Η Σιδηρά Διαθήκη (Β΄) - Αι δύο Διαθήκαι - Point of view

Εν τάχει

Η Σιδηρά Διαθήκη (Β΄) - Αι δύο Διαθήκαι






ΑΙ ΔΥΟ Δ1ΑΘΗΚΑΙ



ΜΕΡΟΣ Β'.
Η ΣΙΔΗΡΑ ΔΙΑΘΗΚΗ



ΠΕΤΕΙΝΟΥ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ



Α'.


Πώς;

Τοιαύτη επάνοδος, κατόπιν αναχωρήσεως τοσούτον θριαμβευτικής;

Τόσον σκότος, κατόπιν τόσου φωτός;

Τόσον στενός ο ορίζων, ώστε η δύσις να συνορεύη με την ανατολήν και ο
βορράς με τον νότον;

Δεν ήτον ασπίς εκείνη, δι' ης περιέβαλον του πτηνού την ψυχήν; δεν
ήτο δόρυ εκείνο, με το οποίον ώπλισα το πνεύμα του;

Πού επέταξε; πού επλανήθη; ποίαν μεγάλην οδόν αφήκε και ποίαν ατραπόν
ηκολούθησεν;

Αφού με πτέρυγας ανεχώρησε, πώς άνευ πτερύγων επανήλθε, και με ράμφος
μόνον, αποστάζον το ίδιον αίμα του;

Μυστήριον.

Μυστήριον, του οποίου την λύσιν έπρεπε να ζητήσω από το ον εκείνο το
άμορφον· άγνοια, την οποίαν έπρεπε να φωτίση έν σώμα, στερούμενον
φωτός και οφθαλμών.

Την σκέψιν μου εμάντευσε· διότι η σκέψις μου και σκέψις ήτον ιδική
του.

Και πάλιν η φωνή η βαθεία ηκούσθη εντός μου, και πάλιν αφήκεν ηχώ διά
δονήσεων και παλμών:

 — Σβέσε το φως, και του ωρολογίου δέσμευσε τους δείκτας.

Περί σκοτίας θα ομιλήσω, και τον αιώνα θα εικονίσω.

Όπλισε την ψυχήν σου με σίδηρον και χαλκόν.

θα διέλθη ενώπιόν σου θριαμβευτικώς η κακία.

Άφησε ελευθέρους των δακρύων σου τους καταρράκτας.

Έχει ανάγκην βαλσάμου και παρηγορίας η αρετή.

Απέραντον σου ανοίγω βίβλον, της οποίας εκάστη σελίς έν άπειρον είνε,
της οποίας εκάστη έννοια είνε έν χάος.

Ατελεύτητον σου ανοίγω βιβλίον, — εις το οποίον την πρώτην λέξιν
εχάραξεν ο θεός, τας ακολούθους χαράσσει ο άνθρωπος και την
τελευταίαν ο διάβολος θα χαράξη!

Απέραντον θ' αναπετάσω εικόνα, εις την οποίαν έκαστος προσθέτει μίαν
γραμμήν, και αφαιρεί προγενεστέραν.

Καλλιτέχνημα του θεού· τερατούργημα του ανθρώπου.

Όπου εξεικονίζετο άστρον, προστίθεται νέφος· και νέφος αποξέεται
εκεί, ένθα εφαίνετο πίπτων ο κεραυνός.

Και ιδού κεραυνός αδικαιολογήτως κατερχόμενος, συνέχεια της
μαρμαρυγής προστεθέντος αστέρος, κεραυνός, τον οποίον ουδείς νόμος
του Αιωνίου δικαιολογεί, και η φύσις αποκηρύττει· του οποίου πηγή
είνε του ουρανού το αζούριον, και τέρμα έν άκακον της φύσεως άνθος.

Δύο σημεία θαυμαστά και αγνά, το έν φωτοβολούν, το έτερον μυροβόλον,
τα οποία συνδέει αναιτίως πυρίνη οδός.

Ω, τον αδέξιον ζωγράφον! Ποίαν θείαν εικόνα μετέβαλε και παρεμόρφωσε,
και εις την σοφίαν του μεγάλου καλλιτέχνου αφήρεσε θείαν γραμμήν και
ανθρωπίνην προσέθηκε!



β'.



Λοιπόν, άφες το μωρόν και ανόητον πτηνόν διά τελευταίαν φοράν να
λαλήση.

Θα σύρη ενώπιον σου την Αλήθειαν, με την γυμνότητα ενδεδυμένην.

Αλλά διά ταύτης τι θα κερδίσης, ή τι θα μάθης, ή τι θα εννοήσης;

Ο κόπος είνε μεγαλείτερος του κέρδους.

Η γλώσσα κινουμένη ουδέν προσθέτει εις τον νουν, και ό,τι από το ους
προστίθεται ποσάκις διά της γλώσσης δεν εχάθη.

Άνοιξε λοιπόν, πλειότερον από το στόμα σου, τα ώτα σου· αλλά και από
τα δύο ταύτα άνοιξε πλειότερον τους οφθαλμούς σου.

Και συ ωμίλησες και σοφόν με κατέστησες, — όσον ήρκει δι' ένα
πετεινόν.

Εάν καθίστας εμέ σοφόν, όσον δι' ένα άνθρωπον ήρκει, θα έβγαζα τα
μάτια τα ιδικά σου, ω Διδάσκαλε, αλλά θα έσωζον τα ιδικά μου.

Και αν συ δεν έβλεπες, διά να θαυμάσης το έργον σου, θα έβλεπον εγώ
διά να θαυμάσω το ιδικόν μου.

Τότε συ θα εγνώριζες την Σοφίαν από το σκότος της, και από το φως της
εγώ.

~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~

Πού ήτον η Σοφία του ανθρώπου κεκρυμμένη;

Ουδαμού την συνήντησα.

Μίαν πάνοπλον Αθηνάν είδον μόνον, αναπηδώσαν εκ των κρανίων των
ανθρώπων, αλλά κινδυνεύουσαν να τυφλώση τον κόσμον με το δόρυ της.

Και είπον προς αυτήν:

 — Ευλογημένη! Σοφία είσαι συ η πάνοπλος, η σιδηρόφρακτος κατακτητής;
Τι θέλει το δόρυ εις χείρας γυναικός; Αντί να εξέλθης, με κίνδυνον να
τυφλώσης τον κόσμον, προτιμότερον δεν ήτο να έμενες ακόμη εντός του
κρανίου και να έκλωθες την ρόκαν σου;

Εκλονίσθη η πεποίθησίς της και κατεβίβασε το δόρυ· αλλ' ήταν αργά.

