Η Σιδηρά Διαθήκη (Δ') - Point of view

Εν τάχει

Η Σιδηρά Διαθήκη (Δ')






Ε'. [Δ’.]



Ολίγον ακόμη, Διδάσκαλε, και το πτηνόν διά παντός θα σιγήση.

Ολίγον ακόμη, διότι η Ηώς θα προαγγείλη το φως διά τον κόσμον, και το
σκότος δι' εμέ.

Η νυξ μ' εβοήθησε να είπω πολλά· διότι νύκτας πνευμάτων περιγράφω,
και σκότη ψυχών διερευνώ.

Σύρω μετ' εμού την ανάμνησιν βίου, από πικρίας γεμάτου, περιπλανήσεως
ποικιλομένης από πτώσεις.

Πληγάς φέρω από χείρας ανθρώπων εις το σώμα, και πληγάς από γλώσσας
ανθρώπων εις την ψυχήν.

Δεν παρηγορεί πλέον εμέ, ούτε ο ήλιος, ούτε η ημέρα· διότι ημέρα διά
τον τυφλόν δεν υπάρχει.

Επείγομαι να κοιμηθώ, και να κλείσω εκ νέου οφθαλμούς κεκλεισμένους
και ανοιχθέντας ψευδώς.

Άφες, ω Άνθρωπε, να κοιμηθώ.

~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~

Σου επιστρέφω τον κόσμον σου.

Όπως τον εύρον τον αφήκα· διότι αι πτέρυγες, τας οποίας μου αφήρεσε,
κατέστησαν αιτία όπως πλειότερον καταπέση.

Διότι τας έκλεψε.

Και δεινότερον δι' αυτών τον αγώνα κατέστησε, διότι έκαστος έκλεψε
μόνον δι' εαυτόν, ουχί δε, ως ο Προμηθεύς, διά τον κόσμον.

Και σαρκός μεν κλοπή, είνε έγκλημα κατά του ανθρώπου· αφαιρείς από
την γην· αλλά πτερύγων κλοπή είνε έγκλημα κατά του Θεού· από τον
ουρανόν αφαιρείς.

Σφάλμα Θεού, να φρουρήση τον ουρανόν, την δε ψυχήν του ανθρώπου ν'
αφήση αφρούρητον.

Και ν' αφήση εις έκαστον ιδικήν του ημέραν και ιδικήν του νύκτα να
εκλέγη.

Και ιδού ό,τι νυξ διά τον ένα, διά τον άλλον ημέρα· και ό,τι σκότος
διά τούτον, δι' εκείνον φως.

Ποία σύγχισις, ποία σύγκρουσις, ποίος σπαραγμός!

Αυταπάρνησις, Θρησκεία, Ελευθερία, Δημοκρατία, ακατανόητοι θεότητες,
των οποίων τα είδωλα λατρεύονται, αλλά τοποθετημένα με τους πόδας άνω
και με τας κεφαλάς κάτω.

Και κατεκρήμνιζεν αυτά διά μιας πνοής του και διά μιας κινήσεως της
ατμώδους χειρός του το κυρίαρχον Φάσμα της Μεγάλης Οδού.

~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~

Είδον μέθυσον, πίνοντα εις υγείαν παντός, όστις διήρχετο εκ του
οινοποιείου.

 — Θαυμάσιος άνθρωπος! λέγω. Πόσον αγαπά τους διαβάτας, και εύχεται
υπέρ της υγείας αυτών!

Μετά τινα ώραν βλέπω αυτόν να καταπίπτη αναίσθητος.

Λέγω προς το Φάσμα:

 — Ιδού ένας ήρως αυταπαρνήσεσεως· χαίρε, ω γλώσσα μελίρρυτος!
ενεκρώθης ευχομένη τον κόσμον!

Λακτίζει αυτόν διά του ποδός το Δαιμόνιον, και λέγει καγχάζον:

 — Ναι, είχεν ο μακαρίτης την μόνην ανθρωπίνην αυταπάρνησιν· έπεινε
διαρκώς εις υγείαν των άλλων, μέχρις ου κατέστρεψε την ιδικήν του!

Και ήτον η μόνη αληθώς α υ τ α π ά ρ ν η σ ι ς, την οποίαν είδον
μεταξύ των ανθρώπων!

