έλεγες ότι είναι η αρετή των; Δεν είναι το να μπορούν με ευκολία να σηκώνουν βάρη, και με ευκολία να διαβαίνουν τους δρόμους και να έχουν πόδια στερεά σαν την πέτρα; Μήπως θα ειπούμε ότι ο έξωτερικός τους στολισμός συμβάλλει κατά τι προς την αρετή τους; Καθόλου.
Ποία άμπελο θα θαυμάσουμε; Εκείνη της οποίας κυματίζουν τα φύλλα και τα κλήματα ή εκείνη που είναι κατάφορτος από καρπούς; Και ποία θα πούμε ότι είναι η αρετή της ελαίας; Όταν έχει μεγάλους κλάδους και πυκνό το φύλλωμα ή όταν παρουσιάζει άφθονο τον καρπό της και παντού διασκορπισμένο; 
Έτσι λοιπόν ας κάνουμε και επί των ανθρώπων. Ας εξετάσουμε ακριβώς την αρετή του ανθρώπου, και ας θεωρήσουμε βλάβη μόνον εκείνη η οποία βλάπτει αυτήν. Ποία λοιπόν είναι η αρετή του ανθρώπου; Όχι τα χρήματα δια να φοβηθείς την πτώχεια. Ούτε η υγεία του σώματος δια να φοβηθείς την ασθένεια.
Ούτε η εκτίμησης των πολλών δια να αποφύγεις την κακή φήμη. Ούτε το να ζει κανείς όπως τύχει, δια να σου προξενεί φόβο ο θάνατος. Ούτε η ελευθερία δια να αποφεύγεις την δουλεία. Αλλά η ακριβής εμμονή εις την αληθινή πίστη και ο ορθός τρόπος ζωής. Αυτά δε ούτε ο διάβολος θα μπορέσει να τα αφαιρέσει, αν αυτός που τα κατέχει τα διαφυλάττει με την πρέπουσα προσοχή. Και αυτά τα γνωρίζει ο πονηρότατος και άγριος εκείνος δαίμων. Διότι δ’ αυτήν την αιτία αφαίρεσε και την περιουσία του Ιώβ, όχι δια να τον κάνει πτωχό, αλλά δια να τον εξαναγκάσει να ειπεί κάποια βλασφημία και κατέκοπτε το σώμα του, όχι δια να το κάνει ασθενές, αλλά δια να καταβάλει την αρετή της ψυχής. Αφού όμως
χρησιμοποίησε όλους του δόλους του και τον έκανε από πλούσιο πτωχό (αυτό δηλαδή που φαίνεται εις όλους μας πιο φρικτό από όλα), από πολύτεκνο άτεκνο, αφού έσχισε όλο το σώμα του χειρότερα από όσα κάνουν οι δήμιοι στα δικαστήρια (διότι δεν τρυπούν οι όνυχες εκείνων τας πλευράς αυτών που πίπτουν εις τα χέρια των, όσο καταξέσχισαν την σάρκα εκείνου τα στόματα των σκωλήκων), και τον περιέβαλε με κακή φήμη (διότι οι φίλοι του παρουσία του έλεγαν εις αυτόν, δεν ετιμωρήθεις τόσο όσο άξιζαν τα αμαρτήματά σου, και επέρριπταν εις αυτόν πολλές κατηγορίες), και τον εξόρισε όχι απλώς από την πόλη και από την οικία του, δια να τον μεταφέρει εις άλλη πόλη, αλλά αφού έδωσε εις αυτόν ωσάν πόλη και ωσάν οικία την κοπριά, όχι μόνο δεν τον κατέστρεψε, αλλά και τον παρουσίασε λαμπρότερον εξ αιτίας εκείνων που εσκέφθη εναντίον του.
Αυτός όμως όχι μόνον δεν εστερήθη κάτι από την περιουσία του, αν και του αφαίρεσαν τόσα, αλλά και μεγαλύτερο τον πλούτο της αρετής του έκανε εξ αιτίας αυτού. Καθόσον μετά ταύτα απήλαυσε μεγαλυτέρα παρρησία, επειδή αγωνίσθηκε δυνατότερο αγώνα. Αν δε αυτός ο οποίος έπαθε τόσα και δεν αδικήθηκε καθόλου, αν και έπαθε αυτά όχι από άνθρωπο, αλλά από δαίμονα που είναι πονηρότερος από όλους τους ανθρώπους, ποιος θα έχει δικαιολογία απ’ αυτούς οι οποίοι λέγουν ότι ο τάδε με ηδίκησε και με έβλαψε; Διότι εάν ο διάβολος, ο οποίος είναι γεμάτος από τόση κακία, αφού χρησιμοποίησε όλα τα όργανά του, και αφού έρριψε τα βέλη του, και όσα κακά υπάρχουν μεταξύ των ανθρώπων, με μεγάλη υπερβολή τα έφερε και άδειασε εις την οικία και εις το σώμα του δικαιου, καθόλου δεν ηδίκησε τον άνθρωπο, αλλά όπως είπα, τον ωφέλησε περισσότερο. Πως θα μπορέσουν μερικοί να κατηγορήσουν τον τάδε και τον τάδε, ότι ηδικήθησαν από αυτούς και όχι από τον εαυτόν τους;
Τι λοιπόν, λέγουν μερικοί, τον Αδάμ δεν τον ηδίκησε και τον υπεσκέλισε και τον εξεδίωξε από τον παράδεισο; Όχι αυτός αλλά η απερισκεψία του αδικηθέντος και το ότι δεν ήτο συνετός και εν εγρηγόρσει. Διότι αυτός που μετεχειρίσθει τόσους και τέτοιου είδους δόλους και δεν μπόρεσε να κατανικήσει τον Ιώβ πως θα μπορούσε να κυριεύσει τον Αδάμ με ολιγότερα μέσα, εάν εκείνος εξ αιτίας της απερισκεψίας του δεν επρόδιδε τον εαυτόν του; Τι λοιπόν; Αυτός δεν έπεσε εις τους συκοφάντες και έχασε την περιουσία του και από τον οποίον αφηρέθησαν όλα όσα είχε και εξεδιώχθη από την πατρική γη, και επάλαισε με την μεγαλυτέραν φτώχεια, δεν ηδικήθη; Όχι μόνον δεν είχε αδικηθεί αλλά και κέρδισε επειδή ήτο συνετός. Διότι, ειπέ μου, εις τι παρέβλαψε τούτο τους αποστόλους; Δεν επάλαιον συνεχώς με την πείνα, την δίψα και την γυμνότητα; Αλλά δι’ αυτό ακριβώς ήσαν και τόσο πολύ λαμπροί και ονομαστοί και εδέχθησαν πολλή βοήθεια από τον Θεό. Εις τι ζημίωσε τον Λάζαρο η ασθένεια και οι πληγές και η φτώχεια και η εγκατάλειψη από τους ιδικούς του; Μήπως εξ αιτίας αυτών δεν επλέχθησαν δι’ αυτόν περισσότεροι στέφανοι; Τι έβλαψε τον Ιωσήφ το ότι απέκτησε κακή φήμη και εις την χώρα του εις την ξένη χώρα; Διότι και μοιχός και πόρνος ενομίζετο ότι είναι. Εις τι τον έβλαψε η δουλεία; Εις τι δε το ότι εστερήθη την πατρίδα του;
Δεν τον θαυμάζουμε και δεν εκπληττόμεθα δι’ αυτά περισσότερο; Και διατί αναφέρω την μετάβαση εις την ξένη χώρα, την πτώχεια, την κακή φήμη και την δουλεία; Διότι ο ίδιος ο θάνατος τι εζημίωσε τον Άβελ, ο οποίος έγινε και κατά τρόπο βίαιο και πρόωρο και ετολμήθη από χέρια αδελφικά; Δεν εγκωμιάζεται δια τούτο εις όλα τα μέρη της οικουμένης; Βλέπεις λοιπόν ότι ο λόγος απέδειξε περισσότερα από όσα υπέσχετο; Διότι όχι μόνον απέδειξε ότι κανείς δεν αδικείται από κανένα αλλά και ότι περισσότερο κερδίζουν όσοι προσέχουν τους εαυτούς τους. Τότε δια ποιον λόγο, λέγει, υπάρχουν τιμωρίες και κολάσεις; Διατί υπάρχει γέενα; Διατί υπάρχουν τόσες απειλές, εάν κανείς ούτε αδικείται ούτε αδικεί; Τι λέγεις; Διατί συγχέεις τα πράγματα; Διότι εγώ δεν είπα ότι κανείς δεν αδικεί, αλλ’ ότι κανείς δεν αδικείται. Και πως είναι δυνατόν, λέγουν, να αδικούν πολλοί και κανείς να μη αδικείται; Έτσι ακριβώς όπως σας το δίδαξα τώρα. Διότι και τον Ιωσήφ το αδίκησαν οι αδελφοί του, αυτός όμως δεν αδικήθηκε. Και εναντίον του Άβελ εσκέφθη κακό ο Κάιν, αυτός δε δεν έπαθε κανένα κακό. Δια τούτο υπάρχουν τιμωρίες και κολάσεις. Διότι ο Θεός δεν καταργεί τις τιμωρίες εξ αιτίας της αρετής των πασχόντων, αλλά επιβάλλει τις τιμωρίες ένεκα της κακίας των πανούργων ανθρώπων. Διότι αν γίνονται ενδοξότεροι όσοι υποφέρουν από τους κακόβουλους αυτό δεν οφείλεται εις την πρόθεση των κακόβουλων, αλλά εις την καρτερία εκείνων που πάσχουν. Δια τούτο δι’ εκείνους μεν τακτοποιούνται και προετοιμάζονται τα βραβεία της αρετής των, δι’ αυτούς δε οι τιμωρίες την πονηρίας των. Σου αφήρεσαν τα χρήματα; Λέγε, «γυμνός εβγήκα από την κοιλία την μητρός μου, γυμνός και θα απέλθω». Και πρόσθεσε εκείνο το αποστολικό: «Δεν εφέραμεν τίποτε εις τον κόσμον και είναι φανερόν ότι δεν ημπορούμεν ούτε να πάρωμεν τίποτε μαζί μας». Σε κακολόγησαν και σε περιέλουσαν με αναρίθμητους ύβρεις ορισμένοι; Να ενθυμηθείς τον λόγο εκείνον που λέγει: «Αλίμονο εις εσάς όταν όλοι οι άνθρωποι λέγουν καλά λόγια δι’ εσάς» και «Να χαίρετε τότε και να αγαλλιάσθε, όταν λέγουν εναντίον σας λόγια κακά». Σε εξόρισαν μακριά; Σκέψου ότι δεν έχεις εδώ πατρίδα, και αν θέλεις να σκεφθείς βαθύτερα, έχεις εντολή να θεωρείς όλη την γη ως ξένη.