Φάσμα πελώριου ενώπιον αυτής ανυψώθη και της αφήρεσε το έγχος,
εστράφη δε προς εμέ και είπε:

 — Τούτο θα κατέχω εγώ. Είνε του κόσμου η κλεις, η ανοίγουσα και την
εμπροσθίαν και την οπισθίαν θύραν. Θα ήνοιγεν αύτη την πρώτην· εγώ θ'
ανοίξω την δευτέραν. Πύλην του κόσμου θ' αναπετάσω, αδιάφορον ποίαν
και πώς.

Και εχάθη και πάλιν ανεφάνη.

Διότι ήτο και σώμα και φάσμα· ήτο και σαρξ σφριγώσα, και σκιά, άνευ
σώματος· και ύλη απαστράπτουσα, και ατμός πνιγηρός.

Συνεπτύσσετο, ως σκώληξ, και ανεπτύσσετο, ως αετός, μέχρι των άστρων.

Είχε δε οφθαλμούς γεμάτους από μαγγανίαν, και γλώσσαν αποστάζουσαν
μέλι.

Ερωτώ:

 — Ποία είσαι συ, ω σκιά παράδοξος, ήτις αφώπλισες την Σοφίαν, και με
το δόρυ αυτής απειλείς να διαπεράσης τον ήλιον και να αιματώσης την
γην;

Δεν απαντά· αλλ' εκτείνει δάκτυλον, φέροντα όνυχα μαύρον, και μου
δεικνύει οδόν μακράν και ομαλήν, αλλ' οδόν χωρίς άκρον και τέρμα και
σταθμόν αναψυχής, χανομένην εις του ορίζοντος τα βάθη.

 — Προχώρει, λέγει. Η οδός μου ιδού. Αρχίζεις οδοιπορίαν από του
κόσμου το άκρον, και εις το αυτό θα επανέλθης σημείον, Αλλ' ιδέ επί
του εδάφους ίχνη βημάτων γιγαντώδη· δι' αυτών διήλθον οι Αιώνες και
ηκολούθησεν ο είς τον άλλον. Βλέπεις, εκεί πλαγίως, ίχνη σωμάτων
καταπεσόντων; Όσοι ηθέλησαν να παρεκλίνωσι συνετρίβησαν· αριστερά ο
Σωκράτης, ο Ιησούς δεξιά.

Δεν με γνωρίζεις;

Η Κακία είμαι και η οδός μου ιδού.

Προχώρει!

Και το Φάντασμα εχάθη προς τα εμπρός, ταχέως διασχίζον το άπειρον της
οδού βάθος, εγώ δε φέρομαι ακατασχέτως επί τα ίχνη αυτού, οδηγούμενος
από αστέρα σκοτεινού, ρίπτοντα υπέρ την κεφαλήν μου παραδόξους
ακτίνας, ώστε το σώμα μου να φαίνεται μαύρον και η σκιά μου λευκή.

~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~

Κρατώ ισχυρώς την Χρυσήν Διαθήκην, αλλ' ο αστήρ αντανακλάται, ως εν
κατόπρω, και εις αυτόν στίλβοντα χρυσόν, εις έκαστον δε επί τα πρόσω
βήμα μου, μάτην παλαίω προς τον άνεμον, αρπάζοντα ανά μίαν σελίδα.

Και ερωτώ αντιθέτως ερχόμενον διαβάτην:

 — Πού βαίνω εγώ, και συ πού βαίνεις;

 — Έρχομαι απ' εκεί, όπου συ μεταβαίνεις, και βαίνω εκεί, όπου θα
φθάσης και συ, Κύκλος είνε η οδός μας, και πολλάκις θ' ανταλλάξωμεν
χαιρετισμόν διαβάτου, εφ' όσον θα έχωμεν πόδας διά να βαστάζωσι τας
κεφαλάς μας, και κεφαλάς διά να βαστάζωσιν οι πόδες μας· και εφ' όσον
δεν αποπειραθώμεν να παρεκκλίνωμεν και ν' ακολουθήσωμεν ανάντεις
οδούς, φρουρουμένας από φάραγγας, και από πτώματα γεμάτας.

Ερωτώ:

 — Δεν τρομάζεις συ, ακολουθών την οδόν ταύτην;

 — Κατ' αρχάς ετρόμαξα, αλλ' εις έκαστον επί τα πρόσω βήμα μου,
ησθανόμην ότι προσετίθεντο εις τα νεύρα μου νέαι δυνάμεις. Άλλως τε,
ποίος μου είπε να τρομάξω; Και εσκέφθην: οδός πεπατημένη κάπου
οδηγεί. Λοιπόν εμπρός. Όμως ιδέ την ατραπόν εκείνην, την γεμάτην από
αίματα· ακούεις κραυγάς; πρόσεξε μη απατηθής και πλησιάσης. Εκεί
εκρημνίσθη μία μεγάλη Σφιγξ, η οποία αιωνίως ψυχορραγεί, αλλ'
ουδέποτε αποθνήσκει. Μη δώσης ποτέ εις αυτήν χείρα βοηθείας· είνε
αχάριστος ασθενής και κατατρώγει πρώτους τους ιατρούς της. Θα την
κρατήσης σφικτά εν τη αγκάλη σου, εφ' όσον σιωπά. Όταν όμως της δώσης
δύναμιν να κραυγάση, θα φύγης μίλια, θα διακόψης δε και την
συγκοινωνίαν της οδού, διότι οι διαβάται δεν τολμούν προς τα εκεί να
λοξεύσουν. Εγώ την εγνώρισα καλώς την Θεάν. Υπήρξα έμπορος των
ειδώλων της· αλλά την εύρον αχάριστον εμπόρευμα και δι' όσους την
επώλησαν, και δι' όσους την ηγόρασαν. Και τα είδωλά της έρριψα εις το
άκρον της οδού ταύτης, βαδίζω δε, έντιμος δι' εμαυτόν χρεωκόπος, αλλά
διά τους άλλους πάντας χρεωκόπος δόλιος.

 — Πώς; δεν ευρίσκουν γλυκείαν οι άνθρωποι την Θεάν αυτήν, ω Διαβάτα;

 — Πολύ γλυκείαν, εφ' όσον την θεωρούσι ψεύδος· μόλις όμως
αποκαλυφθή, πολύ πικράν.

Είνε η μόνη θεότης την οποίαν οι άνθρωποι λησμονούσιν εφ' όσον
υπάρχει, και λατρεύουσιν όταν χαθή· θεότης, ακατανοήτως ατυχής, εις
τον βωμόν της οποίας οι ιερείς δεν σφαγιάζουσι κτήνη, αλλά τα κτήνη
σφαγιάζουσιν ιερείς!

