Η Χρυσή Διαθήκη (201-300) - Συμβουλαί προς τον πετεινό μου - Point of view

Εν τάχει

Η Χρυσή Διαθήκη (201-300) - Συμβουλαί προς τον πετεινό μου






Γ'.



201

Εάν εύρης τινάς εκ των σκέψεών μου, ή και όλας ταύτας ανοήτους, μη
τας απορρίψης ασυζητητεί. Διά του ψεύδους ερευνάται ασφαλέστερον η
αλήθεια.

***

Δίδε προσοχήν πάντοτε και εις την μεγαλειτέραν ανοησίαν. Ο Νεύτων από
την πτώσιν ενός σάπιου μήλου ανεκάλυψε τον παγκόσμιον νόμον· βλέπεις
λοιπόν, ότι έν σάπιον μήλον κατώρθωσεν, ό,τι δεν θα κατώρθωνον όλα τα
γερά μαζευμένα.

202

Η αγαθοεργία είνε ευρύτατον πλαίσιον, υπό το οποίον δύνασαι να
περάσης οίαν δήποτε εικόνα θέλης.

203

Αρετή επιδεικνυομένη, είνε εύσχημον προσωπείον της χειρίστης κακίας·
όταν συναντηθής μετ' αυτής, προσκύνησέ την ως αρετήν, και φεύγε
μίλια.

***

Αληθής αρετή είνε εκείνη, την οποίαν δεν βλέπεις.

204

Υπάρχουν άνθρωποι, οίτινες προσκυνούντες χλευάζουν, και ασπαζόμενοι
δάκνουν, και μειδιώντες δηλητηριάζουν· τοιαύτα πρόσωπα οι ποιηταί
καλούσι πρόσωπα κυνός, και οι χημικοί καλούσι χάλκινα.

205

Θέλεις να πεισθής εάν σε αγαπά η ερωμένη σου; Ερώτησέ την πόσους
ηγάπησε πριν σε γνωρίση. Όσω πλειοτέρους σού αριθμήση, τόσω και
ειλικρινέστερου σε αγαπά.

206

Είνε μεγαλειτέρα η εντροπή των γονέων, όταν βλέπουν τα τέκνα των
κατώτερά των, παρ' όταν ούτοι δεικνύωνται κατώτεροι αυτών.

207

Ο ανήρ μέχρι των 30 ετών αγαπά την γυναίκα διά τον έρωτα· εκείθεν,
αγαπά τον έρωτα διά την γυναίκα.

208

Έκλεγε την ευτυχίαν σου· ευτυχία, ήτις πνίγεται εις τον κόρον, δεν
είνε ευτυχία.

209

Το συναίσθημα του θαυμασμού και της καταπλήξεως, οφείλεται μάλλον εις
την σπάνην ενός γεγονότος, παρά εις την πραγματικήν του αξίαν.

Είμαι βέβαιος, ότι και αυτή η μωρία θα ήτο μέγα πράγμα, εάν
διηγκωνίζεσο με τους μεγαλοφυείς, όπως με τους στραγαλατζήδες.

210

Και η μελαγχολία, η ήρεμος και φυσική, ενέχει ηδονάς αρρήτους, από
τας οποίας δύναταί τις ν' αντλήση ολοκλήρων ωρών γοητείαν και
απόλαυσιν.

211

Μη επαναπαύεσαι ποτέ εις την σοφίαν· είνε το επικινδυνωδέστερον όπλον
κατά της ανθρωπότητος, όταν χειρίζεται αδεξίως· λαμπάς, ήτις φωτίζει,
ή κατακαίει.

212

Τόλμη: πτέρυγες διά το μεγαλείον, — βάραθρον διά την σμικρότητα.

213

Δύνασαι να λυτρωθής από τας έξεις της σαρκός, εφ' όσον η σαρξ σου
γηράσκει· εφ' όσον όμως γηράσκει το πνεύμα σου, αι έξεις σου
προσκολλώνται εις αυτό ισχυρώτερον.