Μήπως περιέπεσες εις βαριά ασθένεια; Πες εκείνο το αποστολικό: «Όσο ο έξωτερικός μας άνθρωπος φθείρεται, τόσο ο εσωτερικός ανακαινίζεται ημέρα με την ημέρα». Μήπως υπέστη κανείς βίαιο θάνατο; Σκέψου τον Ιωάννη και την κεφαλήν του που απεκόπη εις το δεσμωτήριο και μετεφέρθη επί δίσκου και εδόθη ως αμοιβή εις τον χορό της πόρνης. Σκέψου τις αμοιβές που σε περιμένουν διότι όλα αυτά τα παθήματα, όταν άδικα γίνονται από κάποιον εναντίον άλλου, και τα αμαρτήματα λύνουν και τη δικαιοσύνη φέρνουν. Τόσο μεγάλο είναι το μέγεθος της ωφελείας εις αυτούς που τα υποφέρουν με γενναιότητα.
Όταν λοιπόν ούτε χρηματική ζημία, ούτε οι συκοφαντίες και κατηγορίες, ούτε η εξορία, ούτε οι ασθένειες και οι δοκιμασίες, ούτε αυτό που φαίνεται ότι είναι φοβερότερο όλων, δηλαδή ο θάνατος, βλάπτουν του πάσχοντας, μάλλον δε και τους ωφελούν περισσότερο, από πού μπορείς να μου δείξεις κάποιον αδικούμενο, όταν εξ όλων όσα αναφέραμε δεν αδικείται; Διότι εγώ θα προσπαθήσω να αποδείξω το αντίθετο, ότι δηλαδή αυτοί που περισσότερο αδικούνται και προσβάλλονται και πάσχουν τα ανεπανόρθωτα είναι εκείνοι οι οποίοι διαπράττουν αυτά. Διότι ποίος ημπορούσε να γίνει αθλιότερος από τον Κάιν, ο οποίος έδειξε αυτήν την συμπεριφορά προ του αδελφό του; Τι δε ελεεινότερο από την γυναίκα του Φιλίππου, η οποία αποκεφάλισε τον Ιωάννη; Τι δε από τους αδελφούς του Ιωσήφ, οι οποίοι τον έδιωξαν και τον πούλησαν εις ξένη γη; Τι δε από τον διάβολο, ο οποίος προξένησε τόσα κακά εις τον Ιώβ; Διότι όχι μόνο δια τα άλλα, αλλά και δι’ αυτά θα τιμωρηθεί όχι με τις συνήθεις τιμωρίες. Είδες λοιπόν πως και εδώ ο λόγος απέδειξε περισσότερα από όσα υπεσχέθη; Ότι όχι μόνο καμία ζημία δεν παθαίνουν οι υβριζόμενοι από τους εχθρούς τους, αλλά και το κάθε τι στρέφεται εναντίον της κεφαλής των κακόβουλων; Διότι επειδή ούτε ο πλούτος, ούτε το να είσαι ελεύθερος, ούτε το να κατοικείς εις την πατρίδα σου, ούτε τα άλλα όσα ανάφερα, είναι αρετές του ανθρώπου, αλλά τα κατορθώματα της ψυχής. Είναι εύλογο λοιπόν όταν η βλάβη επέρχεται εις αυτά να μη ζημιώνεται καθόλου η αρετή του ανθρώπου. Τι λοιπόν συμβαίνει να ζημιωθεί κανείς εις αυτήν την φιλοσοφία την ψυχής; Ούτε και εδώ αν ζημιωθεί, ζημιώνεται από κανένα άλλον, αλλά μόνος του και από τον εαυτόν του.
Πως μόνος του και από τον εαυτόν του, λέγει; Όταν μαστιγωθεί από κάποιον, ή του αφαιρεθεί η περιουσία του, ή υποστεί κάποια άλλη φοβερή προσβολή, και εκφέρει κάποια βλασφημία, εζημιώθη μεν και μάλιστα πολύ, όχι όμως από εκείνον που τον ηδίκησε , αλλά εξ αιτίας της ιδικής του μικροψυχίας. Αυτό δηλαδή που είπα προηγουμένως θα ειπώ και τώρα, ότι δηλαδή κανείς άνθρωπος, ακόμη και αν είναι απείρους φοράς πονηρότερος από τον πονηρό εκείνον δαίμονα που μας εχθρεύεται διαρκώς, δεν θα ημπορούσε να προσβάλει κάποιον κατά χειρότερο και σκληρότερο τρόπο. Και όμως ο φοβερός αυτός δαίμων δεν ημπόρεσε να υπερισχύσει και να καταβάλει τον προ του νόμου, τον προ της χάριτος, αν και έρριψε εναντίον του από παντού τόσα και τόσον πικρά βέλη.
Είναι τόσο μεγάλη η ανωτερότητα της ψυχής.
Και ο Παύλος; Δεν έπαθε τόσα δεινά, τα οποία δεν είναι εύκολο ούτε να απαριθμήσουμε; Εφυλακίσθη, εδέθη με αλυσίδας, εσύρετο και περιεφέρετο, εμαστιγώνετο από τους Ιουδαίους, ελιθοβολείτο, ετραυματίζετο το σώμα του όχι μόνον με μάστιγα, αλλά και με ράβδους, εναυάγει, έπιπτε πολλές φορές εις τα χέρια ληστών, επολεμείτο από τους ιδικούς του, από τους εχθρούς και από τους γνώριμους εδέχετο κτυπήματα συνεχώς, υφίστατο αναρίθμητους κατατρεγμούς, πάλαιε με την πείνα και την γυμνότητα, και υπέμενε άλλες πυκνές και συνεχείς κακές περιστάσεις και θλίψεις. Και διατί να λέγουμε πολλά; Καθημερινώς απέθνησκε. Και όμως ενώ υφίστατο τόσα πολλά και τοιούτου είδους κακά, όχι μόνον δεν είπε καμία βλασφημία, αλλά αντιθέτως εχαίρετο δι’ αυτά και εκαυχάτο. Και αλλού μεν λέγει, «Χαίρομαι δια τα παθήματά μου», αλλού δε πάλι, «όχι μόνον αυτό, αλλά και καυχώμεθα δια τις θλίψεις». Αν λοιπόν, ενώ έπασχε τόσα πολλά, έχαιρε και εκαυχάτο, ποία συγγνώμη θα έχεις εσύ και ποία απολογία, ο οποίος το ελάχιστον αυτών δεν υπομένεις και όμως βλασφημείς;
Αλλά αδικούμαι, λέγει, κατ’ άλλον τρόπον, και αν ακόμη δεν βλασφημήσω, διότι όταν μου αφαιρεθούν τα χρήματα, λέγει, γίνομαι άχρηστος δια την ελεημοσύνη. Αυτά είναι δικαιολογία και πρόφαση. Διότι αν δια τούτο λυπάσαι, γνώριζε καλά ότι η πενία δεν γίνεται εμπόδιο δια την ελεημοσύνη. Διότι και αν ακόμη είσαι απείρους φοράς πτωχός, δεν είσαι πτωχότερος από εκείνη που είχε μία φούχτα αλεύρου μόνον, και από την άλλη που είχε μόνον δύο οβολούς, και οι οποίοι προσέφεραν ολόκληρη την περιουσία τους εις αυτούς που είχαν ανάγκη και εθαυμάσθησαν πάρα πολύ. Και η τόση πενία τους δεν έγινε εμπόδιο εις τόσον μεγάλη φιλανθρωπία, αλλά η ελεημοσύνη των δύο λεπτών έγινε τόσον πλούσια και αξιόλογος ώστε επεσκίασε όλους τους πλούσιους, και υπερέβαλε εκείνους οι οποίοι προσέφεραν πολλούς στατήρας, με τον πλούτο της προθέσεως και με την μεγάλη αξία της προθυμίας. Ώστε λοιπόν ούτε εδώ αδικείσαι, αλλά και περισσότερο κερδίζεις, καθόσον με ολίγην εισφορά λαμβάνεις λαμπρότερους στεφάνους από εκείνους οι οποίοι καταθέτουν πολλά.
Αλλ’ επειδή, αν και αυτά τα έχουμε πει αναρίθμητες φορές, αι φιλοσώματοι ψυχαί, αι οποίαι ευχαρίστως κυλίονται εις τα βιοτικά, και ηδυπαθώς απολαμβάνουν τα πράγματα της παρούσης ζωής, δεν θα αποφάσιζαν εύκολα να απομακρυνθούν από τα άνθη που σαπίζουν (διότι τέτοια είναι τα ευχάριστα της ζωής αυτής) ούτε δέχονται να αφήσουν τας σκιάς. Αλλ’ οι μεν λογικοί προσηλώνονται και εις εκείνα και εις αυτά, οι δε ελεεινότεροι και αθλιότεροι περισσότερο μεν εις εκείνα, ελάχιστα δε εις αυτά, εμπρός, ας αφαιρέσουμε τα φαιδρά και επιφανή προσωπεία της αισχρής και άσχημης μορφής των πραγμάτων αυτών, και ας δείξουμε την αηδία της γυναικός, η οποία ζει σαν εταίρα. Διότι κάτι τέτοιο είναι η τοιούτου είδους ζωή, η οποία δίδει την προσοχή της εις την απόλαυση, τον πλούτο και την δύναμη, γεμάτη αισχρότητα, ασχήμια και πολλή εντροπή, πλημμυρισμένη από αηδία, βάρος και πικρία. Άλλωστε αυτό είναι κυρίως που στερεί τους κυριευμένους απ’ αυτήν την ζωή από κάθε συγγνώμη, ότι ενώ η ζωή αυτή είναι πλημμυρισμένη από αηδία και πολλή πικρία, είναι εις αυτούς επιθυμητή και περιζήτητος, αν και είναι γεμάτη από αναρίθμητα κακά, κινδύνους, αίματα, κρημνούς, σκοπέλους, και φόνους, και φόβους, και τρόμους, και φθόνο, και βασκανία, και επιβουλή, και φροντίδα διαρκή και μέριμνα και δεν έχει κανένα κέρδος, ούτε αποφέρει κανένα όφελος εκ των τόσων κακών, παρά κόλαση και τιμωρία και διαρκείς βασάνους. Και ενώ
είναι τέτοια η ζωή, φαίνεται εις τους πολλούς, αξιοζήλευτος και περιζήτητος, πράγμα το οποίο προέρχεται εκ την μωρίας των κυριευθέντων από αυτήν, και όχι από την αξία του πράγματος. Επειδή και τα μικρά παιδιά θαυμάζουν και σαστίζουν με τα παιχνιδάκια, όσα πράγματα όμως ταιριάζουν εις τους μεγάλους δεν μπορούν να τα νοιώσουν καθόλου. Αλλ΄ εκείνα μεν συγχωρούνται δια το μικρόν της ηλικίας τους. Αυτοί όμως δεν μπορούν να απολογηθούν, διότι ενώ ευρίσκονται εις ώριμη ηλικία, έχουν γνώμη παιδική και συμπεριφέρονται περισσότερο ανόητα και από εκείνα. 