Και ο πρώην πωλητής των ειδώλων της Αληθείας παρήλθε γελών —
αποσπάσας, χάριν αστειότητος, και ολίγα πτερά από την ουράν μου.

Και εκείνος είχε γίνη κακός.



γ'.



Σύνθημα τότε τρομερόν εδόθη, ω Διδάσκαλε, και η νυξ εβοήθησε την
άρπαγα χείρα.

Γυνή τρυφερά πλησίον μου διέρχεται, στηριζομένη επί προστάτου
βραχίονος νεαρού ανδρός.

Και λέγει κρύφα προς εκείνον:

 — Κύτταξε αυτόν τον πετεινόν· τι ωραία πτερά που έχει! μάδησε του
την ουράν· νύκτα είνε, κάνεις δεν θα σε ιδή.

Επλησίασε τότε ο Άνθρωπος σιγά-σιγά και με εμάδησεν ολόκληρον.

Υπέστην την ειμαρμένην μου άνευ κραυνής και στεναγμού.

Την επομένην, το ανδρόγυνον εξήλθεν εις περίπατον επί ωραίας αμάξης,
σχήματος _φαέθωνος_, με ένα άνθρωπον όπισθεν, αντιθέτως προς του
δρόμου την φοράν καθήμενον, η δε Γυνή έφερεν επί της κεφαλής και του
λαιμού τα πτερά μου.

 — Περίεργον, εσκέφθην· ουδέποτε θα επίστευον, ότι τα οπίσθιά μου
είχον τόσον πολύτιμα πράγματα, διά κεφαλήν γυναικός.

Αλλ' ότε η Γυνή με είδε περιπατούντα και μαδημένον, φαίνεται δεν με
ανεγνώρισε, διότι ήκουσα να λέγη προς τον συνοδόν της:

 — Καλέ, κύτταξε εκεί! τι ελεεινόν πράγμα που είνε, ένας πετεινός,
γυμνός σαν άνθρωπος!

Τότε είπον κατ' εμαυτόν:

 — Φαίνεται, θα ήνε πολύ ωραίον πράγμα μία γυναίκα, ντυμένη σαν
πετεινός!

Εν τούτοις ο _φαέθων_ επροχώρησεν, ως αστραπή, απομακρύνων από το
γυμνωθέν σώμα του γυμνού, το περιττόν ένδυμα του ενδεδυμένου, ενώ ο
όπισθεν της αμάξης καθήμενος άνθρωπος με παρετήρει απομακρυνόμενος
διά βλέμματος ηλιθίου.

Και ερωτώ διαβάτην:

 — Άνθρωπε, εξήγησέ μου· τι σημαίνει άνθρωπος, να προχωρή προς τα
εμπρός, και όμως να βλέπη προς τα οπίσω;

 — Σημαίνει Δούλος.

Περίεργον! τολμηρός αυθέντης, να κρατή ένα υπηρέτην, εστραμμένον προς
το παρελθόν του!

Και το παρελθόν του ήμην εγώ.

Είχε λησμονήση ο Άνθρωπος την ληστείαν της νυκτός.

Ναι, την είχε λησμονήση· και όμως τους καρπούς του εγκλήματος έφερεν
η Γυνή επί της ιδίας κεφαλής της, — και την ιδέαν του εγκλήματος
εντός αυτής.

Εμαδήθην και απέμεινα γυμνός.

Και όμως μόλις ολίγα βήματα είχον προχωρήση εις την Μεγάλην Οδόν.

Τουλάχιστον δεν εφοβούμην την γυμνότητα πλέον· συμφορά επελθούσα,
κατέλυσε τον φόβον της.

Προχωρώ. —

~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~

Και βλέπω ανθρώπους διερχομένους πλησίον μου και θεωρούντας με διά
βλέμματος γλυκυτάτου, και γεμάτου από συμπάθειαν.

Περίεργον! Όλοι άγγελοι, και όμως εβάδιζον τόσον κακήν οδόν.

Μόλις εσκέφθην ούτω, αισθάνομαι αίφνης πληγάς και πόνους εις τα νώτα,
και στρέφομαι περιδεής προς τα οπίσω.

Τεραστία μεταμόρφωσις!

Όλοι ήσαν άγγελοι, εφ' όσον ήσαν ενώπιόν μου· όπισθεν μου εγίνοντο
όλοι διάβολοι και με εκτύπων εκ των νώτων.

Το στήθος μου, Διδάσκαλε, ουδεμίαν πληγήν φέρει.

Αλλ' ερώτησε την ράχιν μου και θα σου είπη το διατί.

Όλοι προσέβαλλον εκ των νώτων· τούτο όμως δεν είνε σφάλμα του
διαβόλου· είνε έλλειψις του θεού, όστις δεν προσέθηκεν οφθαλμούς και
ώτα και εις τον αυχένα· θα ήτο πολύ διάφορος και του ανθρώπου η τύχη,
και η όψις του κόσμου.

~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~

Τότε εστέναξα διά πρώτην φοράν, και ηρώτησα εμαυτόν:

 — Πόσον ευτυχής ήμην χθες, και πόσον δυστυχής θα ήμαι αύριον;

Και ιδού η δυστυχεστέρα του βίου στιγμή:

Να μακαρίζης το παρελθόν, και να τρέμης δια το μέλλον.

~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~

Επείνασα τότε και εστάθην εις το άκρον της οδού· και διήλθεν άρχων,
ακολουθούμενος από πληθύν οικετών.

 — Φαίνεσαι ότι πεινάς, μου λέγει ο άρχων. Συ έχεις μικράν κοιλίαν,
αλλ' εγώ δεν έχω μικρά νομίσματα δι' αυτήν· έχω μεγάλα. Τρώγεις
άλλοτε.

Έκλινα την κεφαλήν ταπεινώς και είπον κατ' εμαυτόν:

 — Ιδού η πενία του πλούτου.

Ο τελευταίος όμως των οικετών του, ώκτειρεν εμέ, έθεσε δε νόμισμα εις
το ράμφος μου, και είπεν: — Εγώ έχω μικράν κοιλίαν· λάβε μικρόν
νόμισμα διά σήμερον και αύριον — ο Θεός.

Εμειδίασα αδιοράτως, και είπον πάλιν κατ' εμαυτόν:

 — Ιδού ο πλούτος της πενίας.

Αλλ' ο οικέτης είχε μείνη πολύ οπίσω εις την Οδόν, διότι οι άλλοι
είχον κερδίση τον χρόνον των· δεν είχον ασχοληθή περί εμού, και
επροχώρουν πολύ.

Και επέσπευσε το βήμα του διά να φθάση τους άλλους, αλλά
λοξοδρομήσας, ωλίσθησεν εις το άκρον της Οδού και εκρημνίσθη.