214

Η παρατηρουμένη μεταξύ των όντων και των πραγμάτων διαφορά, είνε
εντελώς επιπολαία· η δε λεγομένη ποικιλία της φύσεως είνε απλούστατα
μία αιωνία μονοτονία, την οποίαν δεν προφθάνει ν' αντιληφθή ο
άνθρωπος, διότι είνε τόσον βραχύβιον ον, ώστε, μόλις ανοίγει τους
οφθαλμούς, τους κλείει διά παντός.

215

Δύνασαι να ίδης πίπτοντα τον κεραυνόν, και να είπης: «Μπα! αυτό είνε
όλον;» Ουδέποτε όμως εθεώρησες άνευ δέους την μεμακρυσμένην αστραπήν,
ήτις τον προήγγειλεν.

216

Είνε τόσον περίεργον και τόσον ασύλληπτον πράγμα ο βίος, ώστε και μία
χιόνος νιφάς, πίπτουσα εις το τζάμι του παραθύρου σου και μη πίπτουσα
εις το πλαίσιον, πίπτουσα εδώ και μη πίπτουσα εκεί, δύναται ν'
αποτελέση ακαριαίως συνθήκην, από την οποίαν εξαρτάται η ψυχολογία
μιας στιγμής της ζωής σου.

217

Τρομερόν διά την τύχην ενός λαού, να έχη πόδας παραλύτους και κεφαλήν
υγιά· αλλ' είνε ασυγκρίτως τρομερώτερον, να έχη υγιείς πόδας και
κεφαλήν παράλυτον.

218

Δύο τινά παραμένουν αθάνατα διά τον νουν του ανθρώπου· ο Θεός εις τον
ουρανόν, και η μεγάλη Ιδέα επί της γης· ό,τι δε διετέθη κατ' αυτών,
εις ουδέν άλλο συνέβαλεν, ή εις την ιδίαν εξόντωσίν του.

219

Αι έκτακτοι περιστάσεις γεννώσι τας εκτάκτους φύσεις, και αι συνήθεις
τας συνήθεις· αλλοίμονον δε εις τον άνθρωπον της γαλήνης, όστις
εγεννήθη εν τρικυμία· και εις τον άνθρωπον της τρικυμίας, όστις
εγεννήθη εν γαλήνη· ο πρώτος ασφυκτεί, ο δεύτερος πνίγεται.

220

Η βία είνε μηδέν ως έργον εξοντώσεως, η καταστολής μιας γεννωμένης
ιδέας· η ιδέα μόνον διά της ιδέας καταπολεμείται.

221

Η Ανάγκη είνε ο άξων, περί τον οποίον όλα μεταβάλλουσιν όψιν,
ουδέποτε δε υπό το κράτος αυτής ηδυνήθη να εύρη ηχώ η Αλήθεια, και να
μετρηθή η Αρετή διά του χρυσού μέτρου, το οποίον έρριψε μεν εξ
αγαθότητος ο Θεός εκ του ουρανού, αλλ' ο επί της γης αντίπαλος αυτού
αφήρεσεν επιτηδείως εκ των χειρών του ανθρώπου και έκοψε δι' αυτού
νομίσματα.

222

Το δένδρον της ελευθερίας έχει όρια, άνω των οποίων υψούμενον,
αποβαίνει αυθάδεια προς τον ουρανόν, όστις το ραίνει διά της δρόσου
του, και προς την γην, ήτις το εγέννησε και το βαστάζει εις τους
κόλπους της.

223

Υπάρχουν και αλήθειαι ψευδοφανείς· υπάρχουν και ψεύδη αληθοφανή· η δε
λογική μιας ιδέας, δεν συμβαίνει να ήνε πάντοτε και ιδέα της λογικής.

224

Η αθωότης, και διεφθαρμένη εάν ήνε, δύναται να τύχη συγγνώμης· η
διαφθορά όμως, όσον αθώα και εάν ήνε, ουδέποτε

225

Όταν ο στόμαχος παίζη βιολί, ο εγκέφαλος αρχίζει πολύ κακόν χορόν.