Και το Φάσμα εξακολουθεί:

 — Εις την γλώσσαν του οφείλει την καταστροφήν του· ωμίλει με την
μίαν άκραν, διότι η μέθη του είχε παραλύση την ετέραν.

Έκπληκτος ερωτώ:

 — Διγλωσσίαν έχει ο άνθρωπος;

Αισθάνομαι τότε δύναμιν εις την ακοήν, και οδηγούμαι προς δύο
ανθρώπους, κρατούμενος εκ των χειρών, και ανταλλάσσοντας τας
θερμοτέρας του θαυμασμού εκφράσεις.

Και συνδέομαι διά της δυνάμεως του νου με την ψυχήν εκατέρου, ακούω
δε εντός των άλλας λέξεις, αντιθέτους των λαλουμένων.

Περίεργον, ω Διδάσκαλε! άλλα έλεγον προς αλλήλους, και άλλα προς
εαυτούς· ενώ δε ελάλουν ωραίους λόγους, κατέπινον τους αθλιεστέρους.

Φαίνεται ότι προς τον στόμαχόν των είχον την χειρίστην υπόληψιν, αφού
έτρεφον αυτόν με τοιαύτην κόπρον!



β'.



Αίφνης ακούω ύβρεις και δούπον, προερχόμενον από ραβδισμόν συνεχή.

 — Εξήγησέ μου, λέγω προς το Φάσμα· εδώ ήκουσα ύβρεις καταπινομένας,
εκεί ακούω ύβρεις εξαιμουμένας. Τι συμβαίνει;

Μειδιά το Φάσμα και λέγει:

 — Είνε ο ίδιος άνθρωπος, όστις εξαιμεί ενώπιον αφώνου τετραπόδου,
ό,τι κατέπιεν ενώπιον του διπόδου.

Και φέρομαι εις αυλήν αγροικίας, ένθα όνος ετύπτετο ανηλεώς υπό του
Ανθρώπου, τον οποίον ήκουσα προ στιγμής να προφέρη τόσον ωραίους
λόγους, και τόσον αθλίους να καταπίνη.

Πλησιάζω προς τον Όνον και ερωτώ διά φωνής μυστικής:

 — Διατί δεν κραυγάζεις και συ, όταν πονής, ω Αδελφέ, όπως όλα ημείς
τα ζώα;

Μου απαντά διά του βλέμματος:

 — Σιώπα! άφησε πρώτον να χορτάση ο δίπους από το ξύλον το οποίον
τρώγω εγώ, ο τετράπους, και κατόπιν σου εξηγώ το διατί.

Και προσέθηκε θεωρών με υπόπτως:

 — Μολονότι δίπους είσαι και συ και δίκαιον έχω να σε φοβούμαι.

Απαντώ στενάζων:

 — Ναι, δίπους είμαι και εγώ, αλλά τούτο ουδέν σημαίνει. Μη βλέπης
την ομοιότητα των ποδών, αλλά την διαφοράν των κεφαλών.

 — Τω όντι, απαντά· δίκαιον έχεις· αλλ' απομακρύνθητι λοιπόν, διά να
μη πάθης και συ τα ίδια, και δεν αντέχεις.

Απεσύρθην και εκρύβην όπισθεν φράκτου, εκ φόβου μη ο Άνθρωπος στραφή
και κατ' εμού, παρετήρησα δε καλώς την σκηνήν εκείνην.

Ο Άνθρωπος έδερεν, και όμως ύβριζε· το ζώον εδέρετο, και όμως εσιώπα.

Ολίγη ώρα ακόμη, και ο Άνθρωπος έρριπτε το ξύλον κατά γης, και
απεσύρετο συντετριμμένος από τον κόπον.

Είχε καταβληθή διά της υπομονής.

Πλησιάζω τότε προς τον Όνον και λέγω:

 — Ιδού εγώ· λάλει, σε ακούω, αδελφέ.

Έντρομος ερωτά ο Όνος και χωρίς προς τα οπίσω να στραφή:

 — Έφυγεν ο Άνθρωπος;

 — Έφυγεν· είμεθα μόνοι.

 — Παρετήρησε καλά.