Και δεν τον είδον ν' ανεγερθή πλέον.

~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~

Ο οβολός εκείνος παραζάλην μου έφερεν.

Εφ' όσον επείνων, δεν εσκεπτόμην τίποτε.

Αφού απέκτησα, εβασανιζόμην από την ιδέαν του τι θα φάγω.

Και εσκέφθην:

 — Δεν είχον οβολόν, και δεν είχον ανάγκην. Ιδού είς οβολός, όστις
δέκα ανάγκας μου γεννά. Εάν αποκτήσω δέκα οβολούς, θα μου γεννήσουν
εκατόν ανάγκας· και οι εκατόν, θα μου γεννήσουν χιλίας. Τι λοιπόν θα
απογίνω, εάν καταντήσω και εκατομμυριούχος; Βεβαίως δεν θα σκέπτωμαι
τότε άλλο, ειμή πώς να μη αποθάνω από την πείναν!



δ'.



Τότε βλέπω Άνθρωπον, καθήμενον εις το μέσον της Οδού, και
καταβροχθίζοντα απλήστως ατελείωτον τροφήν.

 — Τρώγεις, τρώγεις, λέγω προς αυτόν· δεν βλέπω όμως και να
χορταίνης, αλλ' ούτε και να αισθάνεσαι εις τον στόμαχον βάρος.

Απαντά, χωρίς να διακόψη το έργον του:

 — Είνε γλυκυτάτη η τροφή μου και δεν την εχόρτασε κανείς.

Την απάντησιν όμως ταύτην ήκουσεν όμιλος ανθρώπων εξ εκείνων, οίτινες
κατέκειντο ψυχορραγούντες εις τα κατηραμένα άκρα της Οδού.

Και εκραύγασαν όλοι ομού, ημιεγειρόμενοι επί κατεσκληκότος αγκώνος,
όστις μόλις τους συνεκράτει:

 — Πρόσεξε! αυτός ξεκοκκαλίζει καρπόν κλοπής.

Και ηκούσθη προσέτι δαιμονιώδης ηχώ πέριξ, επαναλαμβάνουσα:

 — Είνε άτιμος!. . . . είνε άτιμος!. . . .

Τότε παράδοξον φαινόμενον ενώπιόν μου προέκυψεν.

Ο Άνθρωπος αισθάνεται αμέσως στομαχικήν επανάστασιν, αρχίζει δε να
εξαιμή την τόσον γλυκείαν και τόσον χωνευτικήν τροφήν.

Ερωτώ και εγώ:

 — Τι άρά γε συμβαίνει, δυστυχή! έτρωγες δηλητήριον λοιπόν και δεν το
ηννόεις;

Ιδού και πάλιν τον ακούω να βάλλη κραυγάς ισχυράς και να αισθάνεται
πόνους φρικώδεις.

Και ν' αποθάνη επερίμενα, ότε αίφνης μ' ερωτά:

 — Έπεσαν εκείνοι πάλιν;

 — Ναι, δεν ακούονται πλέον. Τι συνέβη; διατί ησθάνθης πόνους; ή
διατί δεν απέθανες;

 — Διατί ν' αποθάνω, αφού πάλιν κανείς δεν γνωρίζει τι τρώγω; Να,
φάγε και συ και μη λέγης όσα ήκουσες.

Έλαβον την δοθείσαν μερίδα και εδοκίμασα να την γευθώ, αλλ' απέπττυσα
αυτήν αμέσως.

 — Είνε πικρά, λέγω, και οξυνή.

 — Δίκαιον έχεις, απαντά. Σου την έδωκα εγώ. Πλησίασε τώρα κρυφίως
και άρπασέ την μόνος όπισθέν μου. Εγώ δεν θα σε ιδώ.

Πλησιάζω κρυφίως, προτείνω το ράμφος, και τρώγω κλέπτων.

Ήτον η ιδία τροφή, και όμως ήτο τόσον γλυκεία, και τόσον χωνευτική!

Τότε ηννόησα την φυσιολογίαν του ανθρωπίνου του στομάχου.

Εχώνευεν ανενοχλήτως δηλητήριον, και ότε του είπον: — «Τρώγεις
δηλητήριον», τότε ησθάνθη τας αλγηδόνας.

Ο Άνθρωπος εκείνος, Διδάσκαλε, εάν κατέπινε και πραγματικόν
δηλητήριον, θα το εχώνευε χωρίς ουδεμίαν ενόχλησιν.

Αρκεί να το είχε κλέψη.

Και αρκεί να μη του έλεγε κανείς:

 — Άτιμε! το έκλεψες!



Β’.



Τετέλεσται!

Ήτο καιρός να συρθώ και πάλιν προς τον ορνιθώνα, και πάλιν να θρηνήσω
την πλάνην μου.

Ήτο καιρός ν' αποφύγω το επίμονον φως του μαύρου αστέρος, όστις
εδέσποζεν εις τον στενόν ορίζοντά μου, και καθίστα μαύρον τα σώμα μου
και την σκιάν μου λευκήν.

Και εστράφην έντρομος προς τα οπίσω, αναζητών οδόν φυγής, ότε ιδού
και πάλιν το παράδοξον Φάσμα ορθούται ενώπιόν μου υπερήψηλον.

Και ακούω λαλιάν, από μυστήριον γεμάτην:

 — Πού φεύγεις, πριν ακόμη ακούσης και πριν ίδης; Ελθέ μετ' εμού. Ο
ορνιθών θα ήνε πολύ στενός διά την αμάθειαν σου· μάθε πολλά, και θα
γίνη ευρύς διά την σοφίαν σου. Ακόλουθοι τα βήματά μου και ουδέποτε
θα κουρασθής. Έν άπειρον θα εγκλείσω εις τους οφθαλμούς σου, και έν
ακόμη άπειρον εις τα ώτα σου. Και όμως ουδ' αυτά θα σε βοηθήσουν, διά
να περιβάλης το χάος της ανθρωπίνης ψυχής. Εν τούτοις ακολούθει με.
Ίσως ίδης, και ίσως ακούσης.

Η μαγγανεία του βλέμματος και της φωνής η γλυκύτατης, με κατέστησαν
του Φάσματος δούλον.

Η δε γλώσσα μου, της θελήσεώς μου εκφυγούσα, απήντησεν:

 — Εμπρός λοιπόν, σε ακολουθώ, Δαίμων σκότιε, όστις κατέκτησες και
εξευτέλισες το φως.

Και ιδού αμέσως ενώπιόν μου παράδοξος αγορά, ω Διδάσκαλε.

Πλήθος ανθρώπων αγοράζει και πωλεί· πλούσιοι και πένητες εις τας
διόδους συνωθούνται.