Ειπέ μου, διατί είναι αξιοζήλευτος ο πλούτος; Είναι ανάγκη να αρχίσουμε από εδώ σαν προοίμιο, διότι φαίνεται εις τους πολλούς που είναι άρρωστοι από την βαριά αυτήν ασθένεια ότι είναι πολυτιμότερος από την υγεία και τη ζωή, και από τον έπαινο των πολλών, και από την καλή υπόληψη, και από την πατρίδα, και από τους γνωστούς, και από τους φίλους, και από τους συγγενείς, και από όλα τα άλλα. Και υψώθη λοιπόν η φωτιά αυτή μέχρι τα σύννεφα, και εκυρίευσε γη και θάλασσα η κάμινος αυτή. Και δεν υπάρχει κανείς που να σβήσει την φλόγα αυτήν. Αυτοί δε που την συνδαυλίζουν είναι όλοι αυτοί που εκυριεύθησαν από το πάθος, και αυτοί που δεν εκυριεύθησαν ακόμη, δια να κυριευθούν. Και μπορεί να δει κανείς και άνδρα και γυναίκα και δούλο και ελεύθερον και πλούσιο και πτωχό να μεταφέρει κατά την δύναμή του δεμάτια και να προσφέρει πολλή τροφή εις την φλόγα αυτήν ημέρα και νύκτα. Τα δε φορτία δεν είναι από ξύλα, ούτε από φρύγανα (διότι δεν είναι τέτοιου είδους η φλόγα), αλλά από ψυχάς και σώματα, αδικίας και παρανομίας. Διότι από αυτά ανάβει το είδος της φλόγας αυτής. Διότι και οι πλούσιοι πουθενά δεν σταματούν την ανόητον αυτήν επιθυμία, και αν ακόμη αποκτήσουν ολόκληρη την οικουμένη. Και οι πτωχοί βιάζονται να φθάσουν εκείνους, και κάποια λύσσα αθεράπευτος και μανία ακατάσχετος και ασθένεια αδιόρθωτος κυριεύει τας ψυχάς όλων. Και αυτός ο έρωτας νικά κάθε άλλον έρωτα και τον ωθεί και εκβάλλει από την ψυχή. Και ούτε λόγος φιλίας υπάρχει, ούτε συγγενείας. Και διατί λέγω φιλίας και συγγενείας; Ούτε γυναικός ούτε παιδιών, από τα οποία τι αγαπητότερο μπορεί να γίνει εις τους άνδρας; Αλλ’ όλα ρίπτονται κάτω και καταπατούνται, όταν η
ωμή και απάνθρωπος αυτή κυρία κυριεύσει τας ψυχάς όλων όσων κυριευθούν. Διότι ωσάν κυρία των απάνθρωπος, και ωσάν σκληρός τύραννος, και ωσάν βάναυσος βάρβαρος και ωσάν πόρνη κοινή και πολυδάπανος, καταντροπιάζει και κατατυραννάει, και καταδικάζει με αναρίθμητους κινδύνους και τιμωρίες όσους προτίμησαν να την υπηρετήσουν. Και ενώ είναι φοβερά και αμείλικτος, αγρία και σκληρή, και έχει πρόσωπο βαρβάρου, μάλλον δεν θηριώδες, και από λύκο και λέοντα αγριότερο, φαίνεται ότι είναι ευγενική και ποθητή και γλυκυτέρα από το μέλι εις όσους αιχμαλωτισθούν από αυτήν. Και χαλκεύει εναντίον των κάθε ημέρα ξίφη και όπλα και ανασκάπτει βάραθρα, και τους οδηγεί εις κρημνούς και εις σκοπέλους και πλέκει άπειρα δίκτυα τιμωρίας εναντίον των και φαίνεται ωσάν να κάμει αυτούς αξιοζήλευτους, τόσο εις αυτούς τους ιδίους που έχουν κυριευθεί, όσο και εις εκείνους που επιθυμούν να κυριευθούν. Και όπως ο χοίρος που κυλίεται εις τον αύλακα και εις τον βόρβορο ευχαριστείται και απολαμβάνει, και όπως οι κάνθαροι που ανακατεύουν συνεχώς την κοπριά, έτσι λοιπόν και όσοι εκυριεύθησαν από την φιλαργυρία είναι περισσότερο δυστυχισμένοι και από αυτά τα ζώα. Διότι αυτή η αηδία είναι μεγαλύτερη και βρoμερώτερος ο βούρκος. Διότι ενώ διέρχονται την ζωή των μέσα εις το πάθος αυτό, νομίζουν ότι αποκομίζουν από αυτό πολλή ηδονή. Αυτό δε οφείλεται όχι εις την φύση τους πράγματος, αλλά εις την μεγάλη μωρία της αρρώστου ψυχής. Αυτό δε είναι χειρότερο από την αλογία των ζώων εκείνων.
Όπως λοιπόν εις τον βούρκο και την κοπριά, αιτία δεν είναι η κοπριά και ο βούρκος, αλλά η αλογία των ζώων που έχουν πέσει μέσα, έτσι να σκεφθείς σχετικά και με τους ανθρώπους. Και πως μπορούμε να θεραπεύσουμε αυτούς που ευρίσκονται εις αυτήν την
κατάσταση; Αν ήθελαν να ανοίξουν τα αυτιά τους, να καθαρίσουν τον νου τους και να δεχθούν τα λεγόμενα. Διότι τα μεν άλογα ζώα να τα μετατοπίσει κανείς και να τα απομακρύνει από την ακάθαρτο διαμονή των δεν είναι δυνατόν. Διότι στερούνται λογισμού. Το δε ημερότερο τούτο γένος, το οποίο έχει προικισθεί με σκέψη και λόγο, εννοώ τον άνθρωπο, αν θέλει, είναι εύκολο και μάλιστα πολύ εύκολο να τον απαλλάξεις από τον βόρβορο εκείνον και την δυσωδία και από την κοπριά και από την αηδία. Δια ποιον λόγο, άνθρωπε, σου φαίνεται ότι ο πλούτος είναι πολυπόθητος; Δια την απόλαυση που απορρέει από τα τραπέζια; Δια την τιμή και την περιποίηση που παρέχει με τους υπηρέτες; Δια το ότι μπορεί και τους αδικούντας να αντιμετωπίζει και να είναι εις όλους φοβερός; Διότι δεν θα μπορούσες να αναφέρεις άλλες αιτίες, παρά την ηδονή, και την κολακεία, τον φόβο και την τιμωρία. Διότι οι πλούτος ούτε σοφότερο, ούτε φρονιμότερο, ούτε
καλύτερο, ούτε συνετότερο συνηθίζει να κάνει τον άνθρωπο, ούτε χρηστό, ούτε φιλάνθρωπο, ούτε δυνατότερο από την οργή, ούτε καλύτερο από την κοιλία, ούτε ανώτερο από τας ηδονάς. Δεν μαθαίνει τον άνθρωπο να είναι μετριοπαθείς, ούτε τον διδάσκει να είναι συνεσταλμένος, ούτε κάποιο άλλο μέρος της αρετής εισάγει και φυτεύει εις την ψυχή. Ούτε μπορείς να ειπείς διατί είναι εις εσένα αυτός περισσότερο περιζήτητος και περισσότερο ποθητός από τους άλλους. Διότι όχι μόνον δεν γνωρίζει να φυτεύει ή να καλλιεργήσει κανένα από τα αγαθά, αλλά και αν ακόμη τα εύρη συγκεντρωμένα, τα βλάπτει, τα εμποδίζει, τα καταξηραίνει. Μερικά δε και τα ξεριζώνει και φυτεύει τα αντίθετα αυτών, ακολασίαν άμετρον, θυμόν άκαιρον, οργήν άδικον, αλαζονείαν, υπερηφάνειαν, μωρίαν. Αλλ’ ας μη ομιλήσω περί αυτών. Διότι αυτοί που έχουν κυριευθεί από την ασθένεια αυτήν δεν ανέχονται να ακούσουν περί αρετής και κακίας, επειδή είναι όλοι παραδεδομένοι εις την ηδονή και δουλεύουν εις αυτήν, δεν ανέχονται να βλέπουν ότι κατηγορούνται και συγχρόνως ελέγχονται.
Εμπρός λοιπόν ας αφήσουμε ως εδώ τον λόγο δια το θέμα αυτό, και ας φέρουμε τα υπόλοιπα εις το μέσο, και ας ίδωμεν αν έχει κάποια ηδονή ο πλούτος, κάποια τιμή. Διότι εγώ βλέπω τελείως το αντίθετο. Και αν θέλετε ας εξετάσουμε πρώτον τας τράπεζας των πλουσίων και των πτωχών, και ας ερωτήσουμε αυτούς που γευματίζουν, ποίοι είναι εκείνοι που απολαμβάνουν την καθαρά και γνήσια ηδονή; Αυτοί οι οποίοι περνούν την ημέρα τους ξαπλωμένοι επάνω εις κλίνη και συνδέουν τα βραδινά δείπνα με τα μεσημβρινά, και τρώγουν μέχρι σκασμού, και ανάβουν τας αισθήσεις, και με το υπέρογκο φορτίο των τροφών κάνουν το πλοίο να βυθίζεται και να πλημμυρίζει, και καταπνίγουν την ψυχή εις το ναυάγιο του σώματος και επινοούν δεσμά δια τα πόδια, τα χέρια και την γλώσσα, και περισφίγγουν όλο το σώμα τους με τα δεσμά της μέθης και της ακολασίας τα οποία είναι χειρότερα από τα δεσμά σιδηράς αλυσίδας, και δεν έχουν ύπνο ήσυχο και καθαρό, και ούτε είναι απαλλαγμένοι από όνειρα φοβερά και είναι
πιο δυστυχισμένοι από τους τρελούς, και εισάγουν μέσα εις την ψυχή τους δαίμονα αδιάντροπο, και γίνονται περίγελος εις τους υπηρέτες τους, μάλλον δε και τραγωδία και δακρύων αφορμή εις τους καλυτέρους εξ αυτών, και δεν γνωρίζουν κανένα από τους παρόντες, ούτε μπορούν να ακούσουν και να ειπούν κάτι, αλλά ορμητικά οδηγούνται από τα ανάκλιντρα εις την κλίνη; Ή εκείνοι που προσέχουν και επαγρυπνούν και αναλόγως της ανάγκης κανονίζουν το μέτρο και πλέουν γαλήνια εις την ζωή τους ωσάν το καλύτερο καρύκευμα εις τας τροφάς και εις τα ποτά έχουν την πείνα και την δίψα; Διότι τίποτε δεν φέρει τόση ηδονή και υγεία, όση το να εγγίζει κανείς την τράπεζα όταν πεινά και διψά και να γνωρίζει ωσάν χόρτασμα μόνον την ανάγκην και να μην υπερβαίνει τα όρια της, ούτε να εισάγει εις το σώμα του βάρος μεγαλύτερο από ό,τι μπορεί να σηκώσει.