 — Έφυγε και είνε μακράν.

 — Λοιπόν άκουσε, διαβάτα· με ηρώτησες διατί δέρομαι και υβρίζομαι
χωρίς να κραυγάζω. Σου απαντώ: το δίπουν δέρει εμέ το τετράπουν,
διότι εγώ δεν έχω δύο χείρας, και αυτό δεν έχει τέσσαρας πόδας. Δεν
εννοείς ακόμη;

 — Όχι, αδελφέ· ομολογώ. . .

 — Τώρα θα εννοήσης. Ιδέ την κεφαλήν μου.

 — Την βλέπω.

 — Βλέπεις και την ιδικήν του;

 — Την βλέπω και αυτήν.

 — Η ιδική μου κεφαλή δεν είνε διπλασία της ιδικής του;

 — Τω όντι, διπλασία είνε.

 — Ε λοιπόν, αδελφέ, — δι' αυτό σιωπώ!



γ'.



Λέγει πάλιν το Φάσμα:

 — Και όμως εάν ηκολούθεις κατά πόδα τον άνθρωπον εκείνον, θα τον
ήκουες κοπτόμενον εις θεωρίας υπέρ της Μεγάλης Δημοκρατίας, δι' ης
έκαστον ον έχει έν σημείον επί της γης, διά να ίσταται, και έν Ζενίθ
εις τον ουρανόν, διά ν' ατενίζη.

Ερωτώ:

 — Και δεν υπάρχει Δημοκρατία επί της γης;

 — Ναι, υπάρχει μία, αλλά και εκείνη εις μίαν εικόνα. Αι λοιπαί είνε
τερατώδεις της ελευθερίας ειρωνίαι, υπό το προσωπείον των οποίων
οργιάζουσι μοναρχικοί οδόντες, καταξεσχίζοντες πάσαν ελευθερίαν.

Και ευρίσκομαι ακαριαίως εις μεγάλην Πινακοθήκην, ένθα βλέπω κόσμον
πολύν θεωρούντα εικόνα.

Άλλοι έλεγον:

 — Τι ωραία χρώματα!

 — Τι ωραίον πλαίσιον!

Και άλλοι:

 — Τι φυσικόν εκείνο το βώδι!

 — Τι ζωηρός εκείνος ο αστήρ!

 — Τι φυσικά εκείνα τα άχυρα!

Λέγει τότε το Φάσμα:

 — Ακούεις; Όλοι ούτοι θεωρούν την εικόνα, αλλ' όμως, δεν την βλέπει
κανείς. Ερώτησε και τον πλησίον σου άνθρωπον.

Και ερωτώ ευγενώς θεατήν λαμπρώς ενδεδυμένον και σύροντα Σκύλλον
όπισθεν του από αλύσεως στιλπνής.

 — Κύριε Άνθρωπε! θα καταδεχθής τάχα να εξηγήσης εις έν αμαθές και
ανόητον πτηνόν τι παριστάνει η θαυμασία αυτή εικών;

Ο Άνθρωπος εστράφη εις την φωνήν μου, με παρετήρησε περιφρονητικώς
και δεν απήντησε.

Τότε ο Σκύλλος απήντησεν αντ' αυτού:

 — Ματαίως περιμένεις απάντησιν· αυτός μόνον εις εμέ ομιλεί, και όμως
εγώ δεν του απήντησα ποτέ. Βλέπεις ότι με έχει δεμένον;

 — Πράγματι· δεμένον σε βλέπω δι' αλύσεως.

 — Ε λοιπόν πλανάσαι· αυτός είνε δεμένος παρ' εμού, και τον σύρω όπου
θέλω.

 — Ευτυχής είσαι, να σύρης, ζώον συ, ένα άνθρωπον τόσον λαμπρόν. Αλλά
γνωρίζεις τουλάχιστον τι σημαίνει η εικών αυτή;

 — Ναι· εγώ το γνωρίζω, διότι η θυμοσοφία μου το εξηγεί· αλλ' ο
άνθρωπός μου δεν το γνωρίζει. Παριστάνει τον Χριστόν, τον θεόν των
ανθρώπων, γεννώμενον εντός σταύλου. Βλέπεις τα άχυρα εκείνα;
σημαίνουν ότι γεννάται είς άνθρωπος. Βλέπεις και εκείνο το άστρον;
σημαίνει ότι αναγεννάται είς θεός.