Τότε το Φάσμα μου λέγει:

 — Βλέπεις τους πωλούντας;

 — Ναι.

 — Είνε πάντοτε οι πλούσιοι. Βλέπεις και τους αγοράζοντας;

 — Ναι.

 — Είνε πάντοτε οι πτωχοί.

~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~

Και θεωρώ άνθρωπον, κρατούντα πήχυν ελαστικόν, και μετρούντα τους
διαβάτας.

 — Τι μετρεί αυτός; ερωτώ.

 — Μετρεί την ηθικήν των άλλων με την ιδικήν του. Αλλ' ο πήχυς είνε
ελαστικός, όταν δε βλέπη ηθικήν ανωτέραν της ιδικής του, εντείνει τα
μέτρον και την αποδεικνύει ελλειπή. Ουδείς εσώθη από το μέτρον του,
και όλοι του έμειναν χρεώσται!

Έντρομος ητοιμάσθην να φύγω, ότε ρακένδυτος διαβάτης τείνει την χείρα
ενώπιόν μου και λέγει:

 — Έλεος, ω πτηνόν ξένον και αδιάφορον· συ, το οποίον δεν είσαι
άνθρωπος, βεβαίως δεν θα μου αρνηθής τον οβολόν σου. Δος εις εμέ
ολίγην ευτυχίαν.

 — Πώς; όλος ο κόσμος εδώ είνε ευτυχής· πού είνε η ιδική σου ευτυχία;

 — Την εδάνεισα βαθμηδόν ολόκληρον, αλλ' άνευ συναλλαγματικής, και
μου αρνούνται τώρα αυτήν και ως χρέος, και ως ελεημοσύνην.

Ερωτώ τότε τα Φάσμα:

 — Πώς θα ηδυνάμην να γίνω ευτυχής, εάν το επεθύμουν;

 — Εφ' όσον έχεις τους όνυχας στερεούς, η ευκαιρία ουδέποτε θα σου
λείψη.

 — Περίεργον! Τι είνε λοιπόν ευτυχία και τι είνε δυστυχία;

 — Καταστάσεις, εις τας οποίας συνήθως ευρίσκονται, όσοι δεν τας
αξίζουν. Τώρα θα ίδης και θα πεισθής.



β'.



Και το Φάσμα διά μιας κινήσεως της ατμώδους χειρός του, απεκάλυψεν
ενώπιόν μου δένδρον ξηρόν, παρά την ρίζαν του οποίου ευρίσκετο σωρεία
χρυσού, εφ' ου έπιπτεν επιμόνως η σκιά του δένδρου.

Επί της κορυφής του δένδρου παράδοξος γυνή, τραγέλαφος τερατώδης, με
κεφαλήν φέρουσαν μυρία στόματα, εσάλπιζε διά μυρίων σαλπίγγων.

Ούτε οφθαλμούς δε, ούτε ώτα είχε.

Στόματα μόνον, στόματα, και πάλιν στόματα, διά των οποίων μυριάκις
επαναλάμβανεν:

 — Ο Ζακχαίος ανήλθεν εις την συκομωρέαν!

Λέγω προς το Φάσμα:

 — Ουδέποτε θα επίστευον, ότι ο Θεός ετόλμησέ ποτε να δημιουργήση
τοιούτον τέρας. Περί τίνος Ζακχαίου ομιλεί;

 — Αύτη είνε η Φήμη των ανθρώπων, την οποίαν κάποιος θεός
εδημιούργησεν εν ώρα μέθης. Βλέπεις το δένδρον εκείνο; είνε αυτή η
συκομωρέα, εφ' ης ανήλθεν ο Ζακχαίος διά να ίδη τον Ιησούν. Ήτο
τελώνης ο Ζακχαίος και πλούσιος, είπε δε προσέτι εις τον Ιησούν το
θαυμάσιον: — «Κύριε, ιδού· τα ημίση των υπαρχόντων μου δίδωμι τοις
πτωχοίς, και εί τινος εσυκοφάντησα, αποδίδωμι τετραπλούν». Ιδού ο
χρυσός, τον οποίον έδωκε, λησμονημένος εις την ρίζαν του δένδρου· δεν
ελησμονήθη όμως και παρεδόθη από γενεάς εις γενεάν, ότι ανήλθεν εις
μίαν συκομωρέαν! Τυχηρός άνθρωπος· εάν ανήρχετο εις κυπάρισσον ή εις
πορτοκαλέαν, τις οίδεν εάν η Φήμη θα εσάλπιζε και εκ της κορυφής
αυτών. Από την συκομωρέαν εκείνην επέτυχε δύο θαυμάσια· είδε τον
Ιησούν, και τον είδεν όλος ο κόσμος!

Δεν το επίστευσα, μολονότι αι φωναί των σαλπίγγων κατεξέσχιζον τα ώτα
μου και απαύστως επαναλάμβανον:

 — Ο Ζακχαίος ανήλθεν εις την συκομωρέαν!

Αλλά το Φάσμα προσέθηκε, δαιμονίως καγχάζον:

 — Τώρα θα εννοήσης και θα πιστεύσης. Λάλησε ισχυρώς!

Και ελάλησα ισχυρώς.

Με ανεβίβασε κατόπιν εις ύψος, και είπε:

 — Λάλησε και ασθενώς τώρα.

Και ελάλησα ασθενώς.

Τότε ηννόησα. —

Ελάλησα ισχυρώς από πολύ χαμηλά, και δεν με ήκουσε κανείς· όλοι με
περιεφρόνησαν.

Ελάλησα και ασθενώς από πολύ υψηλά, και με ήκουσαν όλοι· τότε τους
περιεφρόνησα εγώ.

Ναι· ο Δαίμων είχε δίκαιον.

Λέγω τότε κατ' εμαυτόν:

 — Και είνε τάχα μηδέν η Αξία;

Το Φάσμα ενόησε την σκέψιν μου και απήντησε:

 — Βλέπεις εκεί σάκκους ορθίους και υψηλούς, φαινομένους από τόσον
μακράν; Πλησίον αυτών και επί του εδάφους ευρίσκονται άλλοι σάκκοι
κενοί, και ερριμένοι κάτω. Μόλις τους διακρίνεις εκείνους. Και όμως
οι δεύτεροι είνε από πολύτιμον ύφασμα κατεσκευασμένοι, και οι πρώτοι
από καραβόπανον. Μη πλησιάσης τους πρώτους, διότι είνε γεμάτοι από
κόπρον και βρωμούν αλλ' ούτε τους δεύτερους πριν τους γεμίσης.