226

Επί εκατόν αυτοχειριών, αι εννενήκοντα εννέα δεν είνε αποτέλεσμα της
επιρροής του περιβάλλοντος ημάς κόσμου, αλλά του περιβαλλομένου εν
ημίν, όστις, ουχί σπανίως, είνε πλειότερον του πρώτου αμείλικτος.

227

Η ώθησις προς την πρόοδον είνε μέγα ευεργέτημα διά τους δυναμένους να
προχωρήσουν· μέγα όμως έγκλημα κατά των μη στηριζομένων καλώς εις
τους πόδας των· θα ίδης πολλούς τοιούτους, πίπτοντας μετά το πρώτον
βήμα των υπό τους γέλωτας του κόσμου.

228

Η επιρροή των μεγάλων ανδρών επί του κόσμου, ουδαμού ασκείται
ισοδυνάμως, εφ' όσον ο κόσμος αποτελεί πλάστιγκα, της οποίας, όταν
ανυψούται ο είς βραχίων, συνεπάγεται την κατάπτωσιν του ετέρου.

229

Η εναλλαγή της ελπίδος με την απελπισίαν εν τη ψυχή, αποτελεί το
δεινότερον των μαρτυρίων· κάποιος μέσος όρος μεταξύ θανάτου και ζωής·
κάποιον νέον είδος ζωής, ή κάποιον νέον είδος θανάτου.

230

Θ' ακούσης να λέγουν, ότι ουχί σπανίως παρουσιάζονται τα πράγματα
εκτοπισμένα και ανακατωμένα εις τον κόσμον· εν τούτοις, μεθ' όλον το
ανακάτωμά των, αργά ή γρήγορα κατορθώνουν να ευρίσκουν την σειράν
των, και την εποχήν των, και τον τόπον των. — εφ' όσον τουλάχιστον η
γη δεν αποφασίζει να μείνη ακίνητος.

231

Ο ευγενέστερος άγριος: άνθρωπος οργιάζων υπό προσωπίδα.

232

Η κοινή γυνή είνε ο μόνος δαίμων αντάρτης, όστις φρουρεί την χρυσήν
πύλην του παραδείσου και προστατεύει την ειρήνην και την ευδαιμονίαν
του.

233

Ν' απεχθάνεσαι τον φιλάργυρον, όσον και τον βδελυρώτερον των
κακούργων· αμφότεροι κάτι θ' αφαιρέσουν από την φύσιν.

234

Οσάκις ακούεις ότι απέθανε φιλάργυρος, να πιστεύης ότι επανεδόθη κάτι
εις τον κόσμον, ότι η γη ελάφρωσεν, ότι εμεγάλωσεν η ημέρα, ότι τα
άνθη ευωδιάζουν περισσότερον, ότι ο ήλιος έγινε θερμότερος, ο ορίζων
διαυγέστερος και αι σκιαί διαφανέστεραι.

235

Η φήμη είνε η γελοιωδεστέρα θεότης, η οποία δύναται να έχη εκατό
στόματα, αλλ' οφθαλμού ούτε ίχνος έχει. Πόσοι γνωρίζουν ποίος
κατεσκεύασε τον εν Εφέσω ναόν της Αρτέμιδος; ελάχιστοι· ποίος όμως
αγνοεί, ότι τον έκαυσεν ο Ηρόστρατος;

236

Όταν γίνεται κακώς η εγχείρησις, αντί να κλείση η πληγή, ανοίγει
μεγαλειτέρα.

237

Όταν η ζηλοτυπία δεν αποτελή φρενολογικόν φαινόμενον, είνε τόσον
υψηλά, ώστε ούτε ο ποιητικώτερος έρως δύναται προς αυτήν να συγκριθή.

238

Συντελούνται πολλάκις επί της γης ολέθρου και καταστροφής έργα, διά
τα οποία θα είπης, ότι και αυτός ακόμη ο Θεός δίδει χείρα βοηθείας
εις τον Σατανάν.