Και αν απιστείς εις τον λόγο μου παρατήρησε καλά τα σώματα και των δύο, και την ψυχή εκάστου. Δεν είναι τα σώματα εκείνων που διαιτώνται με εγκράτεια (διότι μη μου αναφέρεις αυτό που σπανίως συμβαίνει, και αν υπάρχουν ασθενείς από κάποια άλλη περίσταση, αλλά συμπέρανε από όσα πάντοτε και συνεχώς συμβαίνουν), δεν είναι τα σώματα των διαιτωμένων με εγκράτεια εύρωστα και οι αισθήσεις τους δυναμωμένες, επιτελώντας το έργο τους με πολλή ευκολία;
Των δε άλλων πλαδαρά και περισσότερο μαλακά από τον κηρόν και πολιορκούμενα από πλήθος νοσημάτων; Διότι και ποδάγραι τους καταλαμβάνουν, και τρέμουλα αδικαιολόγητος, και γήρας πρόωρο, και πονοκέφαλοι, και πρηξίματα, και στομαχικές διαταραχές, και ελλείψεις ορέξεως, και διαρκώς έχουν ανάγκη ιατρών και συνεχών φαρμάκων και καθημερινής θεραπείας. Λοιπόν ειπέ μου, είναι αυτά ίδιον της ηδονής; Και ποιος από τους γνωρίζοντας τα πράγματα θα ειπεί τι είναι ηδονή; Διότι η ηδονή γίνεται τότε όταν προηγηθεί η επιθυμία και μετά ακολουθήσει η απόλαυση. Αν όμως υπάρχει απόλαυση, επιθυμία δε πουθενά δεν φαίνεται, η ηδονή φεύγει και εξαφανίζεται. Δια τούτο ακριβώς και οι ασθενείς, αν και έχουν ενώπιον των εξαίρετα φαγητά, αισθάνονται ναυτία, και φαίνονται να ενοχλούνται καθώς τα τρώγουν επειδή λείπει απ’ αυτούς η όρεξη η οποία κάνει την απόλαυση γλυκύτατη. Διότι ούτε τα τρόφιμα αυτά καθ’ αυτά, ούτε τα ποτά, αλλά η όρεξη των εσθιόντων έχει την δύναμη και γεννά την επιθυμία, και προξενεί την ευχαρίστηση.
Δια τούτο και κάποιος σοφός άνδρας, ο οποίος εγνώριζε τα περί της ηδονής ακριβώς και ήξερε να φιλοσοφεί περί τούτων, έλεγε: «ο υπερχορτασμένος με τροφή απαξιοί την κηρήθραν» δεικνύων ότι η ηδονή έγκειται όχι εις την φύση της τραπέζης, αλλά εις την διάθεση των ανθρώπων που τρώγουν. Δια τούτο και ο προφήτης απαριθμώντας τα θαύματα που έγιναν εις την έρημο και εις την Αίγυπτο μεταξύ των άλλων είπε και τούτο ότι «εχόρτασεν αυτούς με μέλι εκ πέτρας». Αν και πουθενά δεν φαίνεται ότι η πέτρα ανέβλυσε μέλι δι’ αυτούς. Τι λοιπόν σημαίνει το λεχθέν; Επειδή ήσαν κουρασμένοι από τον πολύ κόπο και την οδοιπορία και ήσαν κυριευμένοι από μεγάλη δίψα, έπιπταν εις τα ψυχρά ύδατα, έχοντας αντί μεγάλου ορεκτικού την δίψα, δια να παραστήσει την ηδονή εκείνων των πηγών είπε το νερό μέλι, όχι επειδή πράγματι έγινε μέλι, αλλά επειδή η ηδονή του νερού συνηγωνίζετο την γλυκύτητα του μέλιτος, επειδή προσέπεσαν εις αυτό διψώντας αυτοί οι οποίοι απήλαυσαν αυτό. Αφού λοιπόν αυτά έτσι έχουν, και κανείς δεν δύναται να αντιλέγει ακόμη και αν είναι υπερβολικά αναίσθητος, δεν είναι ολοφάνερο ότι η καθαρά και ειλικρινής και δυνατή ηδονή ευρίσκεται εις τας τράπεζας των φτωχών; Και ότι εις τα τραπέζια των πλουσίων η αηδία, η βδελυγμία και ο μολυσμός; Καθώς είπε ο σοφός εκείνος άνδρας «και αυτά που έχουν γλυκύτητα φαίνεται ότι παρενοχλούν».
Αλλά θα ειπεί κάποιος ότι ο πλούτος παρέχει τιμή εις όσους τον έχουν, και τους κάνει ικανούς να αντιμετωπίζουν τους εχθρούς με ευκολία. Δια τούτο λοιπόν, ειπέ μου, σας φαίνεται ποθητός και περιζήτητος, δια το ότι τρέφει εντός μας τα χειρότερα πάθη, οδηγεί εις έξαψη την οργή και μεγαλοποιεί τας πομφόλυγας της δοξομανίας, και προτρέπει και παρακινεί προς την υπερηφάνεια; Όμως δι’ αυτό κυρίως πρέπει να τον αποφεύγουμε υποχρεωτικός, διότι εισάγει εντός μας μερικά θηρία άγρια και φοβερά, και μας στερεί της πραγματικά μεγαλυτέρας από όλας τιμής, και μας χαρίζει την αντίθετον φήμην, δίδων εις αυτήν χρώμα εκείνης και έτσι την παρουσιάζει εις τους απατημένους, και τους πείθει να νομίζουν ότι αυτή είναι εκείνη, ενώ εις την πραγματικότητα δεν είναι, αλλά μόνον κατά την όψιν φαίνεται ότι είναι. Όπως δηλαδή τα κάλλη των πορνών γυναικών, τα οποία γίνονται με φκιασίδια και με βαφάς και στερούνται της ωραιότητος, την δε αισχράν άσχημον όψιν κάμνουν να φαίνεται καλή και ωραία εις αυτούς που απατούν, ενώ δεν είναι. Έτσι ακριβώς και ο πλούτος δια της βίας παρουσιάζει την κολακεία ως τιμή.
Μη βλέπεις όσους επαίνους γίνονται φανερά δια φόβο και καλόπιασμα, διότι αυτά είναι τα χρώματα και οι σκιές, αλλά εξέτασε την συνείδηση του καθενός από αυτού του είδους τους κόλακας, και θα ιδείς μέσα να σε καταδικάζουν αναρίθμητοι κατήγοροι, να σε αποστρέφονται και να σε μισούν χειρότερα και από τους μεγαλύτερους εχθρούς και αντιπάλους σου. Και αν κάποτε το προσωπείο που δημιούργησε αυτός ο φόβος μπορούσε να το αφανίσει και να το φανερώσει κάποια μεταβολή των πραγμάτων, τότε θα ιδείς καλά, όπως ακριβώς εάν άφηνε ο ήλιος εις τα πρόσωπα εκείνα θερμότερη ακτίνα, ότι καθ’ όλον τον προηγούμενο καιρό ευρίσκετο εις την μεγαλυτέραν περιφρόνηση εκείνων οι οποίοι τόσο πολύ σε εμίσουν και σε περιέλουον κατά διάνοια με αναρίθμητους ύβρεις και επεθύμουν να σε ίδουν εις τας μεγαλυτέρας συμφοράς. Διότι τίποτε άλλο δεν μπορεί τόσο να γεννήσει την εκτίμηση, όσο η αρετή, εκτίμηση όμως όχι καταναγκασμένη, όχι πλαστή, ούτε κρυμμένη με προσωπείο απάτης, αλλά αληθινή και γνήσια που από καμία δύσκολη δεν περίσταση δεν ανατρέπεται.
Αλλά θέλεις να εκδικηθείς αυτούς που σε αδικούν; Και δια αυτόν λοιπόν κυρίως τον λόγο, όπως προ ολίγου ανέφερα, πρέπει να αποφεύγεται ο πλούτος. Διότι σε ωθεί να βυθίζεις το ξίφος εις τον εαυτό σου και καθιστά βαρύτατες τις ευθύνες σου εις την άλλη ζωή και τας τιμωρίας ανυπόφορους. Διότι τόσο μεγάλο κακό είναι το να ανταποδίδεις το κακό, ώστε και την φιλανθρωπία του Θεού διώχνει, και την συγχώρηση που έχει δοθεί δια τα αμέτρητα αμαρτήματα την καθιστά άκυρον. Διότι αυτός που έλαβε την άφεση δια το χρέος των μυρίων ταλάντων, και που εδέχθη τόση δωρεά μόνον με την παράκλησή του, επειδή ζήτησε εκατό δηνάρια οφειλόμενα εις αυτόν από τον σύνδουλό του, ήτοι, επειδή ζητούσε να τιμωρηθεί αυτός που τον αδίκησε, προεκάλεσε την καταδίκη εναντίον του εαυτού του εξ αιτίας του πάθους που επέδειξε εις τον συνάνθρωπό του. Και δια τίποτε άλλο, παρά μόνο δι’ αυτό παρεδόθη εις τους βασανιστές και κακοποιήθηκε και διετάσσετο να επιστρέψει τα μύρια τάλαντα. Δεν έτυχε καμιάς συγνώμης, ούτε απολογίας, αλλά υπέφερε φοβερά και διετάχθη να επιστρέψει ολόκληρο το χρέος, το οποίο προηγουμένως η φιλανθρωπία του Θεού του είχε χαρίσει. Δια τούτο λοιπόν, ειπέ μου, είναι περιζήτητος ο πλούτος εις σε, επειδή σε οδηγεί εύκολα εις τοιαύτη αμαρτία; Ακριβώς λοιπόν δι’ αυτόν τον λόγο πρέπει να τον αποστρέφεσαι ως εχθρό και αντίπαλο και γεμάτο από πολλούς φόνους.
Αλλά η πτώχεια, λέγει, κάποιος, μας κάνει να δυσφορούμε, και πολλές φορές να εκστομίζουμε βλασφημίες και να υποφέρουμε πράγματα δουλοπρεπή. Όχι η πτώχεια, αλλ’ η μικροψυχία, καθόσον και ο Λάζαρος ήταν πτωχός, και μάλιστα πολύ πτωχός, και μαζί με την πτώχεια είχε και ασθένεια πικρότερη από κάθε πτώχεια, η οποία έκανε και αυτήν την πτώχεια βαρύτερη και μαζί με την ασθένεια ήταν έρημος και προστασίας και εστερείτο θεραπείας και περιποιήσεως πράγματα που έκαναν την πτώχεια και την ασθένεια πικρότερη.