 — Δεν υπάρχει λοιπόν πραγματικόν ε π ά ν ω  εν τη κοινωνία;

Ο Δαίμων ανεκάγχασε και έδειξεν αλλαχού παράδοξον εικόνα, εν τη οποία
το ε π ά ν ω ήτο συγκεχυμένον με το κ ά τ ω·

Και τότε είδον ανθρώπους, ανερχομένους πολύ άνω, ενώ ταυτοχρόνως
εμάνθανον να πίπτουν και πολύ κάτω.

Και είδον την τύχην να ελκύη τον αιθέρα κάτω, εις τον βόρβορον, και
τον βόρβορον επάνω εις τον αιθέρα.

Έκπληκτος ερωτώ:

 — Λοιπόν, ποίαν σχέσιν έχει η τύχη με την κεφαλήν;

Εγέλασεν ο Δαίμων και είπεν:

 — Όταν έχης τύχην, την κεφαλήν τι την θέλεις; Καλή κεφαλή και κακή
τύχη, — κακή κεφαλή· κακή κεφαλή και καλή τύχη, — κεφαλή καλή.



γ'.



Ποίος κυκεών διευθύνσεων!

Και σύγχισις θέσεων, και λέξεων, και εννοιών!

Και προσωπεία ψευδή από χάρτην, αμιλλώμενα εις το ψεύδος με πρόσωπα
από σάρκα και δέρμα.

Απόκρεω διαρκής, καταλύουσα και αυτήν την ευωχίαν δι' ανθρωπίνης
σαρκός.

Ανάμικτα δάκρυα και καγχασμοί· μορφασμοί και μειδιάματα· όργια και
προσευχαί.

Είδον τον ουρανόν θεράποντα του νικητού, και τύραννον διά τον
ηττημένον.

Είδον την Αλήθειαν ψυχορραγούσαν και στενάζουσαν, χωρίς ουδείς να
τείνη χείρα προς αυτήν βοηθείας.

Μου είχες είπη, Διδάσκαλε, ότι ο Νεύτων από έν σάπιον μήλον,
ανεκάλυψε τον παγκόσμιον νόμον.

Φαίνεται όμως, ότι μόνον τα σάπια μήλα είχον την ιδιότητα να έλκουν
την αλήθειαν.

Διότι τα σάπια λεμόνια λ. χ. είδον να καταδιώκουν την αλήθειαν, όπου
έτυχε να την συναντήσουν.

Εν τούτοις και η μηλέα και η λεμονέα ευρίσκοντο εις τον αυτόν κήπον,
και πλησιέστατα αλλήλων.

Περίεργον! και όμως τα τέκνα των ευρέθησαν εις τόσην απ' αλλήλων
απόστασιν!

~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~

Και πάλιν το Φάσμα ελάλησε·

 — Απ' εδώ αρχίζει ο αγών, και ιδού το πρώτον της Οδού μου σημείον.

Βλέπεις το άγαλμα εκείνο, το ευρισκόμενον επάνω εις τον υψηλόν
οβελίσκον;

 — Όχι· δεν βλέπω τίποτε· βλέπω τον οβελίσκον, αλλά το βλέμμα μου
μέχρι της κορυφής του δεν φθάνει.

 — Εκεί ευρίσκεται τοποθετημένη η Τιμή των ανθρώπων· ο οβελίσκος είνε
κτισμένος από λόγια και θεωρίας· έκαστος δε διερχόμενος, προσθέτει
ανά μίαν θεωρίαν εις την βάσιν αυτού, και η κορυφή διαρκώς υψούται.

Και διέρχονται οι άνθρωποι κάτωθεν, και βλέπουν προς τα άνω
ιλιγγιώντες, και παρέρχονται λέγοντες:

 — Αυτή είνε η Τιμή: ω! πολύ υψηλά· ποίος τάχα θα ημπορέση να την
φθάση; Ας προσθέσω κ' εγώ ένα λίθον, και ας εξακολουθήσω τον δρόμον
μου.

Και ο στυλοβάτης ανυψούτο απαύστως, το δε άγαλμα εχάνετο βαθμηδόν εις
τα νέφη.

Τούτο ελέγετο διά τον κόσμον Τιμή.

~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~

Και όμως πάντες περί αυτής ωμίλουν.

Και έλεγον:

Τούτο είνε τ ι μ ή· τούτο είνε υ π ό λ η ψ ι ς.

Αλλά και πάλιν, θεέ μου! ποίος κυκεών!

Εάν με ηρώτας τι πραγματικώς είνε το έν, και τι το άλλο, θα σου
απήντων, ω Διδάσκαλε:

 — Τιμή: ιδέα, μη προερχομένη πάντοτε από υπόληψιν· υπόληψις: ιδέα,
μη προερχομένη πάντοτε από τιμήν.

~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~

Λέγει τότε το Φάσμα:

 — Δεν πιστεύεις εις ό,τι βλέπεις;

Απαντώ:

 — Υπάρχουσιν αλήθειαι τρομεραί, τας οποίας θα προετίμα κανείς να μη
ήκουεν.

 — Όχι· πρέπει να πιστεύσης διά του ιδίου εαυτού σου. Και με σύρει
διά του βλέμματος πλησίον κιβωτίου κεκλεισμένου

 — Τι είνε εδώ;, ερωτώ.

 — Ο αιώνιος δεσμώτης, όστις, μόλις φαίνεται εις το φως του ηλίου,
φυλακίζεται αμέσως. Αυτός διαπράττει τα μεγαλείτερα κακά· αλλ' είνε
εκ των κακούργων, οι οποίοι εγκληματούσιν εφ' όσον ευρίσκονται εν τη
φυλακή· εάν μίαν ημέραν αφίνετο ελεύθερος εις την οδόν, θα έχανεν
όλην την δύναμίν του, και ούτε τα παιδία θα καταδέχοντο να τον
μεταχειρισθώσιν ως παίγνιόν των. Είνε τέλος μέταλλον πολύτιμον,
φρουρούμενον από τα ευτελέστερα· χρυσός, φυλαττόμενος από σίδηρον και
από  τ ε ν ε κ έ δ ε ς.

Και το Φάσμα ήνοιξε βραδέως του κιβωτίου το πώμα κάτωθεν δε αυτού
απήστραψαν νομίσματα χρυσά.

 — Κλέψε τώρα εξ αυτών, λέγει, εκατόν δραχμάς.

Έκλεψα εκατόν δραχμάς· αλλά μόλις απεμακρύνθην, ήκουσα φωνάς όπισθεν
μου να λέγουν:

 — Ο άτιμος. . . ο άτιμος!. . .

Απέρριψα έντρομος το κλαπέν ποσόν.

Το Φάσμα εγέλασε και επανέλαβε:

 — Πλησίασε πάλιν, και κλέψε εκατόν χιλιάδας δραχμών. Επλησίασα και
έκλεψα αναιδώς χιλιάδας εκατόν.