Και ο Σκύλλος με απεχαιρέτισε.

Κατόπιν κινεί την άλυσιν διά του λαιμού του μετά πείσματος και
διευθύνεται προς την θύραν, σύρων όπισθεν τον άνθρωπόν του.

Λέγει τότε το Φάσμα:

 — Ιδέ ο Σκύλλος!. . . Ιδέ ο Άνθρωπος!

~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~

Λέγω κατ' εμαυτόν:

 — Όντως, ιδού η μεγάλη και αληθής Δημοκρατία, αλλ' η οποία μόνον διά
μιας εικόνος θα διαιωνίζεται.

Συνδυασμένα εις αυτήν δύο αντίθετα πράγματα.

Οι αστέρες εκ του ουρανού, και τα άχυρα εκ της γης.

Η βαρυτέρα ύλη του σύμπαντος και η ελαφροτέρα· το μέγιστον και
ελάχιστον· το αιώνιου και το στιγμιαίον.

Το έν χαιρετά το αναγεννώμενον Πνεύμα διά των μαρμαρυγών του· το
έτερον περιθάλπει μετά στοργής το τρυφερόν σώμα, και αποθέτει την
ασθενή του θωπείαν.

Το έν παρέχει το πρώτον ουράνιον φως· το έτερον παρέχει το πρώτον
επίγειον θάλπος — αδελφωμένα, το ελάχιστον μετά του μεγίστου, το
άχυρον μετά του αστέρος!

Ιδού η Μεγάλη Δημοκρατία, ω Διδάσκαλε, την οποίαν ουδέποτε θα
εννοήσουν οι συρόμενοι από τους σκύλλους των!

Λέγω τότε προς το Φάσμα:

 — Μέγα έδειξες πράγμα. Το άχυρον λοιπόν και η πορφύρα είνε τόσον
συγγενή, και όμως ουδείς το έχει εννοήση!

Και το Δαιμόνιόν μου απαντά μετά χλεύης:

 — Ναι· και ιδού ο λόγος, διά τον οποίον έν άχυρον ευτελές, δύναται
να θεωρήται δικαίως ως πορφύρα, κατά λάθος άβαφος και ιδού ακόμη ο
λόγος, δι' ον μία πορφύρα χωρίς αξίαν, δύναται να θεωρείται ως
άχυρον, ερυθριών από εντροπήν! Και τέλος ιδού το φαινόμενον, ότι
άνθρωπος, ενώ γεννάται ως άλλος θεός, εντός χρυσού και επιστατούσιν
εις την γέννησίν του σοφοί, αποθνήσκει κτήνος· και άνθρωπος, ενώ
γεννάται εντός αχύρων, και επιστατούσιν εις την γέννησίν του κτήνη,
αποθνήσκει θεός!. . . .



δ'.



Ιδού ο Άνθρωπός σου, ω Διδάσκαλε, προς τον οποίον με εξαπέστειλες με
θεωρίας ωπλισμένον.

Εάν επανηρχόμην νικητής, αυτός θα ενίκα· ηττημένος επανέρχομαι, αυτός
ηττήθη.

Προς πτώμα με απέστειλες να πολεμήσω, σπαράσσον τας ιδίας του σάρκας,
και εφευρίσκον μέσα όπως ταχύτερον και ασφαλέστερον συντριβή.

Τον είδον εφευρίσκοντα και ανακαλύπτοντα, πλην διά του ιδίου του
θριάμβου ναυαγούντα.

Είδον εξηπλωμένας τας επιστήμας, αλλά και τους επιστήμονας
εξηπλωμένους.

Και είδον εξ άλλου ανθρώπους, εισδύοντας εις τα έγκατα της γης, και
εις τους βυθούς της θαλάσσης, και υπέρ τα νέφη ανερχομένους.

Ουδέν εκέρδιζον· διότι, μόλις επανήρχοντο επί της επιφανείας της γης,
επανελάμβανον το ταξείδιόν των εκ νέου· και πολλάκις ουδέ καν
επανήρχοντο.