Διότι το κάθε ένα απ’ αυτά και μόνον του είναι οδυνηρό, όταν δε δεν υπάρχουν και αυτοί που θα τον περιποιηθούν, το κακό γίνεται μεγαλύτερο, η φλόγα φοβερότερη, η οδύνη πικρότερη, ο χειμών αγριότερος, η τρικυμία σφοδρότερη, η κάμινος φλογωδεστέρα. Και αν ήθελε κάποιος να εξετάσει με προσοχή, μαζί με αυτά υπήρχε και ένα άλλο τέταρτον κακό, η αφθονία και η καλοζωία του πλούσιου γείτονά του. Και αν θέλεις να εύρωμεν και κάποιο άλλο πέμπτον κακό, το οποίο του υπέκκαιε την φλόγα, και τούτο θα το ιδείς καλώς εις αυτόν. Διότι όχι μόνον ζούσε τρυφηλώς ο πλούσιος εκείνος, αλλά και δια δεύτερη και τρίτη φορά και ακόμη πολλές φορές την ημέρα τον έβλεπε να ζει με πολυτέλεια, διότι έκειτο εις την είσοδό του, φοβερό θέαμα ελεεινής τραγωδίας, που μπορούσε να κατασυγκινήσει και πέτρινη ψυχή μόνον που θα τον έβλεπε. Και όμως ούτε αυτό έκαμε τον απάνθρωπο εκείνον εις το να βοηθήσει την πτώχεια εκείνη. Αλλά εκείνος μεν παρέθετε συβαριτική τράπεζα, (η Σύβαρις ήταν αρχαία ελληνική αποικία εις την Κάτω Ιταλία, ήτο πλουσιότατη, και οι κάτοικοι την πόλεως αυτής κατέστησαν περιβόητοι δια τα συμπόσια, τας ηδονάς και τας απολαύσεις), και είχε πλήρη τα ποτήρια, και οίνο που εχύνετο άφθονος, και λαμπρά στρατόπεδα μαγείρων και συντρόφους και κόλακας το πρωί, και παρέες από τραγουδιστές, κεραστές, γελωτοποιούς, και περνούσε την ζωή του αναζητών κάθε είδος ασωτίας, και εις την μέθη και την κραιπάλη, και εις την ενδυμασία και εις τα και εις άλλες πολλές απολαύσεις.
Αυτόν δε, ενώ τον έβλεπε καθημερινώς να υποφέρει από άγρια πείνα και ασθένεια πικροτάτη, να βασανίζεται από τόσες πληγές, να είναι εντελώς απομονωμένος και να έχει όλα τα βάσανα τα οποία φέρνουν αυτά που ανέφερα, ουδέποτε τον εσκέπτετο. Και ενώ οι περί αυτόν παράσιτοι και οι κόλακες έτρωγαν πέρα του δέοντος, πτωχός, τόσο πτωχός, και ευρισκόμενος εις τόσα κακά, ούτε ψίχουλα απολάμβανε από το τραπέζι εκείνο, αν και τα επιθυμούσε τόσο πολύ. Και όμως τίποτε απ’ όλα αυτά δεν τον έβλαψε, δεν είπε λέξη πικρή, δεν ξεστόμισε λόγο βλάσφημο, αλλ’ όπως ο χρυσός εις την πλέον δυνατή φωτιά καθαρίζεται και γίνεται περισσότερο λαμπρός, έτσι ακριβώς και εκείνος ενοχλούμενος υπό των παθημάτων εκείνων που ήτο ανώτερος από όλα, ακόμα και από την ταραχή που προξενείτε εις τους πολλούς εξ αιτίας αυτής της καταστάσεώς του. Διότι αν απλώς οι πτωχοί όταν βλέπουν τους πλούσιους, λιώνουν από τον φθόνο και βασανίζονται από την ζήλια και θεωρούν τον βίο τους αβίωτο, και τούτο ενώ διαθέτουν επαρκή τα αναγκαια τρόφιμα και έχουν θεράποντες, ο πτωχός αυτός, που ήτο πτωχότερος όλων, και όχι μόνον πτωχός αλλά και ασθενής, και δεν είχε κανένα προστάτη και παρήγορο, αλλ’ έκειτο εις το μέσον της πόλεως ως εις εσχάτη ερημιά και έλιωνε από άγρια πείνα, και έβλεπε ότι όλα τα αγαθά έτρεχαν εις εκείνον αφθονότατα σαν από πηγές, και δεν απολάμβανε καμία ανθρώπινη παρηγοριά, εις δε τας γλώσσας των σκύλων ήτο αφημένος ωσάν καθημερινή τράπεζα (διότι τόσον αδύνατον και παραλυμένο ήτο το σώμα του, ώστε να μην μπορεί να διώξει ούτε εκείνους), τι δεν θα έπασχε αν δεν ήτο τόσο γενναίος και πιστός; Βλέπεις λοιπόν ότι όποιος δεν αδικεί τον εαυτόν του, και αν ακόμη αδικείται από όλους, δεν πάσχει κανένα
κακό; Διότι θα επαναλάβω πάλι τον ίδιο λόγο.
Διότι τι προξένησε η ασθένεια εις τον πτωχό Λάζαρο; Τι η έλλειψη των προστατών; Τι η έφοδος των σκύλων; Τι η γειτονία του προς τον κακόν πλούσιο; Και εις τι ζημίωσε τον αθλητή τούτον η μεγάλη πολυτέλεια και υπερηφάνεια και η ηθική φαυλότης εκείνου; Μήπως τον κατέστησε ασθενέστερο δια τους υπέρ της αρετής αγώνες; Και τι έβλαψε την ψυχική του δύναμη; Πουθενά τίποτε.
Μάλιστα δεν τα τόσα πολλά δεινά και η σκληρότης του πλουσίου εκείνου τον δυνάμωσαν περισσότερο και έγιναν αφορμή εις αυτόν δι’ αναρίθμητους στεφάνους, και προσέθεσαν εις αυτόν βραβεία και αύξηση μισθού και αιτία δια μεγαλύτερες αμοιβές. Διότι δεν εστεφανώνετο μόνον δια την πτώχεια του, ούτε δια την πείνα, ούτε δια το ότι ενώ είχε τοιούτον γείτονα, και ενώ κάθε ημέρα εβλέπετο από αυτόν, και περιεφρονείτο διαρκώς, με γενναιότητα και με πολλή καρτερία υπέμεινε τον πειρασμό τούτον, ο οποίος όχι ολίγον, αλλά πάρα πολύ έκαιε την πενία του και την ασθένειά του και την εγκατάλειψή του.
Και τι έπαθε ο μακάριος Παύλος, ειπέ μου; Τίποτε δεν με εμποδίζει να ξανααναφέρω τον άνδρα. Μήπως δεν δέχθηκε αδιάκοπη βροχή από δοκιμασίες; Εις τι λοιπόν εβλάβη εκ τούτου; Μήπως δεν εστεφανώνετο πολύ περισσότερο εκ τούτων, εκ του ότι ελιμοκτόνει, εκ του ότι πολλά υπέφερε από το κρύο και την γυμνότητα, εκ του ότι πολλές φορές επληγώνετο με μαστίγια, εκ του ότι ελιθοβολείτο, εκ του ότι εναυάγει; Αλλ’ εκείνος ήτο Παύλος, λέγει κάποιος, και εκλεκτός του Χριστού. Και όμως και ο Ιούδας ήτο εις των δώδεκα, και εκλεκτός και αυτός του Χριστού, αλλ’ ούτε το ότι ήτο εις τους δώδεκα, ούτε η κλήσις τον ωφέλησε, επειδή δεν είχε διάθεση ρέπουσα προς την αρετή. Αλλ’ ο μεν Παύλος, αν και επάλαιε προς την πείνα, αν και εστερείτο της αναγκαιας τροφής, αν και έπασχε τόσα κάθε ημέρα, με πολλή προθυμία έτρεχε την οδό η οποία οδηγεί εις τον ουρανό. Εκείνος δε, αν και προ αυτού εκλήθη, αν και απήλαυσε τα αυτά με εκείνον, αν και εμυήθη εις την ανωτάτη φιλοσοφία, αν και μετέσχεν εις τράπεζα ιερή και εις τα φοβερότερα εκείνα δείπνα και έλαβε τόση χάρη, ώστε και νεκρούς να εγείρη και λεπρούς να καθαρίζει και δαίμονας να εκδιώκει και άκουσε πολλές φορές τους περί ακτημοσύνης λόγους, και επί τόσον χρόνο συνανεστράφη με τον ίδιον τον Χριστόν, και έγινε ταμίας των χρημάτων των πτωχών, δια να έχει με αυτό παρηγοριά εις το πάθος του (διότι ήτο κλέπτης), ούτε ύστερα από όλα αυτά βελτιώθηκε, αν και απήλαυσε τόση επιείκεια από τον Σωτήρα. Επειδή δηλαδή εγνώριζε ο Χριστός ότι ήταν φιλάργυρος και θα κατεστρέφετο εξ αιτίας της υπερβολικής του αγάπης προς τα χρήματα, όχι μόνον δεν τον ετιμώρησε τότε δια τούτο, αλλά δια να καταπραΰνει το πάθος του, ενεπιστεύθη εις αυτόν και τα χρήματα των πτωχών δια να μπορέσει να χορτάσει την φιλοχρηματία του και να μην καταπέσει εις το φρικτό εκείνο βάραθρο, προλαμβάνων έτσι δια του μικρότερου κακού το μεγαλύτερο.
Έτσι λοιπόν εις όλες τις περιπτώσεις εκείνον ο οποίος δεν θέλει να αδικεί τον εαυτόν του, κανείς άλλος δεν θα μπορέσει να τον αδικήσει. Εκείνον δε ο οποίος δεν θέλει να προσέχει και να προσφέρει μόνος του ό,τι μπορεί, κανείς ποτέ δεν θα τον ωφελήσει. Δια τούτο προς χάριν σου και η θαυμάσια ιστορία των Γραφών, ωσάν εις κάποια εικόνα υψηλή και μεγάλη και πολύ πλατειά, ανέγραψε τους βίους των παλαιών, και επεξέτεινε την διήγηση από του Αδάμ μέχρι της παρουσίας του Χριστού. Και σου δεικνύει τους νικημένους και τους στεφανωμένους, δια να σε διδάξει δι’ όλων αυτών, ότι εκείνον ο οποίος δεν αδικείται από τον εαυτόν του, κανείς άλλος δεν θα μπορέσει να αδικήσει, και αν ακόμη ολόκληρη η οικουμένη εγείρη εναντίον του σκληρό πόλεμο. Διότι ούτε δυσκολία πραγμάτων, ούτε αλλαγές περιστάσεων, ούτε αρχόντων απειλές, ούτε βροχές από κατατρεγμούς, ούτε πλήθος από συμφορές, ούτε όλος ο συρφετός όλων των ανθρώπινων κακών αν συγκεντρωθεί, μπορεί να μετακινήσει καθόλου τον γενναίο, τον πρόθυμο, τον προσεκτικό. Όπως πάλι τον ράθυμο και αμελή και προδομένο από τον ίδιον τον εαυτό του, και αν ακόμα τον περιβάλλουν αναρίθμητες φροντίδες του, δεν τον κάνουν καθόλου καλύτερον. Αυτό μας εφανέρωσε και η παραβολή περί των ανθρώπων εκείνων εκ των οποίων ο μεν έκτισε την οικία του επί της πέτρας, ο δε επί της άμμου. Και τούτο ελέχθη όχι δια να εννοήσουμε άμμο και πέτρα, ούτε οικοδομή λίθων και οροφή, ούτε ποταμούς και βροχή και ανέμους σφοδρούς που προσβάλλουν τας οικοδομάς, αλλά δια να εκλάβουμε αυτά ως αναφερόμενα εις την αρετή και την κακία, και να ίδωμεν έτσι, ότι εκείνον ο οποίος δεν αδικεί τον εαυτόν του, δεν αδικεί κανείς. Λοιπόν ούτε η βροχή, αν και έπεσε ραγδαίως, ούτε οι ποταμοί που προσέπιπταν με πολλή ορμή, ούτε οι άγριοι άνεμοι που εκτύπησαν με μεγάλη δύναμη εσάλευσαν την οικία εκείνη. Αλλ’ έμεινε και ακατάβλητος και ακίνητος. Δια να μάθεις, ότι εκείνον ο οποίος δεν προδίδει τον εαυτόν του, ουδεμία δοκιμασία δύναται να βλάψει. Η δε οικία του άλλου κατέρρεε ευκόλως, όχι βέβαια εξ αιτίας της προσβολής των εναντίον της στοιχείων (διότι αν συνέβαινε αυτό εξ αιτίας τούτου και η άλλη το ίδιο θα υφίστατο) αλλά εξ αιτίας της ιδικής του ανοησίας.