Και πάλιν ήκουσα τας φωνάς όπισθέν μου, αλλά την φοράν ταύτην έψαλλον
εν μουσική συμφωνία:

 — Ο  μ ε γ ά τ ι μ ο ς!. . . ο  μ ε γ ά τ ι μ ο ς!. . .

 — Ακούεις; λέγει το Φάσμα.

 — Ναι, ακούω καλώς· τώρα με υμνούσι βεβαίως.

 — Και όμως δεν ακούεις όσον νομίζεις, ούτε βλέπεις όσα θεωρείς. Λάβε
πάλιν το άπειρον εις το όμμα και το άπειρον εις το ους και προχώρει.
Αλλά κρύψε πρώτον τον θησαυρόν σου, και κατόπιν επίδειξέ τον.

Έκρυψα τον θησαυρόν μου, και κατόπιν τον επέδειξα

Ποίον τεράστιον ψεύδος

Ότε εφαινόμην πτωχός, μ' εχαιρέτων από πολύ μακράν, και έλεγον από
πολύ πλησίον:

 — Α, τον κακομοίρην!

Ότε εφαινόμην πλούσιος, μ' εχαιρέτων από πολύ πλησίον, και έλεγον από
πολύ μακράν:

 — Α, τον άτιμον!

Και ήσαν οι ίδιοι εκείνοι, οι οποίοι προ στιγμής με εξύμνουν.

Και ήμην ο ίδιος και εγώ!



δ'.



 — Αλλά τότε πού ευρίσκομαι; ποίους ευρίσκω; και το βιβλίον, όπερ εις
χείρας μου κρατώ, και εις έκαστον βήμα μου από μίαν σελίδα του χάνω,
διά ποίους εγράφη;

 — Άφες με, λέγω, ω δαιμόνιον Φάσμα, να ονειρευθώ ολίγον.

Θέλω εκείνο, το οποίον εφαντάσθην, να ίδω· όχι τούτο, εις το οποίον
κυλύομαι και σύρομαι.

Δος μου και πάλιν τας παλαιάς πτέρυγάς μου, ή καν δος μου του ονείρου
τας απατηλάς πτέρυγας, ίνα πετάξω υψηλά, εις της Ιδέας τον κόσμον.

Ω, πόσον ωραία είνε τα όνειρα!

Κατασκευάζεις, ως Θεός, όπως θέλεις τον κόσμον· τα πράγματα, όπως τα
εννοείς· τα όντα, όπως σε εννοούν.

Άφες, ω Δαίμων, να ονειρευθώ.

Διότι το όνειρον διαρκεί πλειότερον από την πραγματικότητα, και είνε
γλυκύ, διότι και αυτό είνε ψεύδος.

Ψεύδος και εκείνο, το οποίον θα φαντασθώ· ψεύδος και τούτο, το οποίον
βλέπω

Ας απολαύσω λοιπόν το ψεύδος, το οποίον θ' αγαπήσω πλειότερον.

Τι θα ζημιωθή ο κόσμος, από έν ψεύδος επί πλέον;

Αφαίρεσε λοιπόν το άπειρον από τα ώτα μου, και το πνεύμα μου
περιέβαλε διά τούτου.

Και άφες, ω Δαίμων, να ονειρευθώ.

~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~

Καγχασμός τραχύς εις την ακοήν μου αντήχησε, φωνή δε, άγνωστος ήδη
και αυστηρά, ηκούσθη:

 — Ποίος ζητεί να ονειρευθή; ποίος ζητεί να πλάση κόσμον όπως θέλει,
εδώ, όπου ο κόσμος όπως θέλει πλάττει;

Τρομερά ήτον η φωνή και εστράφην προς το μέρος, ένθα ηκούσθη.

Τέρας παράδοξον ενώπιόν μου διήρχετο, με εριννύος κεφαλήν, φέρουσαν
όφεις αντί κόμης, και με σώμα υποζυγίου.

Άνθρωποι ισχνοί και λιπόσαρκοι, με τρίχας ηνωρθωμένας, και με
βλέμματα άγρια και εστραμμένα κατά της ιδίας ψυχής των, προηγούντο
κλαίοντες.

Και άνθρωποι παχείς και ευδαίμονες, με γαστέρας προκλητικώς
προτεταμένας, ηκολούθουν γελώντες.

Ελάχιστοι οι προηγούμενοι· μύριοι οι επόμενοι.

Ερωτώ το Φάσμα:

 — Ποίον είνε τούτο, το παράδοξον τέρας, το οποίον τόσον ολίγους
τύπτει έμπροσθεν αυτού, και τόσον πολλοί το τύπτουν όπισθεν;

Απαντά:

 — Είνε η Συνείδησης· τέρας διφυές· εριννύς και υποζύγιον· τους
ολίγους τύπτει, οι πολλοί — την τύπτουν και αυτήν!

Σκέπτομαι τότε και λέγω:

 — Ποίος λοιπόν εκ τούτων όλων έπραξαν το Καθήκον των;

Και το Δαιμόνιον απαντά:

 — Ανόητε! ούτε οι μεν, ούτε οι δε· εάν οι τυπτόμενοι το εξετέλουν,
δεν θα ετύπτοντο· εάν το εξετέλουν οι τύπτοντες, δεν θα έτυπτον.

 — Αλλά το καθήκον είνε συνθήκη μεταξύ Θεού και Ανθρώπου. Κώδηξ,
αρχόμενος από το Ζενίθ, και τελειώνων εις το Ναδίρ.

Λέγει πάλιν το Φάσμα:

 — Ιδού ο Κώδηξ σου.

Και είδον, ω Διδάσκαλε, ανθρώπους, κρατούντας βιβλίον από κ α ο υ τ σ
ο ύ κ.

Και οι μεν ετραβούσαν αυτό, και το έκαμνον όσον ήθελον μεγάλον· οι δε
επίεζον, και το έκαμνον όσον ήθελον μικρόν.

Ο μέγας Κώδηξ ήτο ζήτημα ορέξεως και ισχύος νεύρων.

~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~

Περίεργος ηκολούθησα τους ανθρώπους εκείνους εις την Μεγάλην Οδόν.

Και είδον τον Κώδηκα συστελλόμενον, και εκείνους τασσομένους
εκατέρωθεν εις στίχους, έκαστος δε απεσπάτο εκ του αριστερού,
διήρχετο ενώπιον των άλλων, και προσετίθετο εις το δεξιόν.

Ο αποσπώμενος διήρχετο σκυθρωπός, εν ώ οι λοιποί εκάγχαζον· και ότε
ίστατο, εκάγχαζε και εκείνος διά τον νεωστί διερχόμενον.