239

Η πραγματική ευτυχία δεν είνε αντικειμενική, είνε υποκειμενική.
Έκαστος άνθρωπος γεννάται με την ευτυχίαν εντός του, και την
τοποθετεί όπου θέλει. Διά τούτο οι δυστυχείς, ή δεν έχουν πλέον εντός
των το πτηνόν αυτό, ή δεν ευρίσκουν πού να το τοποθετήσουν

240

Φοβού τα ακροσφαλή ύψη· από υψηλότερα θα πέσης, εις πλείονα τεμάχια
θα συντριβής.

241

Η φιλελεύθερος φύσις, ο αδαμάντινος χαρακτήρ, η απεριόριστος και
μεγάλη καρδία, μόνον διά των ιδίων δυνάμεων δύνανται ν'
αποκαταστήσωσι την ευδαιμονίαν των εν τω κόσμω τούτω· όταν συνδεθώσι
μετ' άλλης υπάρξεως, και η φύσις δεσμεύεται, και ο χαρακτήρ
αλλοιούται, και η καρδία περιορίζεται και περιστέλλεται.

242

Η γυναικεία καρδία ομοιάζει προς μαλακόν σπόγγον, επί του οποίου
υπάρχει κεκολλημένον τεμάχιον λίθου· ο λίθος προκαλεί εκδοράς, ο
σπόγγος τας θωπεύει μαλακά, πολύ δε αργά κατανοείς, ότι διά της
συνεργασίας αυτής σου αφηρέθη και η τελευταία του αίματος σταγών.

243

Το σπουδαίον δεν είναι πώς να ρίψης κάτω μίαν κεφαλήν χαλασμένην,
αλλά πώς να επαναφέρης αυτήν εις την θέσιν της.

244

Υπάρχει μία περίοδος διά τους ερωτευμένους, καθ' ην οι οφθαλμοί των
ουδέν βλέπουν πέραν του προσφιλούς των όντος, και τα ώτα ουδέν
ακούουν πλειότερον της φωνής του· είνε μία εκ των καταστάσεων
εκείνων, ήτις χαρακτηρίζει τους αγγέλους εν τω ουρανώ, και επί της
γης τους ηλιθίους. Ουδέν εκ των εγκοσμίων προσελκύει την προσοχήν
των, παν δε ό,τι δεν καθηδύνει, ή δεν εκπικραίνει τας στιγμάς των,
παρέρχεται απαρατήρητον, ως πράγμα αφορών εις άλλους κόσμους,
αλλοτρίους εκείνου, εν τω οποίω ζώσι, και εκ του οποίου αντλούσι τας
μικροηδονάς και τας μικροπικρίας των.

245

Ό,τι δεν συγχωρεί η κρίσις, το συγχωρεί το αίσθημα· είνε δύο
δικαστήρια εντός σου, εκ των οποίων συνήθως το έν αναιρεί την
καταδίκην του άλλου.

246

Η φορά των πραγμάτων είνε πολύ δύσκολον να μεταβληθή, πολύ δε μάλλον
όταν τυγχάνη φύσεως κακής· παν πνεύμα, όπερ ήθελε προταχθή, όπως
παρεμποδίση τον ρουν των, συνετρίβη όσον μέγα και ισχυρόν αν ήτον·
αδιάφορον αν μετά ταύτα επεκράτησε και επέτυχε.

247

Ουρανός θυελλώδης και φλεγόμενος εκ των κεραυνών, ωκεανός εν
τρικυμία, με τα κύματα ως όρη, δεν παρέστησαν τρομερώτερον θέαμα, από
την θύελλαν και την τρικυμίαν ενός λαού.

248

Ο χρυσός είνε ο διαβολικότερος φακός, διά του οποίου θεώμενα τα
πράγματα, φαίνονται εις τους οφθαλμούς του ανθρώπου, τα μεν ανάποδα
όρθια, τα δε όρθια κατωκέφαλα.

249

Μη στηρίξης ποτέ τας ελπίδας σου εις τον ουρανόν, αφού και αυτός
ουδαμού στηρίζεται.

250

Αδικείς; ικανοποίει. Όταν βλέπω άνθρωπον πράξαντα κακόν, και
αναβάλλοντα την ικανοποίησιν του αδικηθέντος, ενθυμούμαι τον εαυτόν
μου, όταν αναβάλλω τον καθαρισμόν των υποδημάτων μου από του
βορβόρου, με την ιδέαν ότι μετά δύο βήματα θα τα λερώσω εκ νέου.