Ουδείς κατώρθωσε να εννοήση, ότι όπου υπάρχει άνθρωπος, υπάρχει και
άρτος· διότι ο άρτος δεν κατεσκευάζει τον ανθρώπον, αλλ' ο άνθρωπος
τον άρτον.

Εν τούτοις δεν ηρκέσθη εις το Εδώ, αλλ' ανεζήτησε εις το Εκεί.

~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~

Είδον Άνθρωπον παρασκευάζοντα μηχανήν παράδοξον, δι' ατμού
κινουμένην.

Και ερωτώ αυτόν:

 — Εις τι θα σου χρησιμεύση τούτο; και τους πόδας έχεις υγιείς και
τας χείρας.

Απαντά:

 — Περίμενε και θα ίδης.

Και βλέπω αυτόν τοποθετούντα επί ράβδων σιδηρών μηχανήν,
ανυπομονούσαν να εκκινήση και να συρθή προς τα εμπρός επί οδού χωρίς
τέρμα. Και ακόμη βλέπω τον Άνθρωπον, να τοποθετή επ' αυτής τον άρτον
του, τον οποίον εκράτει εις χείρας του ασφαλώς, και ν' αφίνη την
μηχανήν ελευθέραν εις την οδόν την ατέρμονα.

 — Άνθρωπε! λέγω· κατείχες τον άρτον εις χείρας σου, και όμως τον
αφήκες ν' απομακρυνθή τόσον ταχέως από σου. Τώρα τι θα φάγης;

Δεν ήκουσε τους λόγους μου, διότι ετέραν ετοιμασίαν επέσπευδεν.

Παρεσκεύασεν άλλην μηχανήν, ομοίαν της πρώτης, και εισελθών εντός
αυτής, ανεχώρησεν αστραπιαίως εις αναζήτησιν του ιδίου του άρτου!

Και είδον τον πεινώντα τρέχοντα κατόπιν του διαφυγόντος άρτου του,
τας δε δύο μηχανάς, χανομένας εις τα βάθη της οδού, και επ' άπειρον
διωκούσας αλλήλας!

~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~

Και ητοιμάσθην να φύγω, κλαίων διά την μωρίαν του κόσμον, ότε ιδού
και έτερος άνθρωπος ενώπιόν μου, εις την αυτήν ασχολούμενος εργασίαν.

Λέγω προς αυτόν:

 — Θα πράξης και συ το αυτό με τον ανόητον εκείνον; Αλλ' ιδέ ακόμη
δεν συνέλαβε τον διωκόμενον άρτον του. Άλλως τε συ δεν βλέπω να έχης
και δευτέραν εις την διάθεσίν σου μηχανήν.

Ουδέ με ήκουσε καν· ετοποθέτησε μόνον τον άρτον εντός της μηχανής και
αφήκεν αυτήν ελευθέραν εις την οδόν την σιδηράν.

Και είδον τον Άνθρωπον να τρέχη όπισθεν, πεζός και ασθμαίνων, την δε
μηχανήν να φεύγη αστραπιαίως, εξαποστέλλουσα μακρόθεν προς τον
βραδύποδα εφευρέτην συριγμούς χλευασμού και ατμώδη καπνόν!

Και εγέλασα ήδη διά τον Άνθρωπον εκείνον.

Είχεν ενισχύση διά της σοφίας του την μηχανήν, και την μωρίαν του
εκράτησε προς ενίσχυσιν των ποδών του.

Η δε μωρία του ήτο πολύ βραδύτερα της σοφίας του, και δεν την έφθανε
ποτέ!

Είδον ακόμη εις τον αέρα διασταυρούμενα σύρματα σιδηρά, και
διοχετεύοντα σκέψεις ανθρώπων, από μακριάν ανταλλασσομένας, τας
οποίας οι ανεξίκακοι του αέρος κόλποι περιέθαλπον και μετεβίβαζον από
σημείου εις σημείον.

Και είπε το Φάσμα:

 — Ιδού του ηλεκτρισμού το αληθές ευεργέτημα· ανταλλάσσουν οι
άνθρωποι δι' αυτού τας ανοησίας των μακρόθεν — αλλά πολύ ακριβά και
κάπως συντομωτέρας. Και ουδέν άλλο.