Διότι δεν έπεσε η οικία επειδή εφύσησεν άνεμος, αλλά επειδή ήτο κτισμένη επάνω εις την άμμο, δηλαδή επί της ραθυμίας και της πονηρίας. Διότι και πριν να έλθει και να την πλήξει η θύελλα εκείνη, δεν ήτο στερεά και ήτο έτοιμη να πέσει. Διότι οι οικοδομές αυτές και τίποτε αν δεν τις ενοχλεί, καταπίπτουν αυτομάτως, επειδή υποχωρούν τα θεμέλιά τους και φθείρονται από παντού. Και όπως οι μεν αράχνες αυτομάτως διασπώνται, χωρίς κανείς να τις βλάπτει, το δε διαμάντι και όταν ακόμη κτυπιέται μένει αδιάλυτο, έτσι ακριβώς και όσοι δεν αδικούν τους εαυτούς τους, και αν προσβάλλονται από μύριους, γίνονται ισχυρότεροι. Όσοι δε προδίδουν τους εαυτούς τους, και αν δεν τους ενοχλεί κανείς, μόνοι τους πίπτουν και διαλύονται και χάνονται. Όπως ακριβώς και ο Ιούδας εχάθη, όχι μόνον χωρίς να τον ενοχλήσει κανείς πειρασμός, αλλά και ενώ απήλαυε πολλή καλοσύνη.
Θέλεις να σου αποδείξω ότι αυτό ισχύει και επί ολόκληρων λαών; Πόσης πρόνοιας έτυχε ο Ιουδαϊκός λαός; Δεν εχρησιμοποιείτο όλη η ορατή κτίσις προς υπηρεσία αυτών; Και δεν εδίδετο εις αυτούς ένας νέος και παράξενος τρόπος ζωής; Διότι, χωρίς να πηγαίνουν εις αγορά ελάμβαναν ό,τι είχαν ανάγκην, χωρίς να δώσουν χρήματα. Ούτε αυλάκια άνοιγαν, ούτε το άροτρο έσυραν, ούτε την γη έσκαπταν, ούτε σπόρους έρριπταν, ούτε είχαν ανάγκη βροχών και ανέμων και των εποχών του έτους, ούτε της ακτίνας του ηλίου, ούτε της πορείας της σελήνης, ούτε του αέρος της φύσεως, ούτε κανένα άλλο από αυτά. Δεν έκαναν αλώνι, ούτε έτριβαν καρπό, ούτε είχαν ανάγκη ανέμου προς χωρισμό του σίτου από τα άχυρα, ούτε γύριζαν χερόμυλο, ούτε έκτιζαν φούρνο, ούτε έφεραν μέσα εις το σπίτι ξύλα και φωτιά, ούτε εχρειάζοντο αρτοποιητική τέχνη, ούτε μετεχειρίζοντο δικέλλα, ούτε ακόνιζαν δρεπάνι, ούτε είχαν ανάγκη από κάποια άλλη τέχνη, την υφαντική, εννοώ, και την οικοδομική και την υποδηματοποιία.
Αλλά το παν εις αυτούς ήταν ο λόγος του Θεού. Και είχαν τράπεζα στρωμένη, χωρίς ιδρώτες και κόπους. Τέτοιο ήταν το μάννα, φρέσκο και νωπό και δεν παρείχε εις αυτούς καμία δυσκολία και ούτε βασάνιζε αυτούς με κόπο. Και τα ενδύματά τους, και τα υποδήματα, και τα ίδια τα σώματα των ελησμόνησαν την ασθένειά των, διότι εις χρόνο τόσο μεγάλο ούτε εκείνα ετρίβοντο, ούτε τα πόδια των εσκλήρυναν παρά τις τόσες πορείες. Ουδεμία ενθύμηση είχαν δι’ ιατρούς και φάρμακα και την άλλη θεραπευτική φροντίδα. Τόσο έλειπε από αυτούς κάθε  ασθένεια.
«Διότι εξήγαγε αυτούς με άργυρο και χρυσό», λέγει, «και εις τας φυλάς των δεν υπήρχε κανείς ασθενής». Αλλά ωσάν να είχαν αφήσει τον κόσμο αυτόν, και να είχαν μετοικήσει εις άλλη καλύτερη οικουμένη έτσι έτρωγαν, έτσι έπιναν και ούτε η ακτίνα του ηλίου όταν εγίνετο θερμότερη έκαιε τα κεφάλια τους, διότι εμπόδιζε την φλόγα μία νεφέλη, η οποία αιωρείτο επάνω από αυτούς και εγίνετο κινούμενη στέγη δι’ όλον εκείνο το πλήθος. Αλλά ούτε κατά την διάρκεια της νυκτός είχαν ανάγκη από λαμπάδα, η οποία να διαχωρίζει το σκότος, αλλά είχαν άσβεστη πηγή φωτός την στήλη του πυρός, η οποία εκάλυπτε δύο ανάγκες, και τους εφώτιζε και τους κατηύθυνε εις την πορεία των. Διότι δεν ήταν μόνο φωτεινή, αλλά και από κάθε οδηγό ακριβέστερο κατηύθυνε εις την έρημο εκείνη το αναρίθμητο εκείνο πλήθος. Και εβάδιζαν όχι μόνον εις την ξηρά, αλλά και εις την θάλασσα, ως να ήτο ξηρά. Και περιεφρόνουν τις συνθήκες της φύσεως, διέβαινον το άγριο εκείνο πέλαγος, ωσάν να επερπατούσαν ανάμεσα από στερεά πέτρα και ασφαλές έδαφος. Και όταν μεν υπεβάσταζεν αυτούς το στοιχείο εκείνο ήτο ωσάν γη στερεά, και πεδιάδες ομαλαί, και αγροί. Όταν όμως εδέχετο τους εχθρούς των, ενήργει ως θάλασσα. Και εις αυτούς μεν έγινε όχημα, εις τους αντιπάλους των όμως τάφος. Τους μεν μετέφερε με ευκολία, τους δε κατέπνιγε με μεγάλη αγριότητα. Και η άτακτος ροή των υδάτων, εδείκνυε τάξη και υπακοή ανθρώπων λογικών και πολύ φρόνιμων, και έκανε άλλοτε μεν τον προστάτη, άλλοτε δε τον δήμιο, και εις μία την αυτήν ημέρα εφανέρωνε όλα μαζί τα αντίθετα. Και τι να ειπεί κανείς δια τις πέτρες, οι οποίες ανέβλυσαν ποταμούς υδάτων; Και τι δια τα νέφη των πτηνών, τα οποία με το πλήθος των εσκέπασαν ολόκληρη την γη; Και τι δια τα θαύματα που έγιναν εις την Αίγυπτο; Και τι δια τα παράδοξα συμβάντα εις την έρημο; Τι δια τα τρόπαια και τις νίκες που εγίνοντο χωρίς αίμα; Διότι ενικούσαν τους αντιπάλους των ωσάν να εχόρευαν και όχι ωσάν να επολεμούσαν. Και τους μεν κυριάρχους τους ενίκησαν χωρίς όπλα, τους δε μετά την αναχώρησή τους από την Αίγυπτο μαχόμενους εναντίον του, ενικούσαν με σαλπίσματα και ύμνους. Και ήσαν χορός μάλλον παρά πόλεμος τα γινόμενα, μυσταγωγία μάλλον παρά μάχη. Διότι όλα αυτά τα τόσο μεγάλα έγιναν όχι μόνον δια τούτο, δια να τους δώσει αυτά που εχρειάζοντο, αλλά και δια να διατηρήσουν με μεγαλύτερη ακρίβεια την διδασκαλία της θεογνωσίας, την οποία έδωκε εις αυτούς ο Μωυσής. Και από παντού ηκούοντο φωναί, αι οποίαι εμαρτύρουν τον Κύριον. Καθόσον και η θάλασσα εφώναζε τούτο, μεταβαλλόμενη άλλοτε μεν εις ξηρά, άλλοτε δε πάλι εις θάλασσα. και τα νερά του Νείλου άφηναν την ιδία φωνή με το να μεταβάλλονται εις αίμα. Και οι βάτραχοι, και το στρατόπεδο εκείνο των ακρίδων, και η κάμπη, και η ερυσίβη αυτά έλεγαν εις όλον τον λαό. Και τα εν τη ερήμω θαύματα, το μάννα, η στήλη του πυρός, η νεφέλη, τα ορτύκια, όλα τα άλλα έγιναν ωσάν βιβλίο τότε εις αυτούς και ωσάν γράμματα ανεξίτηλα, τα οποία καθημερινά διετηρούντο εις την μνήμη των έναυλα, και ηχούσαν εις την διάνοιά των. Όμως ύστερα από τόση και τέτοια φροντίδα δι’ αυτούς, μετά τας ανεκφράστους εκείνας ευεργεσίας προς αυτούς, μετά το μέγεθος των θαυμάτων, μετά την ανείπωτον προστασία, μετά την διαρκή διδασκαλία, μετά την κατήχηση την από των λόγων, μετά την παραίνεση την από των έργων, μετά τας λαμπράς νίκας, μετά τα τρόπαια τα παράδοξα, μετά την αφθονία των τραπεζών, μετά την περίσσεια των υδάτων εκείνων, μετά την μεγάλη δόξα με την οποία περιεβλήθησαν εις ολόκληρο τον κόσμο, επειδή ήσαν αγνώμονες και αναίσθητοι, προσκύνησαν μόσχον, και ελάτρευαν κεφαλή βοός, και ήθελαν να τα αναγνωρίσουν θεούς, αν και είχαν εις την μνήμη τους προσφάτους τας εις την Αίγυπτον ευεργεσίας του Θεού, και αν και απελάμβανον και άλλα πολλά ακόμη.