251

Δεν υπάρχει παραδοξώτερον εν τη φύσει από τον οργανισμόν του
ανθρώπου· βλέπει μίαν βάσανον καθ' ύπνους, εξυπνά έντρομος· την
υφίσταται εγρηγορών, πίπτει ήσυχα και κοιμάται.

252

Μάθε προσέτι και τούτο: ό,τι άσχημον ίδης, δεν είνε διάβολος· εάν
ούτος ήτο τόσον δυσειδής, όπως τον ζωγραφίζουν οι αγιογράφοι, θα ήτον
ακινδυνότερος και αυτών των Χερουβείμ· δεν θα είχε κανένα οπαδόν.

253

Μεταξύ των ανθρώπων δύο μεγάλοι τύποι υπάρχουσιν, υπέρτεροι πάσης
περιγραφής, προ των οποίων ιλιγγιά η αντίληψις και σκοτίζεται η
κρίσις· ο του εξόχως αγαθού και ο του εξόχως αχρείου. Αποτελούσιν
αμφότεροι δύο άπειρα, εντός των οποίων ούτε ωρισμένη διεύθυνσις
υπάρχει, ούτε σταθμός διά το βλέμμα.

254

Μέγα πράγμα είνε να προχωρής προς τα εμπρός, αλλά μέγιστον να στρέφης
ενίοτε και προς τα οπίσω το βλέμμα σου.

255

Περισσότερον φοβείσαι την συμφοράν, όταν την μετρής διά της φαντασίας
σου, παρ' όταν καταβάλλεσαι υπ' αυτής, παλαίσας σώμα προς σώμα.

256

Δεν αρκεί να δύνασαι διά να πράττης, πρέπει και να θέλης. Μόνον επί
του αξιώματος τούτου στηρίζεται η επιβολή εις τον κόσμον και το
αληθές μεγαλείον.

257

Ουδέν των ανθρωπίνων έμεινέ ποτε άνευ μυστικής τίνος τιμωρίας ή
μυστικής ικανοποιήσεως· η κακία, όσον και αν έζησεν, απέθανεν· η
αρετή, όσον και αν απέθανεν, ανέζησεν.

258

Εάν υπάρχουσι στιγμαί, καθ' ας πρέπει να θαυμάζη τις εαυτόν, είνε
εκείναι, καθ' ας υφίστασαι έν μαρτύριον, χωρίς να παραφρονήσης. Η δε
ιδέα του Σίλλερ, ότι, «όταν εις τοιαύτην περίστασιν δεν χάση τις τον
νουν του, σημαίνει ότι δεν έχει νουν διά να χάση», δεν είνε καθόλου
ορθή.

259

Φρόντισε να έχης αξίαν, αλλά και να σου την αναγνωρίζουν· και ο
ηλιθιότερος των ανθρώπων ημπορεί με μίαν μωρίαν του να σου καταστρέψη
εργασίαν δεκαετηρίδων ολοκλήρων.

260

Ο ασθενής χαρακτήρ και το ασθενές πνεύμα δεν συλλαμβάνουν τίποτε·
επλάσθησαν διά να συλλαμβάνωνται αιωνίως. Τα τοιαύτα όντα έχουσιν
ιδιαιτέραν μυθολογίαν, ένθα εξεικονίζονται οι θεοί των ως υποζύγια,
συρόμενα και τυπτόμενα επί της σπονδυλικής στήλης υπό των παθών των.

261

Η αθεΐα είνε επιστήμη και αυτής της θεολατρείας αψηλοτέρα, άθεος δε,
χωρίς βαθείας θεολογικάς γνώσεις, εξευτελίζει τον τίτλον.