~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~

Και όμως ουδείς εκ των ναυαγών του αέρος, και εκ των ναυαγών της
θαλάσσης, και εκ των ναυαγών της ξηράς, έπαυε να επικαλήται την
Πρόοδον, αγωνιών και ψυχορραγών.

Αστεία η λέξις, ω Διδάσκαλε, όσον και του γένους σου η Ιστορία.

Πρόοδος, Πρόοδος και πάντοτε Πρόοδος.

Πάντες περί ταύτης ωμίλουν, και εζήτησα να ίδω την Θεάν.

Και ιδού ενώπιόν μου πολυκέφαλον και πολύπουν τέρας, γυνή με χείρας
αναριθμήτους, απαύστως εργαζομένας και κινουμένας.

Η μία χειρ συνέθλιβε τον αέρα, η ετέρα διετρύπα τα όρη, η άλλη
κατέσκαπτε την γην, και υπέτασσε τα νέφη, και τας θαλάσσας
υπεδούλωνεν.

Η κεφαλή της έφθανε μέχρι των άστρων, αλλ' οι πόδες της εις τον
βόρβορον εκυλίοντο.

Και είδον ανθρώπους καθαρίζοντας τους πόδας αυτής με ιδρώτα και αίμα,
και πλειότερον σπιλούντας αυτούς.

Και την είδον ν' αφαιρή από τους χιλίους και να δίδη εις τον ένα· ο
δε είς να σπαταλά, όσα ήρκουν διά να ζήσουν δεκάκις χίλιοι.

Και την είδον ακόμη μυρίους να φονεύη εις το νεύμα του ενός· και να
εφευρίσκη μέσα του ν' αποκτείνη ταχύτερον ένα κατάδικον — διά λόγους
φιλανθρωπίας και οίκτου!

Και ακόμη είδον να διευθύνη ειρήνης μάχας και μάχας πολέμων, να
στρέφη δε κατά στηθών ανθρωπίνων πυροβόλον στόμιον, και στόμιον
κάλπης κατά συνειδήσεων και ελευθεριών.

Στόμια εξ ίσου τρομερά, και εξ ίσου καταλύοντα χώρας — το μεν
εξαιμούν τον μόλυβδον, το δε καταπίνον αυτόν.

~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~

Εν τούτοις πάντες έπιπτον και επροσκύνουν αυτήν, και έλεγον προς
αλλήλους, παρερχόμενοι ενώπιόν μου:

 — Πόσον ατυχείς ήσαν οι πατέρες μας! Τι έχασαν!

 — Πόσον ευτυχείς είμεθα ημείς! Τι έχομεν!

 — Πόσον ευδαίμονα θα ήνε τα τέκνα μας! Τι θα ίδουν!

Και όλοι ταυτοχρόνως ελούοντο εις ιδρώτα και εις αίματα!

Τούτο ελέγετο Πρόοδος, ω Διδάσκαλε.

Και προσέτι τούτο ελέγετο Άνθρωπος:

Ιστορικός, δι' αιώνας παρελθόντας· ποιητής, δι' αιώνας μέλλοντας, και
διά τον ιδικόν του: —

Κ Ω Μ Ω Δ Ο Σ!
~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~



ΕΠΙΛΟΓΟΣ



 — Άφες τώρα, Άνθρωπε, να υποκύψω εις το μοιραίον, και ν' αποθάνω
ταπεινωμένος, εγώ, ο ανελθών επί του κόσμου και κατακτήσας διά της
φαντασίας αυτόν.

Ω, ποία κωμωδία! και ποία γελοία και ανόητος ικάρειος πτήσις επί
σφαίρας αιωνίως κινουμένης, και αιωνίως μεταβαλλούσης θέσιν, αλλά και
αιωνίως επανερχομένης εις το αυτό.

Ναι· ποία κωμωδία, διαρκής και μονότονος, με την οποίαν, όσοι την
ανεγνώρισαν ως τοιαύτην, εγέλασαν, και όσοι την εξέλαβον ως δράμα,
έκλαυσαν πολύ.

Τι πρώτον και τι ύστερον ν' αφηγηθώ· τι ύστερον και τι πρώτον να
ιστορήσω!