Ο λαός δε των Νινευϊτών, που ήτο βάρβαρος και αλλόφυλος, αν και εις τίποτε από τα παραπάνω δεν είχε μετάσχει, ούτε μικρό, ούτε μεγάλο, ούτε λόγους, ούτε θαύματα, ούτε έργα, ούτε διδασκαλίες, επειδή είδε κάποιον άνθρωπο να σώζεται από ναυάγιο, ο οποίος ουδέποτε προηγουμένως συνανεστράφη μαζί τους, αλλά τότε δια πρώτη φορά εμφανίζεται εις αυτούς, να λέγει, «ακόμη τρεις ημέρες και θα καταστραφεί η Νινευή», τόσο ήλλαξαν και έγιναν καλύτεροι εξ αιτίας των ολίγων αυτών λέξεων και αφού απέβαλαν την προηγούμενη κακία βάδισαν προς την αρετή δια της μετανοίας, ώστε να ανακαλέσουν την απόφαση του Θεού και να στερεώσουν την πόλη που εσείετο, και να απομακρύνουν την θεόπεμπτον οργή, και να απαλλαγούν από κάθε κακό. Διότι «είδε ο Θεός», λέγει, «ότι απεμακρύνθη κάθε ένας από τον πονηρό του δρόμο που ακολουθούσε και επέστρεψε εις τον Κύριον».
Πως απεμακρύνθη, ειπέ μου; Και όμως ήταν μεγάλη η κακία των, απερίγραπτος η πονηρία των, δυσκολοθεράπευτοι αι πληγαί των. Και αυτό ακριβώς εννοούσε ο προφήτης όταν έλεγε: «ανέβει η κακία των μέχρι τον ουρανό», φανερώνων με την απόσταση αυτήν το μέγεθος της κακίας των. Όμως την τόσο μεγάλη κακία, που τόσο εκορυφώθη και υψώθη, ώστε να φθάσει μέχρι του ουρανού, αυτήν εις τρεις ημέρες, εις χρόνο συντομώτατον, με ολίγας λέξεις, τας οποίας ήκουσαν από έναν άνθρωπο άγνωστο, ξένο, ναυαγό, τόσο την εξάλειψαν τόσο την εξαφάνισαν, τόσο την εκλώτσησαν, ώστε να αξιωθούν να ακούσουν τέτοιους λόγους, ότι «είδε ο Θεός ότι απεμακρύνθη κάθε ένας από την πονηράν οδόν που εβάδιζε και τους απήλλαξεν από την κακία την οποία είπε ότι θα κάνει εις αυτούς ο Θεός». Βλέπεις ότι ο φρόνιμος και προσεκτικός όχι μόνον καθόλου δεν ζημιώνεται από τους ανθρώπους, αλλά και ανατρέπει και την θεόσταλτον οργή; Εκείνος όμως που προδίδει μόνος του τον εαυτόν του και τον καταζημιώνει, και αν ακόμα απολαύει αναριθμήτους ευεργεσίας, δεν κερδίζει τίποτε μεγάλο; Έτσι λοιπόν, ούτε τα τόσα θαύματα ωφέλησαν τους Ισραηλίτες καθόλου, ούτε εζημίωσε τους Νινευίτας η μη συμμετοχή εις αυτά. Επειδή όμως αυτοί ήσαν ευγνώμονες, άρπαξαν την μικρή ευκαιρία, έγιναν καλύτεροι, αν και ήσαν βάρβαροι και αλλόφυλοι και δεν είχαν ακούσει κανένα θείο χρησμό και κατοικούσαν πολύ μακριά από την Παλαιστίνη.
Ειπέ μου, έβλαψαν την αρετή των τριών νέων τα επελθόντα εις αυτούς δεινά; Ενώ ακόμη ήσαν νέοι, νεότατοι, εις ηλικία ανώριμη, δεν υπέμειναν την φοβερά εκείνη τιμωρία και αιχμαλωσία, και δεν έξωρίσθησαν εις την μακρινή εκείνη εξορία, και εχωρίσθησαν από την πατρίδα και την οικία των, και από τον ναό και τον βωμό, και από τις θυσίες και τις προσφορές και τις σπονδές, και από αυτές τις ψαλμωδίες ελθόντες εις ξένη γη; Διότι δεν ήταν απηγορευμένη εις αυτούς μόνον η οικία των, αλλά και πολλοί τρόποι της λατρείας των. Δεν παρεδόθησαν σε βαρβαρικά χέρια, και εις λύκους μάλλον παρά εις ανθρώπους, και το χειρότερο, μεταφερθέντες εις τόσο μακρινή και βάρβαρη χώρα, και εις αιχμαλωσία φοβερότατη, ούτε διδάσκαλο είχαν, ούτε προφήτη, ούτε άρχοντα;
Διότι «δεν υπάρχει», λέγει, «άρχων ούτε προφήτης και ηγούμενος, ούτε τόπος δια να καρποφορήσουμε ενώπιόν σου και να εύρωμεν έλεος». Αλλά και εις βασιλική οικία εισήχθησαν, ωσάν εις κάποιον σκόπελο και κρημνό, και ωσάν εις πέλαγος γεμάτο από υφάλους και βράχους, χωρίς κυβερνήτη και καπετάνιο, και ναύτες, και πανιά, αναγκαζόμενοι να διαπλέουν την φοβερή εκείνη θάλασσα. Και ήσαν εγκεκλεισμένοι εις τα βασιλικά ανάκτορα ως εις δεσμωτήριο. Διότι επειδή εγνώριζον να φιλοσοφούν και ήσαν ανώτεροι των βιοτικών πραγμάτων, και περιεφρόνησαν όλη την ανθρώπινη ματαιοδοξία και έκαναν έτσι ελαφρά τα φτερά τους και εθεώρουν την παραμονή των εις την βασιλική οικία ως ένα ακόμη κακό επί πλέον. Διότι εάν μεν ήσαν έξω και εις ιδιωτική οικία θα απελάμβανον περισσότερη ελευθερία. Εισαχθέντες δε εις το δεσμωτήριο εκείνο (διότι ενόμιζαν ότι όλη εκείνη η πολυτέλεια δεν ήταν καθόλου καλύτερη από δεσμωτήριο, και κρημνούς και σκοπέλους) υπέμειναν αμέσως μεγάλη δυσκολία. Διότι ο μεν βασιλεύς τους διέταξε να συμμετέχουν εις την τράπεζά του, την συβαριτική εκείνη, και ακάθαρτον και βέβηλον, εις αυτούς όμως επειδή τούτο ήτο απηγορευμένο από τον νόμο τους εφαίνετο χειρότερο από τον θάνατο. Και μόνοι ωσάν ορνία εν μέσω τόσων λύκων είχαν αποκλεισθεί. Και έπρεπε ή να λειώνουν από την πείνα, μάλλον δεν και να αποθάνουν, ή να τρώγουν από φαγητά απηγορευμένα. Τι κάνουν λοιπόν οι νέοι, οι ορφανοί, οι αιχμάλωτοι, οι ξένοι, οι δούλοι των διατασσόντων αυτά; Δεν θεώρησαν αρκετή απολογία των την ανάγκη, ούτε την τυραννική εξουσία του άρχοντος της πόλεως, αλλά σκέπτονται τα πάντα και κάνουν τα πάντα, ώστε να αποφύγουν την αμαρτία, αν και από παντού ήσαν αναγκασμένοι να την διαπράξουν. Διότι ούτε με χρήματα μπορούσαν να πείθουν. Πως θα το έκαναν αυτό αφού ήσαν αιχμάλωτοι; Ούτε με φιλία και συναναστροφή. Πως θα το έκαναν αυτό οι ξένοι; Ούτε με την δύναμη να νικήσουν. Διότι πως θα το κατόρθωναν αυτό οι δούλοι; Ούτε να υπερισχύσουν με το πλήθος. Πως θα το έκαναν αυτό οι τρεις μόνοι; Έρχονται λοιπόν και πείθουν με λόγους τον αξιωματούχο εκείνον, ο οποίος είχε αυτήν την εξουσία.
Επειδή λοιπόν τον ευρήκαν περίφοβο και τρέμοντα και ανησυχούντα σφοδρώς περί της σωτηρίας του, και φόβος αφόρητος συνεκλόνιζε την ψυχή του. Διότι «φοβούμαι εγώ», λέγει, «τον κύριόν μου τον βασιλέα μήπως ιδεί κάποτε τα πρόσωπά σας σκυθρωπά περισσότερο από τα παιδιά της ηλικίας σας και με φονεύσει ο βασιλεύς», αφού τον απήλλαξαν από τον φόβο αυτόν, τον πείθουν να δώσει εις αυτούς την χάρη. Και επειδή όλα όσα μπορούσαν να κάνουν τα έκαναν, και ο Θεός εισέφερε το ιδικό του. Διότι δεν ήτο κατόρθωμα μόνον του Θεού αυτά που επρόκειτο να λάβουν εκείνοι ως ανταμοιβή, αλλά η αρχή και ο πρόλογος προήλθε από την γνώμη εκείνων και με την γενναιότητα και την ανδρεία απέσπασαν την βοήθεια του Θεού και επέτυχαν εκείνο το οποίο επιμόνως ήθελαν.
Βλέπεις λοιπόν ότι εκείνον ο οποίος δεν αδικεί τον εαυτόν του, δεν θα μπορέσει να τον ζημιώσει κανείς άλλος; Να λοιπόν και νεότης, και αιχμαλωσία, και ορφάνια και εξορία και απομόνωσις και έλλειψις προστασίας, και φοβερό διάταγμα και μεγάλος φόβος θανάτου πολιορκών την σκέψιν του ευνούχου, και πενία και ολιγότης, και παραμονή εν μέσω βαρβάρων, και το ότι είχον κυρίους τους εχθρούς των, και το ότι ήσαν παραδεδομένοι εις αυτάς τας βασιλικάς χείρας, και ο χωρισμός από όλους τους οικείους τους, και από ιερείς και προφήτας και η αποξένωσις από όλους του άλλους, οι οποίοι τους εκυβερνούσαν, και η στέρησις από σπονδάς και θυσίας, και η έλλειψις ναού και ύμνων, και τίποτε απ’ αυτά δεν τους έβλαψεν. Αλλά τότε ηυτύχησαν περισσότερον, παρά όταν εχαίροντο αυτά εις την πατρίδα των.