262

Οι άνθρωποι όχι μόνον δεν είνε οι ίδιοι, αλλά διαφέρουσι πολλάκις
κατά τεράστιον λόγον και διίστανται και απόστασιν δυσυπολόγιστον.
Διότι, νομίζω, ουδείς μαθηματικός υπολογισμός δύναται ν' ανεύρη την
διαφοράν μεταξύ δύο ανθρώπων, του ενός μεθυομένου επί τη θέα του
αίματος, και του ετέρου λιποθυμούντος εκ φρίκης.

263

Η ατομική του ανθρώπου ανατροφή, δεν είνε αποτέλεσμα διδασκαλίας,
αλλ' αυτόχρημα λογικής· οι δε επιβαλλόμενοι τύποι, οι αποτελούντες
τους λεγομένους «καλούς τρόπους», είνε συνηθέστατα απόρροια ανησίας,
ασυγγνώστου διά σωφρονούντας ανθρώπους, και μάλιστα όταν επιβάλλωνται
ως κοινωνικαί ανάγκαι.

264

Δεν θα έσφαλέ τις εάν έλεγεν, ότι οι λεγόμενοι «καλοί τρόποι» τόσω
μάλλον θεωρούνται αναγκαίοι, όσω πλειότερον ανόητοι είνε.

265

Η πρόοδος δεν υπήρξε ποτέ από του πρώτου βήματός της επιτυχία· εξ
εναντίας, όσω μείζονας δυσκολίας απήντησε, και όσω τραχυτέραν και
σκολιωτέραν οδόν ηύρυνε, κατά τοσούτον υπήρξε και αξιοθαύμαστος, κατά
τοσούτον και θετικωτέρα.

266

Η ηθική δύναμις, αφ' ης εκπηγάζει το μεγαλείον, είνέ τι ένθεον,
εδρεύον εν τη ψυχή και ουχί εν τω χρηματοκιβωτίω, και απολύτως
ανεξάρτητον των μέσων, άτινα ο εξωτερικός κόσμος διαθέτει προς την
ανάπτυξιν και την δράσιν του.

267
Όταν θελήσης να πράξης κάτι μέγα, ουδέποτε σου λείπει η ευκαιρία.

268

Ότι το ήμισυ εκάστης γενεάς είνε ευεργετικόν και αγωνίζεσαι υπέρ του
άλλου ημίσεως, είνε φαινόμενον πασιφανές· αλλ' ότι το παθητικόν
ήμισυ, τείνει πολλάκις εις την ματαίωσιν του ευεργετικού αγώνος του
πρώτου, δεν είνε πασιφανές δι' όλους· από τους μεν δεν συμφέρει να
κατανοηθή, από τους δε διαλανθάνει, και ούτως η δρώσα μερίς ομοιάζει
προς μηχανήν κεκορεσμένην ατμού, ήτις, ή οπισθοδρομεί, ή έχει κάτωθεν
άφρακτον δικλείδα, διά της οποίας ο ατμός ματαίως χάνεται, η δε
μηχανή παραμένει συνήθως αδρανής και ακίνητος.

269

Πολύ περίεργος είνε η διαδοχή των πραγμάτων και των όντων εις τον
κόσμον τούτον, αλλ' είνε φαινομενική μόνον· αλλάσσουσι πράγματι
θέσεις από αιώνος εις αιώνα και από στιγμής εις στιγμήν αλλ' εάν ήτο
δυνατόν να ενσαρκωθώσιν οι αιώνες και να θεωρήσωσιν αλλήλους,
ταχύτατα θ' ανεγνώριζεν ο πατήρ τον υιόν, και ο υιός τον πατέρα.

270

Η τιμή δεν διαφεύγει τόσον εύκολα από τους όνυχας της γυναικός, όταν
ευρίσκεται καλώς εδρεωμένη εκεί, όπου την έταξεν ο Θεός — ή ο
διάβολος, διότι περί τούτου υπάρχουν και κάποιαι αμφιβολίαι. Είνε
ιδέα· το να κλαπή δε μία ιδέα τόσον εύκολα, σημαίνει ότι δεν
ευρίσκεται εντός του κρανίου, αλλά κυματίζει επάνω από τα πτερά του
καπελλίνου.

271

Το καλόν πνεύμα ομοιάζει με το καλόν βιολί· όσω παλαιότερον γίνεται,
τόσω και ωραιότερα παίζει.