Θέλω να περιβάλω με πτέρυγας αετού τον νουν μου, και θέλω να πετάξω
μίαν φοράν ακόμη, διά να μετρήσω την άβυσσον, εν τη οποία κατέπεσα,
και να ρίψω έν βλέμμα αφ' ύψους εις το δημιούργημα τούτο, το οποίον
τοσούτον εαυτό παρερμηνεύει, ώστε να πιστεύη, ότι είνε το
δυστυχέστερον του Θεού του δημιούργημα!

Και η ιδέα αυτή είνε η μόνη δημιουργούσα την πραγματικήν του
δυστυχίαν, διότι η φύσις ουδέν ον έπλασε δυστυχές, και ουδεμίαν
ανοησίαν εις τον αιώνα διέπραξεν. Είνε περιβεβλημένη πανταχού με
αίγλην και φέρει εφ' εαυτής την σφραγίδα του Κάλλους του αιωνίου·
είνε γλυκασμός και σοφία, την οποίαν από της πρώτης της γης ημέρας
παρήγαγε θείον σπέρμα, διαρκώς υπό του ανθρώπου καταπατούμενον!. . .

Από τα πέρατα του κόσμου μία ακτίς κατ' αρχάς έλαμψε διά του
απεράστου ερέβους, και εκείνη ήρκεσεν, ίνα καταλύση το σκότος, και
κατακλύση το σύμπαν από φως και ζωήν· το κύτταρον έλαβε την πρώτην
ώθησιν και προσεκολλήθη εις το κύτταρον, και η προσέγγισις εκείνη
παρήγαγεν αρμονίαν ένθεον και ζωοποιόν, δι' ης ερρυθμίσθη ο αιώνιος
Κώδηξ.

Μεταξύ των κενών εμεσολάβησε μία Ιδέα, ήτις συνέδεσε τα τέως
ασύνδετα, ήτις παρενετέθη ως κρίκος άρρηκτος εδώ, και απετέθη εκεί ως
σφραγίς μυστηριώδους ουσίας, προκαλούσα τον ίλιγγον εις το πνεύμα,
και την έκτασιν εις την ψυχήν, και εις την καρδίαν τον παλμόν.

Και παν ό,τι φέρει την σφραγίδα ταύτην, ελκύει ακαταμαχήτως· είνε η
αγχέγονος Ιδέα, η προ αιώνων αγρυπνούσα, ήτις αφυπνίζει νοσταλγίας
προς ιδέας, προ αιώνων κοιμωμέναι· είνε ο παλμός, όστις προκαλεί και
σύρει προς εαυτόν τον παλμόν· είνε η Αρετή η αΐδιος, η εγκατασπαρμένη
πανταχού φωτεινή και αστραπηβόλος· είνε η Πρόοδος, υπό ασύληπτον
μορφήν και έκφρασιν· είνε η ώθησις τέλος προς την Εξέλιξιν, την μέχρι
του Ακαταλήπτου ανιούσαν —

Είνε το Κάλλος.

Το Κάλλος — το οποίον, πτωχόν εγώ πτηνόν, κατενόησα και ελάτρευσα·
ασθενές εγώ πλάσμα, επέταξα μέχρι της πηγής του διά της σκέψεως, και
εγονυπέτησα προ του βωμού του.

Αλλ' ήτον αδύνατου να μείνω πλειότερον, διότι ο περιβάλλων με κόσμος
με συνέθλιβε, με συνέτριβε, και από τα πτερά μου με απεγύμνου.

Και ιδού εγώ, ανηρτημένος από του αχανούς, ως αντάρτης, και πάλιν
καταπίπτων εντός της ιδίας κεφαλής σου, ως μολύβδινος όγκος.

Και νυν, σε ζητώ εις μάτην, ω Σοφία, με το βλέμμα μου το τυφλόν, και
εις μάτην η συντριβείσα ψυχή μου ανακύπτει και ζητεί να λουσθή εις τα
ζωογόνα νάματά σου.