Και αφού επέτυχαν πρώτα αυτό το κατόρθωμα, και εφόρεσαν λαμπρόν στέφανον, και ετήρησαν τον νόμον εις την ξένην χώραν, και κατεπάτησαν τυραννικόν διάταγμα, και ενίκησαν τον φόβον του τρισαθλίου, και δεν εζημιώθησαν εις τίποτε από πουθενά, ωσάν να ευρίσκοντο εις την πατρίδα των και να απήλαυον όλα εκείνα, έτσι επέτυχον εύκολα αυτό το έργον, και εκαλούντο πάλιν εις άλλους αγώνας. Και πάλιν ήσαν οι ίδιοι και ήρχιζαν αγώνα φοβερώτερον του προηγουμένου, και άναβε δι’ αυτούς κάμινος, και παρετάσσετο εναντίον των βαρβαρικόν στρατόπεδον μαζί με τον Βασιλέα. Και εκινείτο όλη η περσική δύναμις και τα πάντα εμηχανώντο προς εξαπάτησιν και εκβιασμόν αυτών. Και διάφορα είδη μουσικής, και τιμωρίαι ποικίλαι, και απειλαί, και η θέα από παντού ήτο φοβερά, και τα λόγια φοβερώτερα από την θέαν. Αλλ’ όμως επειδή δεν επρόδωσαν τους εαυτούς των, αλλά έκαναν κάθε τι που εξηρτάτο από αυτούς ποτέ εις τίποτε δεν εζημιώθησαν. Αλλά και εφόρεσαν στεφάνους λαμπροτέρους από ό,τι προηγουμένως. Τους έδεσε λοιπόν ο Ναβουχοδονόσορ και τους έβαλε μέσα εις την κάμινον, όμως δεν τους έβλαψεν, αλλά και περισσότερον τους ωφέλησε και τους έκαμεν εδοξοτέρους. Και ενώ δεν είχαν ούτε ναόν (θα ειπώ πάλι τα ίδια), ούτε θυσιαστήριον, ούτε πατρίδα, ούτε ιερείς, ούτε προφήτας, ευρισκόμενοι εις ξένην και βάρβαρον χώραν, εις το μέσον της καμίνου, μεταξύ ολοκλήρου εκείνου του στρατεύματος, και ενώ έβλεπεν όλα αυτά ο βασιλεύς, ο οποίος και τα υποκινούσεν, έστησαν λαμπρόν τρόπαιον και εσημείωσαν περιφανή νίκην, ψάλλοντες την θαυμασίαν εκείνην και παράξενον ψαλμωδίαν, η οποία ψάλλεται έκτοτε μέχρι και σήμερα εις όλα τα μέρη της οικουμένης, και θα ψάλλεται και εις τας μετά ταύτα γενεάς.
Έτσι, λοιπόν, όταν κανείς δεν αδικεί τον εαυτόν του, εις τίποτε δεν θα μπορέσουν οι άλλοι να τον βλάψουν. Και τούτο δεν θα παύσω να επαναλαμβάνω συνεχώς. Καθόσον εάν αιχμαλωσία, και δουλεία, και απομόνωσις, και εξορία, και στέρησις όλων των οικείων, και θάνατος, και εμπρησμός, και τόσος στρατός, και τόσον ωμός τύραννος, δεν μπόρεσαν τρείς παίδας νέους αιχμαλώτους, δούλους, ξένους, ευρισκόμενους εις ξένην γην, ουδόλως να βλάψουν εις την αρετήν των, αλλά μεγαλυτέραν αντιθέτως έδωκεν εις αυτούς παρρησίαν η εναντίον τους επιβουλή.
Τι θα μπορέσει τότε να βλάψει τον προσεκτικόν άνθρωπον; Τίποτε, έστω και αν έχει εχθράν του ολόκληρον την οικουμένην. «Αλλ’ ο Θεός τότε», λέγει, «εβοήθησεν αυτούς και τους ήρπασε μέσα από την φλόγα». Βεβαίως, και συ αν κάνεις κάθε τι που εξαρτάται από εσένα, οπωσδήποτε θα επακολουθήσει η βοήθεια από τον Θεόν. Πλην όμως εγώ θαυμάζω και μακαρίζω τους παίδας εκείνους, και λέγω ότι είναι άξιοι μιμήσεως, όχι δια το ότι κατεπάτησαν την φλόγα, και ενίκησαν την ενέργειαν του πυρός, αλλά δια το ότι εδέθησαν υπέρ των αληθινών δογμάτων, και ερρίφθησαν εις κάμινον, και παρεδόθησαν εις το πυρ. Εδώ ακριβώς ωλοκληρώθη η νίκη τους, και όταν ερρίφθησαν εις την κάμινον εστεφανώθησαν με στεφάνους, που και πριν να το φανερώσουν τα πράγματα ήρχισαν να πλέκωνται από τα λόγια εκείνα που με πολύ θάρρος και ελευθεροστομίαν έλεγαν, όταν ωδηγήθησαν ενώπιον του βασιλέως. «Δεν έχομεν ανάγκην δια να αποκριθώμεν εις αυτά. Διότι υπάρχει ο Θεός μας εις τους ουρανούς, τον οποίον λατρεύομεν, και είναι ικανός να μας βγάλει μέσα από την φωτιάν της καιομένης καμίνου και να μας γλυτώσει, βασιλεύ, από τα χέρια σου. Και εάν δεν γίνει αυτό να γνωρίζεις, βασιλεύ, ότι τους θεούς σου δεν τους λατρεύομεν, και την εικόνα που έστησες την χρυσή, δεν την προσκυνούμεν».
Από αυτά τα λόγια τους ανακηρύττω νικητάς. Από αυτά τα λόγια ήρπασαν το βραβείον της νίκης, έτρεξαν δια τον λαμπρόν στέφανον του μαρτυρίου, δεικνύοντες εμπράκτως την πίστιν των όπως την εφανέρωσαν με τα λόγια. Αν δε όταν τους έρριψαν εις την κάμινον, η φωτιά εσεβάσθη τα σώματά των και έλυσε τα δεσμά των και τους άφησεν εκεί κάτω να βαδίζουν ελεύθερα, ελησμόνησε την δύναμίν της και έγινεν η αναμμένη κάμμινος πηγή δροσερών υδάτων, τούτο το θαύμα προήρχετο από την χάριν του Θεού και από την άνωθεν θαυματουργίαν.
Ώστε αυτοί ήσαν αθληταί και πριν να γίνουν αυτά, διότι μόλις ερρίφθησαν εις την φλόγαν, και το τρόπαιον έστησαν, και την νίκην εκέρδισαν, και τον στέφανον εφόρεσαν, και εις τους ουρανούς και επί της γης ανεκηρύχθησαν, και τίποτε δεν έλειπε εις αυτούς προς επιτυχίαν. Τι λοιπόν θα είχες να είπης εις αυτά; Έξωρίσθης και εκ της πατρίδος σου εξεδιώχθης; Να οι νέοι αυτοί. Υπέστης αιχμαλωσίαν και περιήλθες κάτω από βαρβάρους άρχοντας; Αλλά και τούτο θα ίδης ότι συνέβη εις αυτούς. Δεν έχεις κανένα εκεί κοντά σου να σε βοηθή και να σε συμβουλεύει και να σε διδάσκει; Και από αυτήν την φροντίδα εστερήθησαν αυτοί. Σε έδεσαν; Σε έκαυσαν; Απέθανες; Διότι τίποτε χειρότερον από αυτά δεν μπορείς να μου αναφέρεις. Αλλά να ότι και αυτοί, αν και επέρασαν όλα αυτά, έγιναν λαμπρότεροι με το καθένα από αυτά, περισσότερον περιφανείς, και απέκτησαν μεγαλύτερα κέρδη εις τους ουρανούς.
Και οι μεν Ιουδαίοι αν και είχαν ναόν και θυσιαστήριον και κιβωτόν και τα χερουβίμ, και το ιλαστήριον, και το καταπέτασμα και το άπειρον πλήθος των ιερέων, και τας καθημερινάς λατρείας, και τας θυσίας τας εωθινάς, τας εσπερινάς, και ήκουαν αδιακόπως τους προφήτας τους ζώντας, τους τεθνεώτας, των οποίων τα λόγια ηχούσαν μέσα εις τα αυτιά των, και έφεραν μαζί των την ανάμνησιν από τα θαύματα που έγιναν εις την Αίγυπτον, εις την έρημον, όλα τα άλλα, και τα έφεραν εις τας χείρας των και τα είχαν γραμμένα εις τους παραστάτας των θυρών, και εχαίροντο τόσον δια τα θαύματα που έγιναν τότε, και όλην την άλλην φροντίδα όχι μόνον καθόλου δεν ωφελήθησαν, αλλά και εζημιώθησαν, διότι έστησαν είδωλα μέσα εις αυτόν τον ναόν, και έσφαξαν τους υιούς και τας θυγατέρας των κάτω από τα δένδρα, και ες ολόκληρον σχεδόν την Παλαιστίνην έκαναν τας παρανόμους και καταραμένας εκείνας θυσίας, και ετόλμησαν άλλα αναρίθμητα περισσότερον άτοπα. Αυτοί όμως αν και διέμειναν εις το μέσον βαρβάρου, ξένης και εχθρικής χώρας, εις κατοικίαν τυραννικήν, στηρημένοι από κάθε φροντίδα, απαγόμενοι, καιόμενοι, όχι μόνον καθόλου δεν εζημιώθησαν από αυτά, ούτε ολίγον, ούτε πολύ, αλλά και περισσότερον έλαμψαν.
Γνωρίζοντες λοιπόν αυτά και συγκεντρώνοντες από την θεόπνευστον και θείαν Γραφήν τα όμοια προς αυτά (διότι πολλά είναι δυνατόν να εύρη κανείς τέτοια παραδείγματα και εις διάφορα άλλα πρόσωπα), ας μη νομίζωμεν ότι, όταν αμαρτάνωμεν, μας αρκούν προς απολογίαν δυσκολία καιρών ή περιστάσεων, ή ανάγκη και βία και τυραννική εξουσία των αρχόντων. Ό,τι είπα εις την αρχήν, εις αυτό τώρα θα τελειώσω τον λόγον, ότι αν κανείς ζημιώνεται και αδικείται, υφίσταται τούτο οπωσδήποτε από τον εαυτόν του, όχι από τους άλλους, έστω και αν είναι αναρίθμητοι αυτοί που τον αδικούν και τον βλάπτουν. Διότι, αν δεν πάθει τούτο από τον εαυτόν του, όλοι μαζί όσοι κατοικούν εις ολόκληρον την γην και την θάλασσαν και αν τον κτυπήσουν, ούτε κατ’ ελάχιστον δεν θα μπορέσουν να βλάψουν αυτόν που γρηγορεί και νήφει εν Κυρίω. 
  Ας προσέχωμεν λοιπόν, σας παρακαλώ, και ας αγρυπνούμεν πάντοτε, και ας υποφέρωμεν με γενναιότητα όλα όσα προκαλούν λύπην, δια να επιτύχωμεν τα αιώνια εκείνα και άφθαρτα αγαθά δια του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας, εις τον οποίον ανήκει η δόξα και η δύναμις τώρα και πάντοτε και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Pages