272

Όταν ίδης πολύπλοκα συστήματα, να τα θεωρής πάντοτε ως αποτελούντα
κίνδυνον διαλύσεως, παρά συναρμογής. Μη λησμονής, ότι δύο πλάκες
περιείχον τους νόμους των Εβραίων, και δώδεκα πίνακες εν τω
Καπιτωλίω, τους νόμους των Ρωμαίων.

273

Την χαράν τότε θα αισθανθής βαθυτέραν, όταν την εννοήσης ως
βραχυτέραν.

274

Φευ! ποίαν ποινήν φρικτήν επέβαλεν ο Θεός εις τον άνθρωπον. Έδωκεν ως
μέτρον της ηδονής του την στιγμήν, και ως μέτρον της οδύνης του τον
αιώνα. Απαίσιον μετρικόν σύστημα, καθ' ο το απείρως μέγα κέκτηται ως
πολλοστόν το απείρως σμικρόν.

275

Ουδέποτε ο ανήρ εδείχθη τόσον εμφύτως μύστης της αισθητικής, όσον η
γυνή· με την διαφοράν, ότι την κρίσιν αυτής διέπει βαθεία αίσθησις,
όπερ σημαίνει, ότι την αίσθησίν της δεν διέπει βαθεία κρίσις.

276

Μεγαλειτέραν δυσκολίαν θα δοκιμάσης, εάν επιχειρήσης να δείξης ότι
δεν αγαπάς, όταν αγαπάς, παρ' ότι αγαπάς, όταν δεν αγαπάς.

277

Το βιβλίον, και εις όσους δεν ενέκυψαν εις αυτό, και εις όσους δεν το
ήγγισαν, προκαλεί πάντοτε είδος τι σεβασμού, μη προκαλουμένου εις τον
κόσμον, ουδ' απ' αυτό το ακαταγώνιστον μυστήριον του πλούτου και της
ισχύος.

278

Εάν υπάρχη ευγενεστέρα συγγένεια και επαφή μεταξύ των ανθρωπίνων
πνευμάτων, είνε εκείνη, καθ' ην η σοφία του ενός μεταδίδεται εις το
έτερον, καθ' ην το έν εργάζεται και εξαντλείται, όπως καταστήση το
άλλο ακμαιότερον και σοφώτερον, χάριν κοινού σκοπού και κοινής
πατρίδος.

279

Ω, το κακό είνε κρυφό και άγνωστο μυστήριο,
κόκκος μικρός κι' αόρατος, που στην καρδιά μας κρύβεται,
μα σαν ξεσπάση μια φορά αφίνει δηλητήριο,
που κι' ένας κόσμος απ' αυτό χαλιέται και συντρίβεται.

280

Έν παροδικόν και επιπόλαιον συναίσθημα, στηριζόμενον εις μίαν
πτερόεσσαν ανάμνησιν, είνε ικανόν πολλάκις να καθηδύνη και την
πικροτέραν πραγματικότητα.

281

Το μέγα, εν όσω δήποτε ελαχίστω και αν ευρέθη εσφηνωμένον, πάντοτε
εθαυματούργησε και ενίκησεν· η νίκη του ήτον αυτής της φύσεως νίκη,
ουδεμία δε πίεσις ηδυνήθη ποτέ να τα εξισώση.

282

Οσάκις το αγαθόν ερμηνεύθη και εχειρίσθη κακώς, υπήρξε το
μεγαλείτερον όργανον της καταστροφής· κατέστρεψε διά της
εμπιστοσύνης.

283

Απόφευγε τας αβασανίστους πεποιθήσεις· όταν μία τοιαύτη ριζωθή εις
την ψυχήν σου, δεν θ' αποσπασθή, ειμή μετ' αυτής.

284

Η ανθρωπίνη ψυχολογία αναστρέφεται πολλάκις τοσούτον παραδόξως, ώστε
και η υπερβολή της λύπης να εκδηλούται διά γελώτων, και η υπερβολή
της χαράς διά δακρύων.