Και σε ζητώ εις μάτην, ω Φως, όπερ έδυσες, του ορίζοντος της ψυχής
μου υποκάτω, — ορίζοντος παραδόξου, με δύσιν άνευ ανατολής. Πού θα σε
εύρω πλέον εις τους κόλπους του ατέρμονος, και ποία εις το εξής ακτίς
θέλει καθοδηγήση εκ νέου εμέ, τον πλανηθέντα διαβάτην, εις την πηγήν
σου την ανεξάντλητον;

Και σε ζητώ εις μάτην, ω Όνειρε, ίνα περιβάλης καν εκ νέου τον νουν
μου με την ιδέαν την απατηλήν, και τον κόσμον με την αόριστον ομίχλην
σου και το φως το ψευδές.

Άφες να κλίνω τώρα την συντετριμμένην κεφαλήν επί του ερειπωμένου
ανακτόρου, εις του οποίου τον θρόνον είχον αναβιβάση αναχωρών ευτυχή
βασιλέα, ταφέντα και τούτον υπό τα άμορφα ερείπια.

Σύνελθε λοιπόν, ω Άνθρωπε, εις σεαυτόν, ρίψε έν βλέμμα εντός των
ιδίων σου στέρνων, και θα ίδης την ψυχήν σου ενδεδυμένην το φως, όπερ
εις μάτην συ ζητείς εκ των άνω.

Το ταχύ και φευγαλέον του νου σου άρμα, κατέχει δύναμιν υπερκόσμιον,
ην κακώς εχειρίσθης και κακώς δι' αυτού επορεύθης· και οι ίπποι οι
ατίθασσοι παρεξέκλινον της οδού της μεγάλης, ο δε αδέξιος Φαέθων
επυρπόλησεν, αντί να φωτίση, τον κόσμον, και διαρκώς αυτόν πυρπολεί.

Μεταξύ της στέγης σου ταύτης, — ήτις κρύπτει από των ομμάτων σου
κόσμον ολόκληρον, — και της σαρκός σου, ήτις καλύπτει έτερον κόσμον,
— υπάρχει κλίμαξ, μεγαλειτέρα και της κλίμακος του Ιακώβ, ην ανήλθον
ως βασιλεύς, και κατήλθον ως κλέπτης.

Και όμως η τιμωρία μου ήτον η άνοδος, και η κάθοδος αμοιβή μου.

Τιμωρία, — διότι ανήλθον εις κόσμους φωτεινούς, υπερβαίνοντας της
αντιλήψεώς μου τα όρια· αμοιβή — διότι εκυλίσθην εις κόσμους
ερεβώδεις, και επανήλθον εις τον ορνιθώνα, δι' ον επλάσθην και
προωρίσθην.

Και του Φωτός η πηγή, την οποίαν υπέδειξες εις εμέ διά της Χ ρ υ σ ή
ς σου Δ ι α θ ή κ η ς, κατέστη ερέβους πηγή, ην υποδεικνύω εις σε,
διά της Δ ι α θ ή κ η ς μου της Σ ι δ η ρ ά ς.

Λάβε τώρα και συ ταύτην ως αντάλλαγμα του κόπου σου, και εύχου, όπως
ο σίδηρος ο ιδικός μου, φρουρήση σε ασφαλέστερον, παρ' όσον
εφρούρησεν εμέ ο ιδικός σου χρυσός!. . . . . . . .

Είχεν ήδη εξημερώση,

Και, κλείσας με βαθύν στεναγμόν το αιμόφυρτον στόμα, εκυλίσθη από της
κλίνης μου επί του δαπέδου άψυχος ο Πετεινός μου, ο ατυχής, της
φαντασίας μου το θύμα.

Και ο αντάρτης αυτός παρατηρητής, — ο αναχωρήσας εκ του ορνιθώνος του
τοσούτον νεαρός και σφριγών και ακμαίος, και επανελθών τοσούτον γέρων
και συντετριμμένος και ναυαγός, — όστις έζη ευτυχής διότι δεν ήξευρε
τίποτε, και απέθανε δυστυχής, διότι ηθέλησε να τα μάθη όλα, — ετάφη
με την ηώ εις μίαν γωνίαν του κήπου μου, συμπαραλαβών εν ώρα ημέρας
εν τη σκοτία του τάφου του άχρηστον το δολοφόνον εκείνο φως, όπερ
ήντλησεν από την ατελεύτητον σκοτίαν του κόσμου!
 
 
via

Pages