Ερωτά το Φάσμα:

 — Εννοείς τι συμβαίνει εδώ;

 — Όχι· βλέπω, αλλά δεν εννοώ.

 — Οι ιστάμενοι κρίνουσι τον διερχόμενον· έκαστος ούτω κρίνει όλους
τους άλλους· τον εαυτόν του όμως ποτέ· δεν του μένει πλέον καιρός.

Και ο Κώδηξ διαρκώς συνεστέλλετο.

~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~

Αλλ' ιδού, βλέπω και διαστελλόμενον αυτόν, και δύο τιτάνας,
αναπηδώντας εκ του τεραστίου του όγκου.

Ο είς ήτο σκότιος, ο δ' έτερος φωτεινός· ο είς εμάχετο με
εγχειρίδιον, και ο έτερος με πέλεκυν· αμφότεροι δε εκυλίοντο εις
δάκρυα και εις αίμα.

 — Ιδού τιτάνες, ωπλισμένοι και οι δυο·  ο είς κτυπά εν τω σκότει,
και φρίττοντος του κόσμου, ο δε έτερος υπό το φως του ηλίου, και του
κόσμου χειροκροτούντος.

Και ανέγνωσα εις το μέτωπον του ενός: — ΕΓΚΛΗΜΑ.

Και εις το μέτωπον του έτερου: — ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ.

Αμφότεροι αι λέξεις ήσαν γεγραμμέναι με αρκετόν ιδεώδες και με
αρκετόν αίμα.

Τότε είπον κατ' εμαυτόν:

 — Αίμα: κάποιον έγκλημα του ανθρώπου· — ιδεώδες: κάποιον έγκλημα του
Θεού

~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~

Λέγει ακόμη το Φάσμα:

 — Είδες ποτέ άνθρωπον κρεμασμένον;

 — Όχι· τι σημαίνει κρεμασμένος άνθρωπος;

 — Έν ευτελές τεμάχιον σχοινιού επαναστατεί κατά της έλξεως της ύλης,
ήτις φονεύει ασυνειδήτως έν τέκνον της, έλκουσα αυτό φιλοστόργως εις
την αγκάλην της. Ιδέ λοιπόν ο άνθρωπος· καθιστά και τον παγκόσμιον
νόμον, όστις είνε σοφός, όργανον και εκτελεστήν του ιδικού του, όστις
είνε γελοίος.

Και βλέπω τότε ενώπιόν μου δύο ανθρώπους, εις τερατώδη ασχολουμένους
εργασίαν.

Ο εις εκρέμα τον άλλον!

Λέγω προς τον Δήμιον:

 — Άνθρωπε! διατί κρεμάς ούτω τον όμοιόν σου; Έχει και αυτός δύο
πόδας, διά να βαστάζωσι του σώματός του το βάρος όπως και συ· και
λαιμόν έχει ελεύθερον, διά τον αέρα. Με ποίον τάχα δικαίωμα
μεταβάλλεις συ την φύσιν του άλλου, και μεταθέτεις το βάρος του
σώματος εις τον λαιμόν, αφίνεις δε εις τον αέρα τους πόδας: Ποίαν
σχέσιν έχει με τους πόδας ο αήρ, όταν ο λαιμός δεν έχει τοιαύτην;
Διατί δε δεν εκτελείς πρώτον το πείραμα τούτο επί του ιδίου σου
ατόμου, διά να πεισθής περί της ορθότητος αυτού;

Στρέφεται ο Δήμιος και απαντά:

 — Υπάρχει πολιτεία, τιμωρούσα τους κακούς· και αυτός είνε κακός·
έκλεψε διά να φάγη.

Ερωτώ τον κρεμασμένον:

 — Ποίος είπεν εις σε να μη κλέψης;

Και ο κρεμασμένος απαντά:

 — Ο Νόμος, όστις μόνον διά να περιορίση την φύσιν εγράφη. Είς
άνθρωπος εσκέφθη να φρουρήση του χρυσού του τα πλεόνασμα, διά να
ικανοποιήση ανοήτους εμπνεύσεις· και ο παρευθείς νόμος εγράφη. Πρέπει
όμως να γνωρίζης, ω Διαβάτα, ότι ο χρυσός είνε τοσούτος, ώστε ν'
αρκή, όπως όλοι οι άνθρωποι τρέφωνται επαρκώς δι' αυτού· ήτοι
τοσούτος, ώστε να μη υπάρχη διά κανένα. Αλλ' η διαρπαγή εγένετο κακή,
και επλεόνασεν εδώ, και έλειψεν εκεί· ο δε λεγόμενος νομοθέτης
εσκέφθη, ουχί πώς να διανείμη εξ ίσου, αλλά πώς να περιφρουρήση το
πλεόνασμα, — διότι το αρκούν και φυσικόν δεν έχει ανάγκην φρουρού·
αφ' εαυτού φρουρείται. Και εθέσπισε νόμον τρομερόν, διά του οποίου η
υπερβολή τιμωρεί την έλλειψιν, και ο κόρος την πείναν και ανύψωσεν
αγχόνην, ήτις μεταθέτει εις τον λαιμόν ολόκληρον τα βάρος του σώματος
εκείνου, όπερ ετράφη και εβάρυνε διά τροφής ατυχούς, κλαπείσης δις·
κλαπείσης από τας χείρας ενός κλέπτου, όστις την είχε κλέψη από την
φύσιν — δηλαδή από τον Θεόν. Ο δε κλέπτης του Θεού δεν τιμωρείται·
τιμωρείται μόνον ο κλέπτης του ανθρώπου — και ιδού εγώ κρεμασμένος.
Αλλ' έστω· είμαι τουλάχιστον χορτάτος, και ευχαριστημένος, ότι θ'
αποδώσω εις την φύσιν εκ νέου εκείνο, όπερ είχε δι' εμέ προορίση,
αλλά της το είχε κλέψη ο κατήγορός μου!

Λέγει τότε το Φάσμα:

 — Ιδού λοιπόν δύο άνθρωποι, χορτάτοι και οι δύο, εκ των οποίων ο είς
φονεύει τον άλλον. Ο είς φονεύεται, διότι ετράφη με το πλεόνασμα του
πλουσίου· ο έτερος φονεύει, τρεφόμενος δια του αίματος ενός πτωχού.

Έντρομος τότε κράζω προς το Φάσμα:

 — Φύγωμεν! φύγωμεν! Να κλέψης ολίγον χρήμα ενός πλουσίου, είνε
έγκλημα· να κλέψης ολόκληρον την ζωήν ενός πτωχού, είνε Νόμος·
Φύγωμεν! φύγωμεν!. . .
 
 
via

Pages