285

Συμβαίνει πολλάκις να φαντάζεσαι πράγμά τι, και να λέγης:  —
«Βεβαίως· αυτό είνε δυνατόν να γίνη». Συμβαίνει δε να το βλέπης
πραγματοποιούμενον, και να λέγης:  — «Α, αυτό είνε αδύνατον»

286

Τα ημιτελή έργα καθιστώσιν οικτροτέραν την όψιν του κόσμου· ουδέν δε
ευάρεστον προσθέτουν εις την ποικιλίαν αυτού, ούτε ελαττώνουν τας
ανάγκας του· πολλάκις μάλιστα τας διπλασιάζουν.

287

Θέλεις να σε αγαπήση περισσότερον η ερωμένη σου; κάμε την να
πιστεύση, ότι δυνατόν και να παύσης να την αγαπάς· πρόσεξε όμως μη
σου παίξη το ίδιον παιγνίδιον, διότι την έχασες.

288

Οσάκις ο άνθρωπος το αποφασίση με τα σωστά του, υπερβαίνει και αυτήν
την φύσιν εις το μυστήριον.

289

Εάν ηδύνατο ο ευτυχής να είπη διατί είνε ευτυχής, και ο δυστυχής
διατί είνε δυστυχής, έσο βέβαιος, ότι και η ευτυχία και η δυστυχία θα
ήσαν τόσον γνωσταί εις τον κόσμον, ώστε θα καθίσταντο άγνωστοι εις
αυτόν. Διότι η ευτυχία και η δυστυχία, είνε τα μόνα πράγματα, τα
οποία, όταν γίνουν τελείως γνωστά, είνε ωσάν να μένουν άγνωστα.

290

Δεν ηξεύρω πώς εσκέφθη ο πρώτος άνθρωπος, ο αποφασίσας να καλύψη το
πρόσωπόν του υπό προσωπίδα· όπως δήποτε όμως και αν εσκέφθη, φαίνεται
ότι είχε την αρίστην ιδέαν περί της αξιοπρεπείας και του προορισμού
του ανθρώπου.

291

Όταν και αυτή η τρέλλα είνε αναγκαία δι' όλους, ο πραγματικώς τρελλός
είνε εκείνος που κάμνει τον φρόνιμον.

292

Είνε ευκολώτερον να γεμίσης με χρήμα τα θηλάκια ενός σπατάλου, παρά
ενός επαίτου.

293

Ο προορισμός του μεγαλείου είνε να φαίνεται· μεγαλείον κρυπτόμενον,
θεώρει κατώτερον και της ασημότητος εκείνης, ήτις προσπαθεί να υπερβή
τα ελεεινά όριά της.

294

Και αυτή η ηθική έχει τα όριά της, πέραν των οποίων προβαίνουσα,
περιπίπτει εις άλλην κατηγορίαν, ήτις, δεν ηξεύρωμεν εάν ημπορή να
κληθή ανηθικότης, της αρκεί όμως ότι δεν λέγεται ηθική.

295

Η ηθική δεν θέλει φρουράν· μόλις εννοήση τοιαύτην, δραπετεύει.

296

Η μεγαλειτέρα δύναμις της γυναικός είνε αυτή η αδυναμία της.

297

 — Αγαπάς; — Ναι. — Είσαι άγγελος. Και ανταγαπάσαι;

 — Όχι. — Ε, λοιπόν είσαι και κτήνος.

298

Θέλεις να ήσαι ευτυχής; γνώριζε πώς να ήσαι, και τούτο αρκεί διά να
γίνης.

299

Μη αναπτύσσης μακράς θεωρίας περί τιμής εις τους ανθρώπους·
ματαιοπονείς· όσοι έχουν ανάγκην αυτών, δεν θα τας εννοήσουν· όσοι θα
τας εννοήσουν, δεν έχουν την ανάγκην των.

300

Οι λαοί δεν αποθνήσκουν ευκόλως· νεκροφανείας μόνον υφίστανται και
επανέρχονται εις την ζωήν — αρκεί να μη ενταφιασθώσι ζώντες.
 
 
via

Pages